ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 589
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 90/2008)
17 Ιουλίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΕΣΙΔΗΣ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Α. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.
Π. Ευθυβούλου-Ευθυμίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ο οποίος εμφανιζόταν με δικηγόρο της δικής του επιλογής, παραδέχθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ενοχή σε κατηγορίες (α) κλοπής υλικού που διαβιβάζεται ταχυδρομικώς (κατά παράβαση των άρθρων 255 και 264 του Ποινικού Κώδικα), (β) πλαστογραφίας (κατά παράβαση των άρθρων 331, 332, 333 και 336 του Ποινικού Κώδικα), (γ) κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (κατά παράβαση των άρθρων 331, 332, 333, 336 και 339 του Ποινικού Κώδικα) και (δ) απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις (κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα). Πιο συγκεκριμένα, ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι εξαργύρωσε επιταγή που δεν του ανήκε και είχε αποσταλεί στον ξάδελφο του (που έφερε το ίδιο όνομα) για το ποσό των £809,91. Μετά την παράθεση των γεγονότων από την Κατηγορούσα Αρχή και των ελαφρυντικών στοιχείων εκ μέρους της δικηγόρου του, καταδικάστηκε σε ποινές φυλάκισης,
(i) 3 μηνών στην α΄ κατηγορία,
(ii) 6 μηνών στις κατηγορίες β΄ και γ΄ και
(iii) 4 μηνών στη δ΄ κατηγορία.
Ο καταδικασθείς άσκησε έφεση με άλλο δικηγόρο κατά της καταδίκης του γιατί σύμφωνα με το νέο δικηγόρο του, αν και είχε αρχικά παραδεχθεί ενοχή οι σχετικές κατηγορίες δεν είχαν στοιχειοθετηθεί. Επιπρόσθετα ασκήθηκε έφεση και εναντίον της ποινής, η οποία σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του νέου δικηγόρου του ήταν υπερβολική.
Προτού αρχίσει η ακροαματική διαδικασία της έφεσης καταχωρήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντος η παρούσα αίτηση με την οποία ζητείται άδεια για την προσθήκη επιπρόσθετου λόγου έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο ο εφεσείων θα ισχυριστεί ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν συνέπεια κακής, ανεπαρκούς και έκδηλα ανίκανης δικηγορίας εκ μέρους της πρώτης δικηγόρου του, με αποτέλεσμα να μην έχει τύχει δίκαιης δίκης που τελικά οδήγησε σε πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης.
Εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση υποβλήθηκε μεταξύ άλλων ότι η αίτηση πάσχει γιατί,
(1) Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση υπογράφηκε από τον ίδιο το δικηγόρο του αιτητή,
(2) Η εισαγωγή του ισχυρισμού ότι η δίκη που είχε διεξαχθεί δεν ήταν δίκαιη, στην ουσία αποσκοπεί στην παράταση της προθεσμίας υποβολής της έφεσης, και γιατί
(3) Δεν έχουν προβληθεί λόγοι που δικαιολογούν την παραχώρηση άδειας για την άσκηση έφεσης.
Κατά τη διάρκεια της εξέτασης της αίτησης σημειώθηκε από το Δικαστήριο ότι η αίτηση με την οποία ζητείται η προσθήκη του νέου λόγου έφεσης, καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου αντί στο Ανώτατο Δικαστήριο, αν και η έφεση έχει ήδη καταχωρηθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο και έχει λάβει τον αριθμό 90/2008. Ο συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ότι η αίτηση ορθά καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, ενώ αντίθετα η συνήγορος των καθ'ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι η διαδικασία της αίτησης δεν μπορεί να προχωρήσει.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 139(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, η έφεση καταχωρείται στο Επαρχιακό Δικαστήριο το οποίο εκδικάζει μια ποινική υπόθεση. Ακολούθως ο Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου την διαβιβάζει στον Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο οποίος την καταχωρεί και ορίζει το χρόνο ακρόασης της έφεσης (άρθρο 141(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155).
Στην παρούσα περίπτωση η έφεση καταχωρήθηκε στις 12/5/2008, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου (αρ. 14/60) στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και διαβιβάστηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπου της δόθηκε ο αριθμός 90/2008. Εξυπακούεται ότι εφόσον η έφεση έχει περιέλθει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οποιοδήποτε διάβημα μέσα στα πλαίσια της έφεσης, είναι θέμα που εμπίπτει μέσα στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Έπεται ότι η υπό εξέταση αίτηση λανθασμένα καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και συνακόλουθα θεωρείται ως άκυρη και ως μη γενομένη. Για το λόγο αυτό η αίτηση απορρίπτεται.
Έχουμε παρατηρήσει επίσης ότι η ένορκη δήλωση που έχει επισυναφθεί στην αίτηση έχει υπογραφεί από τον ίδιο το δικηγόρο, ο οποίος εμφανίζεται και ως δικηγόρος του αιτητή. Η τακτική δικηγόρων να επισυνάπτουν δικές τους ένορκες δηλώσεις σε αιτήσεις σε υποθέσεις που χειρίζονται οι ίδιοι, έχει επισύρει τα δυσμενή σχόλια των δικαστηρίων. (Βλ. Ahapittas v. Roc-Chick Ltd. (1968) 1 C.L.R. 1, Ιωαννίδη ν. Σπαρσή (1979) 2 J.S.C. 186, Re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329 και Τζεννάρο Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 356). Το θέμα έχει λάβει συγκεκριμένη απαγορευτική μορφή, αφού σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 13(5) των Κανονισμών Δεοντολογίας του 2002, όταν ένας δικηγόρος προτίθεται να εμφανισθεί ως μάρτυς θα πρέπει να εγκαταλείψει την ιδιότητα του δικηγόρου. Παράλειψη συμμόρφωσης εκ μέρους του δικηγόρου στην πιο πάνω πρόνοια (που περιλαμβάνει και περιπτώσεις ενόρκων δηλώσεων που υπογράφονται και καταχωρούνται από δικηγόρους), συνιστά διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος. Σημειώνουμε την πιο πάνω απαράδεκτη διαδικασία, η οποία δυστυχώς εξακολουθεί να υφίσταται και αφήνουμε το θέμα ως εδώ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ