ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 472
14 Ιουλίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 169/2007)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση αμελούς οδήγησης και πρόκλησης σύγκρουσης μεταξύ δύο εξ αντιθέτου επερχομένων οχημάτων ― Ήταν ορθή και δεν παρέχοταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την οδηγό η οποία ευθύνετο ― Το έργο αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.
Στις 30.4.2006 ενώ η παραπονούμενη οδηγούσε το όχημά της στην Αγία Φύλα Λεμεσού έχοντας στο πίσω κάθισμα το παιδί της ηλικίας 6 ½ χρόνων, συγκρούστηκε βίαια με το όχημα της εφεσείουσας που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Από τη σύγκρουση τραυματίστηκαν και οι δύο οδηγοί.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής η οποία περιλάμβανε τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης (Μ.Κ.1) και τη μαρτυρία της παραπονούμενης, το σημείο σύγκρουσης βρισκόταν μέσα στη λωρίδα που εκινείτο η παραπονούμενη, η ορατότητα σε σχέση με την πορεία της παραπονούμενης κυμαινόταν μεταξύ 30 - 40 μέτρα, ενώ η ορατότητα της εφεσείουσας επεκτεινόταν σε μια απόσταση 60 - 70 μέτρα.
Η εφεσείουσα και οι μάρτυρές της υποστήριξαν πως η δική της ορατότητα περιοριζόταν στα 2 - 3 μέτρα και η σύγκρουση έλαβε χώρα μέσα στη δική της λωρίδα κυκλοφορίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί αποφάσισε να αποδεχθεί την εκδοχή της παραπονούμενης, η μαρτυρία της οποίας συνήδε, ιδιαίτερα ως προς το σημείο σύγκρουσης, με εκείνη του αστυνομικού που εξέτασε τις λεπτομέρειες του ατυχήματος.
Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα ζητά την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης για διάφορους λόγους, που επικεντρώνονται στην εισήγηση ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σύγκρουση έλαβε χώρα στη δική της πλευρά είναι λανθασμένο. Προς τούτο η εφεσείουσα επικαλέστηκε την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν πίστεψε τον αστυνομικό Μ.Κ.1 που είχε εξετάσει τις λεπτομέρειες του ατυχήματος, αφού η μαρτυρία του στιγματιζόταν από προχειρότητα και επιπρόσθετα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία εκ μέρους των δύο μαρτύρων υπεράσπισης που είχε καλέσει η εφεσείουσα, ότι "γυαλιά, λαμαρίνες, νερά και λάδια από τα αυτοκίνητα ήτο διασκορπισμένα σε ολόκληρον τον δρόμον".
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πίστεψε τον Μ.Κ.1 είναι λανθασμένη. Η κάποια προχειρότητα με την οποία ο Μ.Κ.1 ετοίμασε το σχεδιάγραμμα, όπως ανέφερε το Δικαστήριο, δεν αφορούσε σε ουσιώδη στοιχεία. Όπως προκύπτει από την σχετική απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 ως προς τα υπόλοιπα στοιχεία του σχεδιαγράμματος.
2. Η όποια διαφορά ως προς την έκταση της ύπαρξης των γυαλιών στο δρόμο δεν μπορεί να επηρεάσει την αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ.1, σε βαθμό που μπορούσε να οδηγήσει στην απόρριψη της μαρτυρίας του. Ο Μ.Κ.1 βασίστηκε στον όγκο των γυαλιών που υπήρχαν στο σημείο σύγκρουσης που υπέδειξε η παραπονούμενη για να καταλήξει στο συμπέρασμά του. Η πρωτόδικη προσέγγιση όσον αφορά το σημείο σύγκρουσης και ότι η σύγκρουση έλαβε χώρα στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία της εφεσίβλητης είναι ορθή.
3. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε την επέμβαση του Εφετείου για ανατροπή των σχετικών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χριστοδούλου v. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552,
Χαραλάμπους v. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355,
Αθανασίου v. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 947,
Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Παπαδοπούλου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 23169/06), ημερομηνίας 6/7/07.
Μιχ. Β. Ιωάννου, για την Εφεσείουσα.
Δ. Παπαμιλτιάδους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Στις 30/4/2006 ενώ η Περσεφόνη Ξυδά (παραπονούμενη) οδηγούσε το όχημα της κατά μήκος της οδού Ρομαίν Ρολάν στην Αγία Φύλα Λεμεσού έχοντας στο πίσω κάθισμα το παιδί της ηλικίας 6½ χρόνων, συγκρούστηκε βίαια με το όχημα που οδηγούσε η Παναγιώτα Ερωτοκρίτου (εφεσείουσα) που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Η παρούσα έφεση αποτελεί το δικαστικό επιστέγασμα των λόγων που οδήγησαν στη σύγκρουση.
(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.
Για να αποδείξει τον ισχυρισμό της ότι η εφεσείουσα ευθυνόταν για το ατύχημα, αφού οδήγησε το όχημα της στην πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία της παραπονούμενης, η Κατηγορούσα Αρχή είχε καλέσει τον αστυνομικό PC 1953 Μιχάλη Παναγιώτου (Μ.Κ.1) που εξέτασε τις λεπτομέρειες του ατυχήματος και την παραπονούμενη. Περιληπτικά η συνισταμένη της μαρτυρίας και των δύο ήταν ότι ενώ η παραπονούμενη γύρω στις 4.00 μ.μ. οδηγούσε κατά μήκος της οδού Ρομαίν Ρολάν στην Αγία Φύλα με ταχύτητα γύρω στα 45 χ.α.ω., σε μια στροφή του δρόμου, το όχημα της εφεσείουσας που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση εισήλθε στην πορεία της παραπονούμενης και συγκρούστηκε με το όχημα της παραπονούμενης. Το πλάτος του δρόμου στο σημείο σύγκρουσης ήταν 6.80 μ. και το σημείο σύγκρουσης "X" ήταν μέσα στη λωρίδα που εκινείτο η παραπονούμενη. Η τελευταία ανέφερε ότι είδε για πρώτη φορά το όχημα της εφεσείουσας από μια απόσταση 8-10 μέτρων και αντιλήφθηκε ότι εισερχόταν στη δική της πορεία από μια απόσταση 5-6 μέτρων. Η ορατότητα σε σχέση με την πορεία της παραπονούμενης κυμαινόταν μεταξύ 30-40 μέτρων, ενώ η ορατότητα της εφεσείουσας επεκτεινόταν σε μια απόσταση 60-70 μέτρων. Στην περιοχή υπήρχε όριο ταχύτητας 50 χ.α.ω. Σημειώνουμε ότι η σύγκρουση ήταν βίαιη και οι δύο οδηγοί είχαν μεταφερθεί στο νοσοκομείο Λεμεσού για νοσηλεία.
Η εφεσείουσα κατέθεσε ενόρκως και κλήθηκαν και δύο μάρτυρες για να ενισχύσουν τους ισχυρισμούς της. Περιληπτικά η θέση της ήταν ότι οδηγούσε το όχημα της κανονικά στην αριστερή λωρίδα σε σχέση με την πορεία της, με μια ταχύτητα λιγότερη των 50 χ.α.ω. Ο δρόμος ήταν κατηφορικός, υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα και στις δύο πλευρές του δρόμου, η ορατότητα της περιοριζόταν γύρω στα 2-3 μέτρα και η σύγκρουση έλαβε χώρα στο σημείο "X1" που βρίσκεται στην πλευρά του δρόμου που οδηγούσε η εφεσείουσα. Οι δύο μάρτυρες που κλήθηκαν είχαν επισκεφθεί το χώρο του ατυχήματος μετά τη σύγκρουση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί αποφάσισε να αποδεχθεί την εκδοχή της παραπονούμενης, η μαρτυρία της οποίας συνήδε, ιδιαίτερα ως προς το σημείο σύγκρουσης, με εκείνη του αστυνομικού που εξέτασε τις λεπτομέρειες του ατυχήματος. Προς τούτο το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η παραπονούμενη παρουσίασε την εκδοχή της με μια "νηφάλια, σαφή και χωρίς εμπάθεια και υπερβολή μαρτυρία", σε αντίθεση με την εφεσείουσα η οποία προσπάθησε να αποφύγει τις ευθύνες της που προέκυπταν από το ατύχημα. Στην κατάληξη του να απορρίψει τη μαρτυρία της εφεσείουσας και να αποδεχθεί την εκδοχή της εφεσίβλητης το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε μεταξύ άλλων ότι, ενώ ευθύς μετά το ατύχημα η εφεσείουσα ανέφερε ότι "δεν ξέρω πώς έγινε η σύγκρουση", ένα χρόνο αργότερα κατά την εκδίκαση της υπόθεσης είχε δώσει στοιχεία και ήταν κατηγορηματική πώς είχε γίνει η σύγκρουση και ότι ο ισχυρισμός της ότι η εφεσείουσα είδε την παραπονούμενη 1-2 μέτρα πριν από το ατύχημα δεν ήταν λογικός.
(β) Η έφεση.
Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα ζητά την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης για διάφορους λόγους, που επικεντρώνονται στην εισήγηση ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σύγκρουση έλαβε χώρα στη δική της πλευρά είναι λανθασμένο. Προς τούτο η εφεσείουσα επικαλέστηκε την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν πίστεψε τον αστυνομικό Μ.Κ.1 που είχε εξετάσει τις λεπτομέρειες του ατυχήματος, αφού η μαρτυρία του στιγματιζόταν από προχειρότητα και επιπρόσθετα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία εκ μέρους των δύο μαρτύρων υπεράσπισης που είχε καλέσει η εφεσείουσα, ότι "γυαλιά, λαμαρίνες, νερά και λάδια από τα αυτοκίνητα ήτο διασκορπισμένα σε ολόκληρον τον δρόμον".
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από τα πρωτόδικα δικαστήρια έχει απασχολήσει συχνά το Ανώτατο Δικαστήριο. Σημειώνεται η υποχρέωση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου να αξιολογεί το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται ενώπιόν του και να προβαίνει σε διαπιστώσεις πάνω σε όλα τα αμφισβητούμενα γεγονότα, έτσι ώστε η απόφασή του να περιλαμβάνει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω στα επίδικα θέματα. (Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν προφορικά και να αξιολογήσει τις αντίστοιχες εκδοχές μέσα στο πλαίσιο των πραγματικών γεγονότων. (Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355). Το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας (Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 947), όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό (Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107).
Η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πίστεψε τον αστυνομικό Μ.Κ.1 που εξέτασε το ατύχημα είναι λανθασμένη. Είναι ορθό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι υπήρξε κάποια προχειρότητα εκ μέρους του πιο πάνω στην ετοιμασία του σχεδιαγράμματος (όπως π.χ. η αναφορά του ότι ο χώρος βορείως του σημείου της σύγκρουσης ήταν "ανοικτός χώρος", σε αντίθεση με τα όσα είχαν αναφέρει οι υπόλοιποι μάρτυρες και σχετικά με τις τελικές θέσεις των οχημάτων και την ύπαρξη πεζοδρομίου), που αποτελούσαν επουσιώδη στοιχεία.
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι παρά την επιφύλαξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με τη μαρτυρία του αστυνομικού Μ.Κ.1, η υπόλοιπη μαρτυρία του έγινε αποδεκτή. Όπως σημειώνεται στη σχετική απόφαση "Ως προς τα λοιπά που εμφαίνονται επί του σχεδιαγράμματος, όμως, αποδέχομαι τη μαρτυρία του Μ.Κ.1".
Έχει υποβληθεί εισήγηση ότι ένας βασικός λόγος ο οποίος θα μπορούσε να οδηγήσει στη μη αποδοχή του σχεδιαγράμματος είναι ότι ο αστυνομικός Μ.Κ.1 που το ετοίμασε δεν σημείωσε την ύπαρξη γυαλιών σε μια μεγάλη έκταση μέσα στο δρόμο, όπως υποστηρίχθηκε από την πλευρά της εφεσείουσας. Αναφορικά με την ύπαρξη των γυαλιών στο δρόμο η παραπονούμενη κατέθεσε ότι δεν θυμόταν αν υπήρχαν γυαλιά ή λαμαρίνες στο δρόμο, ενώ ο αστυνομικός Μ.Κ.1 κατέθεσε ότι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν στο σημείο "X" "καθότι στο σημείο εκείνο υπήρχαν σωρεία από θρυμματισμένα γυαλιά". Σύμφωνα με το μάρτυρα γυαλιά υπήρχαν και σε άλλα σημεία του δρόμου, αλλά τα περισσότερα ήταν κοντά στο σημείο "X". Αντίθετα η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι τα γυαλιά ήταν διασκορπισμένα παντού και δεν μπορούσε το σημείο σύγκρουσης να βασιστεί μόνο πάνω σε εκείνα τα γυαλιά που υπέδειξε ο αστυνομικός. Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης κλητεύθηκε και η γυμνάστρια Μ.Υ. Στάλω Χατζηγιάννη, που βρέθηκε τυχαία κοντά στο σημείο σύγκρουσης 5-10 λεπτά μετά από τη σύγκρουση, η οποία ανέφερε ότι σε αρκετή απόσταση από το σημείο που βρίσκονταν τα δύο χτυπημένα αυτοκίνητα υπήρχαν σκορπισμένα γυαλιά, μπογιές, λάδια και νερά από τα αυτοκίνητα. Την ίδια θέση εξέφρασε και ο Μ.Υ.2 Κλείτος Ερωτοκρίτου, ο οποίος βρέθηκε στη σκηνή του ατυχήματος 2-3 λεπτά μετά τη σύγκρουση, λέγοντας ότι υπήρχαν πολλά γυαλιά διασκορπισμένα σε όλο το δρόμο.
Η προσπάθεια της απόρριψης της μαρτυρίας του αστυνομικού Μ.Κ.1 με βάση τα σημεία του δρόμου στα οποία υπήρχαν σπασμένα γυαλιά είναι, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε, ανεδαφική. Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του αστυνομικού Μ.Κ.1 αποφάσισε να την δεχθεί, με τις επιφυλάξεις που έχουμε ήδη προαναφέρει. Η όποια διαφορά ως προς την έκταση της ύπαρξης των γυαλιών στο δρόμο δεν μπορεί να επηρεάσει την αποδοχή της μαρτυρίας του αστυνομικού Μ.Κ.1, σε βαθμό που μπορούσε να οδηγήσει στην απόρριψη της μαρτυρίας του. Δεν αποκλείεται η πιθανότητα λόγω της βίαιης σύγκρουσης των δύο οχημάτων να είχαν εκτιναχθεί και άλλα κομμάτια γυαλιών μακριά από το σημείο "X". Όμως ο αστυνομικός Μ.Κ.1 βασίστηκε στον όγκο των γυαλιών που υπήρχαν στο σημείο "X" για να καταλήξει στο συμπέρασμά του. Σημειώνουμε ότι το σημείο "X" υποδείχθηκε και από την παραπονούμενη. Η πρωτόδικη προσέγγιση όσον αφορά το σημείο σύγκρουσης και ότι η σύγκρουση έλαβε χώρα στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία της εφεσίβλητης είναι ορθή. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
Με βάση τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.