ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 2 ΑΑΔ 451

30 Ιουνίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΖΑΝΝΕΤΟΣ ΤΣΑΠΑΤΣΑΡΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 176/2007)

 

Ποινή ― Ένοπλη ληστεία υποκαταστήματος τράπεζας σε ώρα που υπήρχαν και πελάτες ― Προσχεδιασμός του εγκλήματος ― Παραδοχή και συνεργασία με την Αστυνομία ― Διάπραξη εγκλήματος δύο μήνες μετά την έκτιση ποινής φυλάκισης για κλοπή ― Προηγούμενες καταδίκες για παρόμοια αδικήματα ― Συστηματική ροπή σε εγκληματικές πράξεις ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 20 ετών ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.

Ποινή ― Ανθρωποκτονία ― Εφεσείων, άτομο αναμεμειγμένο σε εγκληματικές πράξεις, αφού διέπραξε ληστεία σε υποκατάστημα τράπεζας, στην προσπάθειά του να διαφύγει, πυροβόλησε άνδρα ο οποίος αφού αντελήφθη τη ληστεία, τον καταδίωξε με το αυτοκίνητό του, επιφέροντας τελικά το θάνατό του από αιμορραγία ― Παραδοχή ― Προηγούμενες καταδίκες ― Διάπραξη εγκλήματος δύο μήνες μετά την έκτιση ποινής φυλάκισης για κλοπή ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 26 ετών ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Παραδοχή ― Είναι ήσσονος σημασίας όταν ο δράστης συλληφθεί επ' αυτοφώρω και η υπόθεση έχει ουσιαστικά εξιχνιαστεί εξ αρχής.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Ανθρωποκτονία ― Ένοπλη ληστεία ― Ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα που αφορούν ληστείες τραπεζικών καταστημάτων ενόψει της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους.

Ο εφεσείων καταδικάστηκε στις πιο πάνω συντρέχουσες ποινές φυλάκισης μετά από παραδοχή του σε κατηγορίες για ληστεία και ανθρωποκτονία.

Η ληστεία διαπράχθηκε σε υποκατάστημα τράπεζας σε ώρα που υπήρχαν και πελάτες. Ο εφεσείων ήταν οπλισμένος με έμφορτο κυνηγετικό όπλο. Η ανθρωποκτονία διαπράχθηκε αμέσως μετά τη ληστεία και είχε ως θύμα άνδρα που ήταν έξω από την τράπεζα, αντελήφθη τη ληστεία και καταδίωξε με το αυτοκίνητό του τον εφεσείοντα ο οποίος επιχειρούσε να απομακρυνθεί επιβαίνοντας κλεμμένου μοτοποδηλάτου, το οποίο χρησιμοποιούσε για τη διακίνησή του. Ο εφεσείων πυροβόλησε τον άνδρα επιφέροντας τελικά το θάνατό του από αιμορραγία.

Το Κακουργιοδικείο απέδωσε πρωταρχική σημασία στη σοβαρότητα του αδικήματος της ανθρωποκτονίας ως συνεπαγόμενου τη στέρηση του ύψιστου αγαθού της ζωής καθώς και στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών για το αδίκημα της ένοπλης ληστείας λόγω της συνεχιζόμενης έξαρσης στη διάπραξή του. Οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος και η παραδοχή του θεωρήθηκαν ως παράγοντες περιορισμένης σημασίας, αφού ο εφεσείων είχε ουσιαστικά συλληφθεί επ' αυτοφώρω.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε τις ποινές ως έκδηλα υπερβολικές.

Το Εφετείο χαρακτήρισε τις ποινές αυστηρές. Έκρινε όμως ότι:

1.  Οι ποινές δεν είναι έκδηλα υπερβολικές ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου για μείωσή τους.

2.  Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών και ο πρότερος βίος του εφεσείοντος δεν παρείχαν περιθώρια επιείκειας.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Λάρνακας (Λιάτσος, Π.E.Δ., Πογιατζής, A.E.Δ., Xατζηγιάννη, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 8756/07), ημερομηνίας 12/7/07.

Ν. Χαραλαμπίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, με την Ε. Παπαλοΐζου, ασκούμενη δικηγόρο, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων προσβάλλει ως εκδήλως υπερβολικές συντρέχουσες ποινές φυλάκισης επιβληθείσες επί παραδοχής του από το Κακουργιοδικείο 26 ετών για ανθρωποκτονία και 20 ετών για ληστεία. Σε άλλες κατηγορίες για κατοχή και μεταφορά πυροβόλου όπλου και φυσιγγίων και κλοπή μοτοποδηλάτου δεν επεβλήθησαν ποινές δεδομένου ότι ανεφέροντο σε γεγονότα που συνιστούσαν μέρος του όλου φάσματος των γεγονότων που αφορούσαν στις εν λόγω σοβαρότερες κατηγορίες.

Ο Εφεσείων δεν ήταν άσχετος με εγκληματικές ενέργειες. Το 2000 είχε καταδικασθεί σε τετραετή φυλάκιση για ληστεία τράπεζας και κατοχή πυροβόλου όπλου και πυρομαχικών, αφού ελήφθη υπ' όψη και άλλη υπόθεση που αφορούσε διάρρηξη και κλοπή. Το 2006 καταδικάσθηκε σε τετράμηνη φυλάκιση για τραυματισμό και μεταφορά μάχαιρας. Αυτές οι καταδίκες συνιστούσαν βεβαίως και αναφέρθησαν ως προηγούμενα. Δεν ανεφέρθη ως προηγούμενο άλλη καταδίκη για κλοπή για την οποία ο Εφεσείων εξέτισε ποινή φυλάκισης αποφυλακισθείς το Μάρτιο του 2007. Ήταν δύο μήνες μετά από την αποφυλάκισή του αυτή που ο Εφεσείων σχεδίασε τη νέα εγκληματική ενέργεια στην οποία αφορά η έφεση. Χρησιμοποιώντας για τη διακίνηση του κλεμμένο μοτοποδήλατο, και οπλισμένος με έμφορτο κοντόκαννο κυνηγετικό όπλο, διέπραξε ληστεία σε τράπεζα σε ώρα που υπήρχαν εκεί και πελάτες. Κατά την απομάκρυνση του όμως από την τράπεζα με το μοτοποδήλατο, άνδρας που ήταν έξω από την τράπεζα και αντελήφθη τη ληστεία τον καταδίωξε με το αυτοκίνητό του. Η καταδίωξη ήταν επεισοδιακή και η εξέλιξη της μη ευνοϊκή για τον Εφεσείοντα, καταλήγοντας στην πτώση του από το μοτοποδήλατο στο οποίο το αυτοκίνητο προσέκρουσε δύο φορές. Ήταν τότε που ο Εφεσείων, αφού σηκώθηκε από το έδαφος, πλησίασε το αυτοκίνητο και πυροβόλησε τον οδηγό του ενώ αυτός ήταν ακόμα στο τιμόνι και προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα, επιφέροντας τελικά το θάνατο του από αιμορραγία. Ο Εφεσείων διέφυγε, εντοπίσθηκε όμως σύντομα μετά και συνελήφθη, παραδεχόμενος τις πράξεις του.

Το Κακουργιοδικείο απέδωσε πρωταρχική σημασία στη σοβαρότητα του αδικήματος της ανθρωποκτονίας ως συνεπαγόμενου τη στέρηση του ύψιστου αγαθού της ζωής, καθώς και στην ανάγκη αποτρεπτικών ποινών για το όλο και συχνότερα διαπραττόμενο αδίκημα της ένοπλης ληστείας (και για τα δύο προβλέπεται ποινή ισόβιας φυλάκισης), θεωρώντας περιθωριακής σημασίας τις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντα και περιορισμένης σημασίας την παραδοχή και συνεργασία του εφ' όσον ο Εφεσείων, αναγνωρισθείς και από αυτόπτες μάρτυρες, ουσιαστικά συνελήφθη επ' αυτοφώρω με τεκμήρια της ληστείας στην κατοχή του και η υπόθεση είχε ουσιαστικά εξιχνιασθεί εξ αρχής.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα δεν αμφισβήτησε αυτή τη πτυχή της προσέγγισης του Κακουργιοδικείου.  Έθεσε το βάρος των εισηγήσεων του, όπως έπραξε και ενώπιον του Κακουργιοδικείου, σε άλλη βάση. Ο Εφεσείων, είπε, δεν είχε εξ αρχής πρόθεση να κάμει κακό, όπως βεβαιώνει και η όλη συμπεριφορά του κατά τη διάπραξη της ληστείας. Ήταν η φόρτιση και ο φόβος που του δημιουργήθηκε ως εκ της καταδίωξης του, κατά την οποία το θύμα εξέθεσε έτσι τη ζωή του σε κίνδυνο , που τον ώθησαν στην πράξη του να πυροβολήσει, ιδιαίτερα μετά που αισθάνθηκε να κινδυνεύει όταν το θύμα προκάλεσε την πτώση του από το μοτοποδήλατο, και μάλιστα χωρίς πρόθεση να σκοτώσει παρά μόνο να τραυματίσει. Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εισήγηση αυτή. Υποδεικνύοντας τον προσχεδιασμό της ληστείας και τη μεταφορά έμφορτου όπλου υπό την απειλή του οποίου αυτή διεπράχθη, παρετήρησε τα ακόλουθα (σελ. 12):

«Είναι η μεταφορά από μόνη της πράξη η οποία κυοφορεί κινδύνους και δημιουργεί την προοπτική μιας δυνάμει επικίνδυνης κατάστασης. Η συμπεριφορά των δραστών κάτω από παρόμοιες περιστάσεις, διάπραξης δηλαδή ληστείας, είναι συνήθως απρόβλεπτη. Εύκολα μπορούν να χάσουν τη ψυχραιμία τους και μαζί τον έλεγχο της κατάστασης, με ορατό τον κίνδυνο σοβαρότερης επιπλοκής. (Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171). Τραγική απόδειξη των πιο πάνω ήταν τα όσα ακολούθησαν: το θύμα, ενεργώντας όπως η κοινωνικά ευαισθητοποιημένη συνείδηση του επέβαλλε, καταδίωξε τον κατηγορούμενο και προσπάθησε να τον ακινητοποιήσει χρησιμοποιώντας ως μόνο μέσο το αυτοκίνητό του.  Ο κίνδυνος στον οποίο εξέθετε τον εαυτό του δεν αποτελεί παράγοντα μετριαστικό της ποινής για τον κατηγορούμενο.  Τα δε γεγονότα που καλύπτουν τα τελευταία στάδια της καταδίωξης επιμαρτυρούν τη ψυχρότητα με την οποία ενήργησε ο κατηγορούμενος και την πλήρη αδιαφορία του για την ανθρώπινη ύπαρξη. Ενώ ήταν πεσμένος στο έδαφος και χωρίς να διατρέχει σοβαρής μορφής κίνδυνο από το θύμα, σηκώστηκε και έχοντας στην κατοχή του το κοντόκαννο όπλο κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο. Πλησίασε το θύμα, το οποίο κατά το χρόνο αυτό ήταν ακόμη εγκλωβισμένο στη θέση του οδηγού, έστρεψε εναντίον του το όπλο και χωρίς κανένα δισταγμό πυροβόλησε. Αδιαφορώντας για τις συνέπειες της παράνομης πράξης του εγκατέλειψε τη σκηνή, επιχειρώντας να διαφύγει της σύλληψης.»

Αυτά εκφράζουν και τη δική μας αντίληψη των πραγμάτων, κυρίαρχο στοιχείο των οποίων είναι το ότι το όπλο ήταν έμφορτο, γεγονός που καταδεικνύει την πρόθεση ενδεχόμενης χρήσης του αν αυτό εθεωρείτο αναγκαίο και τον κίνδυνο παρεκτροπής της κατάστασης αν η ληστεία δεν εξελίσσετο καθ' όλα ευνοϊκά. Ως προς δε την εισήγηση για συμβολή του θύματος στη συμπεριφορά του Εφεσείοντα, αρκεί να πούμε μόνο ότι αυτή συνιστά ανατροπή της νόμιμης τάξης των πραγμάτων. Η εμπλοκή στη σοβαρή παρανομία, και δη με την συνδρομή έμφορτου όπλου, είναι από μόνη της συμπεριφορά που προκαλεί το κοινό που δικαιολογημένα μπορεί να αντιδράσει με σκοπό να επικρατήσει η νομιμότητα. Τέτοιες αντιδράσεις είναι επαινετές και αναδεικνύουν μια κοινωνία με ορθή αντίληψη της νομιμότητας.

Εισηγήθηκε επίσης ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα ότι εν πάση περιπτώσει οι ποινές φυλάκισης που επεβλήθησαν δεν δικαιολογούνται είτε από τη σοβαρότητα των πράξεων του Εφεσείοντα είτε από τη νομολογία, στην οποία και έκανε εκτεταμένη αναφορά. Χαμηλότερες ποινές, λέγει, επεβλήθησαν για χειρότερης μορφής περιπτώσεις ανθρωποκτονίας, όπως και για περιπτώσεις ληστείας, ώστε οι ποινές στην προκειμένη περίπτωση να είναι εκτός του μέτρου, προφανώς ως εκ του επηρεασμού του Κακουργιοδικείου από το δημόσιο αίσθημα και τη συναισθηματική συμπάθεια προς το θύμα.

Ότι οι εφεσιβαλλόμενες ποινές είναι αυστηρές, το παρατηρήσαμε κατά τη διάρκεια της έφεσης. Δεν είναι όμως έξω από τα πλαίσια ώστε να δικαιολογούν παρέμβαση μας. Ορθώς το Κακουργιοδικείο πρόβαλε τη διάσταση της αποτροπής ως κυρίαρχης, προκειμένου για αδίκημα όλο και συχνότερα διαπραττόμενο, το οποίο αποσκοπεί μέσω της απειλής βίας να ενσπείρει φόβο και ανασφάλεια προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός, όταν μάλιστα καταλήγει στη χρήση βίας και στον ακόλουθο θάνατο ενός αθώου πολίτη. Δεν μπορεί λοιπόν η ανθρωποκτονία να διαχωρισθεί  από το όλο πλέγμα της ληστείας και να συγκριθεί με συνήθεις περιπτώσεις ανθρωποκτονίας, ούτε και η ληστεία να απομονωθεί από την κατάληξη της σε θάνατο και να αντικρυσθεί ως απλή ένοπλη ληστεία. Και ορθά το Κακουργιοδικείο, ως εκφραστής του κοινωνικού συνόλου, προσέδωσε σημασία στην κοινωνική διάσταση των εγκλημάτων ως βίαιων εγκληματικών ενεργειών κατά της ασφάλειας της ζωής και ομαλότητάς της. Αυτό δεν συνιστά ανεπίτρεπτο συναισθηματισμό, ούτε και μπορεί να λεχθεί ότι το Κακουργιοδικείο ενήργησε κάτω από δημόσιο επηρεασμό, επειδή αναποφεύκτως εδόθη δημοσιότης στα γεγονότα, τα οποία βεβαίως ήσαν δημοσίου ενδιαφέροντος, και δικαιολογημένα υπήρξαν αρνητικές αντιδράσεις για τις πράξεις του Εφεσείοντα και επαινετικές για το θύμα. Δεν αναμένεται από την κοινωνία να μένει απαθής ή ανέκφραστη έναντι γεγονότων που την αφορούν και δεν μπορεί να αποδίδεται στα δικαστήρια, άνευ ετέρου, συναισθηματικός επηρεασμός.

Υπάρχει και μια άλλη πολύ σημαντική διάσταση στην υπόθεση. Όπως υποδείξαμε ευθύς εξ αρχής, ο Εφεσείων είναι αναμειγμένος στο έγκλημα. Οι δυο μάλιστα προηγούμενες καταδίκες του ήσαν για αδικήματα απόλυτα σχετικά με τα εκδικασθέντα από το Κακουργιοδικείο, ιδιαίτερα η καταδίκη για ληστεία τράπεζας, που δείχνει τη συστηματική ροπή του σε εγκληματικές πράξεις. Υπό αυτές τις συνθήκες ο προηγούμενος βίος του Εφεσείοντα δεν παρείχε περιθώρια επιείκειας.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο