ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 2 ΑΑΔ 140
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 159/2006)
27 Φεβρουαρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές.]
Α. Α.,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_______________
Γ. Μυλωνάς, για τον Εφεσείοντα.
Σ. Μάτσας, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
_________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
απαγγέλλεται από το Δικαστή Νικολαΐδη.
__________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Πάφου σε κατηγορία για συνουσία με άνδρα κάτω των 13 ετών, κατά παράβαση του άρθρου 174 (1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου κατά παράβαση των άρθρων 2, 3 (1) (γ) (2) (β) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και Ειδική Προστασία των Προσώπων που είναι θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης Νόμου του 2000, Ν.3(Ι)/2000.
O παραπονούμενος είναι γιος του εφεσείοντα. Οι γονείς του, σε κάποιο στάδιο της ζωής τους, χώρισαν και ο εφεσείων εγκαταστάθηκε στο πατρικό του σπίτι, σε χωριό της Πάφου. Μεταξύ του ζεύγους υπήρχε ένταση ως προς το δικαίωμα του εφεσείοντα να έρχεται σε επαφή με τον παραπονούμενο, αλλά και τη θυγατέρα του, ένα κοριτσάκι τώρα ηλικίας 10, περίπου, χρονών. Τα αδικήματα τελέστηκαν στις 6.2.2005, κατά τη διάρκεια διανυκτέρευσης του παραπονούμενου με τον πατέρα του.
Κατ΄ έφεση ο εφεσείων παραπονείται για αριθμό παραβάσεων αρχών στη διαδικασία, καθώς και για πράξεις και παραλείψεις, οι οποίες τελικά επηρέασαν την εξέλιξη της διαδικασίας. Υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι το δικαστήριο παράνομα και αντινομικά επέτρεψε να παρουσιαστεί ως μαρτυρία η οπτικογραφημένη κατάθεση του παραπονούμενου γιατί, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία, έχει ληφθεί κατά παράβαση του άρθρου 9 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, Ν.119(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 212(Ι)/2004. Το άρθρο 9 επιτάσσει ότι η κατάθεση του θύματος σεξουαλικής βίας λαμβάνεται από αστυνομικό του ιδίου φύλου, εκτός αν ζητηθεί διαφορετικά από το θύμα ή, αν το θύμα είναι ανήλικο πρόσωπο, από τον οικογενειακό σύμβουλο.
Από τον παραπονούμενο ελήφθη, όπως ήδη είδαμε και οπτικογραφημένη κατάθεση από την αστ. λοχία 333 Εύη Νικολάου, χωρίς, όπως είναι παραδεκτό, να ζητηθεί η συγκατάθεση του οικογενειακού συμβούλου. Είναι επίσης παραδεκτό ότι οι πρόνοιες δεν τηρήθηκαν, αλλά, όπως αναφέρθηκε από τον ανώτερο υπαστυνόμο Βέη αυτό έγινε γιατί κατά τη γνώμη της αστυνομίας δεν ενδεικνυόταν η λήψη κατάθεσης από άνδρα αστυνομικό.
Η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι το άρθρο 10 ως μόνη υποχρέωση επιβάλλει τη λήψη οπτικογραφημένης κατάθεσης από αρμόδιο πρόσωπο. Αφού στο άρθρο 2 του Νόμου μέσα στα αρμόδια πρόσωπα περιλαμβάνονται και οι αστυνομικοί, η Α. Λ. 333 Εύη Νικολάου, είναι αρμόδιο πρόσωπο.
Δεν θα συμφωνούσαμε με την πιο πάνω αντιμετώπιση. Σαφώς ο νομοθέτης επιθυμούσε όπως οι καταθέσεις ατόμων που ισχυρίζονται ότι υπήρξαν θύματα βίας λαμβάνονται από πρόσωπα του ιδίου φύλου. Δεν βλέπουμε πως η οπτικογραφημένη κατάθεση στο σημείο αυτό, διαφέρει από τη συμβατικώς λαμβανόμενη. Η κατάθεση του άρθρου 10 εμπίπτει στη γενικότερη έννοια της κατάθεσης του άρθρου 9. Το άρθρο 9 ρητά προνοεί ότι κατάθεση λαμβάνεται από αστυνομικό του ιδίου φύλου με το θύμα, κάτι που δεν τηρήθηκε στην παρούσα περίπτωση. Το άρθρο 10 απλώς εισάγει στο νομικό μας σύστημα την οπτικογραφημένη κατάθεση για συγκεκριμένα αδικήματα. Όχι μόνο δεν βλέπουμε να υπάρχει νόημα στο διαχωρισμό των δύο ειδών καταθέσεων, αλλά θα λέγαμε ότι στην αντίθετη περίπτωση η πρόνοια του άρθρου 9 θα μπορούσε εύκολα να καταστρατηγηθεί.
Περαιτέρω η οπτικογραφημένη κατάθεση ελήφθη εφτά ολόκληρους μήνες αργότερα, χρονικό διάστημα αρκετό για επηρεασμό της μνήμης του ανήλικου, έστω και ακούσια. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι στη γραπτή κατάθεση του ανήλικου ημερομηνίας 7.2.2005 (τεκμήριο 18) ουσιαστικά ουδέν το επιβαρυντικό αναφέρεται εναντίον του εφεσείοντα. Γενικά θα λέγαμε ότι με την κήρυξη της οπτικογραφημένης κατάθεσης ως μη αποδεκτής μαρτυρίας η εναντίον του εφεσείοντα μαρτυρία μειώνεται δραματικά.
Έχει, όμως, παρουσιαστεί και σοβαρότερη παραβίαση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας ζήτησε όπως ο παραπονούμενος εξεταστεί και από ιατροδικαστή για λογαριασμό του, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από τη μητέρα, με τη δικαιολογία ότι ο παραπονούμενος είχε ήδη εξεταστεί από τον ιατροδικαστή Σοφοκλή Σοφοκλέους. Η μητέρα εξήγησε ότι επί του σημείου ακολούθησε τις εντολές της αστυνομίας. Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η απόρριψη του αιτήματός του συνιστά παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων.
Η αρχή της ισότητας των όπλων βασίζεται στην εξισορρόπηση. Η διαδικασία εξετάζεται στο σύνολό της και συγκεκριμένος περιορισμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν ήταν αρκετός για να θεωρηθεί ολόκληρη η διαδικασία άδικη. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε περίπτωση παραβίασης εξετάζει κατά πόσο έχουν δοθεί στον κατηγορούμενο οποιεσδήποτε άλλες ευκαιρίες για να διορθωθεί η κατάσταση ή για να εξισωθούν τα πράγματα. Κατά πόσο η κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση της αρχής της ισότητας είχε επίδραση επί του αποτελέσματος της δίκης είναι παράγων ο οποίος, γενικά, δεν είναι ή δεν πρέπει να θεωρείται σχετικός (Artico v. Italy, May 13, 1980, Series A, No. 37).
Το ερώτημα κατά πόσο δίκη είναι δίκαιη ή όχι θα πρέπει να απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολό της (Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 22/2008, ημερ. 20.11.2008, Nielsen v. Denmark (1989) 11 E.H.R.R. 175). Η τήρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το άρθρο 6(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης γιατί μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη (Can (Series A, Vol. 96) και Barbera (Series A, Vol. 146). Βλέπε ακόμα Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).
Η αρχή της δίκαιης δίκης, κλάδος της οποίας είναι και το αξίωμα της ισότητας των όπλων, περιέχει το δικαίωμα κάθε διάδικου να γνωρίζει όλη τη μαρτυρία που θα προσκομιστεί και το δικαίωμα να την σχολιάσει (Niderost-Huber v. Switzerland (1998) 25 E.H.RR. 709 και Steck-Risch and Others v. Liechtenstein, Application no. 63151/00, ημερ. 19 Μαΐου, 2005. Βλέπε ακόμα Karen Reid, A Practitioner´s Guide to the European Convention on Human Rights, 2η ΄Εκδοση, παραγρ. 11Α-003, σελ. 59). Η ισότητα των όπλων επιβάλλει ότι κάθε διάδικος πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του, περιλαμβανομένης και μαρτυρίας, κάτω από συνθήκες οι οποίες δεν τον θέτουν υπό ουσιαστικό μειονέκτημα έναντι του διαδίκου του (Dombo Beheer BV v. Netherlands, October 27, 1993, Series A, No. 274. para. 33 και Nikoghosyan and Melkonyan v. Armenia, Application nos. 11724/04 και 13350/04, ημερ. 6 Δεκεμβρίου, 2007). Κάθε κατηγορούμενος, αλλά και κάθε διάδικος σε πολιτική διαδικασία, θα πρέπει να μπορεί να συμμετέχει ουσιαστικά στη διαδικασία (V v. U.K., December 16, ECHR 1999-IX).
Είναι αλήθεια ότι στην υπόθεση Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, επισημάνθηκε ότι η παραπονούμενη δεν ήταν τεκμήριο στην υπόθεση για να παραδοθεί για εξέταση ή επισκόπηση από την υπεράσπιση. Ούτε το δικαστήριο, ούτε η κατηγορούσα αρχή είχαν οποιαδήποτε εξουσία ή καλύτερα δικαίωμα, το πρώτο να διατάξει και η δεύτερη να συναινέσει ώστε μάρτυρας σε δίκη να υποβληθεί σε οποιοδήποτε είδος σωματικής ή ψυχολογικής εξέτασης, γιατί κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παραβίαση θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος, του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής που προστατεύεται από το ΄Αρθρο 15 του Συντάγματος.
Όσα έχουν λεχθεί στην υπόθεση Νικολάου, ανωτέρω, είναι βέβαια ορθά. Κανένας δεν μπορεί να υποβάλει άτομο σε οποιοδήποτε είδος σωματικής ή ψυχολογικής εξέτασης, χωρίς τη δική του συγκατάθεση. Η άρνηση όμως αυτή δυνατόν να επηρεάζει δικαιώματα άλλων. Τα οποία, επίσης, θα πρέπει να τυγχάνουν προστασίας. Η μητέρα του παραπονούμενου αρνήθηκε, ύστερα από υπόδειξη της αστυνομίας, όπως ο ανήλικος παραπονούμενος εξεταστεί από ιατροδικαστή για λογαριασμό του εφεσείοντα. Η μη παροχή όμως αυτής της δυνατότητας έχει στερήσει τον εφεσείοντα της ευκαιρίας όχι μόνο να δώσει την εκδοχή του δικού του πραγματογνώμονα, αλλά, κυρίως, να αντεξετάσει, αποτελεσματικά μέσω του δικηγόρου του, τον ιατροδικαστή ο οποίος εξέτασε τον παραπονούμενο για λογαριασμό της κατηγορούσας αρχής.
Πώς μπορούσε να αμφισβητηθεί αποτελεσματικά από την υπεράσπιση η ορθότητα ή ακρίβεια των διαπιστώσεών του κ. Σοφοκλέους χωρίς να της δοθεί προηγουμένως η δυνατότητα σχηματισμού δικής της γνώμης επί των υπό εξέταση γεγονότων. Ιδίως όταν η αντιμετώπιση του περιστατικού από τον κ. Σοφοκλέους δεν μας βρίσκει απόλυτα ικανοποιημένους. Οι δικαιολογίες που έδωσε γιατί δεν φωτογράφισε τον πρωκτό του παραπονούμενου ή γιατί δεν έλαβε επίχρισμα είναι, για να πούμε το λιγότερο, ισχνές. Εν όψει όλων των πιο πάνω ο εφεσείων έχει στην ουσία αποκλειστεί εντελώς από τη δυνατότητα αμφισβήτησης των όποιων διαπιστώσεων του ιατροδικαστή, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Όχι μόνο δεν του δόθηκε η ευκαιρία να χρησιμοποιήσει το δικό του τεχνικό σύμβουλο, αλλά, επαναλαμβάνουμε, για λόγους που δεν αντέχουν σε στοιχειώδη κριτική, στερήθηκε και της δυνατότητας να εξετάσει δευτερογενή, έστω, αποδεικτικά μέσα, όπως για παράδειγμα φωτογραφίες που θα μπορούσαν, τυχόν, να τον βοηθήσουν στην υπεράσπισή του. Η προσέγγιση του θέματος θα έπρεπε να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή, ιδίως λόγω και των πολύ τεταμένων σχέσεων του εφεσείοντα με τη σύζυγό του.
Γι΄ αυτούς τους λόγους κρίνουμε ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη, λόγω της παραβίασης της αρχής της ισότητας, ενώ, από την άλλη, έχει παραβιαστεί και η πρόνοια του Νόμου για την ανάγκη λήψης καταθέσεων από άτομα του ιδίου φύλου με τον παραπονούμενο.
Η έφεση επιτυγχάνει και ο εφεσείων απαλλάσσεται των εναντίον του κατηγοριών.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Μ. Φωτίου, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΜΔ