ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 2 ΑΑΔ 634
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 236/2008)
19 Νοεμβρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές.]
ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ,
Εφεσείουσα,
ν.
1. CCC LAUNDRIES (PAPHOS) LIMITED
2. ΚΩΣΤΑ ΓΑΛΑΤΑΡΙΩΤΗ
3. ΣΤΑΥΡΟΥ ΓΑΛΑΤΑΡΙΩΤΗ
4. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΑΛΑΤΑΡΙΩΤΗ
5. ΒΑΣΟΥ ΛΑΖΑΡΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων.
_______________
Δ. Βάκης, για την Εφεσείουσα.
Φ. Τσαγγαρίδης, για τους Εφεσίβλητους.
_________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
απαγγέλλεται από το Δικαστή Νικολαΐδη.
__________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι αντιμετώπισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου κατηγορίες για απείθεια κατά νομίμων διαταγών, κατά παράβαση του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, καθώς και για παροχή συνδρομής σε απείθεια, απόπειρα διάπραξης του πλημμελήματος της απείθειας κατά νομίμων διαταγών και άλλες παρόμοιες κατηγορίες.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος όπως εκτίθενται στο κατηγορητήριο, οι εφεσίβλητοι απείθησαν σε διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με το οποίο εμποδίζονταν οι εφεσίβλητοι 1 από του να πωλήσουν, υποθηκεύσουν, επιβαρύνουν ή αποξενώσουν με οποιοδήποτε τρόπο, είτε οι ίδιοι, είτε δι΄ αντιπροσώπων ή υπαλλήλων τους, ακίνητο το οποίο βρίσκεται στον ΄Αγιο Θεόδωρο στην επαρχία Πάφου, έχοντας πωλήσει στην εταιρεία The Cyprus Import Corporation Ltd, μέρος του ακινήτου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση γιατί έκρινε ότι από τη στιγμή που το απαγορευτικό διάταγμα εκδόθηκε στα πλαίσια αίτησης εταιρείας από δικαστήριο που ασκούσε αστική δικαιοδοσία, οποιαδήποτε αίτηση για παρακοή του διατάγματος αυτού εναντίον του προσώπου προς το οποίο το διάταγμα απευθύνεται, θα έπρεπε να οδηγηθεί στο αρμόδιο πολιτικό και όχι ενώπιον ποινικού δικαστηρίου, αφού η απείθεια προς το διάταγμα αυτό συνιστά αστική καταφρόνηση. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε έφεση.
Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι το άρθρο 137 του Ποινικού Κώδικα δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής.
Το ΄Αρθρο 162 του Συντάγματος παρέχει σε κάθε δικαστήριο της Δημοκρατίας εξουσία να διατάσσει τη φυλάκιση οιουδήποτε προσώπου που δεν υπακούει σε απόφαση ή διαταγή του δικαστηρίου μέχρι τη συμμόρφωσή του με την απόφαση αυτή, αλλά η φυλάκιση, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να υπερβεί τους δώδεκα μήνες.
Στη νομοθεσία μας έχουμε δύο πρόνοιες σχετικές με απείθεια ή παρακοή διατάγματος. Από τη μια το άρθρο 137 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 προβλέπει ότι όποιος απειθεί σε διάταγμα, ένταλμα ή διαταγή δεόντως εκδοθείσα από δικαστήριο, λειτουργό ή πρόσωπο που ενεργεί υπό οιανδήποτε επίσημη ιδιότητα, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο ετών, εκτός όταν ρητά καθορίζεται άλλη ποινή ή διαδικασία συναφώς με την απείθεια αυτή.
Από την άλλη, το άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60, αναφέρει ότι κάθε δικαστήριο έχει εξουσία να εξαναγκάζει σε υπακοή προς οιονδήποτε διάταγμα εκδοθέν υπ΄ αυτού, το οποίο διατάσσει ή απαγορεύει την εκτέλεση οιασδήποτε πράξης, διά προστίμου ή φυλάκισης, ή μεσεγγύησης αγαθών. Δυνατόν, επιπροσθέτως, να επιδικαστεί στο πρόσωπο προς το συμφέρον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα τέτοιο ποσό υπό μορφή αποζημίωσης, όπως το δικαστήριο ήθελε θεωρήσει πρέπον.
Η φύση της δικαιοδοσίας των δύο άρθρων απασχόλησε στο παρελθόν τη νομολογία. Η δικαιοδοσία των δικαστηρίων για την αντιμετώπιση καταφρονητικών πράξεων για το κύρος, την υπόσταση και την αποτελεσματικότητα των αποφάσεών τους, αντλείται από το δικαιοδοτικό νόμο. Στη χώρα μας ο νόμος αυτός είναι ο περί Δικαστηρίων Νόμος, ο οποίος προσδιορίζει και οριοθετεί την αστική και ποινική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Το αντικείμενο του άρθρου 42 του Ν.14/60 είναι η παροχή δικαιοδοσίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο για εξαναγκασμό προς υπακοή σε διατάγματά του. Όπως σημειώνεται και στην υπόθεση Αναφορικά με τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου (Αρ.4) (1993) 1 Α.Α.Δ. 961, 970, τα μέσα τα οποία παρέχονται για εξαναγκασμό υποταγής σε διατάγματα είναι κατά κύριο λόγο εκείνα του ποινικού δικαίου για την τιμωρία των αδικοπραγούντων.
Η ανυπακοή διατάγματος από το πρόσωπο προς το οποίο τούτο απευθύνεται, συνιστά αστική καταφρόνηση, ενώ πράξεις τρίτων, υπονομευτικές του κύρους της δικαιοσύνης, συνιστούν ποινική καταφρόνηση του δικαστηρίου (Lee v. Walker (1985) 1 All E.R. 781 και Αναφορικά με τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου, ανωτέρω).
Τα τιμωρητικά μέσα στη διάθεση του πολιτικού δικαστηρίου για πειθαναγκασμό σε υπακοή σε διατάγματά του, δεν μεταβάλλουν τον αστικό χαρακτήρα της διαδικασίας ή το στόχο στον οποίο σκοπεί, την εξασφάλιση συμμόρφωσης προς τη διαταγή του δικαστηρίου (Pooley v. Wheatham (1880) 15 Ch D 435).
Οι πράξεις που συνιστούν το πλημμέλημα της καταφρόνησης του δικαστηρίου συνιστούν ποινικό αδίκημα, η εκδίκαση του οποίου ανάγεται στην ποινική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Αντίθετα, η δικαιοδοσία για πειθαναγκασμό του παρακούοντος διάταγμα του δικαστηρίου σε συμμόρφωση, ανάγεται στην αστική δικαιοδοσία του δικαστηρίου, γεγονός που προσδίδει στις πράξεις ανυπακοής το χαρακτηρισμό αστικής καταφρόνησης.
Όπως πολύ σωστά επισημάνθηκε στην υπόθεση Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassier KG (1989) 1 Α.Α.Δ. 750, το άρθρο 42 του Ν.14/60 είναι δικαιοδοτικό και προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου για την τιμωρία προσώπων, φυσικών και νομικών, για παρακοή διαταγμάτων. Καθορίζει τα μέσα για την εξασφάλιση συμμόρφωσης προς τα διατάγματα με την επιβολή προστίμου, φυλάκισης ή με την έκδοση διατάγματος για τη μεσεγγύηση αγαθών. Όμως, ούτε ο τρόπος επίκλησης, ούτε το πλαίσιο άσκησης της δικαιοδοσίας για τιμωρία για ανυπακοή ρυθμίζονται από το άρθρο 42 (βλέπε ακόμα Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1085).
Η διαδικασία για την αστική καταφρόνηση του δικαστηρίου είναι oιoνεί ποινική και η κατηγορία θα πρέπει να αποδειχθεί με την ίδια αυστηρότητα που απαιτείται σε μια ποινική κατηγορία. Το αστικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να χειριστεί πράξεις που υπονομεύουν τη δικαστική διαδικασία, εκτός αν έχουν διαπραχθεί ενώπιον του δικαστηρίου (Constantinides v. Ekdotiki Eteria Vima Ltd and others (1983) 1 C.L.R. 348).
Η αστική καταφρόνηση διαπράττεται οποτεδήποτε διάδικος δεν υπακούει σε διαταγή του δικαστηρίου. Πρόκειται για μια κατ΄ εξαίρεση διαδικασία η οποία έχει σχεδιαστεί για να εφοδιάσει το πολιτικό δικαστήριο με την πανοπλία ενός ποινικού δικαστηρίου, με σκοπό την αποτελεσματικότητα της πολιτικής διαδικασίας (Constantinides v. Ekdotiki Eteria Vima Ltd and others, ανωτέρω).
Παρά τον αστικό χαρακτήρα της διαδικασίας για καταφρόνηση και το μανδύα της πολιτικής δικαιοδοσίας που την περιβάλλει, το αίτημα για καταδίκη για ανυπακοή διατάγματος του δικαστηρίου αποβλέπει στην τιμωρία του παραβάτη. Κατά συνέπεια η αίτηση για καταδίκη προσλαμβάνει το χαρακτήρα κατηγορίας η απόδειξη της οποίας υπόκειται στους κανόνες που διέπουν την απόδειξη ποινικού αδικήματος, δηλαδή απόδειξη της κατηγορίας γενικά και των συστατικών της στοιχείων ειδικά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309).
Όπως επισημαίνεται στη Mouzouris and Another v. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287 για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση πρέπει να αποδειχθεί ηθελημένη ανυπακοή του καθ΄ ου η αίτηση προς την απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή πρόθεση ανυπακοής προς το διάταγμα του δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα της ανυπακοής από μόνο του δεν αρκεί. Πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου.
Το σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου συνίσταται στο συλλογισμό ότι αστική καταφρόνηση δεν μπορεί να υπάγεται στη δικαιοδοσία του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα.
Η φύση των δύο διαδικασιών είναι διαφορετική. Η μεν διαδικασία του άρθρου 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου, στρέφεται εναντίον της παρακοής διατάγματος το οποίο εξέδωσε το ίδιο το δικαστήριο με σκοπό τη συμμόρφωση, ενώ το άρθρο 137 του Ποινικού Κώδικα στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε απειθεί σε διάταγμα, ένταλμα ή διαταγή εκδοθείσα από οποιοδήποτε δικαστήριο. Η λειτουργία του άρθρου 42 τείνει καθαρά προς αποκατάσταση και γίνεται επ΄ ωφελεία του παραπονούμενου. Η ποινική καταφρόνηση έχει τιμωρητικό χαρακτήρα και σκοπό έχει την αναστύλωση του κύρους και της εξουσίας του δικαστηρίου.
Το δεύτερο σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ότι κατέληξε ότι το άρθρο 137 μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όταν για την ανυπακοή δεν καθορίζεται από το νόμο κάποια άλλη ποινή ή διαδικασία σε συνάφεια με την απείθεια αυτή. ΄Ετσι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το άρθρο 137 δεν τυγχάνει εφαρμογής, αφού για την εφαρμογή του υπό εξέταση διατάγματος υπάρχει άλλη διαδικασία, η διαδικασία του άρθρου 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου, δεν είναι ορθή.
Τα πιο πάνω καθίστανται πλέον εναργή αν κάποιος προσφύγει στο αρχικό αγγλικό κείμενο του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα το οποίο δεν αφήνει κανένα περιθώριο ερμηνείας στη γραμμή που πρότεινε το πρωτόδικο δικαστήριο:
"137. Everyone who disobeys any order, warrant or command duly made, issued or given by any Court, officer or person acting in any public capacity and duly authorised in that behalf is guilty of a misdemeanour and is liable, unless any other penalty or mode of proceeding is expressly prescribed in respect of such disobedience, to imprisonment for two years.".
Και σε μετάφραση:
«Οποιοσδήποτε απειθεί σε διάταγμα, ένταλμα ή διαταγή δεόντως εκδοθείσα από οποιοδήποτε δικαστήριο, λειτουργό ή πρόσωπο που ενεργεί υπό οιανδήποτε επίσημη ιδιότητα και το οποίο είναι δεόντως εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτό είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται, εκτός εαν οιαδήποτε άλλη ποινή ή διαδικασία καθορίζεται ρητά αναφορικά με την τοιαύτη απείθεια, σε φυλάκιση δύο ετών.».
Όπως επισημαίνεται στο σύγγραμμα The Law of Contempt των Anthony Arlidge και David Eady, έκδοση 1982, παράγραφος 2-28, ιστορικά, πίσω από τη διάκριση μεταξύ αστικής και ποινικής καταφρόνησης κρυβόταν η γενική διάκριση ότι διατάγματα που εκδίδονται σε υποθέσεις ποινικής καταφρόνησης σκοπό έχουν την τιμωρία, ενώ στην αστική καταφρόνηση, σκοπός σχετικού διατάγματος είναι να αναγκαστεί ο απειθών να υιοθετήσει μία συγκεκριμένη ενέργεια επ΄ ωφελεία διάδικου σε πολιτική υπόθεση. Υπήρχε επίσης η γενική άποψη ότι από την ποινική καταφρόνηση απειλείται η απονομή της δικαιοσύνης ως σύνολο, ενώ τα μόνα πρόσωπα που ενδιαφέρονται στην άρση αστικής καταφρόνησης είναι οι διάδικοι της συγκεκριμένης υπόθεσης. Όμως, κατά το τέλος του 19ου αιώνα συνειδητοποιήθηκε ότι τέτοιες γενικές αρχές συνιστούσαν υπεραπλούστευση του θέματος.
Καταφρόνηση δικαστηρίου μπορεί να είναι είτε ποινική, είτε πολιτική. Η ποινική καταφρόνηση είναι πράξη η οποία απειλεί την απονομή της δικαιοσύνης γενικότερα και η οποία απαιτεί τιμωρία. Πολλές από τις παραδοσιακές κατηγορίες καταφρόνησης έχουν δημιουργηθεί καθαρά ως ποινικής φύσης. Περιλαμβάνουν καταφρόνηση ενώπιον του δικαστηρίου, δημοσίευση θέματος που μπορεί να σκανδαλίσει το δικαστήριο, πράξεις που υπολογίζεται ότι θα επηρεάσουν τη δίκαιη δίκη εκκρεμούς διαδικασίας, εκδίκηση συμμετασχόντων σε διαδικασία για ό,τι έχουν κάμει στη διαδικασία αυτή. Τα πιο πάνω αποτελούν ποινική καταφρόνηση, ακόμα κι΄ αν σχετίζονται με πολιτικές υποθέσεις (The Law of Contempt, ανωτέρω, παράγραφος 2-26).
Καταλήγουμε ότι οι δύο δικαιοδοσίες, δηλαδή αυτή για αστική απείθεια και αυτή για ποινική απείθεια μπορούν να συνυπάρχουν. Η δικαιοδοσία σε σχέση με την αστική καταφρόνηση είναι χωριστή από την ποινική δικαιοδοσία οιουδήποτε άλλου δικαστηρίου. Είναι σημαντικό ότι τέτοιες υποθέσεις θα πρέπει να τυγχάνουν χειρισμού αμέσως και αποφασιστικά, ακόμα κι΄ όταν ποινική διαδικασία έχει αρχίσει επί τη βάσει των ιδίων γεγονότων.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η υπόθεση να επιστραφεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για συνέχιση. Τα έξοδα της έφεσης θα βαρύνουν τους εφεσίβλητους, ενώ τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το τελικό αποτέλεσμα.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
/ΜΔ