ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 2 ΑΑΔ 501

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 56/2009)

 

8 Οκτωβρίου 2009

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

-         V.   -

 

ΑΝΔΡΕΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,

Εφεσίβλητου.

----------------------------

Αίτηση ημερ. 19.6.2009

Μ. Γεωργίου με Μ. Αγγελίδου (κα) και Κ. Δήμου (κα),

ασκούμενη δικηγόρο, για τον Αιτητή-Εφεσίβλητο.

Λ. Λουκαΐδης και Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τον Καθ΄ ου η αίτηση-Εφεσείοντα.

----------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Δεν καταγράφω καμιά απολύτως διαφωνία ως προς τα λεχθέντα από την πλειοψηφία διά της αποφάσεως του Κωνσταντινίδη, Δ., ως προς το πρώτο ζήτημα που αναπτύχθηκε ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας με αναφορά στα δημοσιεύματα και την επίπτωση τους στη διεξαγωγή μιας καθόλα δίκαιης δίκης από Δικαστήριο, πόσο μάλλον από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας που είναι κατ΄ εξοχήν εκφραστής της νομιμότητας.

 

        Κατά τα υπόλοιπα με εκφράζει η απόφαση του Αρτέμη, Π., ως προς την εμβέλεια της Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348, αυτής μη περιοριζομένης στην αμφισβήτηση της αμεροληψίας και εντιμότητας του εκδικάζοντος υπόθεση Δικαστηρίου.  Ο λόγος της εστιάζεται στην ευρύτερη έννοια της κατάχρησης της διαδικασίας («abuse of process») όπως την εξηγεί ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε), η οποία κατάχρηση, πολυσχιδής όπως είναι στις εκφάνσεις της, εμπεριέχει και την άμεση ή έμμεση επίθεση και αμφισβήτηση της εντιμότητας και αμεροληψίας των δικαστών.  Στην Constantinides αναφέρεται ακριβώς η δυνατότητα αναχαίτισης  αυτής της επίδειξης αμετροέπειας χρησιμοποιώντας προς τούτο την έμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου για καταστολή της  γενικότερης κατάχρησης της διαδικασίας.  Ο λόγος της αναφέρθηκε και στη Γιαννάκης Π. Έλληνας  ν.  Δημοκρατίας  (1989) 2 Α.Α.Δ. 149,  όπου  στη   σελ. 170, λέχθηκε ότι:

 

«Στην Constantinides αποφασίστηκε ότι η εξουσία των Δικαστηρίων για έλεγχο των διαδικασιών ενώπιον των δικαστηρίων αποτελεί στοιχείο της αυτονομίας και αυτοτέλειας της Δικαστικής Εξουσίας.  Έχει συνεπώς το Δικαστήριο την εξουσία να διατάξει την αναστολή (stay) εκκρεμούσας διαδικασίας όταν η συνέχιση της θα αποτελούσε κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών.»

 

         Επομένως, οι δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα εμπίπτουν στον ευρύτερο λόγο της Constantinides και εν πάση περιπτώσει στη δυνατότητα του Δικαστηρίου να τις ελέγξει, άνευ ετέρου, διά της αποδοχής της αιτήσεως και της αναστολής της περαιτέρω διαδικασίας, μέχρις ότου ο Γενικός Εισαγγελέας ανακαλέσει χωρίς καμιά επιφύλαξη τα υπ΄ αυτού λεχθέντα.  Συμφωνώντας επίσης με τη θέση που εκφράζει ο Αρτέμης, Π., ότι οι ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας δηλώσεις του κ. Λουκαΐδη, όπως μεταφέρθηκαν αυτούσια στην απόφαση της πλειοψηφίας, δεν αποτελούν έστω και στο ελάχιστο απόσυρση των δηλώσεων του Γενικού Εισαγγελέα, αναδύεται πράγματι, και κατά την άποψη μου, το θεμελιακό  ερώτημα αν ο Γενικός Εισαγγελέας είναι «διάδικος» και αν οι δηλώσεις αυτές έγιναν υπό αυτήν του την ιδιότητα. 

        Ο κ. Λουκαΐδης, αγορεύοντας ενώπιον μας, υπαινίχθηκε αυτή τη διαφοροποίηση χωρίς να τη θέσει ευθέως, όταν έκαμε λόγο για έκφραση από το Γενικό Εισαγγελέα της δικής του κριτικής και προσωπικής άποψης σ΄ ό,τι θεωρούσε ως σφάλματα του Κακουργιοδικείου, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα το ρόλο του ως του μόνου δικηγόρου, μαζί με το Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, που έχουν το συνταγματικό δικαίωμα να ακούγονται υπό παντός Δικαστηρίου κατά προτεραιότητα.

 

  Προς διερεύνηση του ερωτήματος είναι βοηθητική η εξέταση των Άρθρων 112 και 113 του Συντάγματος που αφορούν τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας καθώς και τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και του ευρύτερου θεσμικού ρόλου τους.  Πρόκειται περί ενός εκ των ανεξαρτήτων αξιωματούχων της  Δημοκρατίας, εξ ου και απαντάται στο Μέρος VI του Συντάγματος.  Σύμφωνα με το Άρθρο 112.2, ο Γενικός Εισαγγελέας προΐσταται της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, η οποία και είναι ανεξάρτητος υπηρεσία που δεν υπάγεται σε οποιοδήποτε Υπουργείο.  Έχει το δικαίωμα να ακούεται υπό παντός Δικαστηρίου και προηγείται ιεραρχικά, σύμφωνα με το Άρθρο 112.3, από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που εμφανίζεται ενώπιον Δικαστηρίου.  Κατά το Άρθρο 112.4 ο Γενικός Εισαγγελέας είναι μέλος της μόνιμης Νομικής Υπηρεσίας, υπηρετεί δε με τους ίδιους όρους όπως οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πλην του Προέδρου αυτού, και, απολύεται κατά τον ίδιο τρόπο όπως και οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Σύμφωνα με το Άρθρο 113, είναι ο Νομικός Σύμβουλος της Δημοκρατίας και κατά την παρ. 2 αυτού έχει την εξουσία, κατά την  κρίση του, προς το δημόσιο συμφέρον να κινεί, να διεξαγάγει, να επιλαμβάνεται, να συνεχίζει ή να διακόπτει οποιαδήποτε διαδικασία ή να διατάσσει τη δίωξη οποιουδήποτε προσώπου για οποιοδήποτε αδίκημα. 

 

        Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα των A.N. Loizou -  G.M. Pikis: Criminal Procedure in Cyprus στις σελ. 3-4 , οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα δεν επηρεάζουν το ατομικό δικαίωμα πολίτη να καταχωρεί ιδιωτική ποινική δίωξη, παρόλο που στην πράξη αυτό περιορίζεται σε ήσσονος σημασίας παραβάσεις.  Ως προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας και ως έχων δικαίωμα να εγείρει κατά την κρίση του και κατά το δημόσιο συμφέρον, ποινικές διώξεις, ενεργεί βεβαίως ως δικηγόρος και μάλιστα προΐσταται και του Νομικού Συμβουλίου.  Όλες οι ποινικές διώξεις που εγείρονται όμως στο όνομα του Γενικού Εισαγγελέα, στην πραγματικότητα εγείρονται εκ μέρους της Δημοκρατίας, του κράτους και του λαού, εξ ονόματος του οποίου ο Γενικός Εισαγγελέας αναλαμβάνει για το δημόσιο συμφέρον τη δίωξη των εγκληματικών στοιχείων ώστε να διατηρείται η έννομη τάξη στη Δημοκρατία.  Εδώ ακριβώς έγκειται η ειδοποιός διαφορά μεταξύ ποινικών και πολιτικών υποθέσεων που εγείρονται από ιδιώτες.  Είναι βεβαίως σε μια ιδιάζουσα θέση διότι ως δικηγόρος της Δημοκρατίας λαμβάνει τρόπον τινά «κρατικές αποφάσεις» προς δίωξη πολιτών ασκώντας έτσι εκτελεστική-κρατική εξουσία.  Αυτή την εξουσία, όμως, το Σύνταγμα του την έχει εμπιστευθεί, με βάση το Άρθρο 113, να  ασκεί εκ μέρους της Δημοκρατίας. 

 

            Στο σύγγραμμα του John Sprack: Criminal Procedure 11η έκδ. (2006) στη σελ. 74 παρ. 4.22, αναφέρεται ότι ο Γενικός Εισαγγελέας στην Αγγλία (απ΄ όπου αντλήσαμε στην Κύπρο το θεσμό με τη διαφορά της ύπαρξης γραπτού Συντάγματος εδώ), είναι δικηγόρος, μέλος εκεί της κυβέρνησης, που μεταξύ άλλων τη συμβουλεύει σε νομικά θέματα, εποπτεύει δε το έργο του Director of Public Prosecutions και είναι υπόλογος στη Βουλή για τη λειτουργία του Crown Prosecution Service.  Ορισμένες κατηγορίες ποινικών διώξεων μπορούν να εγερθούν μόνο με τη συγκατάθεση του, ενώ έχει δικαίωμα να καταχωρεί και nolle prosequi, όπως ακριβώς και στην Κύπρο.  Περαιτέρω, ο Γενικός Εισαγγελέας στην Αγγλία έχει το δικαίωμα να εγείρει διαδικασία για καταφρόνηση Δικαστηρίου, για παράδειγμα, εναντίον εφημερίδων και άλλων εντύπων για παράβαση διαταγμάτων Δικαστηρίων, καθώς και να επιδιώκει την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων εναντίον δημοσίων οργανισμών που έχουν ενεργήσει παράνομα.  Ασκεί, δηλαδή, το θεσμικό του ρόλο που είναι η διαφύλαξη και προστασία των θεσμών και του κύρους και της αξιοπρέπειας της δικαιοσύνης ως ιδέας, αλλά και έμπρακτα εφαρμοζόμενης.  Το δικαίωμα αυτό του Γενικού Εισαγγελέα ως προστάτης του δημοσίου συμφέροντος («parents patriae»), το αναγνωρίζει και ο κ. Λουκαΐδης στην εκτενή μελέτη του: «Ο Θεσμός του Γενικού Εισαγγελέα εν Κύπρω» (1974) σελ. 61-63.

 

           Τέτοιες αιτήσεις υπό του Γενικού Εισαγγελέα για σκανδαλισμό του Δικαστηρίου παρόλο που έχουν περιπέσει σε αχρησία στην Αγγλία, δεν είναι ασυνήθεις σε χώρες που ακολουθούν το κοινοδίκαιο, ασχέτως αν επιτυγχάνουν ή όχι.  (δέστε Attorney-General v. Esau Namoa and others NΟ. CR. 1154/99, ημερ. 11.4.2000 (In the Supreme Court of Tonga), Andre Paul Terence Ambard v. The Attorney General of Trinidad and Tobago (1936) PC 141, Regina v. Glen Dalke CC/R/181 ημερ. 28.4.81 (Supreme Court of British Columbia)).  Αιτήσεις για περιφρούρηση της δικαστικής εξουσίας, γίνονται και από διαδίκους (όπως εδώ), ή ακόμη και άτομα που έχουν θεσμικό συμφέρον στη διατράνωση του κύρους των δικαστικών αποφάσεων όταν γίνονται περιφρονητικές δηλώσεις για τα Δικαστήρια, από παράγοντες έξω από τη δίκη. (δέστε R. v. Metropolitan Police Commissioner Ex Parte Blackburn (No. 2) (1968) 2 All E.R. 319 και E.M. Sankaran Namboodiripad v. S.T. Narayanan Nambiar R 1972 SC 1515(10) - Supreme Court of India).  Η διαδικασία της περιφρόνησης του Δικαστηρίου επιδιώκοντας την τιμωρία του παραβάτη, προσλαμβάνει επομένως δύο μορφές.  Αυτή που ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας προωθεί ως φορέας εξουσίας για την επίρρωση της δικαστικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας και αυτή με την οποία ένας παράγοντας της δίκης επιδιώκει το σεβασμό των προς όφελος του αποφάσεων του Δικαστηρίου.

 

            Εδώ, ο Γενικός Εισαγγελέας αντί να προστατεύσει τους θεσμούς και το κύρος και αξιοπρέπεια της δικαιοσύνης γενικά, προέβηκε υπό το μανδύα της δημόσιας κριτικής, (και μάλιστα ενώ η έφεση ήταν ένα ανοικτό ενδεχόμενο), σε ανοίκειους χαρακτηρισμούς, πλήττοντας το κύρος της δικαστικής εξουσίας και συμπεριφέρθηκε  με αχαρακτήριστα απαξιωτικό τρόπο έναντι του Δικαστηρίου.  Το έπραξε, όμως, υπό την ιδιότητα του δικηγόρου και  παρόλο ότι χαρακτηρίστηκε στην παρ. 12 της ένορκης δήλωσης του αιτητή, ως διάδικος, ο κ. Γεωργίου επισήμανε ότι από τα πρακτικά της κυρίως έφεσης  προκύπτει ότι ο Γενικός Εισαγγελέας, ως προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας, δεν είχε κανένα ρόλο στη νομική προετοιμασία της υπόθεσης, ενώ δεν παρουσιάστηκε στην ουσία ούτε ως δικηγόρος, εφόσον θέλησε να εμφανιστεί και εμφανίστηκε ως μάρτυρας στο Κακουργιοδικείο.  Προκύπτει επομένως καθαρά ότι οι δηλώσεις του δεν έγιναν υπό την αυστηρή ιδιότητα του διαδίκου.

 

          Ταυτόχρονα, όμως, η θεσμική του ιδιότητα (κατ΄ αναλογίαν προς το Στέμμα («Crown») ως τον «fictional complainant» όπως επισημάνθηκε στη Republic v. Zacharia (1961) 2 S.C.C.C. 1), προσέδωσε στις δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα μια δυναμική  και  ένα αντίκτυπο που δεν θα είχαν αν γίνονταν από οποιοδήποτε  άλλο  δικηγόρο  ή  μάρτυρα  σε μια υπόθεση, όπως πολύ εύστοχα επισήμανε ο κ. Γεωργίου.   Αντίκτυπο που έλαβε τη μορφή πλείστων όσων, παραδεκτών και από τον κ. Λουκαΐδη, δηλώσεων, εντύπων και μη, αλλά και εκδηλώσεων, όπως τις καταγράφει ο αιτητής στην αίτηση του. Η θέση όμως του κ. Λουκαΐδη ότι ο Γενικός Εισαγγελέας απλώς άσκησε έντονη κριτική στα δικαστικά σφάλματα της πρωτόδικης απόφασης και ότι οι «εποχές άλλαξαν» επειδή «ζούμε σε μια δημοκρατική κοινωνία» όπου «τα πάντα δικαιούνται να αμφισβητηθούν», παραγνωρίζει τη διαχρονική και αέναη θέση ότι τα θεσμικά όργανα του κράτους έχουν θεμελιακή υποχρέωση να σέβονται όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα το ένα το άλλο, η δε κριτική πρέπει να γίνεται με τη συνδρομή των θεσμικών αυτών οργάνων, μέσα δηλαδή από τη διαδικασία της έφεσης και όχι έξω απ΄ αυτήν.  Τα δε Δικαστήρια αποτελούν το προπύργιο για την επαναφορά στη δημοκρατική και νόμιμη τάξη, όλων όσων εκτρέπονται από το δικό τους εμπιστευθέντα από την πολιτεία ρόλο.

 

           Ο  κ. Λουκαΐδης εισηγήθηκε ότι αν παρανομήσει ένας Γενικός Εισαγγελέας, γεγονός που δεν ίσχυε κατά την άποψη του στην προκείμενη περίπτωση, υπάρχουν οι σχετικοί νόμοι και οι νόμιμες κυρώσεις. Έχει λεχθεί στην Ambard v. Attorney-General of Trinidad and Tobago - πιο πάνω - ότι επεμβάσεις στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης είτε σε αστικές είτε σε ποινικές υποθέσεις, ταξινομούνται ως  περιφρόνηση  του  Δικαστηρίου και είναι οιονεί ποινικού χαρακτήρα.  Εξηγείται δε περαιτέρω στο σύγγραμμα των Borrie and Lowe´s Law of Contempt           2η έκδ. σελ. 463, ότι παρά τη δυσκολία της επιτυχούς διάκρισης μεταξύ αστικής και ποινικής περιφρόνησης και παρά τη σύγκλιση των εννοιών μέσα από την αναπτυχθείσα νομολογία:

 

        «Criminal contempts are essentially offences of a public nature comprising publications or acts which interfere with the due course of justice, as for example, by tending to jeopardise the fair hearing of a trial or by tending to deter or frighten witnesses or by interrupting court proceedings or by tending to impair public confidence in the authority or integrity of the administration of justice.»

 

Σε μετάφραση:

 

        «Οι περιφρονήσεις ποινικού τύπου είναι κατ΄ ουσίαν αδικήματα δημόσιας τάξης περιλαμβάνουσες δημοσιεύματα ή ενέργειες οι οποίες παρεμβαίνουν στην ορθή πορεία της δικαιοσύνης όπως, για παράδειγμα, αυτές που στοχεύουν να θέσουν σε κίνδυνο τη δίκαιη διεξαγωγή της ακρόασης ή που στοχεύουν να εμποδίσουν ή να εκφοβίσουν μάρτυρες ή στη διακοπή της  δίκης ή που στοχεύουν να διασαλέψουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εξουσία ή ακεραιότητα της δικαστικής διαδικασίας.»

 

         Το πρακτικό ερώτημα είναι πώς θα επιβληθούν κυρώσεις όταν ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας δεν ασκεί τη δική του αυτοκριτική για να αποσύρει τις δηλώσεις που κακώς έκαμε, θεωρώντας μάλιστα, διά στόματος του κ. Λουκαΐδη, ότι «.. είναι αδιανόητο για οποιοδήποτε θεσμό να χρησιμοποιεί εξουσία αναστολής μιας δίκης για να γίνει δημόσια απολογία».  Δηλώσεις με τις οποίες, όμως, έπληξε τα θεμέλια της δίκαιης δίκης αφού μίλησε για ενθάρρυνση κρατικής τρομοκρατίας ως προερχόμενης από την αθωωτική απόφαση, μη αναγνωρίζοντας επομένως τη διαφορετική δικαστική άποψη που εκφράστηκε, ενώ θεώρησε ότι ούτε η έφεση θα είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα.

 

            Ενόψει όμως των όσων κατωτέρω αναφέρονται, οι δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα θα παραμείνουν, αναγκαστικά,  στην  κρίση των επαϊόντων νομικών και κατ΄ επέκταση του λαού, τον οποίο όμως ευθύνη έχει να καθοδηγεί με ορθή αναφορά στο δίκαιο, ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας,  όπως   και  κάθε  άλλος  νομικός αξιωματούχος του  κράτους,  ώστε  να   έχει   πρακτικώς  νόημα  η  αναφορά   σε «enlightened public» («ενημερωμένο κοινό»),   του ΕΔΑΔ  σε  σχέση   με   την   ελευθερία έκφρασης και τη συμμετοχή ενός αφυπνισμένου κοινού, στην υπόθεση Sunday Times v. The United Kingdom, Appl. no. 6538/94, ημερ. 26.4.99, στην οποία και παρέπεμψε ο      κ. Λουκαΐδης.

 

           Δεν μπορούν, όμως, να ταυτιστούν ως προερχόμενες από τη Δημοκρατία, παρά το θεσμικό ρόλο του Γενικού Εισαγγελέα, ώστε να απορρέει το συμπέρασμα ότι θα πρέπει η Δημοκρατία και κατ΄ επέκταση  ο   λαός,   να αποστερηθεί του δικαιώματος  να  επανεξεταστεί  η  απόφαση  της  αθώωσης   των κατηγορουμένων αστυνομικών από το δευτεροβάθμιο, και, ανωτάτου βαθμού, Δικαστήριο της χώρας.

 

          Η αίτηση, επομένως, παρόλο που έχει ορθή νομική βάση και θα επιτύγχανε, πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται εφόσον οι δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα προήλθαν από πολιτειακό αξιωματούχο, όχι όμως και από διάδικο stricto sensu ώστε να του απαγορευθεί η πρόσβαση στο Ανώτατο Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                  Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο