ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 2 ΑΑΔ 403
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 103/2009)
3 Ιουλίου, 2009
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, KΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Εφεσείοντας
ν.
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
Εφεσίβλητου
Μιχ. Ιωάννου για τον εφεσείοντα.
Δ. Παπαστεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον εφεσίβλητο.
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η (ex tempore)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων παραδέχτηκε ενοχή σε 33 κατηγορίες. Οι 32 κατηγορίες αφορούσαν στην παράλειψη καταβολής οφειλόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας. Η 33η κατηγορία αφορούσε στην παράλειψη του να υποβάλει εμπροθέσμως φορολογική δήλωση για ορισμένη περίοδο. Σ' αυτή την κατηγορία, την 33η δηλαδή, το Δικαστήριο δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή. Σημειώνουμε συναφώς πως, όπως είχε αναφερθεί, συμμορφώθηκε και υπέβαλε την οφειλόμενη φορολογική δήλωση. Στις κατηγορίες 1 μέχρι 29 επιβλήθηκαν διάφορες ποινές άμεσης φυλάκισης που κυμαίνονται μεταξύ δυο και πέντε μηνών. Ενώ σε τρεις άλλες κατηγορίες, στις 30, 31 και 32 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 15 ημερών.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε πως η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και πως, εφόσον θα εθεωρείτο ότι η ποινή φυλάκισης ήταν επιβεβλημένη, αυτή θα έπρεπε να είχε ανασταλεί. Αυτά, με αναφορά σε καθυστέρηση στην καταχώρηση της ποινικής δίωξης, σε παράλειψη να προσδοθεί η δέουσα σημασία στα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο εφεσείων, όπως αυτά συγκεκριμενοποιήθηκαν και ενώπιον μας στην ειδοποίηση έφεσης, αλλά και ενόψει των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης κάτω από τα οποία προέκυψε η οφειλή. Μας ανέφερε συναφώς πως η επιβολή της φορολογίας που έγινε με τη βεβαίωση ημερομηνίας 9.9.02 δεν ήταν το αποτέλεσμα φορολογικών δηλώσεων του ίδιου του εφεσείοντα αλλά της άσκησης κρίσης από τον Έφορο ΦΠΑ την οποία κακώς δεν είχε προσβάλει εμπροθέσμως ο δικηγόρος του εφεσείοντα με προσφυγή όπως ήταν τότε οι οδηγίες του. Ενώ η προσφυγή που μετά ασκήθηκε, ορθώς απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Στο πιο πάνω πλαίσιο, ενώ δεν διαφώνησε σε σχέση με τη σοβαρότητα των αδικημάτων, εξήγησε πως στην υπόθεση Γεν. Εισαγ. ν. A.Makris Tourist Taxi Serv. Co Ltd (1996) 2 ΑΑΔ 262, παρά τον τονισμό αυτής της σοβαρότητας, η ποινή προστίμου που είχε επιβληθεί πρωτοδίκως αυξήθηκε με μεγαλύτερη ποινή προστίμου και δεν αντικαταστάθηκε με ποινή φυλάκισης. Ενώ στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Ζακατζιώτη (2001) 2 ΑΑΔ 85, στην οποία επίσης αναφέρθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, όπου τονίστηκε και το ότι ο υπεύθυνος για την καταβολή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας είναι εμπιστευματοδόχος του κράτους σε σχέση με το οφειλόμενο ποσό, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης για μεγαλύτερα ποσά ενώ δεν υπήρχαν οι ιδιαίτερες προσωπικές περιστάσεις και τα ιδιαίτερα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων. Συμπληρωματικά μας ανέφερε και την υπόθεση Λίνος Μελάς κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 55/07 κ.α., ημερομηνίας 19.6.08, στις οποίες και πάλιν οι ποινές ήταν χρηματικές.
Είχαν αναπτυχθεί και ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αυτής της φύσης τα επιχειρήματα και το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφασή του με αναφορά και σ' αυτά. Το χρηματικό ποσό που προέκυπτε ως συνολικά οφειλόμενο από τον εφεσείοντα ανερχόταν σε €117.370,48. Αυτό, ενόψει της προσθήκης στο αρχικό ποσό των £36.160,40 τόκων και επιβαρύνσεων. Ο εφεσείων δεν είχε καταβάλει οποιοδήποτε ποσό και το Δικαστήριο θεώρησε πως από το σύνολο η μόνη ποινή που θα μπορούσε να επιβληθεί, για να έχει και τον απαιτούμενο αποτρεπτικό χαρακτήρα, ήταν εκείνη της άμεσης φυλάκισης. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί πως υπάρχει στην απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σφάλμα αρχής ή στοιχείο υπερβολής σε σχέση με την επιλογή της ποινής φυλάκισης. Δεν νομίζουμε ότι στο πλαίσιο του συνόλου των περιστατικών και των μετριαστικών παραγόντων που αναφέρθηκαν δεν ήταν ευλόγως ανοικτή η επιλογή της επιβολής άμεσης ποινής φυλάκισης στην περίπτωση.
Όπως, όμως, συμφώνησε και η ευπαίδευτος εκπρόσωπος για την εφεσίβλητη, προφανώς διαφορετική θα ήταν η περίπτωση αν, για παράδειγμα, ο εφεσείων αντιμετώπιζε μια κατηγορία για παράλειψη καταβολής φόρου ύψους £3.000, ποσό γύρω από το οποίο περίπου περιστρέφονταν τα ποσά στην κάθε μια από τις κατηγορίες. Εν τούτοις, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς να παραθέτει οποιασδήποτε μορφής επεξήγηση, επέβαλε ποινές φυλάκισης διαφορετικές για κάθε κατηγορία. Προκύπτει πως διαφορετικές ποινές επιβλήθηκαν επειδή στη μια περίπτωση τα οφειλόμενα ποσά ήταν για παράδειγμα £2.000, στην άλλη £3.000 ή στην άλλη £4.000. Παρουσιάζεται, επομένως, ένα χάσμα μεταξύ των διαφόρων ποινών που επιβλήθηκαν με τελικό αποτέλεσμα, εφόσον παραμείνει η ποινή ως έχει, να πρέπει ο εφεσείων να εκτίσει ποινή φυλάκισης πέντε μηνών επειδή σε μια από τις κατηγορίες το οφειλόμενο ποσό ήταν ύψους £4.000, περίπου. Ο Νόμος όπως τον παραθέτει και το Πρωτόδικο Δικαστήριο προβλέπει μέγιστη ποινή μέχρι 12 μηνών και θεωρούμε πως κάτω από τις περιστάσεις πρέπει να παρέμβουμε. Ενώ η ποινή εύλογα μπορεί να συσχετίζεται και προς το ύψος της οφειλής, δεν νομίζουμε ότι δικαιολογείται αυτής της μορφής ο τεμαχισμός σε υποθέσεις αυτής της φύσης ώστε να επέρχεται το αποτέλεσμα που έχουμε προηγουμένως σημειώσει.
Συνυπολογίσαμε και το χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της επιβολής της βεβαίωσης του φόρου το 2002 και της καταχώρησης της ποινικής υπόθεσης στις 6.12.07. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως τον έλαβε υπόψη αλλά μας φαίνεται πως εδώ δεν έχουμε περίπτωση τέλεσης ορισμένου αδικήματος κατά ορισμένη ημερομηνία και ποινική δίωξη πέντε χρόνια μετά χωρίς οτιδήποτε άλλο. Κατ' αρχάς είναι προφανές ότι η καθυστέρηση στην ποινική δίωξη στην πραγματικότητα του άφηνε χρονικά περιθώρια συμμόρφωσης ώστε αυτή, σε τέτοια περίπτωση, να ήταν δυνατό να αποφευχθεί. Μετά, όπως προκύπτει από όσα λέχθηκαν εκ μέρους του εφεσείοντα πρωτοδίκως, μέχρι και την 6.9.2005 εκκρεμούσε η προσφυγή που ασκήθηκε κατά του κύρους της φορολογίας και, επομένως, το ζήτημα της οφειλής, μέχρι την απόρριψη της προσφυγής ως εκπρόθεσμης, στις 6.9.05, ήταν εκκρεμές ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Αφού σταθμίσαμε όλα τα δεδομένα καταλήγουμε πως η ποινή, για να μην ήταν εκδήλως υπερβολική και να μην περιείχε σφάλμα αρχής δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει τους δυο μήνες άμεσης φυλάκισης. Η έφεση επιτυγχάνει. Έχουμε, βεβαίως, την περίπτωση των ποινών φυλάκισης 15 ημερών που επιβλήθηκαν αλλά δεν τίθεται ζήτημα αύξησης της ποινής. Πολύ λιγότερο αφού και το θέμα δεν έχει και πρακτική σημασία. Η έφεση σε σχέση με τις κατηγορίες στις οποίες επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 15 ημερών και δυο μηνών απορρίπτεται. Επιτυγχάνει όμως σε σχέση με τις κατηγορίες στις οποίες επιβλήθηκε ποινή πέραν των δυο μηνών η οποία, σε εκείνες τις περιπτώσεις, μειώνεται σε δυο μήνες φυλάκιση.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
ΜΣι.