ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 2 ΑΑΔ 816

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΙΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 129/2007)

 

10 Δεκεμβρίου, 2008

 

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

 

ΚΥΠΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ

Εφεσείων,

- ν. -

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

---------------------------

Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για τον εφεσείοντα

Λ. Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Διϊστάμενη)

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε κατηγορία για αμελή οδήγηση κατά παράβαση του άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων Νόμου του 1972 (Ν. 86/72 ως έχει τροποποιηθεί) και διατάχθηκε να καταβάλει £400 πρόστιμο, να καταχωρηθούν 3 βαθμοί ποινής στην άδεια οδήγησής του και £150 έξοδα.  Με την παρούσα έφεση προσβάλλει τόσο την καταδίκη όσο και την επιβληθείσα ποινή. 

 

Η πιο πάνω κατηγορία βασίζεται σε τροχαίο δυστύχημα το οποίο συνέβηκε στις 29/6/04 περί τις 11.00 π.μ. ως ακολούθως:  Ο εφεσείων οδηγούσε το ημιφορτηγό αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΕΒΚ562 στον κύριο δρόμο Ανθούπολης-Παλαιχωρίου με πρόθεση να στρίψει δεξιά για να εισέλθει σε πάροδο που οδηγεί στο χωριό Αγ. Τριμιθιάς.  Την ίδια στιγμή, από την αντίθετη κατεύθυνση (πλευρά Παλαιχωρίου), ο παραπονούμενος (Μ.Κ.3) Χαράλαμπος Περικέντης (αστυνομικός), οδηγούσε τη μεγάλου κυβισμού (1100cc) μοτοσικλέτα του με αρ. εγγραφής ΚΑΥ223.  Θεωρώντας ο Μ.Κ.3 ότι ο τρόπος που οδηγούσε ο εφεσείων και η θέση του οχήματος του ήσαν τέτοια που θα του απέκοβαν την πορεία, έκανε ελιγμό προς τα αριστερά, οπότε έχασε τον έλεγχο της μοτοσικλέτας και προσέκρουσε σε σταθμευμένο φορτηγό σε παρακείμενο χωμάτινο παγκέτο.  Αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή της μοτοσικλέτας του και ο τραυματισμός του ιδίου, δηλαδή του Μ.Κ.3.

 

Στο πρωτόδικο δικαστήριο κατέθεσαν για την Κατηγορούσα Αρχή (εφεσίβλητη) τρεις μάρτυρες οι εξής:  Μ.Κ.1 Αν. Λοχίας 597 Α. Ιωάννου, εξεταστής του δυστυχήματος, Μ.Κ.2 Πέτρος Πέτρου, ο οποίος οδηγούσε από την πλευρά του δρόμου που οδηγεί στους Αγ. Τριμιθιάς και με πρόθεση να εισέλθει στον κύριο δρόμο Ανθουπόλεως-Παλαιχωρίου για να πάει προς Λευκωσία και ο προαναφερθείς οδηγός της μοτοσικλέτας Μ.Κ.3.  Έγινε επίσης δεκτή για το αληθές του περιεχομένου της (τεκμ. 9) η κατάθεση του Σάββα Σάββα συνοδηγού του εφεσείοντα, χωρίς το πρόσωπο αυτό να κληθεί ως μάρτυρας.  Κατατέθηκαν επίσης και αριθμός εγγράφων όπως, μεταξύ άλλων, τα σχεδιαγράμματα της σκηνής του δυστυχήματος.  Από πλευράς του εφεσείοντα κατάθεσε μόνο ο ίδιος.  Υποστήριξε ότι αφού ελάττωσε τελείως ταχύτητα, περιμένοντας να καθαρίσει ο δρόμος από απέναντι του, όταν καθάρισε ο δρόμος έστριψε το τιμόνι του δεξιά οπότε αντιλήφθηκε σε πολύ κοντινή απόσταση την μοτοσικλέτα και σταμάτησε αμέσως.  Όταν σταμάτησε, ο δεξιός μπροστινός τροχός του οχήματός του πρέπει να ήταν πάνω στην άσπρη γραμμή που διαχωρίζει τη δική του πορεία από την αντίθετη πλευρά.  Τότε ο μοτοσικλετιστής, που ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα, έχασε τον έλεγχο της και πήγε και κτύπησε πάνω σε φορτηγό που ήταν σταματημένο σε χωμάτινο παγκέτο, στην αριστερή πλευρά του δρόμου σύμφωνα με την πορεία του μοτοσικλετιστή.  Ο οδηγός της μοτοσικλέτας (Μ.Κ.3), είχε υποστηρίξει ότι ο εφεσείων επιχείρησε να στρίψει δεξιά απότομα και ενώ ο ίδιος βρισκόταν σε απόσταση 4-5 μέτρων από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, ενέργεια που τον ανάγκασε να κινηθεί προς τα αριστερά για να αποφύγει τη σύγκρουση.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο βασιζόμενο μεταξύ άλλων και σε καταθέσεις του ίδιου του εφεσείοντα που έδωσε στην αστυνομία ιδιαίτερα τη δεύτερη που δόθηκε στις 3/7/04, κατάληξε ότι ο εφεσείων ήταν αμελής με την εξής αιτιολογία:

 

«Έχω μελετήσει την ενώπιον μου προσκομισθείσα μαρτυρία και καταλήγω ότι η κατηγορούσα αρχή πέτυχε να αποδείξει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι το πρωί της 29.6.04 και ενώ οδηγούσε το φορτηγό όχημα υπ΄αριθμόν εγγραφής ΕΒΚ 562 επί του κυρίου δρόμου Ανθούπολης-Λευκωσίας με πρόθεση να στρίψει δεξιά για να εισέλθει στη Λεωφόρο Αγίων Τριμιθιάς, ο κατηγορούμενος υπήρξε αμελής.  Η αμέλειά του συνίσταται στο γεγονός ότι παρέλειψε να αντιληφθεί εγκαίρως τη μοτοσικλέτα υπ'αριθμόν εγγραφής ΚΑΥ 223, η οποία πορευόταν με αντίθετη κατεύθυνση.  Κατεύθυνε δε το φορτηγό προς τα δεξιά με αποτέλεσμα μέρος αυτού να εισέλθει στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και επιχείρησε να διενεργήσει δεξιά στροφή όταν η μοτοσικλέτα ήταν ήδη πολύ κοντά στο φορτηγό.  Αποτέλεσμα τούτου ήταν να ανακοπεί η κανονική πορεία της μοτοσιλέτας, ο οδηγός της να προβεί σε ελιγμό στα αριστερά για να αποφύγει τη σύγκρουση με το φορτηγό, και, στη συνέχεια, να απωλέσει τον έλεγχο της.  Χωρίς να χρειάζεται να επανέλθω με λεπτομέρεια στην μαρτυρία, τονίζω ότι ο ανεξάρτητος και αυτόπτης Μ.Κ.2 δήλωσε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο είδε το μοτοσικλετιστή να περνά μπροστά από το φορτηγό όταν αυτό ήταν εν κινήσει, επιχειρώντας να στρίψει δεξιά, και ευρισκόμενο 1 έως 2 πόδια εντός της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας.  Αυτά, κατ' ουσίαν, ανέφερε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος στη γραπτή κατάθεσή του ημερ. 3.7.04 (Τεκμήριο 2) εκφράζοντας, μάλιστα, και την λύπη του για το ενδεχόμενο να ευθύνεται για το δυστύχημα.  Και την εικόνα αυτή, όσον αφορά στη θέση του φορτηγού και τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ενισχύει το Τεκμήριο 9, το οποίο είναι αναντίλεκτο.

 

Η επίδικη οδική συμπεριφορά του κατηγορουμένου δεν συνάδει με την συμπεριφορά που θα επεδείκνυε, υπό τις ίδιες συνθήκες, ένας λογικός, συνετός, ικανός και έμπειρος οδηγός (Witkinson´s Road Traffic Offences, Tenth edition, σελ. 227 και Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68).  Προτού επιχειρήσει τη δεξιά στροφή, ο κατηγορούμενος όφειλε να ελέγξει τον κύριο δρόμο και να αντιληφθεί εγκαίρως το μοτοσικλετιστή.  Και αυτό ήταν δυνατόν εφ' όσον ο κατηγορούμενος, όπως ο ίδιος αναφέρει στο Τεκμήριο 2, ευρισκόμενος στο σημείο απ' όπου θα επιχειρούσε τη δεξιά στροφή είχε ορατότητα στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας περίπου 100 μ.

 

Παρενθετικά σημειώνω ότι για την διάγνωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου, είναι αδιάφορη η τυχόν συντρέχουσα ευθύνη του μοτοσικλετιστή. (Νικολάου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 248 στη σελ. 251).»

(Η υπογράμμιση είναι δική μου)

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πιο πάνω έφεσης με 7 λόγους έφεσης που, όπως ορθά αναφέρεται και στην απόφαση της πλειοψηφίας οι πλείστοι σχετίζονται με τον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία (οι 5 πρώτοι σχετικά με την μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και ο έκτος του εφεσείοντα) και με την έβδομη η επιβληθείσα ποινή.  Συμφωνώ  με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας όπως διατυπώνονται στην απόφαση της πλειοψηφίας και τις υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας απόφασης χωρίς την ανάγκη να τις επαναλάβω.  Προσθέτω απλώς ότι το εφετείο μπορεί επίσης να επέμβει και στην περίπτωση εκείνη που από τη μαρτυρία, όπως την έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο δικαστήριο, προκύπτει ότι η τελική του κατάληξη είναι εσφαλμένη.  (βλ. Παπαδήμας ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 251, 260-261)

 

Συμφωνώ επίσης με την κατάληξη της πλειοψηφίας ότι οι λόγοι έφεσης σχετικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, μεταξύ των οποίων και το παράπονο ότι ο εξεταστής της υπόθεσης «παγίδευσε» τον εφεσείοντα κατά τη λήψη των δυο καταθέσεων, ιδιαίτερα της δεύτερης, θα πρέπει να απορριφθούν, αφού στο πρωτόδικο δικαστήριο δεν υπήρξε ένσταση κατά την παρουσίαση των εν λόγω καταθέσεων. 

 

Η διαφωνία μου με την απόφαση της πλειοψηφίας περιορίζεται στο ότι, με βάση τη μαρτυρία όπως τη δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο και επιβεβαιώθηκε από το Εφετείο, δε βρίσκω να ενήργησε αμελώς ο εφεσείων.

 

Όπως έχει αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία η έννοια της αμελούς οδήγησης σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν. 86/72 είναι θέμα πραγματικό και αποφασίζεται αφού ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις που περιβάλλουν την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.  Το κριτήριο κατά πόσο ένας κατηγορούμενος οδηγούσε αμελώς είναι αντικειμενικό με την έννοια ότι η συμπεριφορά του θα κριθεί με βάση τη συμπεριφορά ενός λογικού και συνετού οδηγού κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις που αντιμετώπισε ο κατηγορούμενος.  (Βλ. μεταξύ άλλων Panayiotou ν. The Police (1972) 2 C.L.R. 29, Charalambous v. The Police (1982) 2 C.L.R. 134, Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 1, Παπαδέτης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 279 και Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68).

 

Αναφορικά με το καθήκον ενός οδηγού για να τηρεί σε κάθε περίπτωση τη δέουσα παρατηρητικότητα (proper lookout) σχετικά είναι τα ακόλουθα από το σύγγραμμα Charlesworth & Percy on Negligence, 7η έκδοση σελ. 683:

 

"Lookout.  It is the duty of the driver or rider of a vehicle to keep a good lookout.  He must look out for other traffic, which is or may be expected to be on the road, whether in front of him, behind him or alongside of him, especially at crossroads, junctions and bends.  Also he must look out for traffic light signals and traffic signs, including lines marked on the highway.  Disregard of traffic signals and failure to keep a proper lookout are both evidence of negligence."

 

 

Σχετική με την υπόθεση μας είναι και η υπόθεση Omiros Constantinou ν. Stavros Katsouris (1975) 1 C.L.R. 188, σελ. 192 όπου το καθήκον αυτό της δέουσας παρατηρητικότητας λέχθηκε ότι είναι ευρύτερο όταν ένας οδηγός επιχειρεί στροφή δεξιά, αποκόπτοντας έτσι την πορεία άλλου οδηγού.

 

Στη δική μας περίπτωση, θεωρώντας πάντοτε ότι το αυτοκίνητο του εφεσείοντα είχε περάσει κάπου 0,50 μέτρα τη διαχωριστική γραμμή ούτως ώστε να ήταν 0,50 μέτρα μέσα στην πορεία του οδηγού της μοτοσικλέτας, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η λωρίδα στην οποία οδηγούσε ο μοτοσικλετιστής είχε πλάτος 3,70 μέτρα, που άφηνε δηλαδή χώρο 3,20 μ. στον μοτοσικλετιστή να περάσει, είμαι της άποψης, για τους λόγους που θα εξηγήσω και πιο κάτω,  ότι ο όλος τρόπος συμπεριφοράς του εφεσείοντα ήταν τέτοιος που συνήδε με τον τρόπο που θα συμπεριφερόταν ένας συνετός και λογικός οδηγός κάτω από τις ίδιες περιστάσεις.   Θεωρήθηκε αμελής, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία, η ενέργεια του να εισέλθει 0,50 μέτρα στην πορεία του οδηγού της μοτοσικλέτας.  Δόθηκε προς τούτο έμφαση στη δεύτερη κατάθεσή του ημερ. 3/7/04 όπου δέχθηκε ο εφεσείων ότι εφόσον ο δεξιός μπροστινός τροχός του αυτοκινήτου του ήταν στην άσπρη διαχωριστική γραμμή και ότι η απόσταση από το εξωτερικό μέρος του τροχού μέχρι το έξω μέρος του προφυλακτήρα ήταν 0,55 μ. βρισκόταν, μερικώς στην πορεία της μοτοσικλέτας.  Όμως προτού το πράξει ο εφεσείων εξήγησε και στις δύο του καταθέσεις και μαρτυρία ότι (όπως εξήγησε και ο συνοδηγός του) ήλεγξε το δρόμο απέναντι του και όταν ξεκίνησε να προβαίνει σε δεξιά στροφή, πάντοτε με πολύ χαμηλή ταχύτητα, δεν είχε οχήματα απέναντι του.  Μόλις, όμως έφτασε στη διαχωριστική γραμμή φάνηκε η μοτοσικλέτα από απέναντι, που, από την όλη μαρτυρία, προκύπτει ότι  είχε μεγάλη ταχύτητα.  Η ορατότητα του εφεσείοντα, λόγω της στροφής, ήταν περιορισμένη, κάπου 100 μέτρα.  Είναι γεγονός ότι ο Μ.Κ.2, την αξιοπιστία του οποίου δεν αμφισβήτησε η συνήγορος του εφεσείοντα, μίλησε για 150 μέτρα ορατότητα αλλά αυτός έβλεπε δεξιά στην οδό Ανθουπόλεως-Παλαιχωρίου (κύριος δρόμος) από άλλη οπτική γωνία (βλέπε σχεδιάγραμμα).  Για τη μεγάλη ταχύτητα του Μ.Κ.3 μίλησαν ο συνοδηγός του εφεσείοντα (βλ. κατάθεση τεκμ. 9) και ο Μ.Κ.2 που είπε ότι είδε στα 150 μέτρα περίπου την μοτοσικλέτα «να πλησιάζει με ταχύτητα και ότι εντός 2-3 δευτερολέπτων η μοτοσικλέτα έφτασε στο μέρος που βρισκόταν ο ίδιος».  Το πρωτόδικο δικαστήριο ενώ δέχθηκε τη μαρτυρία του συνοδηγού που ήταν σαφής ότι ο εφεσείων σταμάτησε πριν περάσει από δίπλα του ο Μ.Κ.3, τελικά βασίστηκε μόνο στη μαρτυρία του Μ.Κ.2, που, στο θέμα αν το όχημα του εφεσείοντα ήταν εν κινήσει ή όχι, η μαρτυρία του, όπως την κατέγραψε το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν αυτοσυγκρουόμενη.  Παρόλο που το πρωτόδικο δικαστήριο περιέγραψε τη μαρτυρία του συνοδηγού ως αναντίλεκτη, στην απόφασή του παραθέτει μόνο μέρος αυτής.  Προτιμώ να παραθέσω αυτούσια τα όσα ο μάρτυρας αυτός ανάφερε στην κατάθεση του:

  «.. Ερχόμασταν από Ανθούπολη και μπήκαμε στον κύριο δρόμο προς Παλαιχώρι.  Πλησιάσαμε το στρίψιμο που πάει για Αγ. Τριμιθιάς.  Πιάσαμε τη λωρίδα μας δεξιά για να στρίψουμε.  Το αυτοκίνητο μας κυλούσε πολύ σιγά γιατί περιμέναμε να καθαρίσει ο δρόμος.  Κοίταξα μπροστά και αντιλήφθηκα ότι ο Κύπρος πήγαινε να αναπτύξει για να στρίψει.   Τότε εγώ που είχα ανοικτό το παράθυρο μου άκουσα θόρυβο μοτόρας να πλησιάζει.  Σε κλάσματα δευτερολέπτων είδα δίπλα μας μια μοτόρα κίτρινη.  Είπα του μάστρου μου «περίμενε» και αυτός σταμάτησε αμέσως.  Σταμάτησε ο Κύπρος και όπως καθόμουν συνοδηγός υποθέτω ότι το αυτοκίνητο μας σταμάτησε αμέσως και μπορεί να βρισκόταν 1 βήμα μέσα στην αντίθετη πορεία που ερχόταν η μοτόρα.  Αφού σταματήσαμε, η μοτόρα μας πέρασε από δίπλα περίπου 1 μέτρο.  Δεν μας άγγιξε καθόλου.  Εγώ τότε γύρισα και είδα από το πίσω γυαλί του αυτοκινήτου την μοτόρα που συνέχισε για 10 μ περίπου σε ευθεία πορεία χωρίς να κάνει ζίκ ζακ ή άλλη κίνηση και μετά μπήκε στο παγκέτο και η μοτόρα άρχισε να παίζει δηλαδή ο πίσω τρόχός ήαν πολύ ασταθής πηγαίνοντας δεξιά-αριστερα.  Τον είδα ότι πήγε με την μοτόρα και κτύπησε πάνω σε ένα φορτηγό που ήταν σταθμευμένο αριστερά όπως πήγαινε η μοτόρα.  Αμέσως πετάχτηκε από την μοτόρα και έπεσε στην άσφαλτο.  Κατεβήκαμε κάτω και όταν τον πλησιάσαμε ο μάστρος μου έμεινε εκεί να βοηθήσει αλλά εγώ έφυγα γιατί είχα παλιά δυστύχημα σοβαρό με μοτόρα και έτσι δεν ήθελα να βλέπω.  Να σου αναφέρω ξανά ότι την ώρα που σταματήσαμε για να μπούμε δεξιά είδαμε και οι δυο ότι ο δρόμος ήταν καθαρός και έβλεπα κάπου 80 μέτρα μακρυά.  Έτσι ο Κύπρος ξεκίνησε για να μπεί στην πάροδο.  Ο λόγος που σταματήσαμε ήταν γιατί σε δευτερόλεπτα αφού ακούσαμε τον θόρυβο της μοτόρας, ώσπου να σταματήσουμε ήταν δίπλα μας και όπως σου είπα κινηθήκαμε μόνο ένα βήμα.»

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.)

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο συνοδηγός του εφεσείοντα, του οποίου η μαρτυρία αποτέλεσε κοινό έδαφος, ήταν σε καλύτερη θέση να περιγράψει τον όλο τρόπο ενέργειας και προφύλαξης του εφεσείοντα, στην προσπάθεια του να στρίψει δεξιά για να εισέλθει στην πάροδο προς Αγ. Τριμιθιάς.  Ο Σάββας Σάββα ήταν σαφής ότι μόλις φάνηκε η μοτοσικλέτα, ο εφεσείων σταμάτησε και μετά πέρασε από δίπλα τους ο μοτοσικλετιστής.  Βέβαια όλα έγιναν σε χρόνο δευτερολέπτων.

 

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο εξεταστής της υπόθεσης ενώ από το σχεδιάγραμμά του φαίνεται να ήταν η στροφή πολύ κοντά σε σύγκριση με την πάροδο, ο μάρτυρας αυτός δεν εξέτασε την ορατότητα από την πλευρά που οδηγούσε ο εφεσείων ή ακόμα και από την πλευρά που οδηγούσε ο Μ.Κ.3.

 

Στην υπόθεση Ζίκκου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 18 η εφεσείουσα κρίθηκε πρωτόδικα ένοχη για αμελή οδήγηση επειδή ενώ οδηγούσε από πάροδο για να εισέλθει στον κύριο δρόμο και παρόλο που έλεγξε το δρόμο και έβγαινε σιγά σιγά, μόλις εισήλθε στον κύριο δρόμο είδε μοτοσικλέτα να έρχεται «με μεγάλη ταχύτητα» και το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να σταματήσει το αυτοκίνητο της.  Επειδή σταμάτησε μέσα στον κύριο δρόμο και παρόλο που άφησε αρκετό χώρο στο μοτοποδήλατο να περάσει, το πρωτόδικο δικαστήριο την έκρινε αμελή.  Το εφετείο, επιτρέποντας την έφεση, στη σελ. 20 ανάφερε τα ακόλουθα:

 

«Η «πολύ μεγάλη ταχύτητα», με την οποία ήλαυνε το μοτοποδήλατο, δεν συσχετίστηκε προς το καθήκον επιμέλειας της εφεσείουσας ούτε ο ελικοειδής τρόπος (ζίγκ-ζαγκ), με τον οποίο εδιακινείτο στο δρόμο.  Σε ερώτηση που υποβάλαμε στη δικηγόρο των εφεσιβλήτων, αν η πολύ μεγάλη ταχύτητα με την οποία εκινείτο το μοτοποδήλατο θα μπορούσε να είχε ανατρέψει τα δεδομένα της λελογισμένης οδήγησης, σε συσχετισμό με το πεδίο ορατότητας της εφεσείουσας, μας δόθηκε θετική απάντηση.  Τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν αποκαλύπτουν πράξη της εφεσείουσας αποκλίνουσα από το καθήκον επιμέλειας.  Εισήλθε στο δρόμο με ταχύτητα συνάδουσα προς τους περιορισμούς της ορατότητας της, παρέχουσα στον εαυτό της τη δυνατότητα να σταματήσει, αν αυτό επέβαλλε η κίνηση τρίτων στον κύριο δρόμο.  Πήρε κάθε μέτρο προς προστασία άλλων διακινούμενων στο δρόμο έναντι προβλεπτών κινδύνων.  Ο αλόγιστος τρόπος οδήγησης του παραπονουμένου αποτέλεσε τη γενεσιουργό και μόνη αιτία του δυστυχήματος.  Προληπτικά μέτρα έναντι αυτού του κινδύνου δεν είχε εξ αντικειμένου δυνατότητα ούτε καθήκον να πάρει η εφεσείουσα.»

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν είχε τη δέουσα παρατηρητικότητα, που είναι και η βάση για την αμέλεια του, δεν υποστηρίζεται από την μαρτυρία, όπως τέθηκε ενώπιον του και την είχε δεχθεί.  Αντίθετα  η μαρτυρία δείχνει ότι ο εφεσείων έπραξε αυτό που θα έπραττε ένας συνετός και λογικός οδηγός κάτω από τις ίδιες περιστάσεις.

 

Ενόψει των πιο πάνω θα επέτρεπα την έφεση και θα παραμέριζα την καταδίκη και τις επιβληθείσες ποινές.

 

                                                                   Μ. Φωτίου, Δ.

 

/ΚΑς

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο