ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 706
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 120/2007)
4 Νοεμβρίου 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΑΝΤΡΕΑΣ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ,
Εφεσείων,
- ν. -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
---------------------------
Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Αναστασίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
-----------------------------
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση
του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού σε διάφορες συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, οι υψηλότερες των οποίων ήταν οι ποινές των 10 και 8 ετών, στην 6η και 8η κατηγορία αντίστοιχα. Ο εφεσείων αντιμετώπισε 10 συνολικά κατηγορίες για αδικήματα που σχετίζονταν με ναρκωτικές ουσίες, αλλά και την κατοχή πυροβόλων και μη όπλων, εκρηκτικών υλών και φυσιγγίων. Παραδέχθηκε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας τις κατηγορίες 1-4, 9 και 10, η δε διαδικασία προχώρησε για τις υπόλοιπες κατηγορίες, ήτοι, την 5η, 6η, 7η και 8η. Αυτές αφορούσαν την κατοχή ελεγχόμενων φαρμάκων τάξης Β΄ με σκοπό και την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο για 1.180,6 γρ. κάνναβης (κατηγορίες 5 και 6) και 484 γρ. κάνναβης από τα οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη (κατηγορίες 7 και 8).
Το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε πλήρως την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής όπως αυτή παρουσιάστηκε μέσα από τους δέκα μάρτυρες κατηγορίας και απέρριψε εξ ολοκλήρου τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων υπεράσπισης, ήτοι, της πεθεράς του εφεσείοντος και του φωτογράφου Χαράλαμπου Λουκαΐδη. Ο ίδιος ο εφεσείων επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση. Όλα τα βέλη του συνηγόρου υπεράσπισης κατά την έφεση στόχευσαν την κατ΄ ισχυρισμόν πλημμελή αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, την ανεδαφική και λανθασμένη προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιολόγηση επί μέρους ουσιωδών μαρτύρων κατηγορίας, την παραγνώριση ουσιωδών αντιφάσεων των μαρτύρων αυτών και την εκ μέρους του Κακουργιοδικείου λανθασμένη υπαγωγή των γεγονότων στο ορθό νομικό πλαίσιο της υπόθεσης. Αλλά, θεωρήθηκε παντελώς λανθασμένη και η απόρριψη της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης, λόγω της εκ προοιμίου συλλήβδην αποδοχής των μαρτύρων κατηγορίας.
Συνοπτικά τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταδίκη του εφεσείοντος έχουν ως εξής: Το σπίτι του στην οδό Κιλκίς 3 στην Ομόνοια Λεμεσού, τέθηκε στις 14.3.06 υπό παρακολούθηση από μέλη της ΥΚΑΝ. Υπεύθυνος της όλης επιχείρησης ήταν ο Αν. Λοχίας 1627 Κυπριανός Μούζουρος, Μ.Κ. 6, ο οποίος είχε την προηγούμενη ημέρα μεταβεί στην περιοχή για εντοπισμό του σπιτιού. Η ανάγκη της παρακολούθησης προέκυψε μετά από πληροφορία ότι ο εφεσείων είχε στην κατοχή του ναρκωτικές ουσίες τις οποίες και διακινούσε. Είναι αναγκαίο, σ΄ αυτό το πρωταρχικό στάδιο, να καταγραφεί, έστω λεκτικά, η μορφολογία του σπιτιού και της ευρύτερης περιοχής για να είναι εύκολη η παρακολούθηση των επιχειρημάτων του συνηγόρου του εφεσείοντος. Όπως προκύπτει από τη δοθείσα μαρτυρία, αλλά ευκρινέστερα και πλέον παραστατικά από τις φωτογραφίες που κατατέθηκαν ως μέρος των παραδεκτών γεγονότων στις 13.2.07 και σημειώθηκαν ως Τεκμ. 1 και 2, το σπίτι αποτελείτο στην ουσία από ισόγειο και ανώγειο κατοικία. Στην ισόγειο κατοικία διέμενε ο εφεσείων με την οικογένεια του, στη δε ανώγειο η πεθερά του Θεοδώρα Σιμιλλίδου, Μ.Υ. 1. Η είσοδος του ισόγειου σπιτιού βρίσκεται στην αριστερή πλευρά όπου μετά από ορισμένα σκαλοπάτια ανεβαίνει κάποιος σε μια στενόμακρη και μικρή εξωτερική βεράντα έχοντας απέναντι του την εξώθυρα. Η είσοδος του ανώγειου σπιτιού βρίσκεται παραπλεύρως στη δεξιά πλευρά της βεράντας, η οποία είναι υπερυψωμένη σε σχέση με την είσοδο του ανωγείου που εφάπτεται με το πεζοδρόμιο. Μετά από μια μικρή καγκελόπορτα, ένα στενό πλακόστρωτο δάπεδο και δύο σκαλοπάτια, υπάρχει η εξώθυρα που οδηγεί στο ανώγειο. Η εξώθυρα αυτή ανοίγει προς τα μέσα δεξιόστροφα, αμέσως δε είναι τοποθετημένη μια πετρόκτιση σκάλα σε δύο υψομετρικά επίπεδα. Μετά από τα επτά πρώτα σκαλοπάτια που βρίσκονται στην αριστερά πλευρά της εισόδου, η σκάλα γυρίζει συνεχίζοντας προς τα άνω. Στην είσοδο, επομένως, σχηματίζεται ένας άδειος χώρος που χρησιμοποιείται, ως έδειξε η μαρτυρία, ως αποθηκευτικός χώρος, κάτω δηλαδή από το δεύτερο ανυψωμένο επίπεδο σκαλοπατιών και πίσω και προς τα μέσα του πρώτου επιπέδου σκαλοπατιών. Απέναντι από το σπίτι και μετά τον έμπροσθεν δρόμο, υπάρχει ανοικτό χωράφι όπου ήταν τοποθετημένα δύο εμπορευματοκιβώτια, ένα χρώματος κίτρινου με γειτνίαση το δρόμο και ένα άσπρου χρώματος και μεγαλύτερο σε μέγεθος πίσω από το κίτρινο. Τα εμπορευματοκιβώτια ήταν τοποθετημένα κατά μήκος, το κίτρινο γειτνίαζε με παρακείμενο τοίχο διπλανού σπιτιού, το δε άσπρο εξείχε, πάντοτε κατά μήκος, του κίτρινου και καταλάμβανε, εντός του χωραφιού, σχεδόν διπλάσια έκταση από αυτό. Έμπροσθεν του κίτρινου εμπορευματοκιβώτιου και συνεπώς εφαπτόμενο με το δρόμο της οδού Κιλκίς, βρισκόταν σύμφωνα με τις φωτογραφίες 25 και 26 του Τεκμ. 2, ένα ημιφορτηγό όχημα μπλε χρώματος, που χρησιμοποιούσε ο εφεσείων για τις εργασίες του.
Η παρακολούθηση του σπιτιού έγινε από κατάλληλο στατικό χώρο στο απέναντι χωράφι από τον αστυφ. αρ. 2632 Ξενάκη Κόμπο, Μ.Κ. 3, ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί κατά τρόπο που δεν ήταν ορατός από το δρόμο, διατηρώντας όμως από απόσταση περίπου 20 μέτρων οπτική επαφή με την πρόσοψη του σπιτιού. Εξήγησε πλειστάκις στη μαρτυρία του και ιδιαιτέρως κατά την αντεξέταση του, ότι «στατικό σημείο», δεν σήμαινε την παραμονή του σ΄ ένα και μόνο σημείο, αλλά τον ευρύτερο χώρο του απέναντι του σπιτιού χωραφιού πίσω και πλάγια των εμπορευματοκιβωτίων. Μετακινείτο, μάλιστα, συνεχώς ώστε να έχει την καλύτερη δυνατή οπτική επαφή χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τους ενοίκους του απέναντι σπιτιού. Στις 16.00 ώρα ο Κόμπος αντιλήφθηκε ένα όχημα μάρκας Toyota Selica με αρ. εγγρ. ΗΤΑ 548, να σταθμεύει έξω από το σπίτι, ο δε οδηγός του, που ήταν και το μόνο άτομο που επέβαινε σε αυτό, αφού κατέβηκε προχώρησε προς την μισάνοικτη κύρια είσοδο του ισογείου, εισερχόμενος δε εντός της οικίας, έκλεισε την πόρτα. Μετά δεκαπέντε περίπου λεπτά ο οδηγός, ο οποίος αργότερα ανεκόπη από άλλα αστυνομικά όργανα και ανεγνωρίσθη ως ο Σκεύος Προδρόμου, ο οποίος και διώχθηκε ποινικώς σε άλλη υπόθεση, εξήλθε από την κύρια είσοδο κρατώντας στο δεξί του χέρι μια νάϋλο μπλε τσάντα και αναχώρησε με το όχημα του. Στη συνέχεια, ο εφεσείων άνοιξε την κύρια είσοδο του ισογείου μιλώντας στο κινητό τηλέφωνο του, μπαινοβγαίνοντας στο σπίτι. Ο Κόμπος είδε τον εφεσείοντα να εξέρχεται μετέπειτα της κυρίας εισόδου κρατώντας και με τα δύο του τα χέρια έμπροσθεν του στήθους του κατά τρόπο που σε ένα τρίτο θα δινόταν η εύλογη εντύπωση ότι μετέφερε κάτι πολύτιμο μια μαύρη νάϋλον σακούλα σκουπιδιών, και αφού προχώρησε μπροστά από το πεζοδρόμιο του σπιτιού του, εισήλθε στην παράπλευρη είσοδο της ανωγείου κατοικίας αφήνοντας την εξώθυρα ανοικτή. Τον είδε να σκύβει και να εξέρχεται χωρίς να κρατά ο,τιδήποτε στα χέρια του, για να εισέλθει στη συνέχεια στο δικό του σπίτι στο ισόγειο, αφήνοντας την εξώθυρα μισάνοικτη. Μετά την ανακοπή του Σκεύου Προδρόμου στις 16.40 ώρα, ο Μούζουρος με άλλους αστυνομικούς, μετέβηκαν στο ισόγειο όπου διέμενε ο εφεσείων για έλεγχο, έχοντας εξασφαλίσει δικαστικό ένταλμα το πρωΐ της 14.3.06 ώρα 11.40 (Τεκμ. «19»), στην παρουσία του δε έγινε έρευνα των δωματίων όπου βρέθηκε ένα σακούλι πρασίνου χρώματος με ξηρή φυτική ρητίνη κάνναβης. Στην εξωτερική πίσω αυλή βρέθηκαν ένα πιστόλι έμφορτο με έξι σφαίρες και ένας σιγαστήρας πιστολιού. Με άλλο δικαστικό ένταλμα που εκδόθηκε την ίδια ημέρα και ώρα 18.20 (Τεκμ. «20»), ερευνήθηκε και η κατοικία της πεθεράς του στην παρουσία της ιδίας και του εφεσείοντος, όπου την 18.45 ώρα ανευρέθη κάτω από την εσωτερική σκάλα που οδηγεί στην ανώγειο κατοικία, ένα μαύρο σακούλι σκουπιδιών μέσα στο οποίο υπήρχε μεγάλη ποσότητα ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης σφραγισμένη σε διαφανή αεροστεγή πλαστική συσκευασία. Στο ίδιο σακούλι βρέθηκε άλλο καφέ σακούλι σκουπιδιών με ξηρή φυτική ύλη κάνναβης. Ο εφεσείων απάντησε ότι δεν είχε ιδέα όταν του επεστήθη η προσοχή. Στις 15.3.06 μεταξύ των ωρών 00.30-01.25 λήφθηκε ανακριτική κατάθεση απ΄ αυτόν (Τεκμ. «30»), στην οποία ο εφεσείων σε σχεδόν όλες τις υποβληθείσες ερωτήσεις, πλην δύο, αντέδρασε με τη φράση «δεν απαντώ». Συνελήφθη την ίδια ημέρα και ώρα 02:00 με δικαστικό ένταλμα (Τεκμ. «34»).
Τα πιο πάνω σε ό,τι αφορά την έρευνα και ανεύρεση των διαφόρων αντικειμένων που αποτέλεσαν το κατηγορητήριο κατατέθηκαν και ως παραδεκτά γεγονότα κατά τη δεύτερη ημέρα της ακροαματικής διαδικασίας. Αποτέλεσαν επίσης παραδεκτά γεγονότα το ότι στην πλαστική συσκευασία υπήρχε κάνναβης, από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη, βάρους 990.5 γρ., καθώς επίσης ότι στο καφέ σακούλι σκουπιδιών υπήρχε άλλη ποσότητα κάνναβης βάρους 190.1 γρ., από την οποία και δεν είχε εξαχθεί επίσης η ρητίνη. Το σύνολο της κάνναβης που ανευρέθη εντός του μαύρου σακουλιού ήταν 1.180,6 γρ. που αποτέλεσε και το αντικείμενο της 5ης και 6ης κατηγορίας για κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια της ουσίας αντίστοιχα. Επίσης ότι από το πάτωμα της οπίσθιας βεράντας οικίας της οδού Τσακάλοφ 17, όπου άφησε διάφορα αντικείμενα ο Σκεύος Προδρόμου, ανεσύρθη ένα μπλε σακούλι με την επιγραφή «Festival Shoes Emporio», μέσα στο οποίο υπήρχε μια πράσινη πετσέτα εντός της οποίας υπήρχε διαφανές σακούλι το οποίο περιείχε κάνναβη βάρους 484 γρ. και από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη. Αυτή η ποσότητα αποτέλεσε το αντικείμενο των κατηγοριών 7 και 8 για κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια της αντίστοιχα.
Όπως λέχθηκε και προηγουμένως, ο κ. Ευσταθίου με τρεις λόγους έφεσης, τους οποίους επιμελώς ανέπτυξε ενώπιον του Εφετείου, προσπάθησε να πείσει ότι η όλη αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο υπήρξε τόσο λανθασμένη ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή της καταδίκης. Οι λόγοι αυτοί θα εξεταστούν στη συνέχεια.
Πρώτος και Τρίτος Λόγος: Η παρατήρηση της σκηνής και οι αντιφάσεις στη μαρτυρία
Η εισήγηση του κ. Ευσταθίου εδώ ήταν ότι ο ουσιώδης μάρτυρας Ξ. Κόμπος, Μ.Κ. 3, ο οποίος παρατηρούσε το σπίτι του εφεσείοντος δεν θα ήταν δυνατό, όπως είχε τοποθετήσει τον εαυτό του πίσω από το συγκεκριμένο εμπορευματοκιβώτιο, να είχε οπτική επαφή της εξώθυρας που οδηγούσε στο ανώγειο και του εσωτερικού κλιμακοστασίου, ενώ υπήρξε ουσιώδης αντίφαση μεταξύ της δικής του θέσης ότι είχε δει τον εφεσείοντα να εξέρχεται της εισόδου κλείνοντας την πόρτα, ενώ η υπόλοιπη αστυνομική μαρτυρία ήταν ότι η πόρτα ήταν ανοικτή. Αλλά και περαιτέρω, ότι ο Κόμπος δεν ενημέρωνε ως προς το τι έβλεπε κατά τη διάρκεια της παρατήρησης του τον υπεύθυνο της επιχείρησης Κ. Μούζουρο, Μ.Κ. 6, ο οποίος δεν επιβεβαίωσε στη δική του μαρτυρία τα όσα ο Κόμπος ανέφερε ενόρκως.
Αρχίζοντας από το τελευταίο αυτό παράπονο, παρατηρείται ότι, όπως ορθά υπέδειξε και η κα Αναστασίου στο δικό της διάγραμμα σελ. 2, ουδέποτε τέθηκε στον Μούζουρο κατά την αντεξέταση του οποιαδήποτε σχετική ερώτηση. Αντίθετα στην κυρίως εξέταση, σελ. 95 των πρακτικών, ο Μούζουρος σαφώς ανέφερε, χωρίς να αντικρουστεί, ότι ο ίδιος ενημερωνόταν μέσω ασυρμάτου, αλλά και μέσω κινητού τηλεφώνου από τον Κόμπο, άμεσα και οτιδήποτε ήταν σημαντικό καταγραφόταν σε «πρόχειρη κόλλα» που είχε για να πιστοποιηθούν μετέπειτα οι ακριβείς ώρες των διαφόρων πτυχών του όλου εγχειρήματος. Όντως, ο Μούζουρος ανέφερε κατά την κύρια εξέταση του ότι είχε ειδοποιήσει τον Κόμπο μόλις βρέθηκαν τα ναρκωτικά στην επιχείρηση ανακοπής του Σκεύου Προδρόμου, στην οποία έλαβε μέρος, για το συμβάν και να έχει «τα μάτια του δεκατέσσερα», αν έβλεπε οποιαδήποτε άλλη κίνηση. Δεν αντεξετάστηκε ούτε επ΄ αυτού, ούτε επί οποιουδήποτε άλλου σχετικού σημείου περί της μεταξύ τους πληροφόρησης και σαφώς δεν εξάγεται ανακολουθία στη μαρτυρία, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος. Ο Μούζουρος αντεξετάστηκε σε σχέση με το ένταλμα έρευνας του ισόγειου σπιτιού, για τον εντοπισμό του σπιτιού για σκοπούς παρακολούθησης, την είσοδο στο σπίτι του εφεσείοντος, κατά πόσο είχε έρθει εκείνη τη δεδομένη στιγμή η κόρη του εφεσείοντος και αν υπήρχε ή όχι σκύλος-φύλακας. Μάλιστα, σε απάντηση του ο Μούζουρος στη σελίδα 105 των πρακτικών, σαφέστατα είπε ότι ο Κόμπος του είχε αναφέρει ότι είχαν γίνει «κάποια πράγματα» και έπρεπε να επιτηρείται το κλιμακοστάσιο του ανώγειου σπιτιού μέχρι να εκδιδόταν ένταλμα έρευνας και γι΄ αυτό το σπίτι. Αυτή η ρητή αναφορά δεν αμφισβητήθηκε ποσώς. Αλλά το ότι ο Κόμπος όντως ενημέρωνε τον Μούζουρο προκύπτει και από τη μαρτυρία του Χριστάκη Πογιατζή, Μ.Κ. 8, ο οποίος ήταν ο εξεταστής της υπόθεσης και ένα από τα οκτώ άτομα που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση και ήταν παρών κατά την έναρξη της έρευνας του ισόγειου σπιτιού του εφεσείοντος. Αντεξεταζόμενος ανέφερε στη σελ. 130, ότι είχε ενημερωθεί από τον Μούζουρο, ότι ο εφεσείων είχε θεαθεί «.. από αστυνομικό ο οποίος παρακολουθούσε την οικία του ..» (εννοούσε βεβαίως τον Κόμπο στον οποίο ο Μούζουρος ανέθεσε την οπτική παρακολούθηση του σπιτιού - σελ. 95 των πρακτικών), να εξέρχεται του σπιτιού κρατώντας νάϋλον σακούλι που το τοποθέτησε «.. κάτω από τη σκάλα της οικίας της πεθεράς του». Ούτε αυτή η μαρτυρία έτυχε αμφισβήτησης.
Σε σχέση με την οπτική παρατήρηση και τη δυνατότητα εντοπισμού των κινήσεων του εφεσείοντος από τον Κόμπο, η προσεκτική ανάγνωση των πρακτικών αποκαλύπτει δύο πράγματα: Πρώτον, ότι ο Κόμπος υπέστη εξαντλητική και λεπτομερή αντεξέταση στο ζήτημα. Δεύτερο, ότι η περιγραφική ικανότητα της όλης σκηνής και των σημείων παρακολούθησης από τον Κόμπο δεν ήταν η πλέον ευκρινής ή παραστατική. Όντως, είναι δύσκολη η λεκτική αναπαράσταση του τρόπου συνεχούς μετακίνησης του Κόμπου και προς τούτο εξαιρετική βοήθεια παρέχουν οι ίδιες οι φωτογραφίες Τεκμ. 1 και 2. Προκύπτουν τα ακόλουθα: Η μαρτυρία του Κόμπου ήταν σαφής ως προς το ότι μετακινείτο συνεχώς από μια απόσταση 20 περίπου μέτρων ώστε να έχει εύκολη οπτική πρόσβαση στο σπίτι, ιδιαιτέρως μετά την άφιξη εκεί του Σκεύου Προδρόμου και την κίνηση του ιδίου του εφεσείοντος. Αυτό συνάδει και με τη θέση του Μούζουρου ως προς την στατική παρακολούθηση όταν στη σελ. 101 των πρακτικών, απάντησε αντεξεταζόμενος, ότι του είχε δείξει πού να κρυφτεί, αλλά ξέρουν οι ίδιοι οι αστυνομικοί πώς να βρουν την κατάλληλη οπτική γωνία και τον τρόπο που θα είναι καλυμμένοι. Έχοντας εξετάσει τις θέσεις του κ. Ευσταθίου με ιδιαίτερη προσοχή και με αναφορά στις σχετικές φωτογραφίες τόσο της Κατηγορούσας Αρχής όσο και του φωτογράφου Λουκαΐδη, Μ.Υ. 2, κρίνεται ότι ορθά το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη μαρτυρία του Κόμπου. Δέχθηκε κατ΄ αρχάς ως αξιόπιστη τη γενικότερη κατάθεση του ως μάρτυρα που έκαμε εξαιρετική εντύπωση στο εδώλιο (σελ. 247 των πρακτικών), περιγράφοντας με αντικειμενικότητα και σαφήνεια τη βιωματική εμπειρία του. Αργότερα στις σελ. 250-1, αναφέρθηκε ειδικά στην εισήγηση περί αδυναμίας του Κόμπου να έχει ορατότητα και οπτικό έλεγχο, ιδιαίτερα μέσα στο κλιμακοστάσιο και τις εκεί κινήσεις του εφεσείοντος, εισήγηση που απέρριψε.
Παρόλο που το Κακουργιοδικείο θα μπορούσε να εξέταζε την εισήγηση με περισσότερη ενδελέχεια, και η καταγραφή του λόγου απόρριψης να ήταν πλέον λεπτομερής, εντούτοις η κατάληξη του ήταν σαφής, αλλά και αναπόφευκτη υπό τις περιστάσεις. Η αντεξέταση του Κόμπου καταλαμβάνει μεγάλη έκταση αρχίζοντας από τη σελ. 53 και τελειώνοντας στη σελ. 84 των πρακτικών. Ρωτήθηκε για κάθε πιθανή θέση που πήρε για να έχει οπτική επαφή και κυρίως αναγνωρισιμότητα του εδάφους και των προσώπων. Ρωτήθηκε να εξηγήσει την όλη κατάθεση του, Τεκμ. «32», που αποτέλεσε μέρος της κύριας εξέτασης του.
Αντιπαρατάχθηκε η μαρτυρία του με τις φωτογραφίες και υποβλήθηκε (όπως και κατ΄ έφεση), ότι ήταν, με απλά μαθηματικά, έχοντας υπόψη τις σχετικές αποστάσεις του σπιτιού από το απέναντι χωράφι, και τους κανόνες της φυσικής, αδύνατο να είχε οπτική επαφή κυρίως με το κλιμακοστάσιο και ότι αν είχε τέτοια επαφή, θα έπρεπε να γινόταν αντιληπτός από τους ενοίκους. Οι λεπτομέρειες της αντεξέτασης σε σχέση με τα πιο πάνω βρίσκονται στα πρακτικά και είναι αχρείαστο να μεταφερθούν εδώ. Ορισμένα όμως σημεία πιστοποιούν την εκδοχή του Κόμπου. Οι συχνές μετακινήσεις του ήταν στο επίκεντρο της κατάθεσης του. Όπως είπε (σελ. 59 των πρακτικών), βρισκόταν εκεί γύρω στις 3½ ώρες μέχρι τις 19.30 που έλαβε οδηγίες να φύγει εντελώς. Σ΄ όλο αυτό το χρονικό διάστημα μετακινήθηκε πάρα πολλές φορές, πηγαίνοντας από το κίτρινο εμπορευματοκιβώτιο στο άσπρο και μπροστά από αυτό, για να γυρίζει πίσω, όταν ήταν αναγκαίο, ιστάμενος ανάμεσα στη γωνιά που σχημάτιζαν τα δύο εμπορευματοκιβώτια, εισερχόμενος ακόμη και ελάχιστο (μισό μέτρο - σελ. 60), μεταξύ του ανοίγματος που υπήρχε ανάμεσα τους, προχωρώντας σκυφτός μπροστά προς τη θέση του οδηγού του γαλάζιου φορτηγού, κλπ. Εξήγησε ότι ουδέποτε έμεινε ουσιαστικά ακάλυπτος (σελ. 67), έστω και αν τοποθετούσε κατ΄ ανάγκην τον εαυτό τον εγγύτερα του δρόμου. Έθεσε ακόμη τον εαυτό του σε κάποιες μετακινήσεις του και πίσω από ένα παρακείμενο του άσπρου εμπορευματοκιβωτίου λεωφορείο, που ήταν κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης του σταθμευμένο στο χωράφι, αλλά δεν φαινόταν αργότερα στις φωτογραφίες 25 και 26 του Τεκμ. «2». Εκτός του ότι δεν του υποβλήθηκε ότι δεν υπήρχε τέτοιο λεωφορείο, η ύπαρξη του ήταν δυνατή, εφόσον και ο Μούζουρος στη σελ. 98, κατέθεσε ότι υπήρχαν στο χωράφι κατά την αναγνωριστική του επίσκεψη στις 13.3.06 διάφορα αυτοκίνητα λόγω του ότι «.. ήταν όπως Parking εκεί ..», ενώ παραπλήσια του σπιτιού υπήρχε και υπεραγορά για τους σκοπούς της οποίας πιθανόν να στάθμευαν εκεί διάφορα οχήματα.
Μετέπειτα, ο Κόμπος δεν είπε ποτέ ότι είχε εισέλθει ή μετακινηθεί εντός του ανοίγματος που σχημάτιζαν τα δύο εμπορευματοκιβώτια (σελ. 84), (από το οποίο εν πάση περιπτώσει θα ήταν αδύνατο να είχε ορατότητα), αλλά εκινείτο μόνο περιμετρικά και κοντά στο λεωφορείο. Παρεμβάλλεται, ότι όπως είναι παραδεκτό, το σπίτι στην εξωτερική του βεράντα, διέθετε και κάμερες παρακολούθησης, όπως φαίνονται στη φωτ. 1 του Τεκμ. «2», γεγονός που αντιλήφθηκε ο Κόμπος και ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός, προσπαθώντας να μην κάνει ο ίδιος κινήσεις που θα τον πρόδιδαν, μη γνωρίζοντας βεβαίως αν ήταν ή όχι σε λειτουργία.
Όσον αφορά την πτυχή κατά πόσο η εξώθυρα που οδηγούσε εντός του κλιμακοστασίου και στην ανώγεια κατοικία, ήταν ή όχι κλειστή, παρατηρείται ότι πράγματι υπήρξε διάσταση στη μαρτυρία, όπως ακριβώς υπέδειξε και ο κ. Ευσταθίου. Στη σελ. 51 κατά την κύρια εξέταση του ανέφερε ότι ο εφεσείων βγαίνοντας από την εξώθυρα του ανωγείου την τράβησε και έκλεισε, στη δε σελ. 81 κατά την αντεξέταση είπε ότι εισερχόμενος της εξώθυρας την έσπρωξε και την άνοιξε, αυτή δε ήταν κλειστή καθόλη των ώρα που ο ίδιος βρισκόταν στο χώρο. Στη γραπτή του κατάθεση, Τεκμ. «32», ανέφερε ότι είδε τον εφεσείοντα φεύγοντας από την είσοδο του ανωγείου να τραβά την πόρτα πίσω του. Σ΄ αντίθεση ο Πογιατζής, Μ.Κ. 8, είπε στη σελ. 135, ότι όταν πήγε ο ίδιος εκεί η πόρτα ήταν ανοικτή. Το ίδιο ανέφερε και ο αστ. 2371, Μαρίνος Συμεωνίδης, Μ.Κ. 10, ο οποίος έλαβε μέρος στην επιχείρηση και ρητώς είπε ότι όταν έφθασε στο χώρο, η πόρτα αυτή ήταν ανοικτή. Το παράπονο συναρτάται εκτός από την αντίφαση και με τη διαφύλαξη της όλης σκηνής.
Το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε το ζήτημα με τη συλλογιστική ότι στην εξέταση του ο Κόμπος δεν είπε ότι η πόρτα έκλεισε, παρά μόνο την τράβηξε πίσω του, θεωρώντας λανθασμένα όμως ότι αυτό λέχθηκε στην κυρίως εξέταση, ενώ στην πραγματικότητα αναφέρθηκε στη γραπτή του κατάθεση. Αντίθετα, στην κυρίως εξέταση του είπε απερίφραστα στη σελ. 51 των πρακτικών, ότι «Όπως φαίνεται στη φωτογραφία 24 ο ένοικος βγήκε από την πόρτα, την τράβηξε έκλεισε, προχώρησε, κατέβηκε τα σκαλοπάτια ..». Η απάντησε αυτή δόθηκε σε ερώτηση για να εξηγήσει τη διαδρομή που ο εφεσείων ακολούθησε για να επιστρέψει στην οικία του. Μετέπειτα, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι και αν ακόμη ο Κόμπος είχε πει ότι η πόρτα ήταν κλειστή, αυτό πρόκειτο «.. περί λάθους έχοντας υπόψη την ολότητα της μαρτυρίας του». Και πρόσθετα, ότι δεν διέκρινε διάσταση στη μαρτυρία του Κόμπου μ΄ αυτή του Συμεωνίδη, ο οποίος ως ελέχθη, βρήκε στις 16.45 ώρα, όταν έφθασε στο χώρο, την πόρτα ανοικτή.
Σαφώς, κρίνεται, υπάρχει διάσταση στην πιο πάνω μαρτυρία και μ΄ όλη την εκτίμηση στην άποψη του, λανθασμένα το Κακουργιοδικείο προέβηκε σε υπέρβαση της διάστασης αυτής θεωρώντας ότι ο Κόμπος πρέπει να εννοούσε ότι η πόρτα ήταν ανοικτή μέχρι τις 18.45 και όχι μέχρι τις 19.30 όταν ο ίδιος, σε ερώτηση και πάλι της αντεξέτασης, ανέφερε σαφώς ότι η πόρτα ήταν κλειστή καθόλη τη διάρκεια που ο ίδιος ήταν στο χώρο. Σύμφωνα με την κατάθεση του Κόμπου, Τεκμ. «32», αυτός πήγε στο χώρο στις 15.00 και έφυγε στις 19.30. Επομένως δεν μπορεί να του αποδίδεται ότι εννοούσε κάτι άλλο από αυτό που ο ίδιος είπε απαντώντας σε σαφή προς τούτο ερώτηση.
Ποια είναι όμως η επίπτωση αυτής της λανθασμένης αναφοράς του Κακουργιοδικείου; Κρίνεται ότι δεν αλλοιώνεται η κατάληξη του, διότι ήταν σαφές από τη μαρτυρία του Κόμπου στο Τεκμ. «32», ότι καθόλη τη διάρκεια που ήταν ο ίδιος στο χώρο, «.. κανένα πρόσωπο δεν μπήκε ούτε στην ισόγειο κατοικία, ούτε στην ανώγειο». Να σημειωθεί ότι ο ίδιος πήρε οδηγίες να παραμείνει στη θέση του, όπως και έπραξε, μετά που ενημέρωσε τον Μούζουρο, Μ.Κ. 6, για τις κινήσεις του εφεσείοντος από την ισόγεια κατοικία προς την είσοδο της ανωγείου κατοικίας και πίσω. Αυτό έγινε γύρω στη 16.20 ώρα, χρειάστηκε δε γύρω στα 20 λεπτά για τον Μούζουρο και τους υπόλοιπους να επιστρέψουν στην ισόγεια κατοικία όπου έμενε ο εφεσείων για να εκτελέσουν το ένταλμα στη 16.40 ώρα. Σε λίγο χρόνο μετέπειτα κατέφθασε και ο Πογιατζής, Μ.Κ. 8, με δύο ένστολους αστυνομικούς και κατευθύνθηκαν στην είσοδο της ανώγειου κατοικίας. Σύμφωνα με την κατάθεση του Πογιατζή, Τεκμ. «33», ο ίδιος έφθασε εκεί στις 16.45 ώρα και έδωσε αμέσως οδηγίες στον Συμεωνίδη, Μ.Κ. 10, και Π"Νεοκλέους (δεν έδωσε μαρτυρία), να φυλάττουν την είσοδο και το κλιμακοστάσιο και να μην προσεγγίσει κανένας την πίσω πλευρά της σκάλας. Δεν υπήρξε καμιά απολύτως μαρτυρία που να έδειχνε ότι υπήρχαν άλλα άτομα στην ανώγειο κατοικία ή ότι είχαν πρόσβαση στο κλιμακοστάσιο οποιοιδήποτε τρίτοι. Αντίθετα, σ΄ερωτήσεις που έγιναν κατά την αντεξέταση του Μούζουρου, Μ.Κ. 6, κατά πόσο η θυγατέρα του εφεσείοντος είχε έρθει στο ισόγειο έχοντας κατεβεί από το ανώγειο, ο μάρτυς ήταν σαφής ότι ο Κόμπος στον οποίο δόθηκαν σαφείς οδηγίες από τον ίδιο να προσέχει ποιος εισέρχεται και ποιος εξέρχεται του ανωγείου και του κλιμακοστασίου, δεν του είχε αναφέρει οτιδήποτε σχετικό. Ούτε και θυμόταν να είχε εντοπίσει αλλοδαπές οικιακές βοηθούς στο ισόγειο σπίτι του εφεσείοντος. Αλλά και ο Πογιατζής, Μ.Κ. 8, ερωτηθείς, ήταν βέβαιος ότι όταν άρχισε η έρευνα δεν υπήρχαν οικιακοί βοηθοί, τα δε μόνα άτομα που υπήρχαν στο χώρο ήταν τα δύο ανήλικα τέκνα του εφεσείοντος, ο γιος και η κόρη του, η τελευταία μάλιστα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Συμεωνίδη, Μ.Κ. 10, βρισκόταν στη βεράντα του ισογείου γύρω στις 16.45 και πήδηξε κάτω στο διάδρομο για να ανέβει στη συνέχεια στο ανώγειο της γιαγιάς της.
Αυτή ήταν βασικά η τοποθέτηση της αστυνομίας και καμιά προς το αντίθετο μαρτυρία δεν προσκομίστηκε ούτε είχε ενώπιον του το Κακουργιοδικείο προς αξιολόγηση. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια και με την αποδοχή της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, ορθά το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε ότι η ουσία ήταν ότι ο εφεσείων εθεάθη από τον Κόμπο να εισέρχεται από την εξώθυρα που οδηγεί στην ανώγεια κατοικία κρατώντας ένα μαύρο νάϋλον σακούλι, έσκυψε στο χώρο του κλιμακοστασίου και εξήλθε μετά χωρίς να κρατά οτιδήποτε. Πρόσθετα, ότι κανένας άλλος, εκτός βέβαια από τα ίδια τα αστυνομικά όργανα, δεν θεάθηκαν να κινούνται στο χώρο και ουδείς άλλος είχε πρόσβαση στο κλιμακοστάσιο. Ένα Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τη μαρτυρία στην ολότητα της και να την αξιολογεί με λογική προσέγγιση και στα πλαίσια της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας. Δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει, πόσον μάλλον να αξιολογεί, διαζευκτικές εκδοχές, πιθανότητες ή θεωρίες που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά που ούτε καν μπορούν να αναδυθούν σε μια ενδεχόμενη κατάσταση πραγμάτων, στην απουσία μαρτυρικού υλικού, ως αναγκαίου βεβαίως υπαρκτού υπόβαθρου, πάνω στο οποίο να κτίζεται η διαφορετική αυτή συλλογιστική. Προς τούτο συνηγορούν οι υποθέσεις Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41 και Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104. Εδώ, πέραν από μια προσπάθεια, ανεπιτυχή όμως, να εισαχθούν στη σκηνή άλλα τρίτα άτομα, καμιά ουσιώδης προς τούτο μαρτυρία δεν υπήρξε, ο δε εφεσείων σε σχετική ερώτηση στην ανακριτική κατάθεση του, Τεκμ. «30», ότι θεάθηκε με βάση μαρτυρία, να τοποθετεί ο ίδιος το μαύρο νάϋλον σακούλι λίγο πριν την έφοδο της αστυνομίας, ζητώντας απ΄ αυτόν κάποια εξήγηση, απλώς είπε, «δεν απαντώ».
Όσον αφορά την ασφάλεια του συμπεράσματος ότι το μαύρο νάϋλον σακούλι που βρέθηκε κάτω από το κλιμακοστάσιο της ανώγειας κατοικίας, ήταν αυτό που περιείχε τις ναρκωτικές ουσίες, είναι γεγονός ότι ο Κόμπος δεν είχε δει από κοντά το σακούλι, ούτε και βέβαια είχε την ευκαιρία να το παρατηρήσει, αφού ως κατέθεσε, το είδε στην κατοχή του εφεσείοντος στη χρονική διάρκεια που αυτός χρειάστηκε να κινηθεί από το δικό του ισόγειο σπίτι στην εξώθυρα που οδηγούσε στο ανώγειο. Εδώ, ο κ. Ευσταθίου εισηγήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο έσφαλε στην προσέγγιση του όταν προέβηκε σε εύρημα ότι ο Κόμπος είχε πει ότι το σακούλι ήταν «μαζεμένο» κατά τη μεταφορά του, κρατώντας το (ο εφεσείων) με το ένα χέρι από πάνω και με το άλλο από κάτω. Όντως, η σχετική μαρτυρία του Κόμπου, σελ. 51, κατά την κύρια εξέταση, ήταν ότι ο εφεσείων κρατούσε το σακούλι και με τα δύο του χέρια «. το ένα χέρι ήταν κάτω, το άλλο ήταν πάνω, το ένα χέρι κάτω από το σακούλι και το άλλο ήταν μαζεμένο και το κρατούσε από πάνω». Είναι φανερό ότι ο Κόμπος αναφερόταν σε χέρι που ήταν μαζεμένο και όχι σε μαζεμένο σακούλι, όπως το εξέλαβε, ατυχώς, το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, σελ. 253. Αυτό, το Δικαστήριο το είπε σε αντιδιαστολή με το άλλο νάϋλον μαύρο σακούλι που βρέθηκε επίσης κάτω από το κλιμακοστάσιο και το οποίο περιείχε ένα τροχό, που δεν θα μπορούσε, ως εξήγησε το Δικαστήριο «.. να μαζευτεί εν όψει του περιεχομένου του ..».
Υπάρχει πράγματι ανακολουθία, η οποία όμως δεν οδηγεί και πάλι σε οποιαδήποτε άλλη διαζευκτική πιθανότητα, ως εισηγήθηκε ο συνήγορος. Αυτό, γιατί παρά την πιο πάνω ατυχή διαπίστωση του Κακουργιοδικείου, η Πρόεδρος και τα δύο μέλη του, είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν διά ζώσης τον τρόπο που, σύμφωνα με τον Κόμπο, κρατούσε το σακούλι ο εφεσείων. Όπως εξάγεται από τη μαρτυρία του Κόμπου, αυτός έδειξε παραστατικά πώς ο εφεσείων κρατούσε το σακούλι και αυτήν την επίδειξη μετέφερε ως μέρος του σκεπτικού του το Δικαστήριο στην απόφαση του, λέγοντας ότι:
«Περαιτέρω και το πλέον σημαντικό είναι ότι ο Κόμπος ανέφερε στο Δικαστήριο αλλά και έδειξε τον τρόπο με τον οποίο ο κατηγορούμενος κρατούσε το σακούλι και ήταν φανερό ότι αναφερόταν σε σακούλι με περιεχόμενο που μπορούσε να μαζευτεί.»
Επομένως, η ατυχής διασύνδεση στη συνέχεια της πιο πάνω περικοπής με το «μαζεμένο σακούλι», δεν αλλοίωνε την διά ζώσης παρατήρηση που αναμφιβόλως ήταν πλέον παραστατική από την πτωχική λεκτική μεταφορά της εικόνας σε λέξεις. Ουσιώδες είναι ότι τα ναρκωτικά βρέθηκαν μέσα σε μαύρο νάϋλον σακούλι κάτω από το κλιμακοστάσιο, ενώ αμέσως προηγουμένως ο εφεσείων είχε μεταφέρει εκεί ένα μαύρο νάϋλον σακούλι. Μάλιστα, μπορεί να προστεθεί εδώ, ότι ο Κόμπος, δείχνοντας την ειλικρίνεια του, σαφώς ανέφερε στην αντεξέταση του ότι ουδέποτε είπε ότι είδε τον εφεσείοντα να κάμνει κάτι στο κλιμακοστάσιο. Στη σελ. 84, ήταν σαφέστατος ότι είχε δει τον εφεσείοντα να εισέρχεται στο κλιμακοστάσιο και να σκύβει, αλλά όχι να κάμνει κάτι, αφού δεν μπορούσε να δει τέτοια κίνηση. Πέραν του ότι δείχνει και ευρύτερα την ειλικρίνεια του ως προς την επακριβή ορατότητα που είχε από το απέναντι χωράφι, η μαρτυρία του εμφανώς τοποθέτησε τον εφεσείοντα στο κλιμακοστάσιο με το μαύρο νάϋλον σακούλι, όπου έσκυψε, για να εξέλθει μετά χωρίς να κρατεί οτιδήποτε. Η διασύνδεση τώρα του σακουλιού αυτού με αυτό που αναγνώρισε ο Κόμπος ως εκείνο που πήραν οι αστυνομικοί στην ΥΚΑΝ Λεμεσού, ήταν επίσης ορθή, από την άποψη ότι κατά τη διάρκεια των παραδεκτών γεγονότων στις 13.2.07, έγινε καταληκτικά αποδεκτή ως ορθή και νομότυπη η διακίνηση όλων των παραληφθέντων αντικειμένων από το κλιμακοστάσιο, ενώ στο παραδεκτό γεγονός υπό παρ. 4, ρητώς ανεφέρθη ότι το μαύρο σακούλι σκουπιδιών, η εντός του διαφανής πλαστική συσκευασία και το καφέ σακούλι σκουπιδιών, που ήταν επίσης μέσα στο μαύρο σακούλι, παραλήφθηκαν και σημειώθηκαν από τον Πογιατζή, Μ.Κ. 8, με τα διακριτικά ΧΠ2, ΧΠ3 και ΧΠ4. Όλα αυτά, χωρίς τις εντός τους ναρκωτικές ουσίες, εξετάστηκαν δακτυλοσκοπικά από τον Υπαστ. Γ. Αναστασίου, Μ.Κ. 5, παρουσιάσθηκαν δε νομότυπα στο Δικαστήριο χωρίς οποιαδήποτε αλλοίωση ή επέμβαση σ΄ αυτά. Η κατάθεση τους στο Κακουργιοδικείο έγινε από τον αρχιαστυφύλακα 1450 που κλήθηκε ειδικά για το σκοπό αυτό, χωρίς ένσταση, αλλά και με την αποδοχή του συνηγόρου.
Επομένως, είναι από τα πιο πάνω παραδεκτά γεγονότα που απορρέει ότι το σακούλι που βρέθηκε να περιέχει ναρκωτικά, Τεκμ. «10», είναι εκείνο που τελικά παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο πρωτόδικα και όχι από την αναγνώριση που έκαμε ο Κόμπος στην ΥΚΑΝ Λεμεσού, όπου οι συνάδελφοι του, του έδειξαν το σακούλι όπως είπε, που βρήκαν κάτω από το κλιμακοστάσιο (σελ. 82-83 των πρακτικών) και στην οποία θέση ελάχιστη βαρύτητα θα μπορούσε βέβαια να αποδοθεί.
Δεύτερος Λόγος Έφεσης: Η απόρριψη της μαρτυρίας της υπεράσπισης
Το παράπονο εδώ του κ. Ευσταθίου ήταν ότι το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων υπεράσπισης λόγω του ότι αυτοί δεν είπαν την αλήθεια και δεν εντυπωσιάσθηκε από τον τρόπο κατάθεσης τους. Ο συνήγορος διερωτήθηκε πώς μπορούσε το Κακουργιοδικείο να προβεί στην πιο πάνω διαπίστωση όταν το μόνο που ουσιαστικά έπραξε ο φωτογράφος ήταν να λάβει αριθμό φωτογραφιών με την υπόδειξη του συνηγόρου και να τις παρουσιάσει στην πρωτόδικη διαδικασία. Επίσης διερωτήθηκε πώς ήταν δυνατό να απορριφθεί η μαρτυρία της πεθεράς του εφεσείοντος ως κατασκευασμένη και στοχευμένη για να υποστηρίξει το γαμπρό της στα όσα αυτός ανέφερε στην ανώμοτη δήλωση του.
Όντως το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία του Λουκαΐδη, Μ.Υ. 2, επειδή παρά το ότι τον θεώρησε ως ειδικό φωτογράφο και άρα εμπειρογνώμονα, εν τούτοις παρακολουθώντας τον στο εδώλιο του μάρτυρα δεν εντυπωσιάστηκε ευνοϊκά και δεν μπορούσε να θεωρηθεί μάρτυρας αληθείας. Ανέφερε περαιτέρω ότι ήταν έκδηλη η προσπάθεια του να βοηθήσει τον εφεσείοντα με κάθε τρόπο και όχι να παρουσιάσει την αλήθεια. Είναι γεγονός ότι στο σκεπτικό του στη σελ. 248, το Κακουργιοδικείο δεν εξειδικεύει την πιο πάνω κατάληξη του με αποτέλεσμα η αρνητική κρίση του όσον αφορά τη μαρτυρία του να παραμένει μετέωρη. Όμως, η μαρτυρία του Λουκαΐδη θεωρήθηκε ταυτόχρονα ως μη έχουσα οποιαδήποτε αποδεικτική αξία λόγω του ότι οι φωτογραφίες που έλαβε και παρουσίασε σε δύο βιβλιαράκια ως Τεκμ. «42» και «43», λήφθηκαν ένα χρόνο μετά τη διάπραξη των αδικημάτων και χωρίς να είχε τεθεί ταυτόχρονα ενώπιον του δικάζοντος Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία περί διαφοροποίησης ή μετακίνησης των απεικονιζομένων αντικειμένων, ιδιαίτερα των εμπορευματοκιβωτίων. Ο φωτογράφος υπέστη από τον τότε εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής εκτεταμένη αντεξέταση κατά την οποία αμφισβητήθηκε έντονα ο τρόπος λήψης των φωτογραφιών, η οπτική γωνία από την οποία αυτές λήφθηκαν και η δυνατότητα, εφόσον είχαν ληφθεί από ψηφιακή φωτογραφική, να υπήρξαν έντεχνες αλλοιώσεις στον τρόπο που είχαν αποτυπωθεί στο χώρο τα διάφορα αντικείμενα.
Στην ουσία εκείνο που επιχειρήθηκε από την υπεράσπιση μέσω του φωτογράφου ήταν να γίνει αναπαράσταση ή καλύτερα ανασυγκρότηση («reconstruction») της σκηνής. Η μέθοδος της αναπαράστασης ή της ανασυγκρότησης δεν αντίκειται σε οποιοδήποτε κανόνα δικαίου, η δε μαρτυρία μπορεί να ληφθεί υπόψη εφόσον δεν παρατηρείται οτιδήποτε στη σχετική διαδικασία που να αποβαίνει επιζήμιο προς τα συμφέροντα του κατηγορούμενου. Η μαρτυρία που προσάγεται υπό τύπο ανασυγκρότησης ή αναπαράστασης, όπως εδώ η λήψη φωτογραφιών που απεικονίζουν τη σκηνή, είναι πρωτογενής μαρτυρία και δύναται να αξιολογηθεί ανάλογα, η δε μαρτυρία που δίνεται από τον εμπειρογνώμονα είναι αποδεκτή με την προϋπόθεση πάντοτε βεβαίως ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υποκαθίσταται σε ό,τι αφορά τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν από τις θέσεις που προβάλλει ο εμπειρογνώμονας. Η αναπαράσταση δυνατόν να είναι και επιζήμια και άδικη για ένα κατηγορούμενο όταν αυτός μεταφέρεται από τις φυλακές στη σκηνή του εγκλήματος για να ανακριθούν εκεί στην παρουσία του μάρτυρες και να δοθεί μαρτυρία από αστυνομικό όργανο σε σχέση με τις κινήσεις του κατηγορουμένου κατά τη μεταφορά του στη σκηνή που έτειναν να τον ενοχοποιήσουν. Τέτοια πρακτική που ακολουθείτο παλαιότερα από την αστυνομία (δέστε R. v. Mentesh 14 C.L.R. 232), επικρίθηκε ως λανθασμένη. Εδώ, βεβαίως, η αναπαράσταση έγινε εκ μέρους του εφεσείοντος και με την προτροπή του συνηγόρου υπεράσπισης ώστε να παρουσιαστεί μαρτυρία προς υποβοήθηση της θέσης του. Η πραγματικότητα όμως παραμένει, όπως ορθά εντοπίστηκε από το Κακουργιοδικείο έστω χωρίς περαιτέρω σχολιασμό, ότι η φωτογράφηση από τον Λουκαΐδη έγινε ένα ολόκληρο χρόνο μετά, στον δε χώρο εκτός από τα δύο εμπορευματοκιβώτια για τα οποία δεν υπήρχε μαρτυρία κατά πόσο είχαν μετακινηθεί σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο προηγουμένως, τοποθετήθηκε εκ των υστέρων, ένα, κατ΄ ισχυρισμόν πανομοιότυπο όχημα μ΄ αυτό του εφεσείοντος, το οποίο ως ανέφερε η Συμιλλίδου, Μ.Υ. 1, είχε πωληθεί, σε θέση που μπορεί να ήταν ή να μην ήταν η ίδια, όπως την ημέρα του επεισοδίου. Παρατηρείται επίσης από τις φωτογραφίες ότι αυτές λήφθηκαν από γωνίες που υποδείχθηκαν από τον συνήγορο του εφεσείοντος (εμπλοκή που, υποδεικνύεται, δεν είναι εν πάση περιπτώσει επιθυμητή, για ευνόητους δεοντολογικούς λόγους, να γίνεται από συλλειτουργό της δικαιοσύνης), και ήταν επομένως εκ προοιμίου υποδειχθείσες για να δείχνουν ή να μην δείχνουν ορισμένα σημεία. Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε αυτή η φωτογράφηση που έγινε ένα ολόκληρο χρόνο μετά, να υποκαθιστούσε τη ζωντανή παρατήρηση που έγινε από τον Κόμπο και τις φωτογραφίες που λήφθηκαν από την αστυνομία εκείνη την ημέρα. Επρόκειτο για μαρτυρία που είχε τον χαρακτήρα της αυτοεξυπηρετικής δήλωσης και δεν ήταν σε καμιά περίπτωση η καλύτερη δυνατή μαρτυρία. (R. v. Quinn, R. v. Bloom (1962) 2 Q.B. 245). Μάλιστα, έγινε δεκτό από τον Λουκαΐδη κατά τη μαρτυρία, αντιπαραβάλλοντας τη φωτογραφία 25 του Τεκμ. «2», με τις φωτογραφίες 4, 9 και 10 του Τεκμ. «43», ότι αυτές λήφθηκαν από διαφορετική απόσταση και διαφορετικά σημεία (σελ. 188 και 213 των πρακτικών). Από τη στιγμή που έγινε δεκτή ως ειλικρινής και αντικειμενική η παρατήρηση της σκηνής από τον Κόμπο, οι φωτογραφίες που παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση όντως πολύ λίγη αποδεικτική αξία είχαν και ορθά απορρίφθησαν από το Κακουργιοδικείο.
Αλλά και η πεθερά του εφεσείοντος δεν γνώριζε ουσιαστικά οτιδήποτε από τα γεγονότα εφόσον, με δική της παραδοχή, είχε πριν την εξέλιξη του επεισοδίου μεταβεί με τη θυγατέρα της, τη σύζυγο δηλαδή του εφεσείοντος, στη Λευκωσία. Επέστρεψε εσπευσμένα μόνο μετά που ειδοποιήθηκε ότι είχε επέμβει η αστυνομία για σκοπούς έρευνας της οικίας του γαμπρού της. Όσον αφορά τη θέση της ότι ο Σκεύος Προδρόμου, όπως της είχε αναφέρει ο εφεσείων, θα ερχόταν να μείνει στο σπίτι του τελευταίου καθ΄ ον χρόνο ο ίδιος και η σύζυγος του θα απουσίαζαν στην Ολλανδία, το Σαββατοκυρίακο πριν το επεισόδιο, αυτό δεν προσθέτει οτιδήποτε προς υπεράσπιση, εφόσον και πάλι η ουσία της υπόθεσης ήταν η μαρτυρία που προσφέρθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, με την παρατήρηση της σκηνής από τον Κόμπο. Η αιχμή ήταν βεβαίως ότι πιθανόν, εφόσον ο Προδρόμου είχε πρόσβαση στο σπίτι, να ήταν μπλεγμένος στην τοποθέτηση του μαύρου νάϋλον σακουλιού. Πέραν του ότι αυτό παρέμεινε μια απλή θεωρία, χωρίς ίχνος υποστηρικτικής, έστω και περιστατικής, μαρτυρίας, ο Προδρόμου, με βάση τα πρόσθετα παραδεκτά γεγονότα που σημειώθηκαν στις 16.4.07, παραδέχθηκε στην ποινική υπόθεση αρ. 7180/06, την κατηγορία της κατοχής των 484 γρ. κάνναβης, δεχόμενος ότι τα ναρκωτικά τα παρέλαβε από κατοικία στην Ομόνοια, εμπλέκοντας έτσι έμμεσα τον εφεσείοντα.
Άλλοι Λόγοι Έφεσης - Μέρος του Λόγου Έφεσης 3
Έγινε εισήγηση ως προς το λανθασμένο της έκδοσης των ενταλμάτων έρευνας επί τω ότι η αρχική πληροφορία για τη διακίνηση ναρκωτικών αφορούσε την πεθερά του εφεσείοντος, και όχι τον ίδιο. Δεν ήταν σαφής η εισήγηση του κ. Ευσταθίου ως προς το ζήτημα αυτό και πώς επηρέασε την όλη θέση του εφεσείοντος, κρίνεται δε, όπως και πρωτοδίκως διαπιστώθηκε, ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε το επιλήψιμο στη διαδικασία έκδοσης και εκτέλεσης των ενταλμάτων έρευνας. Το Κακουργιοδικείο έδωσε επαρκείς λόγους για την απόρριψη της σχετικής εισήγησης και ορθά ανέφερε ότι ό,τι διαδραματίστηκε σε σχέση με την ετοιμασία και έκδοση των ενταλμάτων έρευνας αφορούσαν τα αρχικά στάδια της διερεύνησης και, προστίθεται, κατά την εξέλιξη της όλης αστυνομικής επιχείρησης. Η Άντρη Σιεηττάνη, Γ. Αστ. 1881, Μ.Κ. 9, κατέθεσε σαφώς, ως το πρόσωπο που απευθύνθηκε στο Δικαστήριο για την έκδοση των ενταλμάτων, ότι είχε λάβει οδηγίες από τον υπεύθυνο της υπηρεσίας Μ. Παπαελισσαίου, ο οποίος είχε δώσει και τις πληροφορίες που καταγράφησαν επί του σχετικού αιτήματος για την έκδοση των ενταλμάτων, Τεκμ. «36» και «37». Παρεμβάλλεται ότι το παράπονο για τη μη παρουσίαση και του Παπαελισσαίου ως μάρτυρα κατηγορίας δεν είναι εύστοχο, διότι δεν είναι αναγκαίο να παρουσιάζονται ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα άτομα που έχουν ανάμειξη στην υπόθεση εκτός βέβαια αν είναι ιδιαιτέρως σημαντικά προς την υπεράσπιση. Δεν υπάρχει οτιδήποτε μεμπτό στη διαδικασία που ακολουθήθηκε από την αστυνομία κατά τη διερεύνηση των αδικημάτων, αλλά μάλλον έγιναν οι δέουσες ενέργειες με την αναμενόμενη ταχύτητα, ενώ υπήρξαν και πρακτικές δυσκολίες όπως το γεγονός ότι έπρεπε να εκδοθεί άλλο ένταλμα για την έρευνα στην ανώγειο κατοικία και έπρεπε ο Χαράλαμπος Στυλιανού, Μ.Κ. 1, να αναμένει 40 περίπου λεπτά μέχρι την έκδοση του εντάλματος που εκδόθηκε στις 18.40. Από αυτά φαίνεται ότι η αστυνομία ενήργησε με τη δέουσα προσοχή και σεβασμό στο νόμο.
Άλλο παράπονο αφορά την μη παρουσίαση του Σκεύου Προδρόμου ως μάρτυρα κατηγορίας τον οποίο ο κ. Ευσταθίου θεώρησε ουσιώδη ιδιαίτερα σε σχέση με την 8η κατηγορία όπου ο εφεσείων κατηγορείτο ότι είχε προμηθεύσει τον Προδρόμου με τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στη μπλε νάϋλον τσάντα. Αποτελεί πλέον αξίωμα μέσα από σχετικές αυθεντίες ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να καλεί κάθε μάρτυρα, αλλά μόνο εκείνους που κρίνει ότι η μαρτυρία τους είναι ικανή να γίνει πιστευτή. Το καθήκον της Κατηγορούσας Αρχής να καλεί όλους τους μάρτυρες που μπορούν να δώσουν άμεση μαρτυρία ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, δεν επεκτείνεται και σε υποχρέωση να παρουσιάσει μάρτυρα που δεν θεωρεί η ίδια αξιόπιστο. Δεν υπάρχει κανόνας που να υποχρεώνει την Κατηγορούσα Αρχή να καλέσει μάρτυρα απλώς για να βοηθήσει την υπεράσπιση να καταστρέψει την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Σχετικές υποθέσεις είναι η R. v. Oliva (1965) Cr. App. R. 298, Brown v. Brown (1997) 1 Cr. App. R. 112, Ιωάννου και Ηρακλέους ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 657 και Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612. Το όλο ζήτημα σχολιάζεται εκτενώς στον Archbold: Criminal Pleading Evidence and Practice, έκδ. 2007 σελ. 468-469, παρ. 4-275 και 4-276. Με αναφορά στην απόφαση R. v. Russel-Jones (1995) 1 Cr. App. R. 538, καταγράφεται ότι εναπόκειται στην ίδια την Κατηγορούσα Αρχή να αποφασίσει ποιος μάρτυρας μπορεί να δώσει ικανοποιητική και πειστική μαρτυρία και σ΄ αυτή την παράμετρο δεν πρέπει βέβαια να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα ο μάρτυρας να είναι λιγότερο βοηθητικός προς την Κατηγορούσα Αρχή και περισσότερο προς την υπεράσπιση. Οι επτά παράμετροι που καθόρισε η πιο πάνω υπόθεση δεν θεωρούνται ως άκαμπτοι, εναπόκειται δε στην Κατηγορούσα Αρχή να ασκήσει ορθή και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης κρίση και το Δικαστήριο θα επέμβει μόνο αν θεωρήσει ότι η Κατηγορούσα Αρχή ενήργησε πάνω σε λανθασμένη αρχή.
Εδώ, ο Προδρόμου με βάση τη μαρτυρία που προσφέρθηκε πρωτοδίκως έχοντας υπόψη και τη θέση του εξεταστή Πογιατζή, Μ.Κ. 8, εύλογα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αξιόπιστος μάρτυς για να χύσει φως αληθείας στην υπόθεση. Η κατάθεση του στην αστυνομία, η οποία παρουσιάστηκε ως Τεκμ. «35», ήταν εντελώς αντίθετη από τη θέση που προωθούσε στη βάση της μαρτυρίας που είχε η Κατηγορούσα Αρχή, θέση την οποία μάλιστα ο ίδιος ανέτρεψε μετά την παραδοχή του στην προαναφερθείσα ποινική υπόθεση στην οποία δέχθηκε, σε αντίθεση με την κατάθεση του, ότι τα συγκεκριμένα ναρκωτικά τα είχε παραλάβει από σπίτι στην Ομόνοια. Περαιτέρω, ήταν στη δυνατότητα της ίδιας της υπεράσπισης να καλέσει τον Προδρόμου ως μάρτυρα προς δική της υποβοήθηση και αυτή είναι μια παράμετρος που εύλογα λαμβάνεται επίσης υπόψη όταν βάλλεται η απόφαση της Κατηγορούσας Αρχής να μην καλέσει ένα συγκεκριμένο μάρτυρα. (δέστε Brown v. Brown - ανωτέρω).
Όσον αφορά τη θέση του κ. Ευσταθίου ότι δεν υπήρξε καλή αναγνώριση του Προδρόμου από τον Κόμπο, αυτή η θέση ουδόλως εξάγεται από τη μαρτυρία, εφόσον στην ουσία δεν τέθηκε τέτοιο ζήτημα στην αντεξέταση του τελευταίου, ο δε Κόμπος είχε την ευκαιρία να τον δει έστω για λίγα δευτερόλεπτα όταν πέρασε από μπροστά του για να σταθμεύσει το όχημα του έξω από το σπίτι, αλλά και κατά την είσοδο και έξοδο του από αυτό. Δεν έχουν εφαρμογή εδώ τα όσα καθιερώθηκαν για την αναγνώριση, στην υπόθεση R. v. Turnbull (1977) Q.B. 224.
Στο συμπληρωματικό λόγο έφεσης έγινε ζήτημα και για το χειρισμό του ψηφιακού συστήματος καταγραφής που είχε εγκαταστημένο ο εφεσείων έξω από την οικία του και που είχε παραληφθεί για σκοπούς εξέτασης από την αστυνομία. Ήταν η εισήγηση του κ. Ευσταθίου ότι η απουσία του υλικού ως προς την απεικόνιση των ψηφιακών δίσκων του μηχανήματος ήταν ύποπτη και δεν δόθηκε δυνατότητα να ελεγχθεί η μαρτυρία του Κόμπου ως προς τις κινήσεις του κατά τις ώρες της παρακολούθησης της οικίας του εφεσείοντος. Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας επισταμένα το ζήτημα στις σελ. 255-256, αναφέρθηκε στα παραδεκτά γεγονότα σε σχέση με την παραλαβή για επιστημονικές εξετάσεις των μηχανημάτων και στο ότι ο αστυφ. 1052 Νικολάου παρέδωσε στον Πογιατζή, Μ.Κ. 8, ένα μηχάνημα καταγραφής βίτεο, το οποίο ο τελευταίος δεν είχε αναφέρει στην κατάθεση του. Υπάρχει βέβαια διάσταση αλλά υπερέχει το παραδεκτό γεγονός ότι ο Νικολάου παρέδωσε το μηχάνημα στον Πογιατζή το οποίο εν πάση περιπτώσει είχε παραληφθεί από τον ειδικό αστυφύλακα Λαπήθιο ο οποίος προέβηκε σε έκθεση που κατατέθηκε ως Τεκμ. «40», ως μέρος επίσης των παραδεκτών γεγονότων. Διαπιστώθηκε ότι έλειπαν από μέσα οι δύο ψηφιακοί δίσκοι που κατέγραφαν τα δεδομένα και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατή η περαιτέρω εξέταση του τεκμηρίου. Το μηχάνημα παραδόθηκε εν τέλει πίσω στη σύζυγο του εφεσείοντος στη βάση απόδειξης παραλαβής, Τεκμ. «41». Ως εντόπισε το Κακουργιοδικείο και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης, δεν τέθηκε μαρτυρία κατά πόσο κατά το χρόνο της παραλαβής του μηχανήματος από το σπίτι του εφεσείοντος έλειπαν ή όχι οι ψηφιακοί δίσκοι. Η ορθή επί τούτου κατάληξη του Κακουργιοδικείου, έστω και με αυτό το κενό στη μαρτυρία, εστίασε στο γεγονός ότι είχε κριθεί αξιόπιστη η μαρτυρία του Κόμπου, ο οποίος διά ζώσης παρακολούθησε τα συμβάντα και τα οποία οδήγησαν στην ανακάλυψη των ναρκωτικών ουσιών τόσο στο κλιμακοστάσιο, όσο και αυτών που αφέθησαν από τον Προδρόμου κατά την προσπάθεια διαφυγής του.
Η νομική πτυχή
Στη σελ. 10 του διαγράμματος και ως μέρος του τρίτου λόγου έφεσης ο κ. Ευσταθίου αναφέρθηκε επιγραμματικά σε ορισμένες νομικές πτυχές της υπόθεσης για τις οποίες κατ΄ ισχυρισμόν το Κακουργιοδικείο δεν έκαμε ευρήματα. Αντίθετα με τη θέση του συνηγόρου, το Κακουργιοδικείο προέβηκε επί μακρόν σε μια υποδειγματική ανάλυση των νομικών αρχών καθώς και στην αναγκαία υπαγωγή των ευρημάτων του σε αυτές. Όπως και προηγουμένως αναφέρθηκε, η μαρτυρία που υπήρχε και που έγινε αποδεκτή ήταν επαρκής για να διασυνδέσει τόσο το μπλε όσο και το μαύρο νάϋλο σακκούλι με τον Σκεύο Προδρόμου και τον εφεσείοντα ώστε να θεμελιωθούν οι αντίστοιχες κατηγορίες. Η κατοχή των ναρκωτικών επεξηγήθηκε από το Κακουργιοδικείο με αναφορά στις υποθέσεις Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 21, Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250 και τις Αγγλικές αποφάσεις R. v. Searle (1971) Crim. L.R. 592, Queiss v. Republic (1987) 2 C.L.R. 49, Boyesen (1982) AC 768 και άλλες. Όντως, η νομολογία αποκαλύπτει ότι πρόσωπο θεωρείται ότι έχει στην κατοχή του οποιαδήποτε αντικείμενα που τελούν υπό τον έλεγχο του έστω και αν αυτά βρίσκονται στη φύλαξη άλλου προσώπου, σχετικές δε είναι και οι πιο πρόσφατες αποφάσεις Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 388 και Victor Abe ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 49/2006, ημερ. 24.3.2008. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρωτόδικη κατάληξη περί της κατοχής είναι απόλυτα ορθή, αλλά βέβαια εξ ίσου ορθό είναι και το εύρημα για τη γνώση που είχε ο εφεσείων ως προς την ύπαρξη των ναρκωτικών, γνώση που τεκμαίρεται από όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και όλα τα πρωτόδικα σχετικά ευρήματα. Η γνώση, όπως και η πρόθεση, δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης και κατά κανόνα αναδύεται μέσα από τα παρουσιασθέντα γεγονότα στο βαθμό που αυτά καθίστανται ευρήματα του Δικαστηρίου. (Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice 36η έκδ. σελ. 364, παρ. 1010 και Archbold, 2007, σελ. 1754-1756 παρ. 17-34 κ.επ.).
Ο εφεσείων είχε προσβάλει και την ποινή ως υπερβολική όταν καταχώρησε την έφεση προσωπικά, πλην όμως εν τέλει η έφεση κατά της ποινής δεν προωθήθηκε από το συνήγορο, ούτε και αποτέλεσε μέρος των λόγων έφεσης.
Ενόψει όλων των ανωτέρω η έφεση επί της καταδίκης απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ