ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 682
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 128/2006)
16 Οκτωβρίου, 2008
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
HASSAN AHMAD AL WASEL,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
― ― ― ― ―
Η. Κονναρής, για τον Εφεσείοντα.
Σ. Μάτσας, για την Εφεσίβλητη.
― ― ― ― ―
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε κατηγορίες απόπειρας φόνου και πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 14 και 6 ετών αντίστοιχα. Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίχθηκε η καταδίκη είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
Το έγκλημα διαπράχθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 28.6.2003 στην ισόγειο οικία στην οποία διέμεναν τα θύματα, Mahmud M. Elsasim («ο Mahmud»), η σύζυγος του Rima Alibrahim («η Rima») και ο αδελφός της Ahmed Alibrahim («ο Ahmed») όλοι από τη Συρία. Στο ίδιο σπίτι διέμεναν και τα πέντε παιδιά του ζεύγους. Ο Mahmud ήλθε στην Κύπρο το 1995 και εργαζόταν στις οικοδομές. Τρία χρόνια αργότερα, ήλθε και η σύζυγός του Rima. Ο Ahmed εργαζόταν και αυτός στις οικοδομές.
Κατά το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος, ο Ahmed κοιμόταν μόνος του στο ένα δωμάτιο της οικίας ενώ τα παιδιά με τους γονείς τους κοιμόντουσαν στο άλλο δωμάτιο, η Rima στο ένα κρεβάτι με δυο παιδιά, σε άλλο κρεβάτι κοιμόντουσαν τα άλλα τρία παιδιά και ο Mahmud κοιμόταν στο πάτωμα. Ενώ ήταν όλοι κοιμισμένοι, εισήλθαν στο σπίτι, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, τρεις ή τέσσερις άνδρες οι οποίοι, άρχισαν να κτυπούν με τα βαριά αντικείμενα που κρατούσαν τους Mahmud, Ahmed και Rima. Τα θύματα έχασαν τις αισθήσεις τους και όταν αργότερα κλήθηκαν από την αστυνομία να περιγράψουν τα γεγονότα και να δώσουν πληροφορίες για το συμβάν οι δύο άντρες δεν ήταν σε θέση να το πράξουν. Η Rima όμως, θυμόταν ότι οι δράστες ήταν τρία ή τέσσερα άτομα. Ο ένας, εκείνος που τη κτύπησε, ήταν ψηλός, γεροδεμένος άντρας, φαλακρός χωρίς μουστάκι ή γένι, μελαχρινός και με ουλές στο πρόσωπο. Τον είδε να σηκώνει ψηλά με τα δυο του χέρια το αντικείμενο που κρατούσε και να τη κτυπά με αυτό στην κεφαλή. Κτυπήματα δέχθηκε και στους ώμους μέχρι που έχασε τις αισθήσεις της.
Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι τα χαρακτηριστικά του εφεσείοντα δεν συνάδουν με εκείνα του άνδρα που περιέγραψε η Rima.
Όταν έφυγαν οι δράστες από το σπίτι, τα παιδιά ζήτησαν βοήθεια από το γειτονικό σπίτι. Ο γείτονας ειδοποίησε την αστυνομία και η σύζυγος του πήγε πρώτη για βοήθεια στην κατοικία των θυμάτων. Τα θύματα μεταφέρθηκαν με ασθενοφόρα στο νοσοκομείο όπου έτυχαν ιατρικής περίθαλψης και νοσηλείας. Η αστυνομία απέκοψε την περιοχή γύρω από την κατοικία με αστυνομική ταινία και ανέλαβε τη φρούρησή της. Οι σωματικές κακώσεις των θυμάτων ήταν σοβαρές και επώδυνες. Οι σοβαροί τραυματισμοί τους, προκλήθηκαν από τα κτυπήματα που δέχθηκαν και μπορούσε να προκαλέσουν το θάνατό τους. Τα τραύματα όλων αιμορραγούσαν.
Το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στη μαρτυρία, επισημαίνει ότι τα θύματα δεν βοήθησαν ιδιαίτερα στις έρευνες της αστυνομίας για τον εντοπισμό των δραστών ούτε και υπέδειξαν τον εφεσείοντα ως ένα από τους δράστες του εγκλήματος, χωρίς από την άλλη να τον αποκλείουν θετικά.
Εξω από την οικία των θυμάτων, σε έντεκα διαφορετικά σημεία, η αστυνομία εντόπισε αίματα. Τα εν λόγω σημεία σημειώθηκαν στο σχέδιο της σκηνής του εγκλήματος και εμφαίνονται στις φωτογραφίες που λήφθηκαν. Η διάταξη των εν λόγω σημείων ήταν χαρακτηριστική εφόσον όλα μαζί σχημάτιζαν μια γραμμή η οποία άρχιζε από το σπίτι και συνέχιζε προς το δρόμο.
Ένα από τα ίχνη αίματος που είχαν βρεθεί ήταν σε χώμα και γι΄ αυτό δεν κατέστη δυνατός ο έλεγχός του. Ο εργαστηριακός έλεγχος των υπόλοιπων ιχνών, αποκάλυψε ότι επρόκειτο για ανθρώπινο αίμα. Η πτώση μερικών σταγόνων αίματος είχε αντίθετη φορά από την οικία γεγονός το οποίο, οδήγησε στο συμπέρασμα ότι έπεσαν από σώμα που εκινείτο απομακρυνόμενο από την οικία. Επρόκειτο για φρέσκο αίμα που είχε εναποτεθεί περίπου κατά το χρόνο που διαπράχθηκε το έγκλημα.
Στις 29.6.2008 λήφθηκαν δείγματα αίματος από τα θύματα τα οποία παραδόθηκαν στον Ανώτερο Μοριακό Γενετιστή στο Τμήμα Μοριακής Γενετικής κ. Μάριο Καριόλου. Στον κύριο Καριόλου παραδόθηκαν επίσης τα επιχρίσματα αίματος που λήφθηκαν από τα διάφορα σημεία έξω από το σπίτι των θυμάτων, λίγες μόνο ώρες μετά το έγκλημα.
Τόσο τα δείγματα αίματος των θυμάτων όσο και τα επιχρίσματα αίματος που βρέθηκαν στο χώρο έξω από το σπίτι τους, υποβλήθηκαν από τον κ. Καριόλου σε επιστημονικό έλεγχο. Στα επιχρίσματα από τα σημεία 1, 2, 4, 6, 7, 8, 9 και 10 απομονώθηκε γενετικό υλικό άγνωστου άνδρα. Στο επίχρισμα με αίμα από το σημείο 3 απομονώθηκε γενετικό προφίλ του DNA που ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ του DNA που απομονώθηκε από το αίμα του Ahmed ενώ στο επίχρισμα με αίμα από το σημείο 5 απομονώθηκε μικτό γενετικό υλικό, το προφίλ του οποίου, ταυτίστηκε με το άθροισμα των γενετικών προφίλ του ίδιου άγνωστου άνδρα και του Ahmed. Το υλικό από το σημείο 11 δεν εξετάστηκε γιατί, όπως εξήγησε ο κ. Καριόλου, το χώμα εμπόδιζε εξέταση αυτού του είδους. Το γενετικό προφίλ του άγνωστου άνδρα δεν συνδέθηκε με οποιοδήποτε πρόσωπο.
Είκοσι μήνες μετά το έγκλημα ένα τυχαίο περιστατικό έδωσε νέα τροπή στις αστυνομικές έρευνες. Στις 21.2.2005 αστυφύλακες οι οποίοι υπηρετούσαν στους ουλαμούς πρόληψης οδικών δυστυχημάτων έκαμναν έλεγχο ταχύτητας στο νέο δρόμο Πάφου-Λεμεσού παρά την αερογέφυρα Πισσουρίου. Γύρω στις 21.35 έκαμαν σήμα να σταματήσει σε αυτοκίνητο που υπερέβηκε το όριο ταχύτητας. Ο οδηγός δεν συμμορφώθηκε. Ακολούθησε καταδίωξη με το αστυνομικό αυτοκίνητο και χρησιμοποιήθηκαν ο φάρος και η σειρήνα του αστυνομικού οχήματος ενώ από το μεγάφωνο, κλήθηκε ο οδηγός να σταματήσει. Η πορεία του πολιτικού αυτοκινήτου ήταν ξέφρενη. Πέρασε από περίχωρα της Λεμεσού και εισήλθε στην πόλη όπου τελικά ανακόπηκε με τη συνδρομή και άλλων περιπολικών της αστυνομίας. Ο οδηγός του αυτοκινήτου μάταια προσπάθησε να διαφύγει τη σύλληψη. Όπως διαπιστώθηκε, επρόκειτο για τον εφεσείοντα στο αυτοκίνητο του οποίου βρέθηκαν περίπου 40.000 δολάρια Αμερικής. Κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του, λήφθηκαν παρειακά επιχρίσματα τα οποία θα υποβάλλονταν, όπως πληροφορήθηκε, σε εξετάσεις που αφορούσαν στη διερεύνηση πρόσφατων διαρρήξεων και κλοπών. Τα εν λόγω επιχρίσματα εξετάστηκαν επιστημονικά, τα δε αποτελέσματα των εξετάσεων, εμπεριέχονται σε έκθεση του μάρτυρα Μ. Καριόλου ημερ. 17.5.2005 (τεκμ. 155) και συνοψίζονται στην πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως:
«Το γενετικό προφίλ του DNA που απομονώθηκε από τα επιχρίσματα με αίμα στα σημεία 1, 2, 4, 6, 7, 8, 9 και 10 στην επίδικη σκηνή απόπειρας φόνου ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ του DNA που απομονώθηκε από το παρειακό επίχρισμα του κατηγορούμενου.
Το μικτό γενετικό προφίλ του γενετικού υλικού που απομονώθηκε από το επίχρισμα με αίμα από το σημείο 5 στην επίδικη σκηνή ταυτίστηκε με το άθροισμα των γενετικών προφίλ των δειγμάτων DNA που απομονώθηκαν από τον Ahmed και τον κατηγορούμενο. Σημειώνεται ακόμα πως το γενετικό προφίλ του DNA που απομονώθηκε από το σημείο 5 είναι σημαντικές φορές πιο πιθανό να εμφανιζόταν αν ο κατηγορούμενος και ο Ahmed άφηναν κύτταρα τους στο σημείο σε αντίθεση με το εάν τα άφηναν δύο άγνωστα άτομα.»
Τα πιο πάνω αποτελέσματα συνέδεσαν τον εφεσείοντα με το επίδικο έγκλημα. Στις 4.7.2005 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του, ως υπόπτου για απόπειρα φόνου των θυμάτων, τα δε στοιχεία του τοποθετήθηκαν στο "stop list".
Στις 10.7.2005 ο εφεσείων συνελήφθη στο αεροδρόμιο Λάρνακας κατά την άφιξή του από τη Δαμασκό. Την επόμενη ημέρα, λήφθηκαν με τη συγκατάθεσή του παρειακά επιχρίσματα για σκοπούς επιστημονικών εξετάσεων, τα αποτελέσματα των οποίων είναι ταυτόσημα με εκείνα των προηγούμενων εξετάσεων, ως η έκθεση του Μ. Καριόλου, ημερ. 17.5.2005 (ανωτέρω). Ο εφεσείων ανακρίθηκε για το έγκλημα και αρνήθηκε κάθε ανάμιξη. Όταν κατηγορήθηκε γραπτώς αρνήθηκε ενοχή.
Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι τα ίχνη αίματος στα σημεία 1, 2, 4, 6, 7, 8, 9 και 10 ήταν από αίμα του εφεσείοντα, στο σημείο 7 από αίμα του Ahmed και στο σημείο 5 από αίμα του εφεσείοντα και του Ahmed. Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι δράστες του εγκλήματος πέτυχαν είσοδο στην κατοικία των θυμάτων από την κύρια είσοδο χωρίς όμως να την παραβιάσουν. Ο εφεσείων ήταν ενοικιαστής και ένοικος της εν λόγω οικίας πριν από 5 ή 6 χρόνια και είχε κλειδί της εισόδου. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού δεν θυμόταν αν ο εφεσείων του επέστρεψε το κλειδί μετά τον τερματισμό της ενοικίασης. Ο εφεσείων είπε στην αρχή πως δεν θυμόταν αν επέστρεψε το κλειδί, στη συνέχεια όμως, είπε πως ήταν σίγουρος ότι το επέστρεψε. Σχετικά με αυτό το θέμα, το Κακουργιοδικείο έκρινε πως έστω και αν αποδεικνυόταν θετικά ότι είχε επιστραφεί το κλειδί στον ιδιοκτήτη της οικίας από τον εφεσείοντα, αυτό δεν σημαίνει ότι η πόρτα της οικίας δεν μπορούσε να είχε ανοιχθεί με άλλο κλειδί από τους δράστες ή με προσαρμοσμένο κλειδί ή με άλλο τέχνασμα.
Η μαρτυρία που δόθηκε αναφορικά με τις δραστηριότητες του εφεσείοντα και του Mahmud στην Κύπρο για να διαφανεί κατά πόσο υπήρξε κίνητρο δεν οδήγησε στην εξαγωγή θετικού συμπεράσματος. Διαπιστώθηκε ότι δεν αποκαλύφθηκαν τα ακριβή αίτια της φονικής επίθεσης και δεν φάνηκε ποιο ήταν το κίνητρο των δραστών ή του δράστη. Ωστόσο, το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στη μαρτυρία σχετικά με τις δραστηριότητες του εφεσείοντα και των θυμάτων στην Κύπρο, σημειώνει στην εκκαλούμενη απόφαση ότι «Η παράμετρος «κίνητρο» δεν καταδεικνύει τον κατηγορούμενο. Εφόσον όμως ήθελε φανεί με μαρτυρία πως ενέχεται στην υπόθεση δεν θα είναι έκπληξη αφού είχε και το κίνητρο. Δεν είναι ασύνδετος με τα θύματα κατά τρόπο που να μην εντοπίζονται λόγοι γιατί να δράσει κατ΄ αυτό τον τρόπο εναντίον τους».
Το Κακουργιοδικείο, προσδιόρισε ότι η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στηριζόταν στη θέση ότι το πρόσωπο του οποίου το αίμα ανευρέθηκε στα συγκεκριμένα σημεία έξω από την οικία των θυμάτων, ήταν τραυματισμένο και αιμορραγούσε κατά τη διαδρομή που σηματοδοτούν οι σταγόνες του αίματος στα αντίστοιχα σημεία. Με αυτή την αλληλουχία των γεγονότων, το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων, στον οποίο αποδείχτηκε ότι ανήκε το αίμα που βρέθηκε στην ευρύτερη σκηνή του εγκλήματος, είχε κατά τον χρόνο του εγκλήματος τραύμα που αιμορραγούσε.
Ο εφεσείων πρόβαλε ως άλλοθι ότι ο τραυματισμός του χεριού του οφειλόταν σε εργατικό ατύχημα που συνέβηκε στις 9.00 π.μ. της 28.3.2006 ενώ ασχολείτο με το ξεκαλούπωμα του ασανσέρ υπό ανέγερση οικοδομής. Στη μαρτυρία του ανέφερε ότι αυτόπτες μάρτυρες του ατυχήματος ήταν δύο Σύριοι εργάτες που στο μεταξύ έφυγαν από την Κύπρο και ένας Πόντιος τον οποίο δεν θυμόταν. Ο εργοδότης του εφεσείοντα κατέθεσε ότι ο ίδιος ερεύνησε κατά πόσο ήταν παρών κάποιος από τους υπαλλήλους του κατά την ώρα του ατυχήματος αλλά κανένας δεν θυμόταν ένα τέτοιο περιστατικό. Εξάλλου, όπως ανέφερε, στο εργοτάξιο εργαζόταν μόνο ο εφεσείων και ότι εν πάση περιπτώσει αν ο εφεσείων έλεγε ότι ήταν κάποιος παρών αυτό σίγουρα θα το σημείωνε. Ο ιατρός που εξέτασε τον εφεσείοντα κατέθεσε ότι το τραύμα πρέπει να είχε προκληθεί από βαρύ τέμνον όργανο όπως πρόδιδε η ύπαρξη συντριπτικού κατάγματος στο σημείο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, διαπίστωσε ότι ο τραυματισμός του εφεσείοντα προκλήθηκε από τέμνον βαρύ όργανο. Με αναφορά στην περιγραφή των τραυμάτων των θυμάτων ότι αυτά προκλήθηκαν από τέμνον όργανο, όχι από μαχαίρι, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ως λογική την εξήγηση ότι ο εφεσείων τραυματίστηκε με κάποιο από τα φονικά όργανα που χρησιμοποίησαν οι δράστες κατά τη διάπραξη του εγκλήματος είτε από κτύπημα κάποιου άλλου δράστη είτε από αυτοτραυματισμό μέσα στη σύγχυση. Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε επίσης ότι ο εφεσείων δεν πρόσφερε καμιά εξήγηση για το πώς βρέθηκε φρέσκο αίμα με το δικό του γενετικό υλικό στη σκηνή του εγκλήματος ενώ παράλληλα σημείωσε ότι ο εφεσείων στη διά ζώσης μαρτυρία του ισχυρίστηκε ότι, στις 27.6.2003, δηλαδή, την ημέρα πριν από το έγκλημα, βρισκόταν μετά την εργασία του στο σπίτι με τη γυναίκα του και δεν βγήκε καθόλου από το σπίτι μέχρι το πρωί της 28.6.2003 που πήγε στη δουλειά του.
Όπως έχει ειπωθεί, η καταδίκη του εφεσείοντα στηρίχθηκε στα γεγονότα που προαναφέραμε και στη σκέψη του δικαστηρίου ότι η μόνη εξήγηση για την παρουσία του αίματος του εφεσείοντα στα σημεία 1, 2, 4 - 10 στη σκηνή του εγκλήματος είναι ότι αυτό έπεσε άμεσα από το σώμα του εφεσείοντα και δεν εναποτέθηκε εκεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Καθόσον αφορά την ύπαρξη αίματος του Ahmed στη σκηνή και τη σύνδεση του εφεσείοντα με το έγκλημα, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει τα εξής:
«Είναι δεδομένο πως το αίμα του θύματος Ahmed στα σημεία 3 και 5 μεταφέρθηκε από κάποιο από τους δράστες. Ακόμα και αν για το αίμα στο σημείο 3 μπορούσε να υπάρχει μια απειροελάχιστη πιθανότητα, που δεν τη δεχόμαστε, να μεταφέρθηκε από δράστη άλλο από τον κατηγορούμενο, αυτό αποκλείεται παντελώς για το σημείο 5.
Το ίχνος στο σημείο 5 δημιουργήθηκε με μιας. Δεν έπεσε σταγόνα αίματος του κατηγορούμενου και συμπτωματικά έπεσε στο ίδιο σημείο από πάνω της σταγόνα αίματος του Ahmed που μετάφερε κάποιος άλλος δράστης.
Εδώ έχει σημασία και το μέρος του τραυματισμού του κατηγορούμενου. Είναι λογικό και πιο πιθανό πως ο επίδοξος φονιάς είχε αίμα του θύματος του στα χέρια παρά οπουδήποτε αλλού. Αίμα του κατηγορούμενου συμπαρέσυρε αίμα του Ahmed που είχε ο κατηγορούμενος, στα χέρια του κατά πάσα πιθανότητα, και έτσι δημιουργήθηκε το ίχνος στο σημείο 5.
Η επιστημονική μαρτυρία αποκαλύπτει συμπερασματικά και παρουσιάζει ενώπιον μας σαν σκηνή κινηματογραφικής ταινίας τον κατηγορούμενο τη νύχτα της 27 προς 28.6.03 να κινείται στην ευρύτερη σκηνή του εγκλήματος στην πορεία που ορίζουν τα σημεία 10 μέχρι 1 και με αυτή τη φορά αιμορραγώντας ο ίδιος και μεταφέροντας πάνω του αίμα του Ahmed.»
Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποβάλλεται ότι η μαρτυρία των θυμάτων δεν συνδέει τον εφεσείοντα με τη διάπραξη του εγκλήματος. Είναι αλήθεια ότι η μαρτυρία αυτή δεν θα μπορούσε από μόνη της να οδηγήσει στην καταδίκη του εφεσείοντα και ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν απέδωσε στη μαρτυρία αυτή οποιαδήποτε αποδεικτική αξία. Η καταδίκη του εφεσείοντα στηρίχθηκε αποκλειστικά στην απολύτως ασφαλή και αξιόπιστη περιστατική μαρτυρία, συμπεριλαμβανομένης της επιστημονικής, αποτέλεσε το πλέον ασφαλές υπόβαθρο στοιχειοθέτησης των κατηγοριών και του συμπεράσματος ενοχής του εφεσείοντα πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.
Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να αναφερθεί στις αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα της περιστατικής μαρτυρίας, τη σημασία της και τον τρόπο προσέγγισής της από το δικαστήριο. Σχετική είναι η πιο κάτω περικοπή από την Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41:
«Σχετικά με τη σημασία και τον τρόπο προσέγγισης της περιστατικής μαρτυρίας σε μια ποινική υπόθεση, το Δικαστήριο τούτο είχε την ευκαιρία να δώσει τις νομικές αρχές που καλύπτουν το θέμα σε ένα σημαντικό αριθμό αποφάσεων και θα θέλαμε να αναφέρουμε μεταξύ άλλων τις πιο κάτω R. v. Mentesh, 14 CLR 232, Khadar and another v. the Republic (1978) 2 C.L.R. 132, Vrakas and another v. The Republic (1973) 2 C.L.R. 139, στη σελ. 169, Anastassiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97, στις σελ. 144-145, Fournides v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 73, στη σελ. 96. Η βασική αρχή είναι ότι, σε ποινικές υποθέσεις στις οποίες η υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου στηρίζεται καθ΄ ολοκληρία ή ουσιαστικά πάνω σε περιστατική μαρτυρία, μετά που τα γεγονότα που κατατέθησαν ενόρκως αποδειχθούν, το Δικαστήριο πρέπει σαν θέμα νόμου να αποφασίσει όχι μόνο κατά πόσο τα γεγονότα αυτά συμβιβάζονται με την ενοχή του κατηγορούμενου, αλλά επίσης ότι δεν συμβιβάζονται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα από εκείνο ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα.
Οι δε διαζευκτικές πιθανότητες πρέπει να είναι τέτοιες που να εξάγονται από την ολότητα της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου, άλλως πως τα Δικαστήρια θα καλούνται να εξετάζουν πιθανότητες ή θεωρίες, ως προς συμβάντα τα οποία δεν μπορούν εύλογα να εξαχθούν από το υλικό ενώπιον τους και αυτό δεν είναι έργο του Δικαστηρίου.
Περιττό να τονιστεί ότι η μαρτυρία ασφαλώς πρέπει να εκτιμηθεί στο σύνολο της και όχι τεμαχισμένη, παρ΄ όλο που ο βαθμός ασφάλειας του συνόλου έχει οπωσδήποτε σχέση και με την εκτίμηση του κάθε συγκεκριμένου στοιχείου μέσα στο σύνολο αυτό. Όπως επίσης ότι είναι το καθήκον της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει την ενοχή του κατηγορούμενου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και εάν κατά την ολοκλήρωση της δίκης, εξετάζοντας την ολότητα της υπόθεσης υπάρχει λογική αμφιβολία, τότε η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση και ο κατηγορούμενος επομένως δικαιούται να αθωωθεί.»
Ο εφεσείων, εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία των θυμάτων δεν τον συνδέει με το έγκλημα και ότι το συμπέρασμα περί της ενοχής του είναι αυθαίρετο. Εχουμε ήδη αναφέρει ότι η καταδίκη του εφεσείοντα και στις δυο κατηγορίες στηρίχθηκε αποκλειστικά στην αποδεικτική δύναμη της περιστατικής μαρτυρίας η οποία, ως εκ της φύσεως της, δεν άφηνε οποιαδήποτε περιθώρια αμφιβολίας που θα οδηγούσε στην αθώωση του εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο, στην απουσία οποιασδήποτε λογικής εξήγησης αναφορικά με την ύπαρξη του φρέσκου αίματος του εφεσείοντα στη σκηνή, ορθά διαπίστωσε πως δεν υπήρχε καμιά άλλη λογική πιθανότητα η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς τη σύνδεση του εφεσείοντα με το έγκλημα. Οι περί του αντιθέτου εισηγήσεις, ότι δηλαδή, η καταδίκη στηρίχθηκε σε αόριστες πιθανολογήσεις αναφορικά με την παρουσία του εφεσείοντα στη σκηνή και ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης είναι αόριστες και ατεκμηρίωτες.
Αναφορικά με την αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας η οποία αναφέρεται σε γενετικό υλικό, τη σημασία και τον τρόπο προσέγγισής της από το δικαστήριο σχετικές είναι οι υποθέσεις Ιωάννου κα ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 195, Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 571 και Βάσος Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. εφ. 263/06, ημερ. 17.10.2007.
Αφού μελετήσαμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις και εξετάσαμε όλα τα στοιχεία και δεδομένα, καταλήγουμε ότι το σύνολο της μαρτυρίας που είχε προσαχθεί οδήγησε το Κακουργιοδικείο στο ορθό συμπέρασμα ότι ο εφεσείων ήταν ο ένας από τους δράστες του εγκλήματος. Η μαρτυρία απέδειξε πέρα από κάθε λογική αμφιβολία την ενοχή του εφεσείοντα και στις δύο κατηγορίες.
Υποβάλλεται εισήγηση ότι η ποινή φυλάκισης των 14 ετών στην κατηγορία της απόπειρας φόνου είναι έκδηλα υπερβολική. Ενόψει των προσωπικών και οικογενειακών συνθηκών του εφεσείοντα και του γεγονότος ότι είναι λευκού ποινικού μητρώου. Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη τους πιο πάνω παράγοντες τους οποίους στάθμισε με την εγγενή σοβαρότητα των αδικημάτων, την προμελετημένη και καλά σχεδιασμένη ενέργεια των δραστών, τον βάναυσο τρόπο εκτέλεσης του εγκλήματος και τα σοβαρά κατάλοιπα στην υγεία των θυμάτων. Παράλληλα το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη και τον παράγοντα της αποτροπής ο οποίος καθηκόντως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο σε ιδιαίτερα σοβαρές υποθέσεις, όπως η παρούσα και σταθερά να αποστέλλεται το μήνυμα ότι οι εγκληματίες οι οποίοι αδίστακτα είναι έτοιμοι να αφαιρέσουν ακόμα και τη ζωή συνανθρώπου τους πρέπει να τιμωρούνται παραδειγματικά. Δεν έχουμε διακρίνει οποιοδήποτε σφάλμα αρχής στην επιμέτρηση της ποινής ούτε συμμεριζόμαστε την άποψη ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση τόσο κατά της καταδίκης όσο και κατά της ποινής απορρίπτεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΦ.