ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 2 ΑΑΔ 613

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                (Ποινική Έφεση Αρ. 204/2008)

 

11 Νoεμβρίου, 2009

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

                                               

ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΑΡΕΣΤΗ ΜΙΧΑΗΛ,

                                                          Εφεσείοντας,

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

                                                          Εφεσίβλητης.

 

 

Σ. Ζαννούπας, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Θεοδώρου (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

___________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι θλιβερά.  Δύο συνάνθρωποί μας, ένας άντρας 74 χρονών και μία γυναίκα 47 χρονών, πυροβολήθηκαν από τον Εφεσείοντα συγχωριανό τους, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους.  Ο Εφεσείων, παραδέχθηκε ενοχή σε δύο κατηγορίες ανθρωποκτονίας, κατά παράβαση του άρθρου 205(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, σε μια κατηγορία για απόπειρα ανθρωποκτονίας του πατρός Βρυώνη Νικάνδρου, 57 χρόνων, κατά παράβαση του άρθρου 214(α) του Κεφ. 154 και σε άλλες κατηγορίες σχετιζόμενες με μεταφορά πυροβόλου όπλου και εκρηκτικών υλών.

 

Στις 20.3.2008 και γύρω στις 3.45 το απόγευμα, το δεύτερο θύμα, η Μυριάνθη Στυλιανού, βρισκόταν με άλλα πρόσωπα στo Συνεργατικό Παντοπωλείο του χωριού Χολέτρια της Επαρχίας Πάφου.  Σε κάποιο στάδιο ακούστηκε ένας πυροβολισμός έξω από το Συνεργατικό και σε λίγα δευτερόλεπτα ακούστηκε και δεύτερος.  Αμέσως μετά, τα πρόσωπα που βρίσκονταν στο Συνεργατικό είδαν το πρώτο θύμα, Σωκράτη Κυπριανού, 74 ετών, ο οποίος διαχειριζόταν παρακείμενο καφενείο, να μπαίνει στο Συνεργατικό τραυματισμένος και να αιμορραγεί από την κοιλιά.  Ανέφερε στους παρευρισκόμενους ότι «έπαιξε με τούτος ο πελλός».  Ταυτόχρονα, οι παρευρισκόμενοι, είδαν τον Εφεσείοντα να στέκεται έξω από την ανοικτή πόρτα του Συνεργατικού και να κρατά κυνηγετικό όπλο.  Στη συνέχεια, ο Εφεσείοντας εισήλθε στο Συνεργατικό Παντοπωλείο και πυροβόλησε το δεύτερο θύμα που προσπαθούσε εκείνη τη στιγμή να τηλεφωνήσει στις Πρώτες Βοήθειες για να καλέσει ασθενοφόρο.  Αμέσως μετά, ο Εφεσείων ξαναπυροβόλησε το πρώτο θύμα το οποίο καθόταν σε καρέκλα, κρατώντας την κοιλιά του για να μην αιμορραγεί.  Εξερχόμενος του Παντοπωλείου, ο Εφεσείων συνάντησε τη Δόμνα Κυριάκου η οποία είχε εξέλθει σε κάποια στιγμή του παντοπωλείου για να πάρει κάτι από το αυτοκίνητο του δεύτερου θύματος.  Ο Εφεσείων ακούμπησε το κυνηγετικό του όπλο στο λαιμό της και τη ρώτησε αν τα θύματα είχαν πεθάνει.  Όταν του απάντησε θετικά αυτός απομακρύνθηκε.  Καθ' οδόν συνάντησε τον ιερέα του χωριού, ο οποίος οδηγούσε προς το μέρος του.  Όταν φώναξε από μακρυά στον Εφεσείοντα τι έκανε, αυτός πυροβόλησε προς το μέρος του, με αποτέλεσμα ο πυροβολισμός να κτυπήσει στο μπροστινό καπό του αυτοκινήτου στο οποίο βρισκόταν ο ιερέας, χωρίς όμως να τον τραυματίσει.  Ακολούθως, ο Εφεσείων απομακρύνθηκε από το χώρο του Παντοπωλείου, με το διπλοκάμπινο αυτοκίνητό του.  Στο δρόμο συνάντησε τον Παντελή Κυριάκου ο οποίος τον ρώτησε τι έκαμε, οπότε ο Εφεσείων κατέβηκε από το αυτοκίνητο και κρατώντας το κυνηγετικό του όπλο του είπε να σιωπήσει διαφορετικά θα σκότωνε και εκείνον.

 

Στο μεταξύ, ειδοποιήθηκε η Αστυνομία η οποία συνέλαβε τον Εφεσείοντα για το αυτόφωρο αδίκημα της κατοχής και μεταφοράς όπλου.  Όταν του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο, αυτός απάντησε «έπαιξα τους, εν τζιαι οι σωλήνες κρίμα».  Αργότερα την ίδια ημέρα, λήφθηκε θεληματική κατάθεση από τον Εφεσείοντα, ο οποίος εξηγώντας το περιστατικό, ανέφερε ότι εισερχόμενος στο καφενείο του πρώτου θύματος, τον άκουσε να λέει «έτον πελλόν που ήρτε».  Τότε ο Εφεσείων εκνευρίστηκε και πήγε στο αυτοκίνητό του, πήρε το κυνηγετικό του όπλο το οποίο συνήθιζε να έχει πάντα μαζί του και πυροβόλησε το θύμα δύο φορές.  Στη συνέχεια, μετέβη στο Συνεργατικό Παντοπωλείο και πυροβόλησε το δεύτερο θύμα, διότι, όπως εξήγησε, όπου τον συναντούσε, τον αποκαλούσε «χτιτζιάρη».  Επίσης, παραδέχθηκε τον πυροβολισμό κατά του πατρός Βρυώνη.  Επιπρόσθετα ανέφερε ότι όλοι στο χωριό νόμιζαν ότι είναι τρελός και τον περίπαιζαν, αλλά ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος είναι πιο έξυπνος από όλους τους συγχωριανούς του και ότι δεν μετανιώνει για ό,τι έπραξε.  Αργότερα, όταν  συνελήφθη με δικαστικό ένταλμα και του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο, επανέλαβε ότι πυροβόλησε τους συγχωριανούς του για να τους εκδικηθεί, επειδή τον κορόιδευαν για αρκετό καιρό.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου, τέθηκαν οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος, οι οποίες έχουν ως εξής:  Είναι ηλικίας 46 ετών και διαζευγμένος, κατάγεται από πολυμελή οικογένεια με 8 παιδιά, από τα οποία είναι ο νεώτερος.  Ο ίδιος απέκτησε 4 παιδιά από το γάμο του, ένα από τα οποία σκοτώθηκε από ανατροπή τρακτέρ το 2003.  Τα υπόλοιπα παιδιά έχουν ηλικία 24, 19 και 17½ χρονών αντίστοιχα.  Από το 1993 άρχισαν να παρουσιάζονται προβλήματα στη σχέση του με τη σύζυγο του, η οποία, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, τον έδιωξε από το σπίτι το 1999 και έκτοτε εγκαταστάθηκε στο πατρικό του.  Συντηρείτο από τους γονείς του και μετά το θάνατο του γιου του το 2003 σταμάτησε να εργάζεται και κλείστηκε στον εαυτό του, αποφεύγοντας την επικοινωνία με άλλους.  Μετά το θάνατο των γονιών του, τον φρόντιζε η αδελφή του.  Από τα υπόλοιπα αδέλφια του, διατηρούσε σχέσεις μόνο με τον μεγαλύτερο αδελφό του.  Μετά τη μεταφορά του στις φυλακές, λόγω της επιθετικής του στάσης και του αρνητισμού του, ο ψυχίατρος των φυλακών τον παρέπεμψε για νοσηλεία στο νοσοκομείο Αθαλάσσας, όπου νοσηλεύτηκε για περίπου ένα μήνα. 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος, κάλεσε το δικαστήριο να λάβει υπόψη το λευκό ποινικό του μητρώο, τα ψυχολογικά του προβλήματα, την τραγικότητα της ζωής του και ιδιαίτερα το θάνατο του γιού του.  Επίσης, κάλεσε το δικαστήριο να λάβει υπόψη ότι ο Εφεσείων έστω και λανθασμένα, εξέλαβε υποκειμενικά την φράση του πρώτου θύματος, ως πρόκληση.  Διευκρίνισε όμως ότι με κανένα τρόπο ο ίδιος δεν θεωρεί ότι αντικειμενικά τίθεται ένα τέτοιο ζήτημα.

 

Το Κακουργιοδικείο, αφού αναφέρθηκε στη σοβαρότητα του αδικήματος, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται μέσα από την ανώτατη ποινή που προβλέπει ο Νόμος που είναι η δια βίου φυλάκιση και αφού έλαβε υπόψη τις ψυχωτικές διαταραχές παραληρηματικού τύπου, το γεγονός ότι χωρίς κανένα λόγο, αιτία ή κίνητρο πυροβόλησε τα δύο θύματα και το γεγονός ότι ο Εφεσείων μέχρι την ημέρα της καταδίκης του δεν εξέφρασε μετάνοια, επέβαλε στον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 28 χρόνων στην πρώτη και δεύτερη κατηγορία και ποινή φυλάκισης 18 χρόνων στην τρίτη κατηγορία.  Στις υπόλοιπες κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων, δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη στον καθορισμό του ύψους της ποινής, το γεγονός που εξάγεται από τις ιατρικές βεβαιώσεις αλλά και από τις ίδιες τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, ότι ο Εφεσείων είναι πρόσωπο επικίνδυνο λόγω των ψυχωτικών προβλημάτων από τα οποία υποφέρει.

 

Ο Εφεσείων εφεσίβαλε την ποινή που επέβαλε το Κακουργιοδικείο.  Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του θεωρεί την ποινή τόσο έκδηλα υπερβολική  ώστε να ισοδυναμεί με ισόβια κάθειρξη του Εφεσείοντος, ο οποίος σήμερα είναι 47 χρονών.  Στην ουσία, είπε, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τον Εφεσείοντα ως επικίνδυνο και αδιόρθωτο εγκληματία χωρίς ελπίδα αναμόρφωσης.  Κατά τον κ. Ζαννούπα, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου περί επικινδυνότητας του Εφεσείοντος είναι εσφαλμένη, αφού το δικαστήριο στηρίχθηκε σε ιατρικό πιστοποιητικό που εκδόθηκε δύο μήνες μετά τη διάπραξη των αδικημάτων και πέντε μήνες πριν την επιβολή ποινής.  Όπως ισχυρίζεται, το ιατρικό πιστοποιητικό αναφέρεται σε επιθετική συμπεριφορά του Εφεσείοντος έναντι του θεραπευτή του, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στην επικινδυνότητα του Εφεσείοντος σε τρίτα άτομα.  Ως αποτέλεσμα η επικινδυνότητά του παραμένει σε λεκτικό επίπεδο και δεν φαίνεται να υποστηρίζεται από τα ιατρικά πιστοποιητικά.

 

Δεν συμφωνούμε με τις θέσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντος.  Τόσο τα ιατρικά πιστοποιητικά όσο και οι ίδιες οι απεχθείς πράξεις του Εφεσείοντος δείχνουν άτομο άκρως επικίνδυνο, ως αποτέλεσμα των ψυχωτικών διαταραχών παραληρηματικού τύπου που αντιμετωπίζει.  Δεν συμφωνούμε ότι η επιθετικότητά του εκδηλώθηκε μόνο στο θεραπευτή του.  Όπως ορθά επισημαίνει το Κακουργιοδικείο, η επιθετικότητα εκδηλώθηκε ακόμη και στο γιατρό του, όχι όμως ότι περιορίζεται μόνο σ' αυτόν.  Η βάναυση επίθεση εναντίον των δύο θυμάτων δείχνει το μέγεθος και την ένταση της επικινδυνότητάς του.  Οι ψυχωτικές διαταραχές του, δεν αφορούν περίοδο άλλη από την επίδικη, όπως φαίνεται να εισηγείται ο συνήγορός του.  Είναι κατά την κρίση μας ορθό το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου, το οποίο προκύπτει από το σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 26.5.08, ότι τα ψυχωτικά προβλήματα όχι μόνο υπήρχαν κατά την περίοδο διάπραξης των εγκλημάτων, αλλά εκτείνονται και στο χρόνο μετά τη διάπραξή τους.  Ο εφεσείων πριν τη διάπραξή τους, ουδέποτε ζήτησε ψυχιατρική βοήθεια.  Επομένως  η μόνη πληροφόρηση προέρχεται από το ψυχίατρο που τον παρακολουθούσε στις φυλακές, ο οποίος, πλην των πιο πάνω,  διαπίστωσε και μόνιμη υποτροπή της σοβαρής ψυχωτικής του διαταραχής.    Όπως ο ίδιος εξηγεί, αυτή η κατάσταση του Εφεσείοντος φαίνεται να εντείνεται με την πάροδο του χρόνου.  Επίσης ο εφεσείων δεν αντιλαμβάνεται τη ψυχική του διαταραχή, γεγονός που όπως επισημαίνει ο θεραπευτής του, τον εμποδίζει να αποδεχθεί θεραπευτική βοήθεια. Επίσης εξηγεί γιατί μέχρι την διάπραξη των αδικημάτων, δεν αναζήτησε ψυχιατρική βοήθεια.

 

Σε περιπτώσεις επιβολής ποινής σε άτομα που έχουν διαταραγμένη προσωπικότητα, τα Δικαστήρια ακολουθώντας τις αρχές που διατυπώθηκαν στην αγγλική υπόθεση R. ν. Chambers (1983) Crim. L. R. 688, προσπαθούν να καθορίσουν το βαθμό ευθύνης του αδικοπραγούντος, το πόσο επικίνδυνος μπορεί να είναι στην κοινωνία και για πόση χρονική περίοδο μπορεί να είναι επικίνδυνος.  Με βάση τα κριτήρια αυτά το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να διαμορφώσει την ποινή του, επιβάλλοντας από διάταγμα κηδεμονίας μέχρι διά βίου φυλάκιση.  Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές έχουν υιοθετηθεί και από τη δική μας νομολογία (βλ. Λεμής ν. Δημοκρατία (1989) 2 Α.Α.Δ. 340).

 

Στην προκειμένη περίπτωση το Κακουργιοδικείο στη βάση του ιατρικού πιστοποιητικού διαπίστωσε ότι ο βαθμός ευθύνης του Εφεσείοντος ήταν όντως μειωμένος, ένεκα των σοβαρών ψυχικών διαταραχών που αντιμετώπιζε.  Ταυτόχρονα όμως, η επικινδυνότητά του στην κοινωνία παρέμεινε σε ψηλά επίπεδα, ως αποτέλεσμα αυτών των προβλημάτων.  Καμία μαρτυρία περί του αντιθέτου δεν τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου που να ανατρέπει την πιο πάνω κατάληξη.

 

Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος αναφέρθηκε και στις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του πελάτη του.  Όμως οι μετριαστικοί αυτοί παράγοντες, ενώ λήφθηκαν υπόψη στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής, δεν μπορούν με κανένα τρόπο να εξουδετερώσουν ή να επισκιάσουν τη διαπίστωση επικινδυνότητας του Εφεσείοντος.

 

Τέλος ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν στον πελάτη του, δεν συνάδουν με τις πολύ χαμηλότερες ποινές που επιβλήθηκαν σε παρόμοιες περιπτώσεις ανθρωποκτονίας, όπου ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα.  ΄Εκαμε αναφορά στην υπόθεση Λεμής ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, όπου ποινή φυλάκισης οκτώ χρόνων, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Επίσης, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αυξεντίου (2005) 2 ΑΑΔ 197 στην οποία επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 20 και 18 χρόνων για δύο κατηγορίες ανθρωποκτονίας και στη Ford κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 2 ΑΑΔ 417, όπου η δια βίου ποινή φυλάκισης μειώθηκε στα 25 χρόνια.  Τέλος, ισχυρίστηκε ότι το Κακουργιοδικείο επηρεάστηκε από το δημόσιο αίσθημα και από τις αντιδράσεις των συγγενών των θυμάτων στο χώρο του δικαστηρίου.

 

Όπως επισημάνθηκε σε πάρα πολλές υποθέσεις, το πρωταρχικό καθήκον για την επιμέτρηση της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ή όταν η ποινή αποδειχθεί ότι είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής, όταν δεν ικανοποιεί το σκοπό του Νόμου, ή όταν δεν προστατεύει επαρκώς το κοινό.

 

Όλες οι υποθέσεις στις οποίες έκανε αναφορά ο συνήγορος του Εφεσείοντος, έχουν τη δική τους ιδιαιτερότητα και δεν είναι καθόλου εύκολη η σύγκριση.  Στην υπόθεση Λεμής ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, στην οποία ο κατηγορούμενος σκότωσε τη μητέρα του, διαπιστώθηκε «αισθητή καλυτέρευση της κατάστασης του», γεγονός που φαίνεται να επέδρασε ουσιωδώς στον καθορισμό του ύψους της ποινής.  Ούτε οι υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αυξεντίου, ανωτέρω και Ford κ.α. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, κατά την άποψή μας είναι συγκρίσιμες, αφού εκεί οι κατηγορούμενοι δεν αντιμετώπιζαν ψυχολογικά προβλήματα και επομένως δεν υπήρχαν τα ίδια διλήμματα όπως εδώ.

 

Εν πάση περιπτώσει, στη Ford, το Εφετείο ανέφερε ότι στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται επιτακτική ανάγκη για προστασία της κοινωνίας, όπως στην παρούσα, τότε το δικαστήριο δικαιολογείται να κινηθεί προς το ανώτατο όριο ποινής που είναι η διά βίου φυλάκιση.

 

Στην προκειμένη περίπτωση το Κακουργιοδικείο, αφού συνυπολόγισε τα πιο πάνω κριτήρια ευθύνης και επικινδυνότητας σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα ελαφρυντικά, τα οποία όμως είχαν μειωμένη σημασία ενόψει της σοβαρότητας των αδικημάτων, καθόρισε το ύψος της ποινής στα 28 χρόνια για την κάθε κατηγορία ανθρωποκτονίας.  Η ποινή που επιβλήθηκε φαίνεται να είναι από τις αυστηρότερες που έχουν επιβληθεί.  Ενδεχομένως εμείς να επιλέγαμε ελαφρώς μικρότερη ποινή φυλάκισης για τις δύο κατηγορίες ανθρωποκτονίας.  Όμως υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και ιδιαίτερα της διαπιστωθείσας επικινδυνότητας του Εφεσείοντος, η ποινή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έκδηλα υπερβολική.  Ο Εφεσείων με τον τρόπο που εκτέλεσε εν ψυχρώ δύο συνανθρώπους του, επιδεικνύοντας παντελή αδιαφορία για τη ζωή τους, λόγω των ψυχολογικών διαταραχών που αντιμετώπιζε, είναι άτομο ιδιαίτερα επικίνδυνο με αποτέλεσμα ο εγκλεισμός του στη φυλακή για μεγάλο χρονικό διάστημα να είναι απαραίτητος για την προστασία της κοινωνίας.

 

Προτού εγκαταλείψουμε το θέμα, θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι τα δικαστήρια επανειλημμένως διαπίστωσαν την ανεπάρκεια της νομοθεσίας ως προς τα μέσα που παρέχονται στο δικαστήριο για το χειρισμό  ατόμων με ψυχικά προβλήματα.  Ως αποτέλεσμα της έλλειψης αυτής, τα δικαστήρια αρκούνται να λαμβάνουν υπόψη τις ψυχικές διαταραχές ατόμων ψυχικά ασθενών ως παράγοντα στην επιμέτρηση της ποινής  ενώ θα μπορούσαν να είχαν, όπως έχουν τα δικαστήρια άλλων χωρών, την ευχέρεια να εκδώσουν διάταγμα κράτησης σε νοσοκομείο.  Το 1989 το Εφετείο στην υπόθεση Λεμής ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, ανέφερε τα εξής:-

 

«Πριν καταλήξουμε, θέλουμε να επισημάνουμε ότι η μεταχείριση παραβατών με ψυχολογικά προβλήματα ή διαταραγμένη προσωπικότητα, πρέπει και στην Κύπρο να απασχολήσει τις αρχές προς το σκοπό διεύρυνσης των μέσων τα οποία παρέχονται στο Ποινικό Δικαστήριο για την τιμωρία και αναμόρφωση των παραβατών.»

 

Τα ίδια επαναλήφθηκαν και σε άλλες υποθέσεις και πρόσφατα στην Νικολάου ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 309.  Τα ίδια επανατονίζουμε και εμείς, με την ελπίδα ότι μετά την πάροδο τόσων χρόνων αδράνειας, θα δημιουργηθεί το ορθό νομοθετικό πλαίσιο για το χειρισμό αυτών των παραβατών.

 

Ερχόμαστε τώρα στην ποινή που επιβλήθηκε για την απόπειρα ανθρωποκτονίας, την οποία θεωρούμε έκδηλα υπερβολική. Παρατηρούμε ότι το Κακουργιοδικείο δεν αιτιολογεί επαρκώς το ύψος της, ώστε να διαφανούν οι παράγοντες που λήφθηκαν υπ' όψιν.  Κατά την άποψή μας συντρέχουσα ποινή φυλάκισης οκτώ ετών, αντανακλά επαρκώς τη σοβαρότητα του αδικήματος της απόπειρας ανθρωποκτονίας, υπό τις περιστάσεις που περιγράψαμε.

 

 

 

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς.  Οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης των 28 χρόνων παραμένουν, ενώ η ποινή για το αδίκημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας μειώνεται από τα 18 χρόνια, στα 8 χρόνια.

 

 

     

 Δ.                                                    

 

 

Δ.                                                     

 

 

   Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠς 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο