ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 2 ΑΑΔ 59
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 63/2007)
11 Φεβρουαρίου 2009
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές)
ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ,
Εφεσείων,
- ν. -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
---------------------------
Μ.Ξ. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
---------------------------
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 8.3.07 το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού εξέδωσε την ετυμηγορία του με την οποία καταδίκασε τον εφεσείοντα μετά από ακροαματική διαδικασία στις τρεις από τις πέντε κατηγορίες που αντιμετώπιζε σε σχέση με την εισαγωγή, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια 1.045,06 γρ. κοκαίνης (κατηγορίες 4, 5 και 6), ενώ τον απάλλαξε και τον αθώωσε για τις κατηγορίες της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια 5.861,49 γρ. φυτού κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.
Ο εφεσείων αντιμετώπιζε τις κατηγορίες αυτές με τον πρώην συγκατηγορούμενο του, ο οποίος σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας ζήτησε άδεια, άλλαξε απάντηση παραδεχόμενος τις παρόμοιες κατηγορίες που τον βάρυναν, με συνέπεια να καταδικαστεί σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δώδεκα ετών στις κατηγορίες 4, 6 και 11 και έξι ετών στην κατηγορία 12, ενώ στις κατηγορίες 5 και 10 δεν επεβλήθη ποινή εφόσον τα γεγονότα τους πήγαζαν από τα γεγονότα άλλων κατηγοριών. Ο πρώην συγκατηγορούμενος, μετά την καταδίκη του, κλήθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας, (Μ.Κ.7), αναγνώρισε την κατάθεση που είχε δώσει στην αστυνομία, την οποία και υιοθέτησε και η οποία κατατέθηκε ως Τεκμ. 32. Κατά την αντεξέταση του, όμως, ανέφερε ότι η κατάθεση αυτή με την οποία και ενέπλεκε τον εφεσείοντα ήταν ψευδής, ότι είχε προσωπικούς λόγους και οφέλη για να καταθέσει εναντίον του και ότι τα γεγονότα ήσαν πολύ διαφορετικά από εκείνα τα οποία εκεί ανέφερε. Το αποτέλεσμα ήταν να κηρυχθεί ως εχθρικός μάρτυρας, μετά από σχετικό αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής στο στάδιο της επανεξέτασης και να υποστεί αντεξέταση από την Κατηγορούσα Αρχή.
Α. Τα γεγονότα μέσα από τη μαρτυρία
Εναντίον του εφεσείοντος κατέθεσαν και άλλοι μάρτυρες οι σημαντικότεροι των οποίων ήταν ο Αν. Λοχίας 4743 Γιάννης Ιωάννου, (Μ.Κ.2), του Τμήματος Επιχειρήσεων ΥΚΑΝ Αρχηγείου, ο Αν. Υπ. Μιχάλης Παπαελισσαίου, (Μ.Κ.5), και ο Δρ. Μάριος Καριόλου, (Μ.Κ.3). Η βασική εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι μετά από πληροφορίες σε σχέση με ενδεχόμενη διακίνηση ναρκωτικών σε ταξιδιωτική βαλίτσα από τον πρώην συγκατηγορούμενο, ο Ιωάννου μαζί με άλλα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης, έθεσαν στις 18.3.06 υπό παρακολούθηση τα διαμερίσματα γνωστά ως «Castle Holiday Appartments» στη Λεμεσό και ιδιαίτερα τον τρίτο όροφο του Block A, ενώ άλλη ομάδα αστυνομικών έθεσε υπό παρακολούθηση το σπίτι του πρώην συγκατηγορουμένου. Στο σπίτι αυτό γύρω στις 21.45 κατέφθασε ο πρώην συγκατηγορούμενος οδηγώντας το όχημα υπ΄ αρ. εγγραφής ΕΒΥ 19, αφού εισήλθε δε σ΄ αυτό, εξήλθε 15 λεπτά αργότερα μεταβαίνοντας στην οδό Νικοδήμου Μυλωνά 32Α, όπου και στάθμευσε στην εκεί οικία (ιδιοκτησίας του εφεσείοντος), δίπλα από το χώρο στάθμευσης. Δέκα λεπτά αργότερα ο Ιωάννου και η ομάδα του τον είδαν να εξέρχεται του οχήματος, να εισέρχεται στο σπίτι από την κύρια είσοδο χωρίς να κρατά οτιδήποτε, αλλά εξερχόμενος δέκα λεπτά περίπου μετά έσυρε με το χέρι του μια ταξιδιωτική βαλίτσα κατευθυνόμενος προς το όχημα του. Ταυτόχρονα από το σπίτι αυτό εξήλθε και ο εφεσείων, περπατώντας πίσω από τον πρώην συγκατηγορούμενο του, ιστάμενος στο πεζοδρόμιο κοντά στο όχημα, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά ανήσυχα. Ο πρώην συγκατηγορούμενος τοποθέτησε τη βαλίτσα στο χώρο των επιβατών στα οπίσθια καθίσματα. Στη θέα των αστυνομικών οργάνων που τους πλησίασαν προσπάθησαν ματαίως να διαφύγουν. Επεστήθη η προσοχή τους στο νόμο χωρίς να απαντήσουν, σε σωματική δε έρευνα του πρώην συγκατηγορουμένου βρέθηκε δέσμη κλειδιών που διαπιστώθηκαν αργότερα ότι ήταν του διαμερίσματος αρ. 304 στο Block A του «Castle Holiday Appartments».
Εκδόθηκαν σχετικά εντάλματα έρευνας τόσο του οχήματος όσο και της οικίας των δύο τότε υπόπτων, καθώς και του διαμερίσματος. Από την έρευνα, πέραν από την ταξιδιωτική βαλίτσα, ανευρέθηκε ένα αεροπορικό εισιτήριο του εφεσείοντος στον κάλαθο σκουπιδιών της τουαλέττας, από το οποίο φαινόταν ότι αυτός είχε ταξιδέψει στην Αθήνα στις 14.3.06, επανερχόμενος λίγες ώρες πριν την ανακοπή του από τους αστυνομικούς. Στη βαλίτσα και συγκεκριμένα στην εσωτερική φόδρα της, εντοπίστηκαν διάφορες περιτυλιγμένες λαδόκολλες εντός των οποίων υπήρχαν με κολλητική ταινία διαφανή σακουλάκια που περιείχαν κοκαίνη. Τα αντικείμενα αυτά δεν φαίνονταν με το άνοιγμα της βαλίτσας, αλλά ανευρέθηκαν όταν αστυνομικό όργανο έσχισε τη φόδρα με κόπτη. Στο διαμέρισμα στο «Castle Holiday Appartments» βρέθηκαν διάφορα διαφανή σακουλάκια που περιείχαν ίχνη ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης, καθώς και πράσινη, αλλά και ξηρή φυτική ύλη κάνναβης.
Κατά ορθή αντιμετώπιση των καθηκόντων τους, o κατήγορος και οι τότε συνήγοροι, προέβηκαν στην κατάθεση σειράς παραδεκτών γεγονότων, μεταξύ των οποίων, ότι όλα τα ανευρεθέντα, τα οποία και διαπιστώθηκαν από το Γενικό Χημείο του κράτους ότι είναι ναρκωτικές ουσίες, διακινήθηκαν νομότυπα χωρίς οποιαδήποτε αλλοίωση ή επέμβαση μέχρι την παρουσίαση τους στο Κακουργιοδικείο. Επίσης ότι ο εφεσείων επιστρέφοντας από την Αθήνα στις 18.3.06 και ώρα 11.09, μετέφερε την εν λόγω βαλίτσα τύπου «American Uni» μαζί με το περιεχόμενο και τα αντικείμενα που βρέθηκαν σε αυτή. Βρέθηκε στο νάϋλον που υπήρχε πάνω στο πρώτο χερούλι της βαλίτσας από τον Δρ. Καριόλου γενετικό υλικό (DNA), του εφεσείοντος, καθώς και πάνω στην εσωτερική πλευρά ενός μπλε νάϋλον σακουλιού σκουπιδιών στο διαμέρισμα αρ. 304. Το DNA του πρώην συγκατηγορούμενου βρέθηκε πάνω σε χαρτόνι που εντοπίστηκε μέσα στη φόδρα της βαλίτσας καθώς και πάνω στις εξωτερικές πλευρές των λαδόκολλων, αλλά και πάνω σε διαφανές νάϋλον σακούλι. Ο εφεσείων αρνήθηκε να δώσει δείγμα γενετικού υλικού και δακτυλικών αποτυπωμάτων όταν του ζητήθηκε από την αστυνομία στις 20.3.06. Ο πρώην συγκατηγορούμενος είχε επίσης μεταβεί αεροπορικώς στην Αθήνα στις 14.3.06 ώρα 21.45, είχε δε επιστρέψει στη Λάρνακα στις 18.3.06 ώρα 20.25.
Ο Παπαελισσαίου, (Μ.Κ.5), κατέθεσε ότι σε συνομιλία που είχε με τον εφεσείοντα στα γραφεία της ΥΚΑΝ Λεμεσού όταν ο τελευταίος είχε εκφράσει την επιθυμία να δώσει εξηγήσεις σχετικά με την ταξιδιωτική βαλίτσα, του λέχθηκε ότι η βαλίτσα ανήκε στον πρώην συγκατηγορούμενο και όχι στον ίδιο, αλλά τη χρησιμοποίησε αφού τη ζήτησε από αυτόν, τον οποίο συνάντησε στην Αθήνα, για να μεταφέρει στην Κύπρο εξαρτήματα μοτοσυκλετών για την αγορά των οποίων και είχε ταξιδεύσει αφού η δική του βαλίτσα δεν τα χωρούσε. Τη δική του βαλίτσα με την επιστροφή του στην Κύπρο, την άδειασε και την τοποθέτησε στην αυλή του σπιτιού του, αλλά φαίνεται ότι κλάπηκε. Να παρεμβληθεί ότι άλλος μάρτυρας κατηγορίας ο αστυφ. 1156 Θουκυδίδης Θουκυδίδη, (Μ.Κ.6), κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι στο σπίτι του εφεσείοντος δεν εντόπισε εξαρτήματα μοτοσυκλετών.
Ο εφεσείων στην ένορκη κατάθεση του προέβαλε την εκδοχή ότι ως μηχανικός μοτοσυκλετών είχε μεταβεί στην Αθήνα για να φέρει εξαρτήματα. Εκεί συνάντησε τον πρώην συγκατηγορούμενο του ο οποίος του είχε προηγουμένως παραδώσει τη μοτοσυκλέτα του για επιδιόρθωση και για να πάρει δύο παντελόνια που είχε επιδιορθώσει η γυναίκα του και τα οποία τοποθετήθηκαν σε μια μπλε νάϋλον σακούλα. Γνώριζε έτσι ότι θα μετέβαινε και εκείνος στην Αθήνα. Αγόρασε πράγματι εξαρτήματα, κατέθεσε δε προς τούτο και σχετική απόδειξη από την εταιρεία που πουλούσε τα εξαρτήματα, καθώς και το σχετικό «βιβλιάριο» της. Όταν συνάντησε τον πρώην συγκατηγορούμενο στην Αθήνα, εκείνος τον παρότρυνε να χρησιμοποιήσει μια βαλίτσα την οποία ο ίδιος είχε αγοράσει και πάρει στο ξενοδοχείο όπου διέμενε, σ΄ αντικατάσταση της βαλίτσας του εφεσείοντος την οποία κατά λάθος είχε πατήσει και σχίσει. Δέχθηκε έτσι ότι αυτό που είχε αναφέρει στον Παπαελισσαίου ότι δηλαδή τη δική του βαλίτσα είχε βγάλει στην αυλή του σπιτιού του, από όπου κλάπηκε, ήταν λανθασμένο. Δεν είχε ιδέα όμως, ούτε μπορούσε να υποψιαστεί τι υπήρχε πίσω από τη φόδρα της βαλίτσας που του έδωσε ο πρώην συγκατηγορούμενος του, την οποία όντως χρησιμοποίησε δανειζόμενος την για να μπορέσει να μεταφέρει τα εξαρτήματα. Δεν γνώριζε επίσης οτιδήποτε σχετικά με το διαμέρισμα στο «Castle Holiday Appartments» ούτε γνώριζε τον ενοικιαστή, ούτε είχε κλειδιά, επιχειρώντας δε να δώσει κάποια εξήγηση ως προς το δικό του γενετικό υλικό που βρέθηκε στο μπλε νάϋλον σακούλι ανέφερε ότι πιθανόν να ήταν το ίδιο σακούλι στο οποίο είχε παραδώσει τα δύο παντελόνια στον πρώην συγκατηγορούμενο του.
Προς την κατεύθυνση ότι ο εφεσείων επιστρέφοντας από την Αθήνα, έφερε μαζί του κάποια εξαρτήματα, «σίδερα», τα οποία βρίσκονταν στη βαλίτσα, κατέθεσε και η σύζυγος του Λούτα Βενιζέλου. Με τα εξαρτήματα ήταν και ένα «βιβλιάριο» στο οποίο απεικονιζόταν ένα γυαλί μοτοσυκλέττας που κρατούσε ο εφεσείων, ο κωδικός του οποίου εμφανιζόταν και στην απόδειξη που ζητήθηκε εκ των υστέρων από την εταιρεία στην Αθήνα και στάληκε με τηλεομοιότυπο, δεδομένου ότι ο εφεσείων είχε απωλέσει το πρωτότυπο.
Β. Η κατάδικαστική απόφαση
Στη βάση των ανωτέρω και μετά από σχετική αξιολόγηση το Κακουργιοδικείο στηριζόμενο αποκλειστικά στα παραδεκτά γεγονότα και στη μαρτυρία των αστυνομικών μαρτύρων κατηγορίας και ιδιαίτερα των Ιωάννου, Παπαελισσαίου, και Θουκυδίδη, αλλά και του Δρ. Καριόλου, δέχθηκε εξ ολοκλήρου ως αληθή την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, απορρίπτοντας τη θέση που παρουσίασε ο εφεσείων και η σύζυγος του, στο βαθμό που η τελευταία ήταν υποστηρικτική της μαρτυρίας του. Στο σχετικό σκεπτικό της απόφασης το Κακουργιοδικείο κατέγραψε ότι ο μεν εφεσείων δεν το εντυπωσίασε ευνοϊκά θεωρώντας ότι χωρίς αμφιβολία αυτός δεν είπε την αλήθεια, σταχυολογώντας έξι συγκεκριμένες αντιφάσεις που έδειχναν την όλη ασάφεια, αλλά και τη συνεχή μετατόπιση των θέσεων του. Οι αντιφάσεις αυτές αναδύονταν από τη μαρτυρία του ιδίου, αλλά προέρχονταν και από τις διαφοροποιημένες θέσεις που υπέβαλλε εκ μέρους του ο συνήγορος υπεράσπισης (άλλος από τον συνήγορο που εμφανίστηκε ενώπιον του Εφετείου). Πρόσθετα, απέρριψε τη μαρτυρία της συζύγου του στη βάση ότι η εντύπωση που άφησε στο Κακουργιοδικείο ήταν, όπως το έθεσε, «οικτρή». Θεώρησε τη μαρτυρία της ως κατασκευασμένη να βοηθήσει το σύζυγο της, πλήρη αντιφάσεων, αοριστόλογη και γενικευμένη. Το Κακουργιοδικείο στη συνέχεια αφού ενδιέτριψε στη νομική πτυχή όσον αφορά τόσο την κατοχή, όσο και τη γνώση της κατοχής των ναρκωτικών ουσιών από τον εφεσείοντα και με αναφορά στα στοιχεία της περιστατικής μαρτυρίας, την αξία και του ρόλου της, προχώρησε να τον κρίνει ένοχο, ως προαναφέρθηκε στην αρχή του παρόντος σκεπτικού, αλλά και να τον αθωώσει σε δύο κατηγορίες.
Γ. Οι λόγοι έφεσης -
(i) Η μεταχείριση της μαρτυρίας εχθρικού μάρτυρα
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος τόσο στο διάγραμμα του όσο και στην προφορική ενώπιον του Εφετείου αγόρευση του, προσπάθησε να πείσει ότι για σειρά λόγων η καταδικαστική απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί. Ο βασικός λόγος που προώθησε ήταν ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο δεν στηρίχθηκε στην ενώπιον του ένορκη μαρτυρία του πρώην συγκατηγορούμενου, κατά την οποία αυτός όντως είπε την αλήθεια, σε αντίθεση με την ανακριτική του κατάθεση όπου και ενέπλεξε για αλλότριους σκοπούς τον εφεσείοντα. Η θέση του συνηγόρου ήταν ότι το Κακουργιοδικείο έπρεπε να δεχθεί εκείνο το μέρος της κατάθεσης του που ήταν ευνοϊκό προς τον εφεσείοντα και το οποίο τον αποσυνέδεε εντελώς από την κατοχή και συνακόλουθα τη γνώση ότι μετέφερε ναρκωτικές ουσίες. Αυτό, γιατί η ένορκη κατάθεση του πρώην συγκατηγορουμένου έδινε το στίγμα της αλήθειας εφόσον προήλθε από «.. τις τρομερές ενοχές και το βασανισμένο ψυχισμό του ...» και θα έπρεπε να προβληματίσει το Κακουργιοδικείο το οποίο λανθασμένα δεν έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα σε αυτή. Σε σχετική παρατήρηση που έγινε κατά την εφετειακή διαδικασία ότι το Κακουργιοδικείο ουδόλως στηρίχθηκε στη μαρτυρία αυτή, ο συνήγορος επιχειρηματολόγησε ότι έμμεσα η ανακριτική κατάθεση έγινε δεκτή.
Η νομική θέση που προβάλλει μέσα από τις αυθεντίες και τα συγγράμματα είναι ότι η προηγούμενη κατάθεση μάρτυρα που λόγω της ένορκης συμπεριφοράς του κηρύσσεται εχθρικός ενόψει ουσιαστικής αναίρεσης του περιεχομένου της, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο ή μαρτυρία ενοχής. Η κατάθεση όμως μπορεί να αποτελέσει ενδεικτικό υλικό αναξιοπιστίας. Όπως το θέτει το σύγγραμμα του Murphy on Evidence 8η έκδ. (2003) σελ. 586:
«In such a case, the jury must, therefore, assess the evidence of the witness in the light of the statement put to him, to show inconsistency, and if the inconsistency is substantial and is unexplained to their satisfaction, the statement may altogether destroy the effect of the evidence. Be that as it may, the jury cannot substitute the statement for the evidence.»
(Σε μετάφραση):
«Σε τέτοια περίπτωση, οι ένορκοι πρέπει συνεπώς να εκτιμήσουν την ένορκη μαρτυρία του μάρτυρα υπό το φως της κατάθεσης που του υποδείχθηκε, για να φανεί αντίφαση και αν η αντίφαση είναι ουσιώδης, και παραμένει χωρίς εξήγηση και χωρίς οι ένορκοι να ικανοποιηθούν, η κατάθεση μπορεί να καταστρέψει ολωσδιόλου το αποτέλεσμα της ένορκης μαρτυρίας. Όπως και να έχει το ζήτημα, οι ένορκοι δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την ένορκη μαρτυρία με την κατάθεση.»
Η θέση αυτή, έκφραση του κοινοδικαίου, έχει τώρα ανατραπεί στην Αγγλία ως αποτέλεσμα του s. 119(1) του νόμου The Criminal Justice Act 2003, με το οποίο η προηγούμενη αντιφατική κατάθεση είναι αποδεκτή ως μαρτυρία οποιουδήποτε γεγονότος περιέχεται εκεί, ανεξάρτητα βεβαίως από τη βαρύτητα που θα της αποδοθεί σε συνδυασμό με την προφορική μαρτυρία. Στην Κύπρο βεβαίως εξακολουθεί να ισχύει ενόψει των προνοιών του άρθρου 3 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το Criminal Procedure Act 1865, στη βάση του οποίου είναι δυνατή η αντιπαραβολή της κατάθεσης του μάρτυρα κατηγορίας ως ερχόμενης σ΄ αντίθεση με τη μαρτυρία που δίνει ενόρκως και σε περίπτωση επιμονής του στην ένορκη μαρτυρία του, παρέχεται η δυνατότητα κήρυξης του ως εχθρικού (δέστε και το σύγγραμμα του Τ. Ηλιάδη: «Το Δίκαιο της Απόδειξης» σελ. 223-228). Κατά το κοινοδίκαιο, ενδεικτική εχθρικής διάθεσης είναι και η περίπτωση ο μάρτυρας να αρνείται πέραν ορισμένων προκαταρκτικών απαντήσεων, να δώσει οποιαδήποτε μαρτυρία (R. V. Thompson 64 Cr. App.R. 96).
Στη βάση των πιο πάνω, ο χειρισμός του Κακουργιοδικείου ήταν άψογος και δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης. Το Κακουργιοδικείο στην καταδικαστική του απόφαση αφού αναφέρθηκε στον τρόπο που πρέπει να προσεγγίζεται μαρτυρία εχθρικού μάρτυρα με ιδιαίτερη αναφορά στις υποθέσεις Georghiou v. Police (1984) 2 C.L.R, 65, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172 και Ιερόθεος Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, έκρινε, έχοντας υπόψη την όλη αντιφατική συμπεριφορά του και ιδιαίτερα την αντεξέταση του, ότι ο μάρτυρας δεν ήταν ειλικρινής, ούτε και πειστικός και δεν ήταν διατεθειμένο να αποδώσει στη μαρτυρία αυτή, όπως ανέφερε, «την παραμικρή αξία». Ορθά θεώρησε ότι η προφορική μαρτυρία του ήταν στοχευμένη να βοηθήσει τον εφεσείοντα και στην προσπάθεια αυτή περιέπεσε σε αντιφάσεις, αλλά και προέβαλε ισχυρισμούς ασαφείς και στερούμενους λογικής. Έχοντας διεξέλθει την όλη μαρτυρία του πρώην συγκατηγορουμένου του εφεσείοντος, όντως αυτή έπασχε από λογική ανακολουθία, ενώ ερχόταν σε πλήρη αντίφαση με την αστυνομική του κατάθεση Τεκμ. «32». Επομένως, το Κακουργιοδικείο ενεργώντας στα πλαίσια της νομολογίας και της λογικής, απέκλεισε την όλη μαρτυρία ως μη δυνάμενη να αποτελέσει υλικό αξιολόγησης. Αν στηριζόταν εν όλω ή εν μέρει στην αστυνομική του κατάθεση, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντος θα διέπραττε μεγάλο λάθος, το οποίο βεβαίως απέφυγε. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Murphy - πιο πάνω - σελ. 583:
«They may (the jury) use the statement only as evidence going to the credit of the witness, and it will be a serious misdirection to invite them to act upon the contents of the statement as evidence of quilt.»
(Σε μετάφραση):
«Μπορούν (οι ένορκοι) να χρησιμοποιήσουν την κατάθεση μόνο ως μαρτυρία για την αξιοπιστία του μάρτυρα και θα ήταν ουσιαστικά λανθασμένη η καθοδήγηση να κληθούν να ενεργήσουν με βάση το περιεχόμενο της καταθέσεως ως απόδειξη ενοχής.»
Στην R. v. Golder (1960) 1 W.L.R. 1169, αναφέρθηκε ότι οι ένορκοι πρέπει να καθοδηγούνται ότι η ένορκη μαρτυρία είναι σε αυτές τις περιπτώσεις αναξιόπιστη. Η ουσία εδώ, εν τέλει, είναι ότι το Κακουργιοδικείο δεν βάσισε την καταδικαστική του απόφαση σε οποιαδήποτε θέση του πρώην συγκατηγορούμενου, ο οποίος εν πάση περιπτώσει και σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίστηκε ο συνήγορος, περί του ότι έδωσε την ανακριτική κατάθεση αποσκοπώντας στην εξασφάλιση ευνοϊκής μεταχείρισης, καταδικάστηκε σε αυστηρή ποινή φυλάκισης, μετά την παραδοχή του.
Συναφής είναι και ο τέταρτος λόγος έφεσης, ο οποίος σχετίζεται με τη μη έγερση ένστασης στην κατάθεση του πρώην συγκατηγορουμένου με αποτέλεσμα το Κακουργιοδικείο να τον κηρύξει εχθρικό. Αυτός ο λόγος είναι πρόδηλα αβάσιμος. Ο χειρισμός στον οποίο προέβηκε ο τότε δικηγόρος του εφεσείοντος εναπόκειτο στον ίδιο και δεν είναι νοητό να βάλλεται εκ των υστέρων και δη ενώπιον του Εφετείου από τον νυν συνήγορο. Άλλωστε, πρέπει να υποδειχθεί ότι ήταν από τη σύντομη αντεξέταση του πρώην συγκατηγορουμένου του από τον τότε συνήγορο του, που ο μάρτυρας ανέτρεψε τα όσα ενοχοποιητικά είχε πει για τον εφεσείοντα στην ανακριτική του κατάθεση. Ούτε βέβαια ήταν δυνατόν για το ίδιο το Κακουργιοδικείο να επέμβει για να βοηθήσει τον εφεσείοντα ο οποίος κατά την άποψη του συνηγόρου, αστήρικτη όμως, βρέθηκε σε δύσκολη «υπερασπιστική θέση» λόγω παραλείψεων του τότε συνηγόρου του. Όμως αυτές οι θέσεις είναι και δεοντολογικά λανθασμένες και νομικά αβάσιμες, εφόσον στο αντιπαραθετικό σύστημα, το Δικαστήριο δεν αναλαμβάνει το ρόλο συνηγόρου οποιουδήποτε.
(ii) Πρόθεση - γνώση
Όσον αφορά τους άλλους λόγους έφεσης και αυτοί κρίνονται αβάσιμοι, διότι εκτός από ασαφείς δεν έχουν ούτε ουσιαστικό νομικό ή πραγματικό υπόβαθρο. Συγκεκριμένα, σε σχέση με το δεύτερο λόγο έφεσης που συνίσταται στο ότι το Κακουργιοδικείο δεν σχολίασε την αποτυχία της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει την εγκληματική πρόθεση του εφεσείοντος στη μεταφορά της βαλίτσας, παρατηρείται ότι αυτός ουδόλως ευσταθεί, διότι στη σχετική απόφαση, υπάρχει εκτενής ενασχόληση με τη νομική πτυχή των διαφόρων κατηγοριών, στη δε σελ. 229 με τη γνώση και την εγκληματική πρόθεση του εφεσείοντος κρίνοντας, ορθά, ότι γνώριζε για το παράνομο περιεχόμενο της βαλίτσας, μεταξύ άλλων, και, από το γεγονός ότι ο εφεσείων εξήλθε της οικίας του από όπου ο πρώην συγκατηγορούμενος παρέλαβε τη βαλίτσα περπατώντας πίσω του κοιτάζοντας ανήσυχα δεξιά και αριστερά, προφανώς για να ελέγξει την κίνηση. Άλλωστε, το Κακουργιοδικείο απορρίπτοντας την εκδοχή του ίδιου του εφεσείοντος ως προς τα περιστατικά που τον οδήγησαν να μεταφέρει στην Κύπρο τη βαλίτσα από την Αθήνα, απέρριψε στην ουσία και τη θέση του ότι αυτός δεν είχε καμιά γνώση για το περιεχόμενο της.
Όπως έχει κατά κόρον αναλυθεί μέσα από αποφάσεις και συγγράμματα η γνώση, όπως και η πρόθεση, δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης, κατά κανόνα δε συνάγεται μέσα από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης ως εύλογα εξαγόμενο συμπέρασμα από τα ευρήματα του Δικαστηρίου. (δέστε την υπόθεση Ανδρέας Σταυρινού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 120/07, ημερ. 4.11.08 και το σύγγραμμα του Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice 36η Έκδ. Σελ. 364 παρ. 1010).
(iii) Βάρος απόδειξης
Συναφής, αλλά εξίσου αβάσιμος, είναι και ο λόγος που αφορά το βάρος της απόδειξης ως προς το ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα προτίμησε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής αντί την «ισότιμη», όπως τέθηκε, εκδοχή του εφεσείοντος. Η θέση αυτή ελέγχεται λανθασμένη διότι το Κακουργιοδικείο δεν είχε δύο ισότιμες ή ισοδύναμες εκδοχές ενώπιον του, από την άποψη ότι αυτές οι εκδοχές εδράζονταν σε ανάλογα αποδεκτά γεγονότα, αλλά δύο εκδοχές, η μια των οποίων κρίθηκε αξιόπιστη και η άλλη ψευδής. Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Victor Abe ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 49/06, ημερ. 24.3.08 στη σελ. 10:
«Διαζευκτική εκδοχή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης πρωτοδίκως οδηγώντας στην αθώωση κατηγορουμένου, όταν εμφιλοχωρεί αμφιβολία ως προς την ενοχή του, όταν η εκδοχή αυτή αποκτά υπόσταση με βάση την αξιολόγηση και την αξιοπιστία των μαρτύρων. Εκεί όμως όπου το Κακουργιοδικείο, όπως και εδώ, αποδέχεται σαφώς τη μια και όχι την άλλη εκδοχή τότε εφόσον τα γεγονότα εμπίπτουν κάτω από κάποια νομική απαγόρευση, η καταδίκη είναι αναπόφευκτη.»
Εδώ, το Κακουργιοδικείο έδωσε επαρκέστατους λόγους για την απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντος μετά από ενδελεχή εξέταση και αξιολόγηση της μαρτυρίας του, η οποία θεωρήθηκε ως γεμάτη από ασάφειες και αντιφάσεις και στερημένη λογικής υπόστασης. Το Κακουργιοδικείο απορρίπτοντας τη μαρτυρία δεν παρέμεινε με την εξωτερική εντύπωση της μαρτυρίας του εφεσείοντος και της συζύγου του, αλλά έδωσε σαφέστατους και απόλυτα ικανοποιητικούς λόγους εκτεινόμενους σε τέσσερεις σελίδες, στηριγμένους στη μαρτυρία που είχε ενώπιον του. Δεν τίθεται θέμα καλής πίστης, όπως το έθεσε ο κ. Ιωάννου, του εφεσείοντος ή συναισθηματικής και ψυχολογικής κατάστασης της συζύγου του κατά τη μαρτυρία της, διότι η κατάθεση αμφοτέρων κρίθηκε στη βάση της «λογικής» που προσπάθησαν να προωθήσουν ενόρκως, η οποία όμως δεν έπεισε.
(iv) Επιστημονική μαρτυρία και δίκη εντός δίκης
Όσον αφορά την θέση ότι η μαρτυρία του Δρ. Καριόλου ήταν συμβατή και με την εκδοχή του εφεσείοντος, αυτή θεωρήθηκε ανεπαρκής από το Κακουργιοδικείο όσον αφορά τις κατηγορίες 10 και 11 λόγω έλλειψης πρόσθετης μαρτυρίας και τον απάλλαξε. Αυτό όμως δεν επηρέαζε την καταδίκη επί των υπόλοιπων κατηγοριών για τις οποίες υπήρχε επαρκέστατη μαρτυρία. Εντελώς ασαφής ήταν και ο 7ος λόγος έφεσης, που σχετίζεται με τη δίκη εντός δίκης ως προς τη δεκτότητα της ταξιδιωτικής βαλίτσας ως τεκμηρίου, την οποία το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε ως τεκμήριο μαζί με τα κλειδιά του διαμερίσματος με σχετική ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 23.11.06. Μόνο κατά την έφεση ήταν που ο συνήγορος του εφεσείοντος αναφέρθηκε σε μια κατά την άποψη του συγκεκριμένη αντίφαση, που είχε σχέση με το ότι οι αστυνομικοί μάρτυρες που κατέθεσαν στη δίκη εντός δίκης ανέφεραν ότι ο εφεσείων και ο πρώην συγκατηγορούμενος του έτρεξαν να φύγουν όταν αντιλήφθηκαν τα αστυνομικά όργανα να τους πλησιάζουν, ενώ αργότερα είπαν ότι ο εφεσείων ήταν στο σπίτι του και παρακολουθούσε. Αυτή όμως η θέση προβλήθηκε χωρίς καμιά συγκεκριμένη αναφορά στα πρακτικά, η μελέτη των οποίων αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Από τις σελ. 6, 14, 35, 41, 48, 49, 51 και 66, των πρακτικών της δίκης εντός δίκης, καθίσταται φανερό ότι ο εφεσείων είχε όντως εξέλθει από το σπίτι του ακολουθώντας τον πρώην συγκατηγορούμενο του και παρέμεινε ουσιαστικά ακίνητος στο πεζοδρόμιο, όταν άρχισαν τα αστυνομικά όργανα να τους πλησιάζουν προς ανακοπή, έχοντας, όπως το έθεσε ο Αν. Λοχ. 4743 Γιάννος Ιωάννου, (Μ.1) στη δίκη εντός δίκης, ξαφνιαστεί από τη θέα των αστυνομικών. Μάλιστα, στη σελ. 66, αποτέλεσε μέρος της υποβολής του τότε συνηγόρου του κατά την αντεξέταση του αστυφ. 2230 Γιάννου Γιαννακού, (Μ.2) στη δίκη εντός δίκης, ότι ο εφεσείων είχε βγει από την κατοικία του πίσω από τον πρώην συγκατηγορούμενο του.
Δ. Έφεση κατά της ποινής
Απομένει να εξεταστεί η έφεση κατά της ποινής την οποία δυστυχώς και πάλι ο κ. Ιωάννου με γενικότητα παρουσίασε ενώπιον του Εφετείου. Ο εφεσείων καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 ετών στις κατηγορίες 4 και 6 και 8 ετών στην κατηγορία 5. Το Κακουργιοδικείο στη δεκασέλιδη ποινή του έλαβε υπόψη ότι ήταν δυνατό να προσμετρήσει υπέρ του, στα πλαίσια όμως κατηγοριών που αφορούσαν ναρκωτικές ουσίες, η διακίνηση των οποίων αποτελεί, σύμφωνα με πάγια πλέον νομολογία, ένα πραγματικό εφιάλτη για την κοινωνία. Με αναφορά σε σχετικές αποφάσεις ως προς τη συχνότητα των αδικημάτων αυτών (δέστε Γενικός Εισαγγελέας ν. dos Santos (2005) 2 Α.Α.Δ. 297, Ρεσλάν ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 127 και Χασάν ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 356), το Κακουργιοδικείο έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στη φύση των αδικημάτων.
Όπως προαναφέρθηκε στην αρχή του σκεπτικού, στον πρώην συγκατηγορούμενο επεβλήθησαν στις 8.1.07 και πάλι με πλήρη αναφορά σε νομολογία, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 ετών στην 4η, 6η και 11η κατηγορία και 6 ετών στην 12η κατηγορία. Δεν προβλήθηκε ισχυρισμός περί ανισότητας στην ποινή μεταξύ των δύο αυτών ατόμων. Το Κακουργιοδικείο, όμως, επιβάλλοντας την ποινή στον εφεσείοντα και αφού ορθά δεν αρκέστηκε στην απλή υιοθέτηση των όσων κατέγραψε κατά την επιβολή ποινής στον πρώην συγκατηγορούμενο, ανέφερε στο τέλος εξετάζοντας το ζήτημα της πιθανής διαφοροποίησης της ποινής από τον πρώην συγκατηγορούμενο που ήγειρε ο τότε συνήγορος του εφεσείοντος, ότι για τον εφεσείοντα θα προσμετρούσε υπέρ του ότι αυτός δεν ήταν ο ιθύνων νους, σε αντίθεση με τον πρώην συγκατηγορούμενο, αλλά θα προσμετρούσε και εναντίον του ότι δεν παραδέχθηκε ενοχή, σ΄ αντίθεση με τον πρώην συγκατηγορούμενο ο οποίος παραδέχθηκε ενοχή. Η παραδοχή όντως αποτελεί νομολογιακά στοιχείο που οδηγεί στην επιεικέστερη μεταχείριση ενός κατηγορουμένου, ακόμη και για τις ναρκωτικές ουσίες (δέστε Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 448, σελ. 453), παρόλον που κατά την επιβολή της ποινής του πρώην συγκατηγορουμένου δεν τονίστηκε ιδιαίτερα αυτή η πτυχή. Το αντίθετο, όμως, δηλαδή, να θεωρείται επιβαρυντικός παράγων η μη παραδοχή ενοχής αποτελεί σφάλμα αρχής, διότι είναι απόλυτο δικαίωμα του κάθε κατηγορουμένου στα πλαίσια της έμπρακτης μεταγραφής του τεκμηρίου της αθωότητας, να μην παραδεχθεί. Κατ΄ αντιστοιχία, η νομολογία έχει καθορίσει ότι ακόμη και η προβολή μιας εξωπραγματικής υπεράσπισης δεν αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα. (δέστε Chalhoub v. Police (1988) 2 C.L.R. 153). Η καταληκτική αυτή αναφορά επομένως, ότι η μη παραδοχή ενοχής προσμέτρησε εναντίον του, επέφερε και λανθασμένη σφαιρική αντιμετώπιση του μέτρου κρίσης. Ως εκ τούτου θεωρείται ότι είναι αναγκαία η επέμβαση του Εφετείου προς ελάττωση της επιβληθείσης ποινής ώστε να ανατανακλάται επαρκώς το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν ήταν ο ιθύνων νους, αλλά να είναι ταυτόχρονα και απαλλαγμένη από το διαπιστωθέν λάθος αρχής.
Η ποινή καθορίζεται στα 10 έτη για τις κατηγορίες 4 και 6 και σε 6 έτη στην κατηγορία 5. Οι ποινές θα συντρέχουν.
Ε. Κατάληξη
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται, αλλά η έφεση εναντίον της ποινής επιτυγχάνει με την ως άνω διαφοροποίηση.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ