ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Παντέλα Κυριάκος ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 562
Μιχαήλ Χρίστος ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 329, ECLI:CY:AD:2014:B327
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΝΤΕΛΑ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 54/2011, 28 Δεκεμβρίου 2011
ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 130/2013, 16/5/2014, ECLI:CY:AD:2014:B327
(2008) 2 ΑΑΔ 242
2 Απριλίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΣΑΒΒΑΣ ΣΑΒΒΑ,
Εφεσείων,
v.
AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Aρ. 183/2007)
Άδεια οδηγού ∑―∑Στέρηση άδειας οδηγού για περίοδο τεσσάρων χρόνων για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης και επικίνδυνης συμπεριφοράς κατά την οδήγηση αυτοκινήτου, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Εφεσείων οδηγώντας το όχημά του, υπό την επήρεια αλκοόλ, τραυμάτισε θανάσιμα άτομο το οποίο στεκόταν σε σημείο λεωφόρου, αναμένοντας φίλο του να τον μεταφέρει στο σπίτι του και εγκατέλειψε την σκηνή του ατυχήματος ― Άμεση παραδοχή ― Εφεσείων ήταν άτομο με σημαντική κοινωνική προσφορά ως δότης αιμοπεταλίων ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 3 ετών, 10 βαθμών ποινής και στέρηση της άδειας οδήγησης για 4 χρόνια ― Η ποινή φυλάκισης κρίθηκε έκδηλα υπερβολική και μειώθηκε κατ' έφεση σε ποινή φυλάκισης 2 ½ ετών.
Ποινή ― Εγκατάλειψη του τόπου δυστυχήματος χωρίς την παροχή βοήθειας (Άρθρο 235 Α (1) και (3) του Ποινικού Κώδικα ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 1 ½ έτους.
Ποινή ― Οδήγηση με υπέρβαση του καθορισμένου ορίου αλκοόλης, κατά παράβαση του Άρθρου 5 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1986 ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 1 ½ έτους ― Αντικαταστάθηκε κατ' έφεση με πρόστιμο €400.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Βασική αρχή στην επιμέτρηση της ποινής είναι η σοβαρότητα του αδικήματος, όπως αυτή δηλώνεται από την πρόνοια στον οικείο νόμο αναφορικά με τη μέγιστη ποινή που το Δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει ― Το μέγιστο της ποινής μειώνεται ανάλογα με τους θεσμοθετημένους ή νομολογιακά καθιερωμένους μετριαστικούς παράγοντες στην υπόθεση, αντικειμενικούς και υποκειμενικούς ― Ποίοι παράγοντες εμπίπτουν στην κάθε κατηγορία των εν λόγω παραγόντων.
Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με το κατά πόσο το Δικαστήριο έχει ικανοποιητική ευχέρεια να αντιμετωπίσει με τη δέουσα αυστηρότητα τους παραβάτες του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.
Ο εφεσείων κτύπησε θανάσιμα με το αυτοκίνητό του το Γιώργο Μαυρίκιο 17 ετών, ο οποίος στεκόταν με φίλους του σε ένα σημείο της λεωφόρου Στροβόλου στο Τσέρι, όπου ανέμενε αυτοκίνητο φίλου του για να μεταβεί στο σπίτι του. Τα γεγονότα αυτά διαδραματίστηκαν χαράματα της πρωτοχρονιάς 2007 και εκτός από τον θανάσιμο τραυματισμό του Μαυρίκιου οδήγησαν και στον ελαφρύ τραυματισμό μιας δεκαεφτάχρονης φίλης του. Ο εφεσείων εγκατέλειψε την σκηνή του ατυχήματος.
Σε κατάθεσή του στην Αστυνομία, η οποία εντόπισε τον εφεσείοντα και οδηγήθηκε σ' αυτόν από την περιγραφή αυτοπτών μαρτύρων του αυτοκινήτου του, ο εφεσείων παραδέχθηκε πως το αυτοκίνητο που ενεπλάκη στο δυστύχημα ήταν δικό του και ότι ο ίδιος ήταν ο οδηγός κατά το χρόνο του δυστυχήματος. Ισχυρίστηκε όμως πως λόγω της κατάστασής του (είχε καταναλώσει ποσότητα οινοπνεύματος) δεν αισθάνθηκε να είχε εμπλακεί σε δυστύχημα το οποίο όμως, εφόσον του λέχθηκε πως έγινε, παραδέχθηκε πως ήταν ο υπαίτιος.
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, μετά από παραδοχή του, σε κατηγορία πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης και επικίνδυνης συμπεριφοράς ενώ οδηγούσε αυτοκίνητο (Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154).
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία στις ακόλουθες κατηγορίες:
Εγκατάλειψη του τόπου του δυστυχήματος χωρίς να παράσχει βοήθεια (Άρθρο 235Α (1) και (3) του Ποινικού Κώδικα).
Οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος υπό την επήρεια οινοπνεύματος (Άρθρο 9 (1) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972)
Οδήγηση ενώ η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή υπερέβαινε το καθορισμένο όριο κατά παράβαση του Άρθρου 5 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1986 και
Εγκατάλειψη της σκηνής του δυστυχήματος χωρίς να πληροφορήσει για τα στοιχεία του. (Κανονισμός 61 (1) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών).
Του επιβλήθηκαν οι πιο κάτω ποινές:
1η κατηγορία, 3 έτη φυλάκιση και 10 βαθμοί στην άδεια οδήγησης και στέρηση της ικανότητας να κατέχει άδεια οδήγησης για 4 χρόνια.
2η κατηγορία, 1 ½ έτος φυλάκιση.
4η κατηγορία, 1 ½ έτος φυλάκιση.
Κατά τη συζήτηση της παρούσας έφεσης παρέμεινε προς συζήτηση η έφεση εναντίον της ποινής. Το ουσιαστικό μέρος της έφεσης αφορά στην ποινή της τριετούς φυλάκισης στην 1η κατηγορία.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη δύο σοβαρούς μετριαστικούς παράγοντες:
Την άμεση παραδοχή του, και το ότι η κατανάλωση αλκοόλ δεν έγινε από τον εφεσείοντα για σκοπούς διασκέδασης αλλά για να καταπνίξει τη θλίψη του λόγω του πρόσφατου χωρισμού του με τη γυναίκα του. Ο συνήγορος υποστήριξε επίσης πως το Δικαστήριο (α) επηρεάστηκε ενδεχομένως, από τη δημόσια κατακραυγή εις βάρος του, η οποία μάλιστα εκδηλώθηκε με προπηλακισμό του στο χώρο και την αίθουσα του Δικαστηρίου και (β) δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στο γεγονός ότι ο εφεσείων είναι τακτικός δότης αιμοπεταλίων στην τράπεζα του νοσοκομείου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε συνοπτικά στους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς παράγοντες οι οποίοι οδηγούν στην μείωση της μέγιστης ποινής που το Δικαστήριο έχει εξουσία σύμφωνα με την πρόνοια του οικείου νόμου να επιβάλει, αποδέχθηκε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Οι αντικειμενικοί παράγοντες που συνηγορούν σε αυστηρές ποινές δικαιολογούν απόλυτα τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα τροχαία αδικήματα θεωρούνται πλέον σοβαρά και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται. Τα Δικαστήρια, που παρακολουθούν και είναι ευαίσθητα στις μεταβολές συμπεριφοράς της κοινωνίας, αναπροσαρμόζουν τις ποινές που επιβάλλουν ώστε να γίνει συνείδηση πως η ορθή ρύθμιση της τροχαίας κίνησης έχει άμεση σχέση με την καθημερινή λειτουργία της ζωής των ανθρώπων.
2. Το Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στον υποκειμενικό παράγοντα της μεγάλης και εθελοντικής προσφοράς του εφεσείοντος στο συνάνθρωπό του, ως δότη αιμοπεταλίων, στοιχείο που ταυτόχρονα ανατρέπει και το στίγμα που του αποδόθηκε ως ασυνείδητου ανθρώπου ένεκα του τραγικού συμβάντος. Ο εφεσείων, θα έπρεπε γι' αυτό το λόγο, ως θέμα αρχής, να τύχει ακόμα κάποιας έκπτωσης στην ποινή, η οποία και μειώνεται σε 2 ½ έτη φυλάκισης στην 1η κατηγορία.
3. Η ποινή του 1 ½ έτους φυλάκισης στην κατηγορία της οδήγησης με ποσοστό αλκοόλης στο αίμα πέραν του καθορισμένου, είναι εκτός της γραμμής ποινών που επιβάλλονται από τα Δικαστήρια, και αντικαθίσταται με ποινή προστίμου €400.
Η έφεση επιτράπηκε. Η ποινή μειώθηκε ως ανωτέρω.
Παρατήρηση Εφετείου: Οι ουσιαστικές πρόνοιες του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα και η μέγιστη ποινή που προβλέπεται σ' αυτό, δεν
παρέχουν ικανοποιητική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αντιμετωπίσει τον παραβάτη, σε αντίθεση με τα επικρατούντα στην Αγγλία.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 1412/07), ημερομηνίας 1/7/07 και 27/7/07.
Ρ. Βραχίμης, για τον Eφεσείοντα.
Π. Ευθυβούλου - Ευθυμίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Xαράματα της πρωτοχρονιάς 2007 ο Γιώργος Μαυρίκιος 17 ετών, μαζί με άλλα πρόσωπα της παρέας του στεκόταν σε ένα σημείο της λεωφόρου Στροβόλου στο Τσέρι, όπου ανέμενε αυτοκίνητο φίλου του για να μεταβεί στο σπίτι του. Ενώ η παρέα στεκόταν αμέριμνη ο εφεσείων, οδηγώντας το αυτοκίνητο μάρκας Mercedes DAN947, κτύπησε θανάσιμα τον Μαυρίκιο και τραυμάτισε ελαφρά μια άλλη δεκαεφτάχρονη φίλη του.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το φοβερό κακό ήταν δραματικές, με αποκλειστικό δημιουργό τους τον εφεσείοντα. Είχε κι' αυτός βγει έξω, μόνος όμως, για να πάει σε μπυραρία να τα πιει. Κατανάλωσε πρώτα μερικά ποτήρια κρασί ύστερα ¼ της φιάλης ουίσκι και στη συνέχεια ήπιε κανένα δυό δόσεις από δεύτερο τέταρτο. Με αυτή την ποσότητα οινοπνεύματος στον εγκέφαλο μπήκε στο αυτοκίνητο του για να επιστρέψει στο σπίτι του. Περιγράφοντας ο ίδιος στην κατάθεση του πώς αισθανόταν κατά την οδήγηση, είπε πως δεν ένιωθε μεθυσμένος, ήταν το μυαλό του όμως θολωμένο, σε βαθμό μάλιστα που έκλειναν τα μάτια του προς στιγμή. Δεν αντιλήφθηκε τίποτε όταν κτύπησε τον άτυχο νέο και τη φίλη του. Προχώρησε, πήγε σπίτι του, σταμάτησε το αυτοκίνητο στο χώρο στάθμευσης και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Η Αστυνομία οδηγήθηκε στον εφεσείοντα από την περιγραφή αυτοπτών μαρτύρων του αυτοκινήτου του, το οποίο, όταν εντοπίστηκε, διαπιστώθηκε πως είχε ζημιές που αντιστοιχούσαν στο κτύπημα πάνω στα θύματα. Ο εφεσείων παραδέχθηκε αμέσως στην Αστυνομία πως το αυτοκίνητο που ενεπλάκη στο δυστύχημα ήταν δικό του και ότι ο ίδιος ήταν ο οδηγός κατά το χρόνο του δυστυχήματος. Ισχυρίστηκε όμως πως λόγω της κατάστασης του δεν αισθάνθηκε να είχε εμπλακεί σε δυστύχημα το οποίο όμως, εφόσον του λέχθηκε πώς έγινε, παραδέχθηκε πως ήταν ο υπαίτιος.
Στο κατηγορητήριο που αντιμετώπισε ο εφεσείων περιλήφθηκαν οι πιο κάτω κατηγορίες:
1. Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης και επικίνδυνης συμπεριφοράς ενώ οδηγούσε αυτοκίνητο, (Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154).
2. Εγκατάλειψη του τόπου του δυστυχήματος χωρίς να παράσχει βοήθεια (Άρθρο 235Α(1) και (3) του Ποινικού Κώδικα).
3. Οδήγηση μηχανοκινήτου οχήματος υπό την επήρεια οινοπνεύματος (Άρθρο 9(1) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972)
4. Οδήγηση ενώ η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή υπερέβαινε το καθορισμένο όριο κατά παράβαση του Άρθρου 5 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1986 και:
5. Εγκατάλειψη της σκηνής του δυστυχήματος χωρίς να πληροφορήσει για τα στοιχεία του. (Κανονισμός 61(1) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών).
Ο εφεσείων παραδέχθηκε την πρώτη κατηγορία, όχι όμως τις υπόλοιπες, στις οποίες βρέθηκε ένοχος στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας. Του επιβλήθηκαν οι πιο κάτω ποινές.
1η κατηγορία, 3 έτη φυλάκιση και 10 βαθμοί στην άδεια οδήγησης και στέρηση της ικανότητας να κατέχει άδεια οδήγησης για 4 χρόνια.
2η κατηγορία, 1½ έτος φυλάκιση.
4η κατηγορία, 1½ έτος φυλάκιση.
Δεν επιβλήθηκαν ποινές στην 3η και 5η κατηγορία γιατί κρίθηκε πως τα γεγονότα που θεμελίωναν τις κατηγορίες αυτές εμπεριέχονται σ΄αυτές στις οποίες επιβλήθηκαν ποινές.
Η έφεση στρεφόταν αρχικά εναντίον της ποινής στην 1η κατηγορία και καταδίκης και ποινής στις υπόλοιπες. Στην πορεία της συζήτησης απεσύρθη η έφεση εναντίον της καταδίκης σ' όλες τις κατηγορίες, παρέμεινε όμως ως προς την ποινή.
Η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος είναι πως η ποινή στην 1η κατηγορία είναι έκδηλα υπερβολική λόγω εσφαλμένης εφαρμογής αρχής του δικαίου. Εξειδικεύοντας τη θέση του ο συνήγορος υπέβαλε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη δύο σοβαρούς μετριαστικούς παράγοντες, ότι δηλαδή ο εφεσείων παραδέχθηκε αμέσως την 1η κατηγορία, και σε δεύτερο με τον οποίο θα ασχοληθούμε στη συνέχεια. Έκτοτε τόσο στην Αστυνομία όσο και στο Δικαστήριο επαναλάμβανε την πλήρη μεταμέλεια του, απευθύνοντας στους οικείους του θύματος και στην κοινωνία τις απολογίες του εκδηλώνοντας ταυτόχρονα την ασήκωτη πίεση που νιώθει στη βεβαρημένη ένοχη συνείδηση του. Ο δικηγόρος υπογράμμισε πως η κατανάλωση από τον εφεσείοντα υπερβολικής δόσης οινοπνευματωδών δεν έγινε για να διασκεδάσει, όπως συνηθίζεται τη νύκτα της πρωτοχρονιάς. Αντίθετα, προσπάθησε με αυτό τον τρόπο να καταπνίξει τη θλίψη του λόγω του πρόσφατου χωρισμού από τη γυναίκα του, με αποτέλεσμα να βρεθεί μόνος στην μπυραρία. Αυτό που δεν δεχόταν, συνέχισε ο συνήγορος, και δεν μπορούσε να αντέξει ήταν η σχετική κατηγορία πως εγκατέλειψε τη σκηνή του δυστυχήματος χωρίς να σταματήσει να παράσχει βοήθεια, η φύση της οποίας αποδίδει σ' αυτόν αντικοινωνική συμπεριφορά και τον παρουσιάζει ως ένα άνθρωπο ασυνείδητο. Ο ίδιος ισχυριζόταν πως δεν αντιλήφθηκε το δυστύχημα, το οποίο όμως παραδέχθηκε αμέσως όταν του υπεδείχθη.
Προχωρούμε να συζητήσουμε το ουσιαστικό μέρος της έφεσης, που αφορά στην ποινή της τριετούς φυλάκισης στην 1η κατηγορία. Δεν θα επαναλάβουμε τα γεγονότα, τα οποία έχουμε συνοψίσει στην αρχή της απόφασης μας, μήτε και τις εισηγήσεις του δικηγόρου του εφεσείοντος, που επίσης έχουμε παραθέσει αμέσως πιο πάνω. Βασική αρχή στην επιμέτρηση της ποινής είναι η σοβαρότητα του αδικήματος, όπως αυτή δηλώνεται από την πρόνοια στον οικείο νόμο αναφορικά με τη μέγιστη ποινή που το Δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει. Το μέγιστο της ποινής μειώνεται ανάλογα με τους θεσμοθετημένους ή νομολογιακά καθιερωμένους μετριαστικούς παράγοντες στην υπόθεση, αντικειμενικούς και υποκειμενικούς. Οι υποκειμενικοί παράγοντες αναφέρονται στις προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου. Πολύ σημαντικό, μεταξύ άλλων μετριαστικών στοιχείων, είναι η άμεση και ειλικρινής παραδοχή και μεταμέλεια του παραβάτη, καθώς και η προσφορά γνήσιας απολογίας στα θύματα της παρανομίας του, και όπου τούτο ισχύει, και χρηματικής αποζημίωσης. Μας ελέχθη ότι ο εφεσείων με δική του οικονομική συνδρομή και της κάλυψης από την ασφάλεια του, δόθηκε αποζημίωση στα θύματα. Οι αντικειμενικοί παράγοντες άπτονται μεταξύ άλλων της συχνότητας και σοβαρότητας του είδους της παράβασης και η εκπεφρασμένη θέση της κοινωνίας και των Δικαστηρίων για μείωση ή και εξάλειψη της.
Στη βάση των πιο πάνω αρχών, που πολύ συνοπτικά παραθέσαμε και μάλιστα με αναφορά σε ό,τι σχετίζεται άμεσα με την υπόθεση που εξετάζουμε, βλέπουμε πως η ποινή των τριών ετών φυλάκισης που επιβλήθηκε στην 1η κατηγορία πλησιάζει πολύ το μέγιστο των 4 που προβλέπει ο Νόμος. Οι αντικειμενικοί παράγοντες που συνηγορούν σε αυστηρές ποινές δικαιολογούν απόλυτα τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε το θέμα. Τα θανατηφόρα δυστυχήματα κατάντησαν τραγικό καθημερινό φαινόμενο στον τόπο μας, ο οποίος κατέχει χείριστη θέση στον κατάλογο των ευρωπαϊκών χωρών, ειδικά για τα θανατηφόρα δυστυχήματα αλλά και γενικότερα, για παραβάσεις του Κώδικα Οδικής συμπεριφοράς. Ο Κώδικας Οδικής συμπεριφοράς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος, σε μια σύγχρονη και αναπτυγμένη πολιτεία με του κώδικα κοινωνικής συμπεριφοράς. Γι' αυτό και αποτελεί μια από τις τιμές μέτρησης και αξιολόγησης του σεβασμού του ανθρώπου προς το συνάνθρωπο. Τα τροχαία αδικήματα, όπως συνηθίσαμε να αναφερόμαστε στις παραβάσεις της οικείας νομοθεσίας ή γενικότερα τα αδικήματα που διαπράττονται κατά την οδήγηση, θεωρούνται πλέον σοβαρά και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται. Τα Δικαστήρια, που παρακολουθούν και είναι ευαίσθητα στις μεταβολές συμπεριφοράς της κοινωνίας, αναπροσαρμόζουν τις ποινές που επιβάλλουν ώστε να γίνει συνείδηση πως η ορθή ρύθμιση της τροχαίας κίνησης έχει άμεση σχέση με την καθημερινή λειτουργία της ζωής των ανθρώπων.
Σύμφωνα λοιπόν με τα γεγονότα που αναφέραμε πιο πάνω, και στη βάση της αξιολόγησης των αντικειμενικών παραγόντων, κρίνουμε πως η πρωτόδικος δικαστής δεν έσφαλε.
Διαφορετική όμως είναι η άποψη μας ως προς τους υποκειμενικούς παράγοντες, τα δεδομένα δηλαδή που αφορούν στο πρόσωπο του εφεσείοντα. Υποστήριξε έντονα ο δικηγόρος του πως το πρωτόδικο Δικαστήριο επηρεάστηκε ενδεχομένως από τη δημόσια κατακραυγή εις βάρος του, η οποία μάλιστα εκδηλώθηκε με προπηλακισμό του στο χώρο και την αίθουσα του Δικαστηρίου, όπως πράγματι καταδεικνύεται και στο πρακτικό. Αναγνωρίζει η δικαιοσύνη το δικαιολογημένο ενδιαφέρον που έχει το κοινό, και ιδιαίτερα οι οικείοι θύματος, αναφορικά με την πορεία της ανακριτικής και δικαστικής διαδικασίας που ξεκινούν για τη διερεύνηση και εκδίκαση παράνομης πράξης η οποία επιφέρει το θάνατο ή τον τραυματισμό σε αθώα θύματα. Το τέλος της ανάκρισης και της δικαστικής διαδικασίας αποκαθιστά το δίκαιο και ταυτόχρονα ησυχάζει τις ψυχές των οικείων του θύματος. Οι όποιες όμως εκδηλώσεις θα πρέπει να γίνονται με πολιτισμένο τρόπο και σε τέτοια έκταση ώστε να αφήνεται απερίσπαστη η δικαστική κρίση, η οποία ακολουθεί διαδικασίες που προβλέπονται σε συνταγματικές και διεθνώς αναγνωρισμένες αρχές που διασφαλίζουν ακριβώς τα δικαιώματα του πολίτη και του κοινωνικού συνόλου.
Επιλαμβανόμαστε τώρα του δεύτερου μετριαστικού παράγοντα, που είναι υποκειμενικός. Παρουσιάστηκε ο εφεσείων ως αντικοινωνικό άτομο, ασυνείδητο και ανάλγητο, ιδιότητες που διαψεύδονται από τα ίδια τα στοιχεία στην υπόθεση. Για να δείξει ο ίδιος πως δεν είναι άνθρωπος με ασυνείδητη ψυχή ή αντικοινωνική συμπεριφορά, ανέφερε στο πρωτόδικο Δικαστήριο πως είναι τακτικός δότης αιμοπεταλίων στην τράπεζα του νοσοκομείου. Όπως δε μας ελέχθη, και δεν αμφισβητήθηκε, δότες αιμοπεταλίων είναι σπάνιοι και η διαδικασία λήψης τους από το αίμα του δότη είναι πολύωρη με την χρήση επιστημονικών συσκευών.
Μολονότι η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε την ποινή στην πρώτη κατηγορία, επεσήμανε ενώπιον μας τη μέγιστη ποινή που προβλέπει ο Νόμος, δηλαδή 4 έτη φυλάκισης. Δέχθηκε όμως, και πολύ ορθά, πως η ποινή του 1½ έτους φυλάκισης που επέβαλε το Δικαστήριο στην 4η κατηγορία, για οδήγηση δηλαδή με ποσοστό αλκοόλης στο αίμα πέραν του καθορισμένου, είναι ολωσδιόλου εκτός της γραμμής ποινών που επιβάλλονται από τα Δικαστήρια, και που συνήθως είναι ποινή προστίμου αναλόγως βέβαια των περιστατικών της κάθε υπόθεσης. Ενώ είμαστε σ' αυτό το σημείο να πούμε πως ο δικηγόρος του εφεσείοντος έχει δίκαιο. Ορθή είναι και η επισήμανση της δικηγόρου της Δημοκρατίας. Η ποινή που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο παραμερίζεται και αντικαθίσταται με ποινή προστίμου €400.
Επανερχόμαστε στα υπόλοιπα. Δεν συμφωνούμε πως η δικαστής επηρεάστηκε από τα γεγονότα που συνέβησαν στο χώρο ή μέσα στην αίθουσα του Δικαστηρίου. Ένα είναι το σφάλμα της και αυτό ανάγεται σε στοιχείο προσωπικής κρίσης. Δεν έλαβε δεόντως υπόψη, και τούτο καταδεικνύεται και από το γεγονός πως δεν καταγράφεται στην απόφαση, το πολύ σημαντικό στην κρίση μας γεγονός πως ο εφεσείων είναι τακτικός δότης αιμοπεταλίων. Το στοιχείο αυτό δεν αφορά μόνο τη μεγάλη και εθελοντική προσφορά του εφεσείοντος στο συνάνθρωπο του, αλλά ταυτόχρονα ανατρέπει και το στίγμα που του αποδόθηκε ένεκα του τραγικού συμβάντος. Έχουμε τη γνώμη πως και γι' αυτό το λόγο ο εφεσείων θα' πρεπε να τύχει, ως θέμα αρχής, ακόμη κάποιας έκπτωσης στην ποινή, την οποία μειώνουμε από 3 σε 2½ έτη φυλάκισης, στην (1η κατηγορία). Η έφεση αναφορικά με τη διαταγή για στέρηση του δικαιώματος απόκτησης άδειας οδηγού για 4 έτη απορρίπτεται. Εφόσον ο εφεσείων καταδικάστηκε σε 3 έτη φυλάκισης δεν θα είχε κανένα νόημα η στέρηση του δικαιώματος οδήγησης για λιγότερο διάστημα από τα 4 έτη. Απορρίπτεται επίσης η έφεση εναντίον της ποινής στη 2η κατηγορία.
Τελειώνουμε με ένα σχόλιο. Ενόψει των όσων αναφέραμε στην απόφαση μας, σε σχέση με την οδική συμπεριφορά στη χώρα μας, όταν προκαλείται θάνατος ή σοβαρός τραυματισμός κατά την οδήγηση οι ουσιαστικές πρόνοιες του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, και η μέγιστη ποινή που προβλέπεται σ' αυτό, δεν παρέχουν ικανοποιητική ευχέρεια στο Δικαστήριο, ανάλογα βέβαια με την περίπτωση να αντιμετωπίσει τον παραβάτη. Στην Αγγλία π.χ. υπάρχει ιδιώνυμο έγκλημα για το οποίο προβλέπεται 10ετής φυλάκιση.
H έφεση επιτρέπεται. H ποινή μειώνεται ως ανωτέρω.