ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 766
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 187/2007)
21 Νοεμβρίου 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π/ρος, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΣΙΜΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείων,
- ν. -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
---------------------------
Ε. Ευσταθίου με Κ. Καμένο, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
---------------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με πέντε λόγους έφεσης βάλλεται η πρωτόδικη κρίση με την οποία ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος και στις 13 κατηγορίες που αντιμετώπιζε για άσεμνη επίθεση εναντίον ανδρός κατά παράβαση των άρθρων 152 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Οι κατηγορίες αφορούσαν άσεμνες επιθέσεις κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2005- Ιουνίου του 2006, σε βάρος δύο ανηλίκων παραπονουμένων του Π.Θ. ηλικίας 11 ετών (κατηγορίες 1-10) και του Α.Μ. ηλικίας 10 ετών (κατηγορίες 11-13). Να σημειωθεί ότι στο σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, ο πρώτος παραπονούμενος αναφέρεται ως Π.Κ. και συνεπώς θα διατηρηθεί και εδώ η ίδια συντομογραφία.
Ο εφεσείων κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ασκούσε το λειτούργημα του δασκάλου σε δημοτικό σχολείο, μεταξύ δε των μαθητών του, ήταν και τα δύο προαναφερόμενα παραπονούμενα πρόσωπα. Σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα, ο εφεσείων ήταν πολύ καλός δάσκαλος, φιλικός με τους μαθητές του, στα πλαίσια δε αυτά συνήθιζε να αστειεύεται, να παίζει διάφορα παιχνίδια με αυτούς, αλλά και να παίρνει μαθητές στο γραφείο των δασκάλων για να τους νουθετεί ή να τους λύει απορίες. Η ουσία της μαρτυρίας του παραπονούμενου Π.Κ. ήταν ότι σε διάφορες περιπτώσεις, όταν κλήθηκε μόνος του από τον εφεσείοντα στο γραφείο των δασκάλων, αυτός τον πλησίαζε από πίσω αγκαλιάζοντας τον, θέτοντας το δεξί του χέρι μέσα από το παντελόνι του, περνώντας το πάνω από το εσώρουχο, χαϊδεύοντας τον αργά στο εσωτερικό μέρος του μηρού του. Παρόμοια συμπεριφορά ο εφεσείων επεδείκνυε και όταν ο παραπονούμενος ήταν με άλλα παιδιά στο γραφείο όταν, με τρόπο, ο εφεσείων τον έσπρωχνε χωρίς να γινόταν αντιληπτός από τους άλλους παριστάμενους, προς το έπιπλο του γραφείου, δίνοντας έτσι σ΄ αυτόν την ευκαιρία να τον χαϊδεύει-γαργαλάει στο χώρο της κοιλιάς κάτω από τη φανέλα. Το σύνολο των επεισοδίων αυτών έλαβε χώρα μεταξύ Σεπτεμβρίου 2005- Φεβρουαρίου 2006, δέκα με δώδεκα φορές. Ο ανήλικος ήταν διστακτικός στο να αναφέρει οτιδήποτε στους γονείς του γνωρίζοντας ότι αυτός θεωρείτο ένας πολύ καλός δάσκαλος, αλλά παραπονέθηκε τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο του 2006 στην αδελφή του, τότε ηλικίας 15 ετών, όταν εκείνη την ημέρα ο εφεσείων του χαΐδεψε τον μηρό μέσα από το παντελόνι, κάτι που επίσης δεν του άρεσε. Ζήτησε όμως από την αδελφή του να μην αναφέρει οτιδήποτε στους γονείς τους.
Ο δεύτερος παραπονούμενος Α.Μ. κατά τη δική του μαρτυρία έτυχε παρόμοιας άσεμνης συμπεριφοράς από τον εφεσείοντα σε τρεις περιπτώσεις. Η πρώτη αφορούσε επεισόδιο τον Οκτώβριο του 2005 όταν στα πλαίσια συμμετοχής σε κατασκήνωση και ενώ βρίσκονταν σε λεωφορείο για εκδρομικούς σκοπούς, ο εφεσείων κάθισε δίπλα του λέγοντας του «έλα να σου κάμω λίγες αγάπες», ακολούθως δε τον κάθισε στο δεξί του πόδι με την πλάτη του σε αντίθετη φορά από το πρόσωπο του εφεσείοντα και αφού έβαλε το χέρι του μέσα στο παντελόνι και το εσώρουχο του τον άγγιξε με την άκρη των δακτύλων στα γεννητικά του όργανα και τα οπίσθια. Τον Ιούνιο του 2006, ο εφεσείων τον οδήγησε, με αφορμή παρατήρηση για τα μαλλιά του στο γραφείο των δασκάλων, όπου, αφού τον κάθισε σε καρέκλα, λέγοντας του να τοποθετήσει το αριστερό του πόδι σε άλλη καρέκλα, ο εφεσείων γονάτισε μπροστά του περνώντας το χέρι του μέσα από το κοντό παντελονάκι που φορούσε, χαϊδεύοντας τον στο μηρό. Το τρίτο επεισόδιο έγινε τον ίδιο μήνα όταν κατά την επιστροφή τους από συναυλία που είχε το σχολείο παρακολουθήσει και ενώ επέβαιναν σε λεωφορείο, ο εφεσείων τον έπιασε από τη μέση, τον κάθισε στο γόνατα του και τοποθέτησε το αριστερό του χέρι μέσα από το εσώρουχο του χαϊδεύοντας τον στο πόδι. Ο Α.Μ. είχε από το πρώτο επεισόδιο αναφέρει το περιστατικό στον πατέρα του, ο οποίος όμως το ενέταξε στα πλαίσια παιχνιδιού, αλλά αργότερα η όλη υπόθεση καταγγέλθηκε όταν ο πατέρας έγινε δέκτης και πρόσθετων αναφορών από το γιό του. Ο πατέρας του Α.Μ. είχε επικοινωνήσει με τους γονείς του Π.Κ., διότι του είχε λεχθεί ότι τέτοια συμπεριφορά ο εφεσείων επεδείκνυε και σε άλλα παιδιά του σχολείου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρατήρησε τη συμπεριφορά στο εδώλιο του μάρτυρα των δύο παραπονουμένων οι οποίοι έδωσαν ένορκη κατάθεση, δέχθηκε απόλυτα τη μαρτυρία τους, ως ανταποκρινόμενη στα όσα βιωματικά έζησαν οι δύο ανήλικοι. Δέχθηκε επίσης τη μαρτυρία της Άννας Παραδεισιώτη, Μ.Κ. 9, παιδοψυχιάτρου καθώς και τις εξηγήσεις της Παντελίτσας Μαυροκωνσταντή, Μ.Κ. 10, κλινικής ψυχολόγου, ως προς την καθυστέρηση της καταγγελίας ή της αναφοράς των παραπόνων στους γονείς των ανηλίκων, ενόψει της φυσιολογικής εν μέρει εξάρτησης των ανηλίκων από τον εφεσείοντα δάσκαλο τους, ο οποίος ως εκ της θέσης του λειτουργούσε σε ένα βαθμό σε σχέση εξουσίας προς τα παιδιά, τα οποία και ήταν διστακτικά να γνωστοποιήσουν το όλο ζήτημα στους γονείς τους.
Οι υπόλοιποι 6 μάρτυρες ήταν ο Π. Μαυρομμάτης, λοχίας 4482, Μ.Κ. 1, και ο αστυφύλακας 2438, Μ. Ξενοφώντος, Μ.Κ. 2, οι οποίοι ενεπλάκησαν στη διερεύνηση της όλης υπόθεσης, η Χ.Κ. αδελφή του παραπονούμενου Π.Κ., Μ.Κ. 5, ο Θ.Κ., πατέρας του ιδίου, Μ.Κ. 6, καθώς και ο πατέρας του δεύτερου παραπονούμενου και η μητέρα του πρώτου ως Μ.Κ. 7 και Μ.Κ. 8 αντίστοιχα. Τόσο οι γονείς των δύο παραπονουμένων όσο και η αδελφή του πρώτου, κατέθεσαν περί των γεγονότων που οι ίδιοι αντιλήφθησαν μετά από τις καταγγελίες των παιδιών τους και τα όσα διαδραματίστηκαν, επιβεβαιώνοντας τις αναφορές των ανηλίκων όπως αυτές καταγράφηκαν προηγουμένως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης αποδέχθηκε τους προαναφερθέντες μάρτυρες ως ειλικρινείς, στη μαρτυρία των οποίων θεώρησε ότι μπορούσε να βασιστεί ως επιβεβαιώνουσα τις θέσεις των ανηλίκων.
Αντίθετα απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντα, ο οποίος απέδωσε τα όσα του καταλογίστηκαν από τους δύο μαθητές του στην παρεξηγημένη αντίληψη που αυτοί είχαν ως προς το φιλικό τρόπο που ο ίδιος ως εκπαιδευτικός είχε αναπτύξει με τα παιδιά, σε μια προσπάθεια να βοηθήσει την πρόοδο και βελτίωση τους συνδυάζοντας μάθηση με παιχνίδι. Σε ό,τι αφορούσε τον Π.Κ. και τα από αυτόν αναφερθέντα επεισόδια, χαρακτήρισε τις αναφορές του ως ασύστολα ψεύδη, διότι αυτός ήταν καλός μαθητής και δεν είχε ανάγκη επίλυσης αποριών ή κατ΄ ιδίαν βοήθειας στο γραφείο των δασκάλων. Στο γραφείο του κάλεσε τον παραπονούμενο μόνο μια φορά μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με τη μητέρα του, η οποία ανησύχησε ότι δεν είχε αποδώσει σε διαγώνισμα Ελληνικών, όταν δε ο Π.Κ. ενοχλήθηκε από την παρατήρηση που του έκανε, τον πλησίασε γαργαλίζοντας τον στην κοιλιά χάριν αστεϊσμού. Σε σχέση με τον δεύτερο παραπονούμενο υπέδειξε ότι κατά τη διάρκεια μεταφοράς τους με το λεωφορείο τον τσίμπησε κάτω από τη φανέλα υπό τύπο αστεϊσμού μπροστά σε άλλους δασκάλους και μαθητές, ενώ ουδέποτε κάθισε δίπλα σ΄ αυτόν όταν επέστρεφαν με λεωφορείο από τη συναυλία που παρακολούθησε όλο το σχολείο. Όσον αφορά το δεύτερο επεισόδιο, είχε πράγματι καλέσει τον νεαρό Α.Μ. στο γραφείο του για να τον επιπλήξει ως προς τα μαλλιά του για τα οποία αντιλήφθηκε ότι του είχε πει ψέματα ότι έμεινε ακούρευτος με τη συγκατάθεση του πατέρα του, απλά δε τον γαργάλισε στο γυμνό του γόνατο σε μια προσπάθεια να σταματήσει να κλαίει όταν στενοχωρήθηκε από τη σχετική παρατήρηση. Η γενικότερη εκτίμηση του εφεσείοντα ήταν ότι οι παραπονούμενοι, αλλά και ευρύτερα οι μαθητές, είχαν παρερμηνεύσει τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος τους προσέγγιζε, ενόψει του ότι άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες περί ομοφυλοφιλίας του στην κοινότητα όπου ήταν το σχολείο στο οποίο δίδασκε.
Παρόμοια, το Δικαστήριο απέρριψε και τη μαρτυρία των τριών μαρτύρων υπεράσπισης που αποτελείτο από τις Δήμητρα Γρηγορίου και Χρυστάλλα Μηνά, δασκάλες, η πρώτη στο ίδιο σχολείο με αυτό του εφεσείοντα και η δεύτερη σε άλλο σχολείο, τμήμα του οποίου συμμετείχε στην κατασκήνωση και την Ζωή Αντωνίου, Επισκέπτρια Υγείας, που κατά τον ουσιώδη χρόνο επίσης συνόδευσε τα παιδιά στην κατασκήνωση. Θεωρήθηκε πρωτοδίκως ότι οι τρεις αυτοί μάρτυρες δεν είχαν οτιδήποτε το ουσιαστικό να καταθέσουν, αλλά μάλλον ήθελαν να βοηθήσουν τον εφεσείοντα, εφόσον παρά το γεγονός ότι ήταν σε γειτνίαση στο λεωφορείο με τον εφεσείοντα και τους ανήλικους, εν τούτοις δέχθηκαν στη μαρτυρία τους ότι δεν ήταν δυνατό να πρόσεχαν τον εφεσείοντα και τη συμπεριφορά του καθ΄ όλη τη διάρκεια της εκδρομής ή της κατασκήνωσης.
Θα εξεταστούν στη συνέχεια, ένας προς ένας οι λόγοι έφεσης. Προστίθεται, εδώ, ότι δεν εφεσιβλήθηκε η 13μηνη συνολική ποινή φυλάκισης που επεβλήθη, ενόψει του ότι ο εφεσείων είχε ήδη εκτίσει την ποινή του.
(i) Ασαφές, αόριστο και ελαττωματικό κατηγορητήριο
(Πρώτος Λόγος Έφεσης)
Η εισήγηση εδώ ήταν ότι το κατηγορητήριο, διατυπωμένο κατά αόριστο και ασαφή τρόπο, αποστέρησε τον εφεσείοντα από το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα του να γνωρίζει με ακρίβεια και λεπτομέρεια τις εναντίον του κατηγορίες. Τόσο αόριστο και γενικόλογο ήταν το κατηγορητήριο που ο κ. Ευσταθίου ισχυρίστηκε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα της δίκαιης δίκης εφόσον σε καμιά κατηγορία δεν καθοριζόταν η συγκεκριμένη πράξη για την οποία κατηγορείτο ο εφεσείων, ενώ ταυτόχρονα το Δικαστήριο διέπραξε το λάθος να μην αποφασίσει την ενοχή του εφεσείοντα επί μιας εκάστης των κατηγοριών, αλλά να τις αντιμετωπίσει συλλήβδην με αποτέλεσμα να καταδικαστεί αυτός επί του συνόλου του κατηγορητηρίου.
Η τυπική κατηγορία που απευθύνθηκε στον εφεσείοντα είχε το λεκτικό «Άσεμνη επίθεση εναντίον άνδρα κατά παράβαση των άρθρων 152 και 35 του Κεφ. 154» και με λεπτομέρειες ότι:
«Ο κατηγορούμενος σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ του μηνός Σεπτεμβρίου 2005 και του μηνός Φεβρουαρίου 2006 στο χωριό Επισκοπειό της επαρχίας Λευκωσίας παράνομα και άσεμνα επιτέθηκε εναντίον του Π.Θ., ηλικίας 11 ετών.»
Τα πιο πάνω αποτελούσαν τις λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας, οι δε υπόλοιπες εννέα που αφορούσαν τον Π.Κ. επαναλάμβαναν το ίδιο λεκτικό με την προσθήκη «... και σε διαφορετική περίπτωση από αυτή που αναφέρεται στην ...» προηγούμενη κατηγορία.
Οι κατηγορίες 11, 12 και 13 είχαν ως λεπτομέρειες ότι ο εφεσείων, σε άγνωστη ημερομηνία τον Οκτώβριο του 2005 (κατηγορία 11), σε άγνωστη ημερομηνία του μηνός Ιουνίου 2006 (κατηγορία 12) και σε άγνωστη ημερομηνία του Ιουνίου 2006, αλλά σε άλλη περίπτωση (κατηγορία 13), παράνομα και άσεμνα επιτέθηκε εναντίον του Α.Μ., ηλικίας 10 ετών.
Σημειώνεται ότι το άρθρο 152 του Κεφ. 154, απλά ποινικοποιεί την παράνομη και άσεμνη επίθεση εναντίον ανδρός, χωρίς να αναφέρεται οτιδήποτε άλλο και χωρίς να καθιστά αναγκαία την ένθεση λεπτομερειών ως προς τον τόπο ή το χρόνο διάπραξης του αδικήματος. Στο άρθρο 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που αφορά τις διατάξεις σε σχέση με τη σύνταξη κατηγορητηρίου, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι το κατηγορητήριο σε συντομία και σε κοινή γλώσσα, περιγράφει το αδίκημα αποφεύγοντας τη χρήση τεχνικών όρων «.. και χωρίς απαραίτητα να εκτίθενται όλα τα ουσιώδη στοιχεία του ποινικού αδικήματος ...».
Στον Archbold "Criminal Pleading, Evidence and Practice" (2007) σελ. 87-89, παρ. 1-125 έως 1-132, εξηγούνται οι προϋποθέσεις σε σχέση με τις λεπτομέρειες που πρέπει να τίθενται σε ένα κατηγορητήριο προς ενημέρωση, βεβαίως, του κατηγορουμένου. Έχει αποφασιστεί από παλιά ότι δεν είναι ανάγκη να προσδιοριστεί στο κατηγορητήριο ο τόπος όπου κατ΄ ισχυρισμόν έλαβε χώραν το αδίκημα, εκτός και εάν είναι αναγκαίο για την κατηγορία. (R. v. Wallwork 42 Cr.App.R. 153), ενώ όσον αφορά τη χρονολογία ή την ημερομηνία, το ορθό είναι να αναφέρεται στο κατηγορητήριο η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος. (R. v. Hollond (1841) 5 T.R. 607). Όπου βεβαίως είναι δυνατό να συνδέεται το επίδικό επεισόδιο με αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα όπως γενέθλια, διακοπές, ασθένειες κλπ., το κατηγορητήριο θα πρέπει να συντάσσεται κατά ανάλογο τρόπο. Παρά τις πιο πάνω γενικές αρχές, αναφέρεται στην παρ. 1-132, ότι:
«Where a child speaks of a number of incidents with no distinguishing features, a convenient course, in order to establish the systematic conduct of the accused, is to have a number of counts, each, apart from the first, alleging "on an occasion other than that alleged in [the previous counts]"».
(Σε μετάφραση:)
«Όπου ένα παιδί αναφέρεται σε αριθμό επεισοδίων χωρίς οποιαδήποτε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μια πρακτική μέθοδος, προς θεμελίωση της συστηματικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου, είναι η έκθεση αριθμού κατηγοριών, η κάθε μια από τις οποίες, εκτός από την πρώτη, θα αναφέρει "σε περίπτωση άλλη από αυτή που καταγράφεται [στις προηγούμενες κατηγορίες]".»
Αυτή η πρακτική ακριβώς ακολουθήθηκε και στην επίδικη περίπτωση εφόσον δεν υπήρχε οποιοδήποτε ιδιαίτερο συνδετικό στοιχείο για τον Π.Κ. και ορθά η κάθε επόμενη κατηγορία διατυπώθηκε με αναφορά στην ίδια χρονική περίοδο, αλλά για διαφορετική περίπτωση από την αμέσως προηγούμενη. Επομένως, δεν εντοπίζεται πρόβλημα ως προς τη διατύπωση του κατηγορητηρίου. Αντίθετα δε με την εισήγηση του κ. Ευσταθίου το actus reus των αδικημάτων καθορίζεται σαφώς σε κάθε επιμέρους κατηγορία, με δεδομένο ότι καταλογίζεται στον εφεσείοντα επίθεση εναντίον των ανηλίκων κατά την περίοδο που αναγράφεται στο κατηγορητήριο. Η ουσία είναι, όπως θα διαφανεί και στην ανάλυση που ακολουθεί, ότι υπήρξαν δέκα περιπτώσεις άσεμνης επίθεσης, χωρίς να ήταν δυνατό να συγκεκριμενοποιηθούν οι ημερομηνίες ή ο επακριβής χώρος, λόγω και της νεαρής ηλικίας του παραπονουμένου.
Υποβλήθηκε παράπονο ως προς τη στέρηση του δικαιώματος του εφεσείοντα να υπερασπιστεί δεόντως τον εαυτό του. Το παράπονο κρίνεται ανυπόστατο. Το άρθρο 6(3)(α) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιβάλλει να γνωστοποιούνται οι συγκεκριμένες κατηγορίες και οι αναγκαίες λεπτομέρειες. Αυτό είναι βέβαια ορθό εφόσον οι λεπτομέρειες ενός αδικήματος διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλο στην όλη ποινική διαδικασία, ώστε ο κατηγορούμενος να γνωρίζει εκ των προτέρων τι επακριβώς αντιμετωπίζει, ώστε να δύναται να ετοιμάσει την υπεράσπιση του σε κάθε μια από τις κατηγορίες. Το ουσιώδες πάντοτε για τον κατηγορούμενο είναι να γνωρίζει με επάρκεια το μέγεθος και την έκταση των κατηγοριών. Αυτό πέραν βέβαια της δυνατότητας που αυτός έχει να ζητήσει περαιτέρω λεπτομέρειες των συνθηκών κάτω από τις οποίες επέδειξε την κατ΄ ισχυρισμόν παράνομη συμπεριφορά (Loizou & Pikis: "Criminal Procedure in Cyprus" σελ. 47). Στην υπόθεση R. v. Rackham (1997) 2 Cr.App.R. 222, οι καταδίκες για σεξουαλική επίθεση εναντίον παιδιών κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος, ακυρώθηκαν λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι ο πρωτόδικος Δικαστής δεν αποδέχθηκε αίτημα για την παροχή καλύτερων λεπτομερειών επί των συγκεκριμένων επεισοδίων στα οποία αναφέρονταν οι διάφορες κατηγορίες.
Εδώ, όπως υπέδειξε και η κα Κυθραιώτου στο διάγραμμα της, δεν ζητήθηκαν ποτέ από τον εφεσείοντα λεπτομέρειες σε οποιοδήποτε στάδιο, ούτε και ο εφεσείων παραπονέθηκε ποτέ ότι δεν γνώριζε με επάρκεια τη φύση και τις λεπτομέρειες των κατηγοριών που αντιμετώπιζε. Αντίθετα, ενώ το αρχικό κατηγορητήριο αποτελείτο από μόνο τέσσερεις κατηγορίες, τρεις εκ των οποίων αφορούσαν τον Π.Κ. και μια τον Α.Μ., στις 4.4.07 και μετά την παράθεση της μαρτυρίας σε κύρια εξέταση του πρώτου παραπονούμενου, υποβλήθηκε αίτημα από την Κατηγορούσα Αρχή για τροποποίηση του κατηγορητηρίου με πρόθεση όπως οι λεπτομέρειες ορισμένων εκ των κατηγοριών τροποποιηθούν ώστε να συνάδουν με την ήδη δοθείσα μαρτυρία, ενώ ζητήθηκε ταυτόχρονα και η προσθήκη 9 νέων κατηγοριών. Ο τότε συνήγορος του εφεσείοντα δήλωσε απερίφραστα ότι ήταν ενήμερος των σκοπούμενων τροποποιήσεων και δεν είχε οποιαδήποτε ένσταση. Έτσι, τροποποιήθηκαν οι λεπτομέρειες των κατηγοριών 1, 2 και 3, προστέθηκαν οι κατηγορίες 4-10, ενώ η υφιστάμενη τότε κατηγορία 4, αναριθμήθηκε σε κατηγορία 11. Το διάταγμα τροποποίησης εκδόθηκε, ο εφεσείων επανακατηγορήθηκε και αρνήθηκε ενοχή. Αλλά έγινε και περαιτέρω τροποποίηση στην επόμενη δικάσιμο, δηλαδή στις 26.4.07, όταν διαπιστώθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή τυπογραφικό λάθος στην 12η και 13η κατηγορία όπου ο μήνας «Ιούλιος» τροποποιήθηκε σε «Ιούνιο», χωρίς πάλι ένσταση από την υπεράσπιση, ο δε εφεσείων επανακατηγορήθηκε στο σύνολο του κατηγορητηρίου, αρνούμενος ενοχή.
Από τα πιο πάνω είναι σαφές ότι το κριτήριο που έχει καθορίσει διαχρονικά η νομολογία, ότι ένα κατηγορούμενο πρόσωπο δεν θα πρέπει να επηρεάζεται αρνητικά από το κατηγορητήριο λόγω ασάφειας ή πληθώρας κατηγοριών, έχει τηρηθεί στην παρούσα περίπτωση. Σε καμιά περίπτωση ο εφεσείων δεν βρέθηκε προ οποιασδήποτε αβεβαιότητας ως προς το τι αντιμετώπιζε, όφειλε δε να ήγειρε εξαρχής ένσταση στο διατυπωμένο κατηγορητήριο. Και βεβαίως ήταν σε θέση να προβάλει την οποιαδήποτε υπεράσπιση ήθελε, περιλαμβανομένης και της προώθησης άλλοθι. Πρόβλημα πιθανό να υπήρχε, όπως εξηγείται στον Archbold, παρ. 1-131, εάν το κατηγορητήριο ήταν πολύ γενικό με μόνο δειγματοληπτικές κατηγορίες («speciment charges»), με ενδεχόμενο να υπάρχει σύγχυση στους ενόρκους ως προς το ποια γεγονότα αφορούν ποια κατηγορία, αλλά και στο Δικαστή, ο οποίος, επιβάλλοντας ποινή, δεν θα ήταν σε θέση να γνωρίζει ποια επεισόδια είχαν κριθεί από τους ενόρκους ότι απεδείχθησαν. Όμως, στην R. v. Shore 89 Cr.App.R. 32, όπου στον κατηγορούμενο διευθυντή σχολείου είχαν απευθυνθεί 4 κατηγορίες άσεμνης επίθεσης εναντίον τεσσάρων διαφορετικών κοριτσιών, με αναφορά μια χρονική περίοδο πολλών χρόνων για κάθε κατηγορία, κρίθηκε ότι η μαρτυρία που είχε δοθεί για άσεμνη επίθεση εναντίον των παραπονουμένων σε τρεις περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του μαθήματος γυμναστικής, κατά τη μεταφορά σε σχολικό εκδρομικό λεωφορείο και κατά την παράδοση μαθημάτων κολύμβησης, χωρίς όμως να γίνει προσπάθεια να συνδεθεί ο κάθε ισχυρισμός με συγκεκριμένη κατηγορία, δεν ήταν ενστάσιμη. Αντίθετα λέχθηκε ότι:
«In the circumstance of this case it would have been otiose to deal separately with each item of evidence and relate it to a particular count.»
(Σε μετάφραση:)
«Στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης θα ήταν αχρείαστο να γίνει ενασχόληση με κάθε στοιχείο μαρτυρίας για να συνδεθεί αυτό με συγκεκριμένη κατηγορία.»
Η υπόθεση R. v. Lewis David Bailey (1924) 18 Cr. App. R. 42 στην οποία μεγάλη έμφαση έδωσε ο κ. Ευσταθίου ως αυθεντία στο ότι σε κατηγορητήρια που περιέχουν πολλές κατηγορίες και λεπτομέρειες, οι ένορκοι πρέπει να καθοδηγούνται από το Δικαστή να εξετάσουν κάθε κατηγορία χωριστά και να αποφασίζουν την ενοχή ή την αθωότητα ανάλογα, είναι βεβαίως ορθή, αλλά δεν έχει εφαρμογή στα εδώ γεγονότα. Εκεί η αποτυχία να συνδεθεί η μαρτυρία με την κάθε κατηγορία χωριστά, είχε ως αποτέλεσμα να καταδικαστεί ο εφεσείων και σε κατηγορία επί της οποίας δεν είχε οδηγηθεί μαρτυρία. Εδώ, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε σειρά ευρημάτων (σελ. 298-301) αναφορικά με τις δέκα διαφορετικές περιπτώσεις άσεμνης επίθεσης εναντίον του Π.Κ. και τις τρεις εναντίον του Α.Μ. Τα ευρήματα ήταν σαφή και στηριγμένα στην αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία των ανηλίκων. Δεν πρόκειται επομένως για περίπτωση συλλήβδην και ανέλεγκτης αποδοχής μαρτυρίας με σύγχυση ως προς τις κατηγορίες που είχαν γίνει αποδεκτές. Ο Δικαστής στην Κύπρο, ως κριτής και των γεγονότων, δεν είναι εύκολα επιρρεπής σε τέτοιου είδους συσκότιση των βασικών στοιχείων της δίκης. Θα μπορούσε βεβαίως το Δικαστήριο να εξέφραζε πλέον συγκεκριμένα τη σκέψη του ότι τα δέκα διαφορετικά επεισόδια είχαν άμεση αποδεικτική συνάρτηση με τις αντίστοιχες κατηγορίες. Παραμένει όμως σαφές το σχετικό εύρημα και δεν επιδέχεται αμφισβήτησης.
(ii) Η μη υποβολή άμεσου παραπόνου σε σεξουαλικά αδικήματα (Δεύτερος Λόγος Έφεσης)
Η εσφαλμένη αποδοχή της μαρτυρίας των ανηλίκων
(Τέταρτος Λόγος Έφεσης)
Οι δύο αυτοί λόγοι θα συνεξεταστούν εφόσον ο ένας αποτελεί προέκταση του άλλου.
Το παράπονο εδώ είναι ότι διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου ότι για τη θεμελίωση αδικημάτων σεξουαλικής φύσης είναι επιβεβλημένο όπως ο παραπονούμενος υποβάλλει το παράπονο του αμέσως και με την πρώτη δυνατή ευκαιρία. Το αποτέλεσμα είναι ότι παραβιάστηκε ουσιώδης κανόνας δικαίου, ιδιαίτερα ενόψει του ότι η ποιότητα της μαρτυρίας των δύο ανηλίκων ήταν τόσο κακή, που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασιστεί σε αυτή και μόνο, για να καταδικάσει το κατηγορούμενο πρόσωπο.
Αναμφίβολα, ένα Δικαστήριο σε υποθέσεις σεξουαλικής φύσεως θα πρέπει να αναζητά ενισχυτική μαρτυρία, έτι δε περισσότερο λόγω του ότι στην επίδικη περίπτωση οι παραπονούμενοι ήταν ανήλικοι. Η πιο πάνω ανάγκη όμως επιβάλλεται ως θέμα πρακτικής που ανάγεται στο Κοινοδίκαιο και όχι ως θέμα νομοθετικής επιταγής, η αναζήτηση δε της ενίσχυσης δεν είναι απόλυτη. Το δε Δικαστήριο αφού αυτοπροειδοποιηθεί για τον κίνδυνο που ελλοχεύει να στηριχθεί μόνο στη μαρτυρία του παραπονούμενου, δύναται, εάν την αποδέχεται, να προχωρήσει να καταδικάσει άνευ ετέρου.
Το Δικαστήριο ανάλωσε τρεις σελίδες στην απόφαση του για να καταγράψει ορθά και με αναφορά στη νομολογία τα πιο πάνω, αλλά και για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι παρά την επίγνωση των εγγενών κινδύνων από την αποδοχή της μαρτυρίας των ανηλίκων χωρίς ενίσχυση, εντούτοις η ποιότητα της μαρτυρίας και των δύο παραπονουμένων ήταν τόσο υψηλή, που μπορούσε, χωρίς ενδοιασμό ή δισταγμό, να βασιστεί σε αυτή με ασφάλεια, όπως και έπραξε. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των παραπονουμένων ήταν έργο πρωταρχικά για το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία (αφού πρώτα τους είχε κρίνει ικανούς να δώσουν ένορκη κατάθεση), να τους παρατηρήσει κατά την όλη μαρτυρία τους την οποία και χαρακτήρισε ως αυθεντική, πηγαία, σταθερή, πειστική, χωρίς ταλαντεύσεις και με απλότητα, εν πολλοίς αναμενόμενη για την ηλικία τους. Ταυτόχρονα, παρατήρησε μια άνεση στην έκφραση των συναισθημάτων τους κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας τους, χωρίς αμφιβολία στην έκφραση του λόγου τους, ο οποίος είχε αμεσότητα και σταθερότητα. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, συναισθανόμενο το βάρος να ενεργήσει στη βάση της μαρτυρίας των δύο ανηλίκων, εξήγησε ότι, κατά την άποψη του, οι δύο μαθητές δεν ορμούνταν από κίνητρα αλλότρια προς την υποχρέωση τους να πουν την αλήθεια, ενώ σημείωσε και το γεγονός ότι παρά το ότι με τη μαρτυρία τους κατάγγελλαν τον εφεσείοντα, εν τούτοις παρέμειναν σταθεροί στον χαρακτηρισμό αυτού ως ενός πολύ καλού δασκάλου που αγαπούσε και έπαιζε με τα παιδιά. Στη σελ. 285 των πρακτικών, το Δικαστήριο έστρεψε επίσης την προσοχή του και στην πιθανότητα οι καταγγελίες περί παρενοχλήσεως να είχαν υπόβαθρο την προσπάθεια τους να καλύψουν δικές τους αδυναμίες στα μαθήματα. Παρατήρησε, όμως, ότι και οι δύο ήταν κατά γενική ομολογία καλοί μαθητές, χωρίς ιδιαίτερα μαθησιακά προβλήματα, ενώ μεγάλωναν σε ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον, δεδομένα που εντόπισαν στις αντίστοιχες εκθέσεις τους, αλλά και στη ζώσα μαρτυρία τους και οι Παραδεισιώτη και Μαυροκωνσταντή. Πρόσθετα, σημείωσε ότι οι κατ΄ ισχυρισμόν παρενοχλήσεις από τον εφεσείοντα βγήκαν στην επιφάνεια όταν είχε πλέον ολοκληρωθεί η σχολική χρονιά.
Όλα τα πιο πάνω διαπιστωθέντα πρωτοδίκως που με λεπτομέρεια και σαφήνεια καταγράφονται στην απόφαση, απαντούν και το επιχείρημα του κ. Ευσταθίου ότι το Δικαστήριο παρέμεινε με την εξωτερική εντύπωση των ανηλίκων παραπονουμένων και μόνο, χωρίς να εστιάσει την προσοχή του στο περιεχόμενο της μαρτυρίας τους. Ο κ. Ευσταθίου παρέπεμψε στη Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 1, αλλά και στη Βούτουνος ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 244/06, ημερ. 23.1.08, όπου τονίστηκε η ανάγκη να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης το περιεχόμενο της μαρτυρίας και όχι μόνο η εξωτερική εντύπωση αφενός, αλλά και το ευλόγως αναμενόμενο να υπάρχει σε κάθε περίπτωση άμεση αντίδραση και καταγγελία από το θύμα σεξουαλικής πράξης, υπό μορφή άμεσου παραπόνου που θεωρήθηκε από το νομοθέτη τόσο σημαντική ώστε να έχει θεσμοθετηθεί με το άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, η αποδοχή του παραπόνου ως απόδειξη του γεγονότος κατ΄ εξαίρεση προς τον εξ ακοής κανόνα.
Είναι φανερό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δέχθηκε τη μαρτυρία των ανηλίκων με αναφορά όχι μόνο στην εξωτερική εντύπωση, αλλά και με θεμελίωση των λεχθέντων υπ΄ αυτών ως προς τα γεγονότα που συνέθεταν τα παράπονα τους. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο δέχθηκε την αλήθεια των παραπόνων στη βάση της ουσίας των λόγων τους και όχι απλώς επειδή ταυτόχρονα είχε εντυπωσιαστεί και από την εξωτερική εμφάνιση της κατάθεσης τους. Εξήγησε δε με επάρκεια και το λόγο γιατί οι ανήλικοι δεν προέβηκαν σε άμεσο παράπονο στους γονείς τους, δεχόμενο προς τούτο και τις θέσεις των δύο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες αναφέρθηκαν ακριβώς στις ψυχολογικές εσωτερικές διεργασίες των παραπονουμένων και τη δυσκολία να εξωτερικεύσουν άμεσα τα παράπονα τους, ως προς τη συμπεριφορά του δασκάλου τους απέναντι τους. Οι δύο προαναφερθείσες αποφάσεις δεν έθεσαν οποιαδήποτε άκαμπτη αρχή δικαίου ως προς την αμεσότητα της καταγγελίας υπό μορφή πρώτου παραπόνου, αλλά υπέδειξαν απλώς το σκεπτικό του νομοθέτη αναφορικά με το άρθρο 10 του Κεφ. 9. Άλλωστε, δεν πρέπει να υποτιμάται και το γεγονός ότι στις δύο προαναφερθείσες αυθεντίες, οι παραπονούμενες, ήταν ήδη ενήλικες όταν υπέβαλαν τις καταγγελίες.
Οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, επιθέσεις ή βιασμοί που εκδηλώνονται επί ανηλίκων προσώπων, αγγίζουν τόσο βαθειά την προσωπικότητα των θυμάτων ώστε να μην μπορεί να ανευρεθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς από τα παραπονούμενα πρόσωπα, εφόσον διαφορετικές είναι οι αντιδράσεις ενός εκάστου ανάλογα με το ψυχισμό τους. Χωρίς προς στιγμήν να παραγνωρίζεται η πρωταρχική ανάγκη η ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση να αξιολογείται στη βάση του τεκμηρίου της αθωότητας αφενός, αλλά και στην ανάγκη θεμελίωσης των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας αφετέρου, πρέπει και το Δικαστήριο να είναι δεκτικό στην ολοένα και πλέον αποδεκτή και συγκλίνουσα θέση, ότι τα θύματα των σεξουαλικών επιθέσεων βιώνουν μια πληθώρα ψυχολογικών μετατραυματικών εμπειριών που αναμφίβολα επηρεάζουν και την δυνατότητα τους να υποβάλουν άμεσα το παράπονο τους, αλλά και τη δυνατότητα τους να λειτουργούν και να αντιδρούν πάντοτε κατά τρόπο που εκλογικευμένα θα θεωρείτο αναμενόμενος. Τα πιο πάνω αναφέρονται και εξηγούνται με επάρκεια και στο σύγγραμμα του Andrew Ashworth: "Principles of Criminal Law" 3η έκδ. σελ. 368-372.
Τέθηκε στο διάγραμμα, αλλά και κατά την προφορική αγόρευση του κ. Ευσταθίου, ότι τα επεισόδια δεν θα μπορούσαν εν πάση περιπτώσει να θεωρηθούν ως άσεμνες επιθέσεις δεχόμενος όμως ότι ήταν λανθασμένες οι ενέργειες του εφεσείοντα. ΄Ηταν απλώς θωπείες, γαργαλίσματα και τσιμπήματα στα πλαίσια μια φιλικής προσέγγισης των παιδιών από τον εφεσείοντα. Πρωτοδίκως το θέμα προσεγγίστηκε με ορθή αναφορά στη νομολογία, ως προς το ποια πράξη συνιστά επίθεση και πώς αυτή διαφοροποιείται για να αποκτήσει άσεμνη διάσταση. Θεωρήθηκε αυτονόητη η κατάταξη των όσων καταλογίστηκαν στον εφεσείοντα ως ασέμνων επιθέσεων, ενόψει του τρόπου, του τόπου και του χώρου που άγγιζε τα παιδιά. Σαφώς οι ίδιοι οι παραπονούμενοι εκδήλωσαν τη δυσφορία τους έναντι των ενεργειών του δασκάλου τους. Ο Π.Κ. είπε στις σελ. 12-13 των πρακτικών, ότι ένιωθε διαφορετικά όταν τον εγαργαλούσε ο εφεσείων και πείραζε το πόδι του, κατά τρόπο που δεν έκαμναν οι γονείς του. Στις σελ. 15 και 25 ανέφερε ρητά ότι δεν του άρεσε και ενοχλείτο, ο εφεσείων δε τους έλεγε να μην το αναφέρουν στους γονείς τους διότι ό,τι έκαναν ήταν παιγνίδια. Όμως, ο Π.Κ. δεν το θεωρούσε παιγνίδι (σελ. 28) και έσπρωχνε το χέρι του δασκάλου μακριά. Προς την ίδια κατεύθυνση ήταν και η μαρτυρία του Α.Μ. (σελ,. 53, 65) ενώ φοβόταν να αποκαλύψει εύκολα την αλήθεια (σελ. 58).
Οι ενέργειες του εφεσείοντα ορμώντο από άσεμνη προδιάθεση χωρίς να υπάρχει συγκατάθεση από τους ανήλικους. (Glanville Williams: "Textbook of Criminal Law σελ. 187-192). Οι ενέργειες εδώ του εφεσείοντα προσομοιάζουν αυτές στην υπόθεση R. v. Shore - πιο πάνω - όπου ο εκεί εφεσείων προώθησε παρόμοια υπεράσπιση και όπως και εδώ, δέχθηκε δε κάποιες από τις επαφές που είχε με τα παιδιά, προσδίδοντας όμως άλλη διάσταση σ΄ αυτές. Το Αγγλικό Εφετείο έκρινε ορθή την καταδίκη του, αλλά και την αποδοχή άλλης μαρτυρίας από άλλα παιδιά, που έδειχνε τη συστηματική παρενόχληση των παιδιών από το διευθυντή τους.
Όσον αφορά το γεγονός ότι το Δικαστήριο στη σελ. 298 των πρακτικών για σκοπούς πληρότητας και μόνο, ως ανέφερε, και κατά επιγραμματικό τρόπο, προχώρησε να καταγράψει τη θέση του ότι ο αυθόρμητες αναφορές του Π.Κ. προς την αδελφή του και το παράπονο του Α.Μ. προς τον πατέρα του, δύο ημέρες μετά την επιστροφή του από την κατασκηνωτική εκδρομή, μπορούσαν να θεωρηθούν ως ενισχυτική μαρτυρία, αυτό δεν αλλοιώνει ποσώς την σαφέστατη, όπως ήδη αναφέρθηκε, θέση του περί της μαρτυρίας των ίδιων των ανηλίκων. Έχει επιδοκιμαστεί από τη νομολογία, ότι η αναζήτηση τέτοιας πιθανής, αχρείαστης ενδεχομένως, ενισχυτικής μαρτυρίας δεν συνεπάγεται την ύπαρξη εγγενών ή ενδόμυχων αμφιβολιών στη σκέψη του Δικαστηρίου. (Καϊλής ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 251, 261).
Η μη αποδοχή από το Δικαστήριο της θέσης του Α.Μ. ότι έλαβε χώρα επεισόδιο άσεμνης επίθεσης όταν βρίσκονταν σε λεωφορείο προς το ξενοδοχείο «Βερεγγάρια» στον Πρόδρομο, διότι δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ως έδειξε η ευρύτερη μαρτυρία λεωφορεία για τη συγκεκριμένη επίσκεψη, δεν διαφοροποιεί την κρίση του Δικαστηρίου ως προς τους λόγους αποδοχής της μαρτυρίας των ανηλίκων. Αυτό γιατί το συγκεκριμένο επεισόδιο στο οποίο αναφέρθηκε ο Α.Μ. και το οποίο δεν δέχθηκε το Δικαστήριο στη σελ. 286 των πρακτικών, δεν αποτέλεσε, ως άφησε να νοηθεί ο συνήγορος, αντικείμενο κατηγορίας ενώπιον του Δικαστηρίου. Η προσεκτική ανάγνωση των πρακτικών και της εξέλιξης των διαφόρων επεισοδίων σε σχέση με το ανήλικο Α.Μ., αποκαλύπτει ότι επρόκειτο για ένα άλλο επεισόδιο ασύνδετο με την 11η κατηγορία, όπως ορθά υπέδειξε και η κα Κυθραιώτου, κατά την ενώπιον του Εφετείου αγόρευση της. Από την ανάγνωση της απόφασης και τη μελέτη των πρακτικών προκύπτει αβίαστα ότι η 11η κατηγορία αφορούσε το εύρημα ότι ο εφεσείων τον Οκτώβριο του 2005 και ενώ βρισκόταν σε λεωφορείο στα πλαίσια εκδρομής στον Πρόδρομο, όπως παρουσιάζεται και από την κατάθεση του στην Αστυνομία, Τεκμ. «7», είχε ασέμνως επιτεθεί εναντίον του Α.Μ. Το επεισόδιο που δεν εδέχθη το Δικαστήριο ως ανταποκρινόμενο στην αλήθεια, ανάγεται σε άλλη εκδρομή, όπως φανερώνεται από τις σελ. 49 και 65 των πρακτικών. Από την προσεκτική ανάγνωση της μαρτυρίας του ανηλίκου κατά την αντεξέταση, στην τελευταία αυτή σελίδα, προκύπτει διαχωρισμός των δύο επεισοδίων. Δηλαδή, η κατηγορία 11η αναφέρεται σε επεισόδιο άσεμνης επίθεσης εντός λεωφορείου προς τον Πρόδρομο και όχι σε επεισόδιο που έλαβε χώραν σε εκδρομή με λεωφορείο προς το «Βερεγγάρια». Είναι γι΄ αυτό που ο ανήλικος Α.Μ. στη μαρτυρία του στη σελ. 65, αναφέρει ότι σε κάποια φάση πήγαν περπατητοί προς το «Βερεγγάρια» και όχι με λεωφορείο. Ορθά λοιπόν το Δικαστήριο προχώρησε να καταδικάσει τον εφεσείοντα και στις τρεις κατηγορίες που αντιμετώπιζε σε σχέση με τον Α.Μ. και δεν υπέπεσε σε οποιοδήποτε σχετικό λάθος. Ούτε και βεβαίως, έχοντας υπόψη την ηλικία του Α.Μ., τα όσα ο ίδιος ανέφερε περί μη καλής ενθύμησης συγκεκριμένων γεγονότων (σελ. 65 των πρακτικών), αλλά και τη φυσιολογική προς τούτο απώθηση της μνήμης όπως εξήγησε η Παραδεισιώτη, και έγινε δεκτό από το Δικαστήριο στις σελ. 286-287, η απόρριψη από το Δικαστήριο του συγκεκριμένου επεισοδίου, δεν μπορούσε να οδηγήσει στο αναπόδραστο συμπέρασμα καταβαράθρωσης όλης της υπόλοιπης μαρτυρίας του Α.Μ. Εφαρμογή έχουν εδώ τα όσα ειπώθηκαν στην Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - σε σχέση με την πιθανότητα σύγχυσης ημερομηνιών και χώρων, από το δεχόμενο τη σεξουαλική παρενόχληση ανήλικο άτομο.
(iii) Η εσφαλμένη προσέγγιση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων (Τρίτος Λόγος Έφεσης)
Η εισήγηση εδώ ήταν ότι παρά το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέγραψε τις αρχές στη βάση των οποίων εξετάζεται η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων, εν τούτοις τις εφάρμοσε λανθασμένα, αποδεχόμενο τη μαρτυρία αυτή συλλήβδην, αβασάνιστα και αναιτιολόγητα, χωρίς το ίδιο να προβεί στη δική του αξιολόγηση σε συνάρτηση με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Περαιτέρω, είναι η θέση του εφεσείοντα ότι ουσιαστικά οι εμπειρογνώμονες άσκησαν ανακριτικά καθήκοντα εφόσον είχαν συναντηθεί με τα δύο ανήλικα πρόσωπα, διαμορφώνοντας τις απόψεις τους σε σχετικές επιστολές που απέστειλαν στον Αρχηγό της Αστυνομίας με κοινοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα, τη Διευθύντρια Κοινωνικών Υπηρεσιών και το Διευθυντή Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας.
Όπως προαναφέρθηκε, η Άννα Παραδεισιώτη κατήρτισε το Τεκμ. «12» στο οποίο κατέγραψε τα συμπεράσματα της από τις δύο συνεδρίες που είχε με τον Α.Μ. στις 3.8.06 και 10.8.06, καθώς και από τη συνεδρία που είχε με τους γονείς του στις 31.8.06. Στην πρότελευταια παράγραφο, η Παραδεισιώτη σημείωσε ότι από την κλινική εξέταση αλλά και το ιστορικό που είχε, ο συγκεκριμένος ανήλικος δεν είχε παρουσιάσει στο παρελθόν, αλλά ούτε και κατά τον επίδικο χρόνο, οποιαδήποτε οργανωμένη παιδοψυχιατρική δυσκολία ή στοιχεία δυσφορίας του φύλου, η δε συναισθηματική του κατάσταση συνήδε με το περιεχόμενο των αναφορών του σε σχέση με τα τρία επεισόδια άσεμνης επίθεσης από τον εφεσείοντα. Χαρακτήρισε το παιδί ως άτομο με φυσιολογική νοημοσύνη, αρκετή κοινωνικότητα, συγκροτημένη προσωπικότητα και καλές σχολικές επιδόσεις και υγιείς δραστηριότητες. Από την άλλη η Παντελίτσα Μαυροκωνσταντή, κατήρτισε το Τεκμ. «13» σε σχέση με τον ανήλικο Π.Κ. αφού είχε δύο ατομικές συναντήσεις μαζί του, αλλά και με τους γονείς του. Αφού κατέγραψε τα αναφερθέντα από τον παραπονούμενο, το συμπέρασμα της ήταν ότι ο συγκεκριμένος ανήλικος ήταν ένα παιδί με φυσιολογικό νοητικό επίπεδο και αντίληψη, κοινωνικός, καλός μαθητής χωρίς προβλήματα συμπεριφοράς ή δυσφορία του φύλου. Η συναισθηματική του κατάσταση ανταποκρινόταν στο περιεχόμενο των συμπεριφορών του, ενώ αναφερόταν σε σταθερά επεισόδια παρενόχλησης από τον εφεσείοντα.
Αμφότερες οι εμπειρογνώμονες κλήθηκαν από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής να επεκταθούν στο περιεχόμενο των αντιστοίχων εκθέσεων τους και να δώσουν την εμπειρογνωμοσύνη τους σε σχέση με την όλη συμπεριφορά των ανηλίκων. Υπέστησαν εκτεταμένη αντεξέταση, κατά την οποία εξήγησαν περαιτέρω τη μαρτυρία τους με τη δεδομένη επιστημονική τους κατάρτιση. Έχει κατά κόρον αναφερθεί στη νομολογία, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων και ο ρόλος και η προσέγγιση του Δικαστηρίου. Πολύ ορθά πρωτοδίκως έγινε υπόμνηση των σχετικών αυθεντιών, με προεξάρχοντα τον κανόνα ότι είναι το Δικαστήριο που στο τέλος της ημέρας καταλήγει στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα, έχοντας υπόψη όμως και τη γνώμη που προσφέρεται από τον εμπειρογνώμονα, χωρίς να είναι και αναγκαίο να την αποδεχθεί. (Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, Ψάλτης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 113, Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612 και Χριστοφίδης ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 25). Δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε ρωγμή στη σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχθεί τη μαρτυρία τους, κατέγραψε δε το λόγο γι΄ αυτό στις σελ. 281-282 των πρακτικών (μέρος της απόφασης του Δικαστηρίου), η δε επίκριση ότι το Δικαστήριο αποδέχθηκε αβίαστα και χωρίς δική του αυτόνομη κρίση τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων, είναι άδικη.
Σαφώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτός από την επιστημονική κατάρτιση των εμπειρογνωμόνων, έλαβε υπόψη επίσης ότι αυτές με «σαφήνεια, πληρότητα και θετικότητα» μετέφεραν τις επισημάνσεις τους, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μπορεί να ελέγξει τη γνώμη τους, αλλά και να διαμορφώσει τη δική του αντίληψη για το ζητούμενο. Το ότι το Δικαστήριο στη σελ. 265, (σελ. 13 της απόφασης), ανέφερε, σε σχέση με την Παραδεισιώτη, ότι το συμπέρασμα της ήταν ότι τα ισχυρίζομενα από τον Α.Μ. θα μπορούσαν να είναι αλήθεια, ήταν απλά η λεκτική αναδιατύπωση του Δικαστηρίου, στα όσα η μάρτυς ανέφερε στη σελ. 121 της μαρτυρίας της, ότι δηλαδή είχε οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι πολύ πιθανόν τα όσα της αναφέρθηκαν να ήταν αλήθεια, με αποτέλεσμα να έχρηζαν περαιτέρω διερεύνησης από την αστυνομία. Και σαφώς δεν εξάγεται συμπέρασμα υποκατάστασης του ανακριτικού έργου της αστυνομίας ή ότι άσκησαν ευρύτερα ανακριτικά καθήκοντα, εφόσον εναπόκειτο στις ίδιες, μετά που κλήθηκαν προς τούτο από τις αστυνομικές αρχές, να εξετάσουν τους ανήλικους με γνώμονα τη διαπίστωση κατά πόσο οι ανήλικοι είχαν οποιοδήποτε ψυχιατρικό ή άλλο πρόβλημα, που πιθανόν να τους οδηγούσε σε υποβολιμιαίες καταγγελίες εναντίον του εφεσείοντα. Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του όλη την πιο πάνω ένορκη μαρτυρία τους και θα μπορούσε, είτε να την αποδεχθεί εν όλω ή εν μέρει, ή, να την απορρίψει, όπως είχε γίνει στην υπόθεση Χριστοφίδης (ανωτέρω).
(iv) Η εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της υπεράσπισης (Πέμπτος Λόγος Έφεσης)
Η εισήγηση ότι το Δικαστήριο έσφαλε στη μη αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης και ιδιαίτερα της Δήμητρας Γρηγορίου, Μ.Υ. 1, δεν είναι αποδεκτή για τους εξής λόγους. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει επί μακρόν τους μάρτυρες υπεράσπισης ενώ κατέθεταν ενώπιον του και διαπίστωσε την ποιότητα της μαρτυρίας τους. Δεν ευσταθεί η παρατήρηση του κ. Ευσταθίου ότι υπήρχε διάσταση στη θέση του Δικαστηρίου, ότι παρά το γεγονός ότι η Γρηγορίου δεν ορμάτο από αλλότρια κίνητρα, ενόψει της συγγένειας της με τον εφεσείοντα, κατέληξε σε εύρημα ότι η μάρτυς είχε παρουσιαστεί με σκοπό να βοηθήσει τον εφεσείοντα. Εκείνο το οποίο το Δικαστήριο στη σελ. 281 των πρακτικών κατέγραψε ήταν το αυτονόητο, ότι το γεγονός ότι ο σύζυγος της μάρτυρας αυτής ήταν δεύτερος εξάδελφος του εφεσείοντα, δεν θα μπορούσε από μόνο του να αποδώσει σ΄ αυτήν ύποπτα κίνητρα ιδιαίτερα εφόσον, όπως και η ίδια ανέφερε, δεν είχε οποιαδήποτε προσωπική σχέση μαζί του μέχρι που συνεργάστηκαν στο ίδιο σχολείο. Όμως, στην πορεία της μαρτυρίας της, το Δικαστήριο για τους λόγους που πολύ ευκρινώς κατέγραψε, θεώρησε ότι η μαρτυρία της ήταν στοχευμένη στο να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του εφεσείοντα και όχι την ανάδυση της αλήθειας εφόσον ήταν πλήρως ενημερωμένη για τα συμβάντα, επιμένοντας ως προς ότι μια και μοναδική φορά ο Π.Κ. είχε μεταβεί στο γραφείο των δασκάλων για να βοηθηθεί από τον εφεσείοντα, αλλά και στο ότι συνέπιπταν εκφράσεις που χρησιμοποίησε στη μαρτυρία της, με αυτές του εφεσείοντα για να περιγράψουν το συναισθηματικό κόσμο του Α.Μ. Το Δικαστήριο όμως εύλογα σημείωσε, απορρίπτοντας τη μαρτυρία της, τη σταδιακή διαφοροποίηση της θέσης της ως προς τα ως άνω, δεχόμενη ότι δεν θα μπορούσε να γνώριζε αν ο Π.Κ. είχε μεταβεί και άλλες φορές στο γραφείο των δασκάλων, (σελ. 214 και 222-223 των πρακτικών), αλλά και σε σχέση με το επεισόδιο στο λεωφορείο που μετέφερε το σχολείο στα πλαίσια παρακολούθησης συναυλίας, δέχθηκε εν τέλει ότι δεν θα ήταν δυνατό να είχε πλήρη αντίληψη των όσων συνέβαιναν εντός αυτού ανά πάσα στιγμή. Προσεκτική ανάγνωση της μαρτυρίας της, αποκαλύπτει ότι δικαίως το Δικαστήριο θεώρησε ότι η μάρτυς ήθελε να βοηθήσει τον εφεσείοντα. Πολλές απαντήσεις της μάρτυρος κατά την αντεξέταση παρέπεμπαν σε συμπεράσματα με τη δική της λογική, και όχι σε γεγονότα που είδε ή έζησε.
Το Δικαστήριο ίσως αχρείαστα σημείωσε για τη Γρηγορίου, αλλά και για τις άλλες δύο μάρτυρες υπεράσπισης, ότι ήσαν ειλικρινείς στη θέση τους ότι οι ίδιες δεν είχαν αντιληφθεί να λαμβάνει χώραν οποιοδήποτε επεισόδιο στο λεωφορείο, προφανώς στα πλαίσια της προσπάθειας του να αξιολογήσει ενδελεχώς τη μαρτυρία τους, με την καταγραφή των σημείων εκείνων που από τη μαρτυρία φάνηκαν ως ειλικρινείς τοποθετήσεις. Αυτό δεν εξυπακούει ότι η υπόλοιπη μαρτυρία τους έπρεπε να γίνει δεκτή. Άλλωστε, η Χρυστάλλα Μηνά, Μ.Υ. 2, δέχθηκε στη μαρτυρία της ότι είχε αντιληφθεί τον εφεσείοντα να κάθεται σε κάποιο στάδιο δίπλα από ένα μαθητή στο λεωφορείο (σελ. 230 και 234 των πρακτικών). Παρόμοια, κρίνεται ότι δεν συνιστά αντίφαση ή ανακολουθία στην πρωτόδικη σκέψη, η καταγραφή στη σελ. 291 των πρακτικών, ότι η Γρηγορίου ήταν πλήρως ενήμερη με υπαινιγμό, ως εισηγήθηκε ο κ. Ευσταθίου, ότι είχε ενημερωθεί από τον εφεσείοντα, ενώ στη σελ. 109 των πρακτικών, κατά την κύρια εξέταση του πατέρα του Α.Μ., αυτός ανέφερε ότι η Γρηγορίου είχε επικοινωνία μαζί του και ερωτούσε για την όλη υπόθεση. Αυτό και αν ακόμη μπορούσε να εκληφθεί ότι ο πατέρας είχε ενημερώσει την Γρηγορίου, δεν θα ήταν δυνατόν να αποκλείσει την πληροφόρηση της και από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Εκείνο που σαφώς το Δικαστήριο εντόπισε, ήταν ότι η Γρηγορίου είχε ενημερωθεί σφαιρικά για το ζήτημα, με διάχυτη την εντύπωση ότι η παρουσία της εκεί σκοπό είχε να επιβεβαιώσει και να ενισχύσει τις θέσεις του εφεσείοντα.
Κατάληξη
Ενόψει όλων των πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται πεδίο για επέμβαση στην πρωτόδικη κρίση η οποία κρίνεται καθόλα ορθή. Η έφεση επί της καταδίκης απορρίπτεται.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΘ