ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 2 ΑΑΔ 251

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Ποινικές Εφέσεις 56/2008 και 57/2008

 

 

10 Απριλίου, 2009

 

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

 

Ποινική έφεση αρ. 56/2008

REZA SAREMI

Εφεσείων

 

 

- ν. -

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

..............................

Ποινική έφεση αρ. 57/2008

 

ΜORTEZA AFSAR NADIR

Εφεσείων

 

-         ν. -

 

AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

----------------------------

 

Λ.Ν. Κληρίδης,  για τους εφεσείοντες

Α. Κανναουρίδης,  Δικηγόρος της Δημοκρατίας,  για την εφεσίβλητη

 

-----------------------

 

ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ. :  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Φωτίου

........

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:   Οι εφεσείοντες στις 6/3/08 κρίθηκαν ένοχοι από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού στην υπόθεση 2600/07 για αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 ετών.  Ουσιαστικά κρίθηκαν ένοχοι για παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, δηλαδή οπίου, βάρους 2888, 3347 γραμμάρια (1η κατηγορία) και για κατοχή της ίδιας ποσότητας ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια τους σε άλλα πρόσωπα (2η κατηγορία).   Στην 1η κατηγορία δεν επιβλήθηκε ποινή αφού τα γεγονότα της περιέχονται στη 2η, σοβαρότερης μορφής, στην οποία επιβλήθηκε η 12ετής φυλάκιση.  Κρίθηκαν επίσης ένοχοι και για αδικήματα σχετικά με παραμονή στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του ο πρώτος εφεσείων και για παράνομη είσοδο στο έδαφος της Δημοκρατία μέσω μη εγκεκριμένου λιμένος ο δεύτερος εφεσείων και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 μηνών.

 

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται τόσο η καταδίκη στις κατηγορίες που αφορούν τα ναρκωτικά, όσο και η επιβληθείσα ποινή, με τον ισχυρισμό ότι αυτή είναι έκδηλα υπερβολική.   Η έφεση δεν αφορά την καταδίκη για την εδώ παράνομη παραμονή τους.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως τα έχει δεχθεί το Κακουργιοδικείο, στις 20/2/07 δόθηκε πληροφορία στην ΥΚΑΝ Λεμεσού ότι στο διαμέρισμα αρ. 41 της πολυκατοικίας Honey Court στη Λεμεσό, όπου διέμεναν οι εφεσείοντες, αμφότεροι από το Ιράν, γινόταν διακίνηση ναρκωτικών και ότι τη συγκεκριμένη ημέρα θα διέθεταν προς πώληση μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα.  Έτσι το μέρος τέθηκε υπό παρακολούθηση από τις 22.00 ώρα της ίδιας ημέρας από μέλη της ΥΚΑΝ.  Στις 23.00 ώρα οι εφεσείοντες θεάθηκαν να εξέρχονται από τον ανελκυστήρα της πολυκατοικίας οπότε και ανακόπηκαν αμέσως.  Όταν ένας από τους αστυφύλακες (Μ.Κ.4) φώναξε «Αστυνομία» και πλησίασε τους εφεσείοντες για έρευνα, είδε να πέφτει από το εσωτερικό της φόρμας του πρώτου εφεσείοντα ένα μαύρο νάϋλον σακκούλι.  Σ' αυτό περιείχοντο άλλα σακκούλια και μέσα σε άσπρο σακκούλι και λαδόκολλα περιείχετο μαύρη συμπαγής ουσία σε στερεά μορφή και σε ορθογώνιο σχήμα, που έμοιαζε με όπιο.    Ο Μ.Κ.4 υπέδειξε την ουσία αυτή στον πρώτο εφεσείοντα, του ανέφερε ότι πρόκειται για όπιο του οποίου η κατοχή απαγορεύεται και αφού του επέστησε την προσοχή του στο νόμο, αυτός του απάντησε «I tell you after".  Αμέσως μετά ο Μ.Κ.4 βρήκε στις τσέπες της φόρμας που φορούσε ο πρώτος εφεσείοντας μια κυλινδρική συσκευασία και ένα τεμάχιο άσπρου νάϋλον που περιείχαν επίσης μαύρη συμπαγή ουσία καθώς και μία ηλεκτρική ζυγαριά ακριβείας.  Σε υπόδειξη προς τον πρώτο εφεσείοντα και αυτών των αντικειμένων και ότι πιθανό να πρόκειται για όπιο, ο τελευταίος έδωσε την ίδια απάντηση.  Συνελήφθηκαν αμφότεροι οι εφεσείοντες και ακολούθησε έρευνα στο διαμέρισμα που διέμεναν χωρίς όμως να προκύψει οτιδήποτε το ενοχοποιητικό.  Την ώρα της έρευνας στο διαμέρισμα υπήρχαν και δυο άλλοι αλλοδαποί οι οποίοι συνελήφθηκαν για εξακρίβωση των στοιχείων τους.  Κατά τη διάρκεια της έρευνας οι εφεσείοντες ενημερώθηκαν από τον Μ.Κ.4 ότι έχουν δικαίωμα να συμβουλευθούν δικηγόρο οπότε ο πρώτος εφεσείων εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει με το δικηγόρο του κ. Παύλο Παύλου.  Έτσι η ώρα 00.50 της 21/2/07 επικοινώνησε τηλεφωνικά με τα γραφεία της ΥΚΑΝ ο δικηγόρος κ. Σαουρής και πληροφόρησε τον υπαστυνόμο Δημητρίου ότι ο κ. Παύλου θα επισκεπτόταν το πρωϊ τους εφεσείοντες.  Οι τελευταίοι ενημερώθηκαν για το περιεχόμενο της συνομιλίας και συμφώνησαν.  Ακολούθησε η συσκευασία και σφράγιση των ανευρεθέντων αντικειμένων από τον Μ.Κ.4, στην παρουσία των εφεσειόντων, οι οποίοι όμως αρνήθηκαν να υπογράψουν τις σχετικές σφραγίσεις.  Στα γραφεία της ΥΚΑΝ οι εφεσείοντες επανασυνελήφθηκαν με τη βοήθεια διερμηνέα και δυνάμει δικαστικού εντάλματος για αδικήματα που αφορούσαν την κατοχή και εμπορία ναρκωτικών και απάντησαν ως ακολούθως:  ο πρώτος εφεσείων «δεν είναι δικά μου» και ο δεύτερος  εφεσείων «εγώ ήθελα να κάμω αίτηση για να μείνω στην Κύπρο και να δουλέψω αλλά έτυχε αυτό το πρόβλημα». 

 

Τα ναρκωτικά που ανευρέθηκαν αποδείχθηκε και επιστημονικά ότι ήταν όπιο και αυτό δεν αμφισβητείται με την παρούσα έφεση. 

 

Ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατέθεσαν 5 μάρτυρες κατηγορίας μεταξύ των οποίων ο Μ.Κ.4 αστυφύλακας 4063 που ήταν ένας από τα μέλη της ΥΚΑΝ που έθεσαν υπό παρακολούθηση την πολυκατοικία που διέμεναν οι εφεσείοντες και που ανέκοψαν αυτούς και βρήκαν τα ναρκωτικά.  Μέρος της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής ήταν και αυτή της Μ.Κ.1 Τασούλας Κοζάκου του Γενικού Χημείου του Κράτους που επιβεβαίωσε τη φύση των ναρκωτικών καθώς και του Μ.Κ.2 Δρος Μάριου Καριόλου που αναφέρθηκε στην ανεύρεση γενικού υλικού (DNA) του πρώτου εφεσείοντα στη συσκευασία των ναρκωτικών.   Η Μaryam Azadmand (Μ.Κ. 5),  ενήργησε ως μεταφράστρια στο στάδιο των ανακρίσεων και αναφέρθηκε στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες λήφθηκε επίχρυσμα και σάλιο από τον πρώτο εφεσείοντα για σκοπούς DNA

 

Από πλευράς εφεσειόντων ο πρώτος κατέθεσε ενόρκως, ο δε δεύτερος περιορίστηκε, όπως ήταν απόλυτό του δικαίωμα, να προβεί σε ανώμοτη δήλωση.  Κατέθεσε και ο δικηγόρος κ. Παύλος Παύλου ως Μ.Υ.2.  Το Κακουργιοδικείο για τους λόγους που εξηγεί στην απόφαση του κατέληξε στην καταδίκη των εφεσειόντων. 

 

Οι εφέσεις κατά της καταδίκης βασίζονται στους πιο κάτω λόγους. 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες ήσαν ένοχοι στην 1η και 2η κατηγορίες εφόσον αυτές βασίζονταν σε δυο διαφορετικά αδικήματα δηλαδή (α) παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α κατά παράβαση του Ν. 29/77 και (β) του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, ενώ είχε ευθύνη να εξειδικεύσει σε ποιες κατηγορίες ήταν ένοχοι.

 

Με το δεύτερο λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι για αξιολόγηση της μαρτυρίας του πρώτου εφεσείοντα το μόνο ερώτημα το οποίο έχρηζε απάντησης ήταν αν και κατά πόσο η εκδοχή την οποία παρουσίασε στο δικαστήριο αποτελούσε τη γνήσια θέση και τα αληθή γεγονότα ή αποτελούσε ένα εκ των υστέρων κατασκεύασμα όπως εισηγήθηκε η Κατηγορούσα Αρχή. 

 

Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία του πρώτου εφεσείοντα με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων αλλά με βάση άλλα κριτήρια περιλαμβανομένου και αυτού της απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας κατά παράβαση της κρατούσας νομολογίας. 

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο στο συμπέρασμα να απορρίψει τη μαρτυρία του πρώτου εφεσείοντα επειδή όπως ανάφερε «αβίαστα και χωρίς ενδοιασμούς αποφαινόμαστε ότι ο κατηγορούμενος 1 παρουσίασε εικόνα και γεγονότα που δεν συνάδουν με την πραγματικότητα».

 

Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τον ισχυρισμό του πρώτου εφεσείοντα ότι βρήκε το τζάμι της πολυκατοικίας σπασμένο αφού δεν ανάφερε το γεγονός αυτό στην κατάθεσή του στην αστυνομία και χωρίς να γίνει αντεξέταση για το σκοπό αυτό από την υπεράσπιση με αποτέλεσμα να κρίνει ότι ήταν και αυτό κατασκεύασμα εκ των υστέρων.

 

Με τον έκτο λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο εφεσείων με την μαρτυρία του στο πρωτόδικο δικαστήριο και την κατάθεση του στην αστυνομία έθεσε την εκδοχή του ότι όταν οι αστυνομικοί τον ανέκοψαν στο ισόγειο της πολυκατοικίας συνοδευόμενος από τον δεύτερο εφεσείοντα  με την κατοχή όλης της ποσότητας των ναρκωτικών που ανευρέθησαν, ο μοναδικός σκοπός του ήταν να τα πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων.  Αυτή ήταν μια αληθοφανής εκδοχή και εσφαλμένα απορρίφθηκε από το δικαστήριο. 

 

Τους ίδιους πιο πάνω λόγους προβάλλει για υποστήριξη της έφεσης του δεύτερου εφεσείοντα, για τον οποίο τονίζεται ότι δεν είχε καμιά ανάμιξη με τα ναρκωτικά και ούτε βρέθηκαν οποιαδήποτε δικά του δακτυλικά αποτυπώματα.  Επίσης δεν υπάρχει μαρτυρία για οποιαδήποτε άλλη ανάμειξη του δεύτερου εφεσείοντα, πέραν από την απλή παρουσία του στη σκηνή. 

 

Σχετικά με τα πιο πάνω, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων αναφέρθηκε σε σχετικές αυθεντίες και ειδικότερα  στο σύγγραμμα του κ. Γ. Κακογιάννη «Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ». 

 

Αναφορικά με την επιβληθείσα ποινή, το παράπονο των εφεσειόντων είναι ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε την προσήκουσα σημασία στους παράγοντες που έθιξε η υπεράσπιση ότι (α) το όπιο δεν κυκλοφορεί στην Κύπρο για σκοπούς χρήσης από ελληνοκύπριους ή τουρκοκύπριους, αλλά από αλλοδαπούς, (β) ότι η κυκλοφορία του είναι περιορισμένη, (γ) ότι η ποινή έπρεπε να επιμετρηθεί με βάση τα ειδικά γεγονότα της Κύπρου και όχι από την παγκοσμιοποίηση των ναρκωτικών και (δ) ότι η ποινή των 12 ετών βασίστηκε σε καταδίκη στις κατηγορίες 1 και 2 που ήταν διαφορετικές, αφού στηρίχθηκαν στο Ν. 29/77 και άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

 

Αρχίζοντας από τον πρώτο λόγο έφεσης μπορούμε να πούμε, χωρίς δυσκολία, ότι αυτός δεν ευσταθεί.  Το ουσιαστικό αδίκημα για το οποίο κατηγορούνταν οι εφεσείοντες, τόσο στην πρώτη όσο και την δεύτερη κατηγορία, ήταν με βάση τον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο του 1977 (Ν. 29/77 όπως έχει τροποποιηθεί).  Η αναφορά στο άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, τόσο στην πρώτη όσο και στην δεύτερη κατηγορία, δεν δημιουργεί άλλο αδίκημα.  Απλώς καλύπτει την περίπτωση όπου στην διάπραξη του αδικήματος συμμετέχουν πέραν του ενός προσώπου, όπως η παρούσα περίπτωση.  Έχει μάλιστα αποφασιστεί ότι και αν ακόμα η Κατηγορούσα Αρχή παρέλειπε να κάμει αναφορά στο άρθρο 20 του Κεφ. 154 (ή ακόμη και στο 21 που καλύπτει την περίπτωση διάπραξης αδικήματος από συναυτουργούς κατά την επιδίωξη κοινού σκοπού), δεν αποτελεί ουσιαστική παρατυπία.  (Βλ. μεταξύ άλλων Ξυδιάς και άλλος ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174, σελ. 225).  Ούτε ο ισχυρισμός ότι το Κακουργιοδικείο δεν μπορούσε νομικά να βρει ενόχους τους εφεσείοντες τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη κατηγορία ευσταθεί.  Τα γεγονότα όπως τα έχει αποδεχθεί το Κακουργιοδικείο, αποδεικνύουν την πρώτη κατηγορία της απλής κατοχής αλλά και τη δεύτερη που είναι κατοχή με σκοπό την προμήθεια των ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα.  Βέβαια ποινή επιβλήθηκε, όπως ήδη αναφέραμε, μόνο στη δεύτερη κατηγορία.  Αποδείχθηκε τόσο η φυσική κατοχή των ναρκωτικών, τα οποία ήσαν στην κατοχή του πρώτου εφεσείοντα, όσο και η γνώση αμφοτέρων των εφεσειόντων ότι ήταν ναρκωτικά.  Ότι αντιλήφθησαν ότι ήταν ναρκωτικά, το δήλωσαν και οι ίδιοι.  Αυτό που παρέμενε σε διαφορά ήταν το κατά πόσο οι εφεσείοντες τα κατείχαν υπό τις περιστάσεις που ισχυρίστηκαν, δηλαδή ότι τα έπαιρναν για να τα ρίξουν σε κάλαθο αχρήστων, θέματα που καλύπτονται από τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

 

Αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορία της κατοχής των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια τους σε άλλα πρόσωπα, το Κακουργιοδικείο στις σελ. 30-31 της Απόφασης, ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Προχωρούμε τώρα να εξετάσουμε την κατοχή με σκοπό την προμήθεια (2η κατηγορία).

 

Το άρθρο 30Α του Νόμου έχει θεσπίσει μαχητό τεκμήριο απόδειξης της κατοχής των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια τους σε τρίτο πρόσωπο.  Σύμφωνα με αυτό, εφόσον καταδειχθεί ότι πρόσωπο κατείχε ελεγχόμενο φάρμακο η ποσότητα του οποίου υπερβαίνει την υπό του Νόμου καθοριζομένη, τότε αυτός θεωρείται ότι κατείχε το φάρμακο με σκοπό να το προμηθεύσει σε τρίτο πρόσωπο.  Εκτός αν ικανοποιήσει το Δικαστήριο για το αντίθετο.  Για την περίπτωση του οπίου, η ύποπτη ποσότητα ικανοποιούσα το τεκμήριο είναι 10 ή περισσότερα γραμμάρια.  Ποσότητα που στην παρούσα υπόθεση υπερβαίνει κατά πολύ το όριο της ποσότητας που κάποιος θα εδικαιολογείτο να έχει για δική του χρήση.

 

Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, οι κατηγορούμενοι δεν έχουν προσφέρει καμιά εξήγηση για την κατοχή - δεν θα μπορούσαν βέβαια να προσφέρουν αφού η υπεράσπιση τους ήταν πως δεν τους ανήκουν και δεν τα κατείχαν.

 

Κρίνεται επομένως ότι οι κατηγορούμενοι κατείχαν από κοινού τα ναρκωτικά με σκοπό την προμήθεια τους σε τρίτα πρόσωπα και επομένως βρίσκουμε ότι η κατηγορούσα αρχή απέδειξε την υπόθεση της, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και στην 2η κατηγορία εναντίον αμφοτέρων των κατηγορουμένων.»

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του Κακουργιοδικείου είναι νομικά, ενόψει και των γεγονότων της υπόθεσης, ορθή.  Οι λόγοι έφεσης 2-5 αφορούν ουσιαστικά ισχυρισμό ότι εφαρμόστηκε εσφαλμένο κριτήριο για την αξιολόγηση της μαρτυρίας του πρώτου εφεσείοντα, δηλαδή αυτό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όχι του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Επίσης ότι εσφαλμένα κρίθηκε αναξιόπιστος ο πρώτος εφεσείων διότι το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη ότι τον ισχυρισμό περί σπασμένου τζαμιού, δεν τον προέβαλε έγκαιρα και ούτε αντεξετάστηκε σχετικά ο Μ.Κ.4. 

 

Όταν προσβάλλονται ευρήματα αξιοπιστίας, το θέμα  εξετάζεται κάτω από το φως της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί ως αξιόπιστη, (βλ. μεταξύ άλλων Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143, Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612, Γιάλλουρος κα ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 320 και Παπαγεωργίου κα ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 180, 187).   Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχουμε πεισθεί ότι παρίσταται ανάγκη επέμβασης  στα ευρήματα του Κακουργιοδικείου εφόσον διαπιστώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε το ορθό κριτήριο αξιολόγησης της μαρτυρίας του  πρώτου εφεσείοντα.    Παράπονο ότι δεν έπρεπε να κριθούν αξιόπιστοι οι  μάρτυρες κατηγορίας, δεν υπάρχει.  

 

Ο 6ος λόγος έφεσης επίσης μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στα θέματα αξιοπιστίας.  Όμως εδώ η θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου των εφεσειόντων ήταν ότι δεν ήταν αναγκαίο για τον πρώτο εφεσείοντα (που έδωσε ένορκη μαρτυρία) να πείσει το δικαστήριο ότι κατέθεσε την αλήθεια, αλλά ήταν αρκετό να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι η εκδοχή του ότι ο σκοπός τους ήταν να πετάξουν τα ναρκωτικά στον κάλαθο αχρήστων, ήταν αληθοφανής.  Η θέση αυτή του ευπαιδεύτου συνηγόρου είναι ορθή.  Όμως το Κακουργιοδικείο, για τους λόγους που εξηγεί στην απόφασή του, κατέληξε ότι η εκδοχή του εφεσείοντα ήταν ψευδής και επομένως δεν μπορούσε ταυτόχρονα να είναι αληθοφανής.  Δεν ήταν περίπτωση που το Κακουργιοδικείο είχε αμφιβολίες κατά πόσο είπε την αλήθεια ή όχι ο πρώτος εφεσείων.  Μεταξύ των διαφόρων λόγων που αναφέρει το Κακουργιοδικείο (βλ. σελίδες 20-26  της απόφασης) γιατί δεν πίστεψε τον πρώτο εφεσείοντα είναι και το γεγονός ότι το DNA του είχε βρεθεί σε περισσότερα νάϋλον σακκούλια από αυτά που ο ίδιος δήλωσε ότι άγγιξε για σκοπούς ελέγχου του περιεχομένου τους και μεταφορά τους στον κάλαθο αχρήστων.  Ορθή είναι και η παρατήρηση του Κακουργιοδικείου ότι τον ισχυρισμό περί σπασμένου γυαλιού της μπαλκονόπορτας του διαμερίσματος τους, το οποίο υπενθυμίζουμε ήταν στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας, δεν τον προέβαλαν, είτε κατά το χρόνο που ανακόπηκαν από την αστυνομία, είτε δυο μέρες μετά (22/12/07), που έδωσαν τις ανακριτικές τους καταθέσεις αλλ' ούτε και κατά την αντεξέταση του βασικού Μ.Κ.4 αστυφύλακα 4063.  Ο ουσιαστικός αυτός ισχυρισμός που συνδέθηκε με τη θέση των εφεσειόντων ότι κάποιος διέρρηξε το διαμέρισμα τους και τους έβαλε τα ναρκωτικά για να τους ενοχοποιήσει, προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά την ένορκη μαρτυρία του πρώτου εφεσείοντα και ανώμοτη δήλωση του δεύτερου εφεσείοντα.  Επομένως ορθά το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εξήγηση ότι κάποιος τους τοποθέτησε τα ναρκωτικά. 

 

Δόθηκε επίσης έμφαση από το συνήγορο των εφεσειόντων ότι όταν ο πρώτος εφεσείων ανακόπηκε από την αστυνομία φορούσε παντόφλες και όχι παπούτσια, κάτι που έδειχνε, σύμφωνα με το συνήγορο, ότι θα πήγαινε μόνο μέχρι τον κάλαθο.  Το Κακουργιοδικείο απαντά ικανοποιητικά και αυτό τον ισχυρισμό αναφέροντας ότι το γεγονός ότι ένας φορά παντόφλες δε σημαίνει κατ' ανάγκη ότι δεν μπορούσε να πάει σε χώρο άλλο από τον τόπο που ήταν ο κάλαθος των αχρήστων.

 

Από τη στιγμή που τα ναρκωτικά βρέθηκαν στην κατοχή των εφεσειόντων κάτω από τις συνθήκες που έχουν προαναφερθεί και που προέκυψαν από τη μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσίβλητη/Κατηγορούσα Αρχή, η ενοχή των εφεσειόντων είχε αποδειχθεί.  Απαλλαγή τους θα εδικαιολογείτο μόνο αν το δικαστήριο κατέληγε να δεχθεί ως αληθοφανή ή έστω να έχει κάποιες αμφιβολίες, ότι τα γεγονότα είχαν όπως τα ισχυρίστηκαν οι εφεσείοντες, ότι δηλαδή κάποιος διέρρηξε το διαμέρισμα τους μεταξύ των ωρών 7.30 π.μ. και 9.30 π.μ. της 20/12/07 και έβαλε τα ναρκωτικά στο διαμέρισμα τους για να τους ενοχοποιήσει και οι ίδιοι τα είχαν στην κατοχή τους από τις 9.30 π.μ. που τα ανακάλυψαν μέχρι τις 11.00 το βράδυ για να τα πετάξουν στον κάλαθο των αχρήστων, ισχυρισμό που το Κακουργιοδικείο δε δέχθηκε.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω κρίνουμε ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου να βρει ένοχους τους εφεσείοντες είναι ορθή και δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχει λόγος για επέμβαση μας.

 

Στρεφόμαστε τώρα στην ποινή.  Το Κακουργιοδικείο με λεπτομερή αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης, τις προσωπικές περιστάσεις των εφεσειόντων και σε σχετική νομολογία, κατέληξε ότι η αρμόζουσα ποινή ήταν αυτή της 12ετούς φυλάκισης.  Στον καθορισμό της ποινής λήφθηκε υπόψη και το γεγονός ότι αδικήματα αυτής της φύσης διαπράττονται με μεγάλη συχνότητα.  Προς τούτο το δικαστήριο έλαβε, όπως είχε δικαίωμα να πράξει, δικαστική γνώση από το γεγονός ότι το 50% των υποθέσεων που απασχολούσαν το Κακουργιοδικείο, ήταν για ναρκωτικά (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαυροκέφαλος (1966) 2 C.L.R. 93 και Zaidan v.  Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 310).  Το σκεπτικό του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι εφόσον πρόκειται για όπιο για το οποίο στο παρελθόν δεν είχε αδικήματα για τέτοια ναρκωτικά δεν καθιστούν σοβαρό το αδίκημα, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Η ουσία της υπόθεσης είναι ότι και το όπιο είναι κατηγορίας Α όπως είναι και άλλα «σκληρά», όπως έχουν περιγραφεί από τη νομολογία, ναρκωτικά όπως είναι ηρωϊνη και κοκαϊνη.  Επίσης το Κακουργιοδικείο εξέτασε και ενδεχόμενη διαφοροποίηση της ποινής μεταξύ των εφεσειόντων, αλλά για τους λόγους που εξήγησε, έκρινε ότι δεν ενδείκνυτο.  Δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μας που να είναι αρκετό να δικαιολογήσει είτε τη μείωση της ποινής, είτε τη διαφοροποίησή της, μεταξύ των εφεσειόντων.

 

Οι εφέσεις τόσο κατά της καταδίκης όσο και κατά της ποινής απορρίπτονται.

 

                                                                          Δ.

                                                                         Δ.

                                                                         Δ.

 

/ΚΑς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο