ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 562
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 33/2008)
17 Ιουλίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσίβλητου.
________________________
΄Ελενα Ζαχαριάδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Ευσταθίου μαζί με Κ. Καμένο, για τον Εφεσίβλητο.
________________________
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνώ, θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου. Ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου, που διαφωνεί, θα δώσει δική του απόφαση.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, με δική του παραδοχή, κρίθηκε ένοχος σε 13 κατηγορίες άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154. Οι κατηγορίες αφορούσαν σε δύο ανήλικες - τις Γ.Μ. και Σ.Μ., ηλικίας, η πρώτη μόλις 10 χρονών και η δεύτερη 14 χρονών. Επιβλήθηκαν στον εφεσίβλητο, για κάθε μια από τις 12 κατηγορίες που αφορούσαν τη Γ.Μ., ποινή φυλάκισης έξι μηνών και, στη μία κατηγορία που αφορούσε την ανήλικη Σ.Μ., φυλάκιση τεσσάρων μηνών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε οι ποινές να συντρέχουν. Να σημειώσουμε εδώ ότι, όταν ακούστηκε η έφεση, ο εφεσίβλητος είχε ήδη εκτίσει την ποινή του και αποφυλακίστηκε.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με την παρούσα έφεση, αμφισβητεί την ορθότητα της ποινής. Την θεωρεί έκδηλα ανεπαρκή, για τους λόγους που θα παραθέσουμε, αφού πρώτα αναφερθούμε σε συντομία στα γεγονότα.
Ο εφεσίβλητος, ηλικίας 53 χρονών, οικογενειάρχης, ασφαλιστής το επάγγελμα, ασχολείτο, επίσης, και παρέδιδε μαθήματα βιολιού στο σπίτι και στο γραφείο του. Μεταξύ των μαθητών του ήταν και οι πιο πάνω ανήλικες. Την περίοδο 2002 - 2006, σε 12 περιπτώσεις, όσες, δηλαδή, και οι κατηγορίες που αφορούν στην ανήλικη Γ.Μ., ο εφεσίβλητος, κατά την ώρα του μαθήματος, της επιτέθηκε άσεμνα. Συγκεκριμένα, ανάγκαζε τη δεκάχρονη να κάθεται στα γόνατά του, την χάιδευε με τα χέρια και το σώμα του στο στήθος, στα γεννητικά της όργανα και σε άλλα μέρη του σώματός της, πάντοτε πάνω από τα εσώρουχα και την φιλούσε στο στόμα και στα μάγουλα. Οι κατηγορίες προέκυψαν μετά που η μητέρα της βρήκε φυλαγμένο σε μικρό κουτάκι στο συρτάρι του γραφείου της ανήλικης χειρόγραφη σημείωσή της, στην οποία αυτή κατέγραφε τα όσα υφίστατο από τον εφεσίβλητο. Τη σημείωση η ανήλικη την ετοίμασε, με σκοπό να πληροφορήσει τη μεγαλύτερη αδελφή της για ό,τι κατά τη διάρκεια των μαθημάτων βίωνε, αλλά δε βρήκε τη δύναμη να της την δώσει και την έκρυψε στο σημείο που την βρήκε η μητέρα της. Ταυτόχρονα, με την καταγγελία στην Αστυνομία των πιο πάνω, καταγγέλθηκε και από τη δεκατετράχρονη Σ.Μ. ότι ο εφεσίβλητος, το Δεκέμβριο του 2002, επιτέθηκε και σ' αυτή. Την κάθισε στα γόνατά του και την φίλησε στα μάγουλα και στο στόμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από τη νομολογία, στην οποία παραπέμπει, και επαναλαμβάνοντας την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής για αδικήματα σεξουαλικής φύσης, επέβαλε στον εφεσίβλητο τις ποινές που έχουμε αναφέρει.
Ο Γενικός Εισαγγελέας υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων και στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής. ΄Εδωσε στην παραδοχή και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου τέτοια βαρύτητα, που, ουσιαστικά, εξασθένησε την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Τέλος, υποστηρίζει ότι εσφαλμένα επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, αντί διαδοχικές. Αγορεύοντας, ενώπιόν μας, η κ. Ζαχαριάδου υποστήριξε ότι, καίτοι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία και διαπίστωσε τη σοβαρότητα των σεξουαλικών αδικημάτων, ιδιαίτερα όταν αυτά στρέφονται εναντίον ανηλίκων, ο ψυχικός κόσμος των οποίων τραυματίζεται και δύσκολα επουλώνεται, δεν εφάρμοσε ορθά τις αρχές της νομολογίας στα γεγονότα. ΄Εδωσε στις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσίβλητου μεγαλύτερη βαρύτητα από όση η φύση των αδικημάτων και οι περιστάσεις, κάτω από τις οποίες αυτά διαπράχθηκαν, δικαιολογούσαν. Τα αδικήματα, κατέληξε, καίτοι όμοια, δε σχετίζονται μεταξύ τους, ούτε είναι μέρος ενιαίας ενέργειας, για να δικαιολογείται η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου η ποινή της κατηγορίας σε σχέση με την ανήλικη Σ.Μ. να συντρέχει με τις υπόλοιπες ποινές.
Ο κ. Ευσταθίου, για τον εφεσίβλητο, υποστήριξε την ορθότητα της απόφασης. Τόνισε, μεταξύ άλλων, την ήπια μορφή των άσεμνων επιθέσεων και το περιορισμένο των περιπτώσεων για μια μεγάλη διάρκεια χρόνου, την άμεση παραδοχή του και την επιστημονική μαρτυρία ότι οι ενέργειές του ήταν αποτέλεσμα του ψυχολογικού πλέγματος του παλιμπαιδισμού. Η επιβληθείσα ποινή, κατέληξε, λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα που συνθέτουν τα αδικήματα, θα μπορούσε ακόμη να θεωρηθεί και αυστηρή. Σε σχέση με την εισήγηση για το εσφαλμένο της απόφασης η ποινή της κατηγορίας που αφορά στην ανήλικη Σ.Μ. να συντρέχει με τις υπόλοιπες ποινές, υποστήριξε ότι αυτό δικαιολογείται. Πρόκειται, υπέβαλε, για μεμονωμένο περιστατικό, η καταγγελία του οποίου έγινε με μεγάλη καθυστέρηση - πέντε χρόνια από το επεισόδιο.
Τα αδικήματα της φύσης που διέπραξε ο εφεσίβλητος δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι σοβαρά. Η σοβαρότητά τους προκύπτει μέσα από την προβλεπόμενη ποινή - ποινή φυλάκισης μέχρι δύο έτη - αλλά και από τον τρόπο που αυτά σταθερά αντικρίζονται από τη νομολογία. Αδικήματα σεξουαλικής φύσης τιμωρούνται από τα δικαστήρια με αποτρεπτικές ποινές, σε μια προσπάθεια καταστολής τους, τόσο γιατί στρέφονται και προσβάλλουν τα ήθη γενικά, όσο και γιατί προσβάλλουν και συνθλίβουν την προσωπικότητα των θυμάτων - (βλ. Rana κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489 και Β.Ε.Κ. ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 228). Καθίστανται δε ιδιαίτερα σοβαρά, όταν στρέφονται εναντίον νεαρών προσώπων, τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωμένη και ορθή εικόνα για τη σεξουαλική πτυχή της ζωής ούτε σταθερές δυνάμεις αντίστασης. Με τη διαπίστωση, βέβαια, της σοβαρότητας των αδικημάτων, το έργο του δικαστηρίου δεν εξαντλείται. Η εξατομίκευση της ποινής είναι μια διεργασία απαραίτητη, που σκοπό έχει να προσαρμόσει την ποινή όχι μόνο στο αδίκημα αλλά και στο συγκεκριμένο δράστη. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις σεξουαλικών αδικημάτων, αυτή δεν μπορεί να αφήνεται να οδηγεί στην εξουδετέρωση, είτε της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής είτε του αποτρεπτικού χαρακτήρα της.
Ο καθορισμός της ποινής είναι έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το εφετείο επεμβαίνει μόνο, όταν διαπιστώνει ότι η ποινή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, ή έκδηλα υπερβολική, ή ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του νόμου - (βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245· Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525· Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342).
Συμφωνούμε με το συνήγορο του εφεσίβλητου ότι η παραδοχή του, μορφή και αυτή μεταμέλειας, το λευκό ποινικό μητρώο του και οι συνέπειες στην οικογενειακή και επαγγελματική ζωή του αποτελούν ελαφρυντικούς παράγοντες και δικαιολογούν επιεικέστερη μεταχείριση, δε συμφωνούμε, όμως, ότι «η βαρύτητα των γεγονότων που συνθέτουν τα αδικήματα είναι άκρως εξασθενημένη». Το γεγονός ότι όλες οι πράξεις του εφεσίβλητου λάμβαναν χώρα πάνω από τα εσώρουχα της ανήλικης Γ.Μ. δεν εξουδετερώνει τη σοβαρότητα των άσεμνων επιθέσεων, η οποία προκύπτει από τη συστηματική διάπραξή τους για ένα μεγάλο σχετικά διάστημα - 2002-2006 - από το δάσκαλο απέναντι στη μαθήτριά του, ηλικίας μόλις 10 χρονών. Ο εφεσίβλητος, εκμεταλλευόμενος τη θέση του, την αδυναμία αντίδρασης και τη σιωπή της ανήλικης μετά τις πρώτες επιθέσεις, προφανώς λόγω φόβου και ντροπής να καταγγείλει το δάσκαλό της, χωρίς αναστολές και ενδοιασμούς, ανάλογα με τις δικές του ορέξεις, την υπέβαλλε στην απαράδεκτη μεταχείριση που έχουμε ήδη περιγράψει. Ταυτόχρονα με τη διδασκαλία, τραυμάτιζε και τον ψυχικό της κόσμο, ο οποίος δύσκολα επουλώνεται - (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Α.Β. (2002) 2 Α.Α.Δ. 382). Το ότι η ανήλικη αποστρεφόταν τα όσα κατά τη διάρκεια του μαθήματος υφίστατο, φαίνεται και από την ενέργειά της να τα καταγράψει, με σκοπό να τα αποκαλύψει στην αδελφή της, έστω και αν τελικά δε βρήκε το θάρρος να το κάμει. Την ίδια περίοδο επιτίθεται άσεμνα και στη δεκατετράχρονη, επίσης, μαθήτριά του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι στην απόφασή του διαπίστωσε και αναφέρθηκε με λεπτομέρεια σε όλους τους παράγοντες που επιδρούν και επηρεάζουν την έκταση της ποινής, απέτυχε να τους σταθμίσει ορθά, όπως απέτυχε να ασκήσει ορθά τη διακριτική του εξουσία, όταν διέτασσε οι ποινές των κατηγοριών που αφορούσαν την ανήλικη Γ.Μ. να συντρέχουν με την ποινή της κατηγορίας που αφορούσε την ανήλικη Σ.Μ. Βρίσκουμε την ποινή που επέβαλε έκδηλα ανεπαρκή.
Το θέμα της επιβολής διαδοχικών ποινών εξετάστηκε σε έκταση και με αναφορά σε αγγλική νομολογία στη Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123. Βασική αρχή είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές για κατηγορίες που, ουσιαστικά, αποτελούν μέρος μιας ενιαίας συμπεριφοράς και τούτο, για να μην οδηγηθεί η συνολική ποινή που θα επιβληθεί σε υπερβολή. Ταυτόχρονα, το σύνολο των διαδοχικών ποινών, που, ενδεχόμενα, να επιβληθούν, πρέπει να είναι ανάλογο με τη σοβαρότητα των επί μέρους κατηγοριών. Με άλλα λόγια, η συνολική ποινή δεν πρέπει να είναι υπερβολική - (βλ. Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφασή του, προτού διατάξει οι ποινές να συντρέχουν, δεν κατηύθυνε την προσοχή του στα πιο πάνω, με αποτέλεσμα η
εκτίμησή του να μην είναι ορθή. Η διάπραξη των αδικημάτων εναντίον δύο ανήλικων μαθητριών, σε χωριστές ημερομηνίες, θα ήταν λάθος να ενταχθεί στο πλαίσιο ενιαίας ενέργειας του εφεσίβλητου.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με συντρέχουσες ποινές φυλάκισης οκτώ μηνών σε κάθε μια από τις κατηγορίες 2, 4, 6, 8, 10, 12, 14, 16, 18, 20, 22 και 24.
Η ποινή φυλάκισης των τεσσάρων μηνών στην 26η κατηγορία θα είναι διαδοχική με τις ποινές που επιβλήθηκαν στις πιο πάνω κατηγορίες, έτσι ώστε σωρευτικά η ποινή να ανέρχεται σε ένα χρόνο.
Οι ποινές αρχίζουν από 7/2/2008, ημερομηνία που άρχισε η κράτηση του εφεσίβλητου.
Τ. Ηλιάδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
/ΜΠ