ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 2 ΑΑΔ 11
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 220/2007)
21 Ιανουαρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Χ"ΜΑΜΑΣ,
Εφεσείοντας,
v.
1. DAMALONA LTD.,
2. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΟΗ,
3. ΜΑΡΙΑΣ ΛΟΗ,
Εφεσιβλήτων.
Μ. Καραΐσκος, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Λοϊζίδης, για τους Εφεσίβλητους.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η έφεση αφορά σε ιδιωτική ποινική υπόθεση. Ο παραπονούμενος-εφεσείων προσήψε δύο κατηγορίες εναντίον των δύο Εφεσιβλήτων και ενός τρίτου ατόμου, για έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση του άρθρου 305(Α)(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η υπόθεση απορρίφθηκε εναντίον του τρίτου ατόμου, με αποτέλεσμα να συνεχίσει εναντίον των δύο πρώτων.
Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στα πλαίσια της ίδιας συναλλαγής και για σκοπούς καταβολής οφειλόμενων αποθηκευτικών τελών, οι κατηγορούμενοι-εφεσίβλητοι 1 παρέδωσαν στον παραπονούμενο-εφεσείοντα, τρεις επιταγές για το συνολικό ποσό των £10.300, ενώ ο Εφεσίβλητος 2 ως Διευθυντής των Εφεσιβλήτων, ότι παρείχε συνδρομή για τη μη εξαργύρωση της επιταγής. Για την κάθε μία καταχωρίστηκε ξεχωριστή υπόθεση. Για την πρώτη, η υπόθεση με αρ. 25448/05 εκδικάστηκε και οι εφεσίβλητοι αθωώθηκαν. Οι άλλες δύο υποθέσεις συνέχισαν να εκκρεμούν. Η μία από αυτές είναι η υπό έφεση, η οποία αφορά την έκδοση επιταγής για ποσό £4.000.
Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης του Εφεσείοντος, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσιβλήτων 1 και 2, δέχθηκε ότι από την προσαχθείσα μαρτυρία και τα παραδεχτά γεγονότα, έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Εισηγήθηκε όμως ότι οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 θα έπρεπε να απαλλαγούν σ' εκείνο το στάδιο για δύο βασικά λόγους. Πρώτον, ότι η καταχώρηση μιας υπόθεσης για κάθε μια από τις τρεις επιταγές, αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και δεύτερον, ότι η αθώωση των Εφεσιβλήτων στην πρώτη υπόθεση δημιουργεί δεδικασμένο, με αποτέλεσμα οι Εφεσίβλητοι να καλούνται στην παρούσα υπόθεση να δικαστούν για δεύτερη φορά.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα, πρωτοδίκως εξέφρασε την αντίθεση του στις πιο πάνω θέσεις της συναδέλφου του και εισηγήθηκε την απόρριψη τους και την κλήση των Εφεσιβλήτων σε απολογία.
Ο πρωτόδικος Δικαστής εξέτασε πρώτα το θέμα του δεδικασμένου ως αποτέλεσμα της αθώωσης των Εφεσιβλήτων στην υπόθεση 25448/05. Έκρινε ότι δεν εδημιουργείτο δεδικασμένο, αφού η αθώωση τους αφορούσε σε άλλη επιταγή, με αποτέλεσμα οι κατηγορούμενοι να μην έχουν εκτεθεί δύο φορές σε κίνδυνο καταδίκης για το ίδιο αδίκημα.
Στη συνέχεια εξέτασε και τη δεύτερη εισήγηση της υπεράσπισης, ότι υπάρχει κατάχρηση της διαδικασίας εκ μέρους του παραπονούμενου- εφεσείοντος. Μετά από λεπτομερή ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος και ιδιαίτερα της Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 ΑΑΔ 522 (στην οποία νομολογήθηκε ότι η καταχώρηση ξεχωριστών κατηγορητηρίων δεν οδηγεί εκ προοιμίου τη δίκη σε ακυρότητα), κατέληξε ότι υπό το φως των ιδιαίτερων γεγονότων της υπό έφεση υπόθεσης, η καταχώρηση και προώθηση τριών ξεχωριστών υποθέσεων εναντίον των Εφεσιβλήτων «απολήγει σε έντονη ταλαιπωρία και καταπίεση των κατηγορουμένων και σε κατάχρηση του δικαιώματος του παραπονούμενου να προσφύγει στο Δικαστήριο, καθώς και της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και συναφώς σε κατάχρηση της διαδικασίας». Ως αποτέλεσμα των διαπιστώσεων του, το Δικαστήριο παρά το εύρημα του ότι είχε αποδειχθεί εναντίον των Εφεσιβλήτων 1 και 2 εκ πρώτης όψεως υπόθεση, θεώρησε ότι ο μόνος τρόπος για να παρεμποδιστεί η κατάχρηση, ήταν η αναστολή της διαδικασίας και η απαλλαγή των δύο Εφεσιβλήτων.
Ο παραπονούμενος εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση. Με τρεις λόγους έφεσης, παραπονείται ότι:- (1) Λανθασμένα αναστάληκε η ποινική δίωξη των Εφεσιβλήτων, (2) η αναστολή της δίωξης παραβίασε τα συνταγματικά δικαιώματα του παραπονούμενου τα οποία κατοχυρώνονται από το Άρθρο 30, να προσφύγει στο Δικαστήριο και να τύχει ακριβοδίκαιης δίκης από ανεξάρτητο και αμερόληπτο Δικαστήριο, και (3) το Δικαστήριο αναστέλλοντας τη δίωξη, ενήργησε αυθαίρετα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσίβλητους ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι η έφεση δεν έχει καταχωρηθεί νομότυπα, εφόσον ο Εφεσείων δεν αποτάθηκε στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για να εξασφαλίσει την έγκριση του σύμφωνα με το άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Από τον φάκελο της έφεσης προκύπτει ότι όντως δεν καταχωρήθηκε έγκριση από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για την άσκηση έφεσης.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τον Εφεσείοντα, απαντώντας στην εισήγηση του συναδέλφου του, ανέφερε ότι στην υπόθεση NCP Diamonds Co. Ltd. v. Τάκη Ιωαννίδη Λτδ κ.α. (2003) 2 ΑΑΔ 162, στην οποία έκαμε αναφορά ο συνάδελφος του, χρειαζόταν άδεια του Γενικού Εισαγγελέα, επειδή εκεί ο κατηγορούμενος είχε αθωωθεί και απαλλαγεί, ενώ στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο δεν αθώωσε τους Εφεσίβλητους ώστε να χρειαστεί άδεια για καταχώρηση έφεσης, αλλά απλώς ανέστειλε τη διαδικασία και ως εκ τούτου δεν χρειαζόταν να εξασφαλιστεί άδεια. Για τη διαφορά μεταξύ «αθώωσης» και «απαλλαγής» έκαμε επίσης αναφορά στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γαβριήλ κ.α. (2004) 2 ΑΑΔ 596.
Έχουμε μελετήσει τις δύο αποφάσεις, αλλά κατά τη γνώμη μας αυτές δεν βοηθούν τον Εφεσείοντα. Όπως επισημαίνεται στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γαβριήλ κ.α., (ανωτέρω), το λεκτικό που χρησιμοποιεί ένα Δικαστήριο, δεν έχει και τόση σημασία, αν η απαλλαγή του κατηγορούμενου προσώπου στην ουσία απολήγει σε τελική κρίση η οποία αίρει τελεσίδικα την κατηγορία εναντίον του. Η απόφαση του Δικαστηρίου θεωρήθηκε ως αθωωτική, έστω και αν δεν ονομαζόταν έτσι. Κατά τη γνώμη μας, το ίδιο ισχύει και στην προκειμένη περίπτωση.
Ερχόμαστε τώρα στην ουσία της προδικαστικής ένστασης. Το Ανώτατο Δικαστήριο επιλήφθηκε του θέματος κατ' επανάληψη. Για να μην μακρηγορούμε, αναφερόμαστε στην πιο πρόσφατη υπόθεση που μπορέσαμε να εντοπίσουμε που είναι η Ηρακλέους ν. Στυλιανού κ.ά., Ποιν. Έφ. Αρ. 106/2007, ημερ. 22.2.08 και στην οποία συνοψίζεται η πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου:-
«Υπάρχει ένας αριθμός αποφάσεων στις οποίες φαίνεται ότι δεν υφίσταται έγκυρη έφεση, όταν δεν έχει ληφθεί τέτοια έγκριση από το Γενικό Εισαγγελέα. Το θέμα αναλύθηκε σε έκταση στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου (αρ. 2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 174 και κρίθηκε ότι η έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα είναι απαραίτητη για να υπάρχει έγκυρη έφεση και επίσης αποφασίστηκε ότι η πρόνοια αυτή δεν είναι αντίθετη με το σύνταγμα. Άλλες αποφάσεις που ακολουθούν την ίδια γραμμή είναι οι Ανδρέου ν. Γενικού Εμπορίου Μ. Καλλή Λτδ. κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 571 και Severis & Athienitis Securities Ltd. v. Καλότυχου (2004) 2 Α.Α.Δ. 293. Επίσης, πολύ πρόσφατα, στην απόφαση Οικονόμος Θ. Παπαμιχαήλ ν. Autoland Finance and Investments Ltd. κ.ά., Υπόθ. Αρ. 160/07, ημερ. 13/11/07, αποφασίστηκε ότι:-
«Εφόσον δε δόθηκε η έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα όπως προβλέπεται στην Ποινική Δικονομία άρθρο 137(1)(α) για την άσκηση έφεσης εναντίον αθώωσης, τούτο σημαίνει ότι το δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του έφεση.»»
Στην προκειμένη περίπτωση, από την στιγμή που δεν τέθηκε ενώπιον μας η έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα για την καταχώρηση έφεσης, η κατάληξη μας δεν μπορεί να είναι διαφορετική. Δεν υπάρχει ενώπιον μας έγκυρη έφεση.
Η έφεση κρίνεται ως μη παραδεχτή. Επιδικάζονται €1200 έξοδα της διαδικασίας, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Εφεσιβλήτων.
Δ. Δ. Δ.
/ΕΠς