ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 486
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 238/2007 και 239/2007)
15 Ιουλίου 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 238/2007)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ,
Εφεσείων,
- ΚΑΙ -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
---------------------------
(Ποινική Έφεση Αρ. 239/2007)
SUPHIRE SECURITIES AND FINANCIAL SERVICES LTD,
Εφεσείουσα,
- ΚΑΙ -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
---------------------------
Γ. Γεωργίου με Κ. Καλλή, για τους Εφεσείοντες.
Π. Ευθυβούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για την Εφεσίβλητη.
Ο εφεσείων είναι παρών.
---------------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση
του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, με απόφαση πλειοψηφίας, αποτελούμενη από δύο από τα μέλη του, καταδίκασε στις 28.9.07 τους δύο εφεσείοντες, οι εφέσεις των οποίων συνεκδικάστηκαν, στις κατηγορίες 21-26 από ένα σύνολο 28 κατηγοριών που είχαν καταχωρηθεί εναντίον τους. Με ενδιάμεση απόφαση ημερ. 29.6.07, το Κακουργιοδικείο ομόφωνα αθώωσε τους εφεσείοντες, αλλά και την πρώην κατηγορούμενη 3, από τις 20 πρώτες κατηγορίες καθώς και από τις κατηγορίες 27 και 28. Ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου όμως προχώρησε να αθωώσει από το ενδιάμεσο στάδιο τους εφεσείοντες και την πρώην κατηγορούμενη 3 και από τις κατηγορίες 21-26, τους οποίους τα άλλα δύο μέλη κάλεσαν σε απολογία, για να αθωώσουν εν τέλει την πρώην κατηγορούμενη 3 και από αυτές τις κατηγορίες. Οι εφεσείοντες, μετά την κλήση τους σε απολογία, προέβηκαν σε ανώμοτες δηλώσεις και δεν προσήγαγαν οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία.
Η καταδικαστική απόφαση της πλειοψηφίας προσβάλλεται από μεν την εφεσείουσα στην έφεση αρ. 239/07 (εφεξής «η εταιρεία»), με 36 λόγους έφεσης, από δε τον εφεσείοντα στην έφεση αρ. 238/07 (εφεξής «ο εφεσείων») με 41 λόγους έφεσης, εκ των οποίων οι τρεις τελευταίοι αφορούν την επιβληθείσα 7ετή ποινή φυλάκισης, την οποία και θεωρεί υπέρμετρα αυστηρή. Ενώπιον του Εφετείου, τόσο ο κ. Γεωργίου όσο και η κα Ευθυβούλου, αγόρευσαν επί μακρόν, υιοθετώντας και εξηγώντας περαιτέρω τα εξίσου εκτεταμένα διαγράμματα αγορεύσεων τους. Ιδιαίτερα το διάγραμμα των εφεσειόντων καταλαμβάνει 170 σελίδες, ενώ της Δημοκρατίας 48. Έγινε, ως ήταν αναμενόμενο παραπομπή σε πλειάδα αυθεντιών και από τις δύο πλευρές, 152 από τους εφεσείοντες και 45 από τη Δημοκρατία. Εκφράζεται εκ προοιμίου η ευαρέσκεια του Εφετείου ως προς την ενδελέχεια και την επιμέλεια των εκατέρωθεν θέσεων όπως παρουσιάστηκαν και αναπτύχθηκαν από τους συνηγόρους, οι οποίοι και βοήθησαν με τον ορθό και ενδεδειγμένο δεοντολογικά τρόπο τα μέγιστα στην καλύτερη κατανόηση και αντίληψη της περίπλοκης αυτής υπόθεσης.
Η καταγραφή ενός σύντομου ιστορικού των μεταξύ των μερών συναλλαγών που οδήγησαν στη διατύπωση σωρείας κατηγοριών εναντίον των εφεσειόντων και της πρώην κατηγορουμένης 3, (συζύγου του εφεσείοντα) είναι σε αυτό το στάδιο αναγκαία.
Το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (εφεξής «το Ταμείο»), προέβηκε σε τρεις διαφορετικές συμφωνίες επένδυσης των περιουσιακών του στοιχείων με τον όμιλο εταιρειών Suphire. Με την πρώτη συμφωνία ημερ. 6.3.01, τριετούς διάρκειας, το Ταμείο παραχώρησε £5.000.000 σε μετρητά στην Suphire Asset Management Ltd (περιγραφόμενη στη συνέχεια στη συμφωνία απλά ως «Suphire»), με αντίστοιχη εκ μέρους της υπογραφή τραπεζικής εγγύησης στο ποσό των £6.850.000, στη λήξη της. Η συμφωνία έληξε αισίως το δε Ταμείο εξάσκησε το δικαίωμα του στην τραπεζική εγγύηση και εξασφάλισε την πληρωμή του ποσού. Η δεύτερη συμφωνία ημερ. 12.11.01, επίσης τριετής, λειτούργησε με κάπως διαφορετικό τρόπο, εφόσον παραχωρήθηκε και πάλι στην Suphire Asset Management Ltd, ως συμβούλων, αριθμός μετοχών τριών διαφορετικών τραπεζών, οι οποίες θα διεκπεραιώνονταν από πλευράς εκτέλεσης συναλλαγών από την Suphire Stockbrokers Ltd ως μέλος του ΧΑΚ, στη λήξη δε της συμφωνίας έπρεπε να επιστραφούν οι μετοχές αυτές, πλέον τα μερίσματα και τα δικαιώματα που θα προέκυπταν, με μια ετήσια απόδοση ύψους 2½% στην αρχική αξία του χαρτοφυλακίου που καθορίστηκε στα £3.240.000. Για τη συμφωνία αυτή ανοίχθηκε στην εταιρεία λογαριασμός πελάτη με τον κωδικό TSAHK 10. Η τρίτη συμφωνία, ημερ. 11.11.03 επίσης τριετής, και γενόμενη αυτή τη φορά κατευθείαν με την εταιρεία, προνόησε για την εκ μέρους του Ταμείου παραχώρηση χαρτοφυλακίου αποτελούμενου από μετοχές εισηγμένων αξιών από 26 διαφορετικούς εκδότες, ύψους £5.947.003. Η εταιρεία, ως διαχειριστής, είχε απόλυτη διακριτική ευχέρεια στο χειρισμό του χαρτοφυλακίου με μόνη υποχρέωση την εβδομαδιαία ενημέρωση του Ταμείου για την πορεία των επενδύσεων. Δεν υπήρχε προκαθορισμένη εγγυημένη απόδοση στη λήξη, ούτε είχε καταρτισθεί ή δοθεί πληρεξούσιο έγγραφο, όπως είχε γίνει στα πλαίσια της δεύτερης συμφωνίας. Για τη συμφωνία αυτή ανοίχθηκε λογαριασμός πελάτη από εταιρεία με τον κωδικό TSAHK 12.
Στις 11.11.03, με την έναρξη δηλαδή της τρίτης συμφωνίας, η εταιρεία μετέφερε από το λογαριασμό Global (δηλαδή το λογαριασμό αποθετηρίου που περιέχει μετοχές που δεν είναι υπό τη διαχείριση οποιουδήποτε μέλους του ΧΑΚ), σε λογαριασμό μέλους χειριστή αυτής, μετοχές που ανήκαν στο Ταμείο αλλά σε μεγαλύτερο αριθμό από αυτό που προνοούσε η συμφωνία. Η εταιρεία όφειλε, κατά τη λειτουργία της συμφωνίας αυτής, να ενημέρωνε σε τακτά διαστήματα το Ταμείο και να προέβαινε σε παρουσιάσεις της πορείας του χαρτοφυλακίου. Διαπιστώθηκαν προς το τέλος Φεβρουαρίου του 2005 από τις καταστάσεις που αποστέλλονταν και τις ενημερώσεις, σε αντιπαραβολή με στοιχεία που λήφθηκαν από το ΧΑΚ, διαφορές στις μετοχικές ποσότητες σε βάρος του Ταμείου. Όταν έγινε αντιληπτό ότι πιθανό να υπήρχαν ατασθαλίες, λειτουργοί του Ταμείου επικοινώνησαν με τον εφεσείοντα ο οποίος παραδεκτά και κατά γενική αντίληψη και ομολογία, ήταν ο γενικός διαχειριστής του χαρτοφυλακίου και το άτομο το οποίο επικοινωνούσε πάντοτε με το Ταμείο, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν στον ουσιώδη χρόνο διοικητικός σύμβουλος της εταιρείας. Δόθηκαν απ΄ αυτόν διαβεβαιώσεις ότι τα προβλήματα που εντοπίστηκαν οφείλονταν σε λανθασμένες μεταφορές μετοχών και ότι οι μετοχές των τριών τραπεζών που διέπονταν από τη δεύτερη συμφωνία, είχαν κατά λάθος μεταφερθεί σε άλλο λογαριασμό του συγκροτήματος του ομίλου Suphire, θα γίνονταν δε οι αναγκαίες διορθωτικές κινήσεις. Σε επόμενη συνάντηση ο εφεσείων αναγνώρισε ότι οι μετοχές ανήκαν στο Ταμείο, προς το οποίο και θα έπρεπε να μεταφερθούν, έδωσε δε προς τούτο και σχετική επιστολή υπογραμμένη από τον ίδιο, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμ. 373. Εντοπίστηκαν όμως και νέα ελλείμματα μετοχών για να ακολουθήσει νέα συζήτηση, να υπογραφεί γραμμάτιο από την πρώην κατηγορουμένη 3, Τεκμ. 21, καθώς και συζήτηση για επαναφορά του χαρτοφυλακίου, με γραπτή πλέον δέσμευση από πλευράς της εταιρείας ως προς τούτο. Εν τέλει, έγινε καταγγελία στον Γενικό Εισαγγελέα στις 15.3.05, ο οποίος διόρισε δύο ποινικούς ανακριτές ως εμπειρογνώμωνες τον Κ. Καψάλη, Μ.Κ.2, και τον Π. Χριστοφόρου, Μ.Κ.3, οι οποίοι κατήρτισαν αντίστοιχες εκθέσεις, Τεκμ. 470 και 476, στις οποίες θα γίνει ιδιαίτερη αναφορά αργότερα. Παράλληλα, λειτουργοί του Ταμείου υπό την εποπτεία του Χ. Χατζηγέρου, Μ.Κ.9, προέβηκαν σε εσωτερικό έλεγχο, χρησιμοποιώντας τρεις διαφορετικές μεθοδολογίες, δύο εκ των οποίων ζητήθηκαν από τις ανακριτικές αρχές και μια που έγινε επί τη βάσει των δικών τους δεδομένων με ιδιαίτερη συμμετοχή της Ζήνας Αδάμαντος, Μ.Κ.21, η μαρτυρία της οποίας θα τύχει ανάλυσης αργότερα. Ο εσωτερικός έλεγχος για τη διαπίστωση τυχόν ελλείμματος κατατέθηκε ως Τεκμ. 32.
Τα γεγονότα όσον αφορά τα οικονομικά στοιχεία είναι εξαιρετικά περίπλοκα και πολύπλοκη ήταν και η μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το οποίο στο τέλος της ημέρας έπρεπε να την αξιολογήσει μαζί με τα 553 τεκμήρια που κατατέθηκαν προς επίρρωση της. Η θέση της κατηγορούσας αρχής ήταν ότι η εταιρεία, με υπεύθυνο διαχειριστή τον εφεσείοντα, έπρεπε να διαχειριζόταν το χαρτοφυλάκιο του Ταμείου με καλή πίστη, οι δε κερδοζημίες από την αγοραπωλησία των μετοχών στο ΧΑΚ, έπρεπε να κατατίθονταν σε λογαριασμό πελατών που να έδειχνε τις καθημερινές συναλλαγές που διεκπεραιώνονταν εκ μέρους των εφεσειόντων και προς όφελος του Ταμείου. Εκείνο που συνέβη όμως ήταν ότι, χρήματα που προέρχονταν από τις μετοχικές συναλλαγές στο ΧΑΚ και που ανήκαν στο Ταμείο, μεταφέρθησαν στο λογαριασμό παρατραβήγματος της εταιρείας, από τον οποίο διοχετεύονταν στη συνέχεια διάφορα ποσά προς πληρωμή διαφόρων υποχρεώσεων της εταιρείας. Η μεταφορά αυτή των χρημάτων που επετεύχθη σταδιακά μέσω 225 επιταγών (Τεκμ. 74-299), γινόταν χωρίς ουσιαστικό πραγματικό ή νομικό λόγο και χωρίς καμία λογιστική εξήγηση. Για τις πιο πάνω ενέργειες τους οι εφεσείοντες κατηγορήθηκαν με 20 κατηγορίες για ψευδείς καταχωρίσεις σε έγγραφα κατά παράβαση του άρθρου 313(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, οι λεπτομέρειες των οποίων έδειχναν ότι οι εφεσείοντες σε διαφορετικές ημερομηνίες που εξειδικεύονται στις διάφορες κατηγορίες από τις 2.12.03 μέχρι τέλη Ιανουαρίου 2005, ενώ διαχειρίζονταν το χαρτοφυλάκιο του Ταμείου προέβαιναν σε ψευδείς καταχωρίσεις σε έγγραφα, δηλαδή λανθασμένες καταστάσεις αποτίμησης χαρτοφυλακίου σε σχέση με τους τίτλους που το Ταμείο κατείχε σε διάφορες δημόσιες εταιρείες κατά τον επίδικο χρόνο.
Οι εφεσείοντες, με την πρώην κατηγορούμενη 3, αντιμετώπισαν επίσης από κοινού 6 κατηγορίες (κατηγορίες 21η-26η), για αδικήματα συγκάλυψης κατά παράβαση διαφόρων άρθρων του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου αρ. 61(Ι)/96, όπως τροποποιήθηκε, (εφεξής «ο Νόμος») καθώς και διαφόρων άρθρων του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Τέλος, ο εφεσείων μόνο, αντιμετώπισε και τις 27η και 28η κατηγορίες για πλαστογραφία επισήμου εγγράφου και κυκλοφορία αυτού, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, έχοντας καταρτίσει πλαστό επίσημο έγγραφο δηλαδή συγκεντρωτική κατάσταση λογαριασμού επενδυτή ημερ. 11.1.05 που εμφανιζόταν να είχε εκδοθεί από το ΧΑΚ και έδειχνε τίτλους δημοσίων εταιρειών που κατείχε η εταιρεία για λογαριασμό του Ταμείου, ενώ το ΧΑΚ δεν εξέδωσε τέτοιο έγγραφο, ούτε το περιεχόμενο του ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.
Στην ανάλυση που ακολουθεί είναι προσφορότερο να τεθούν κάτω από ξέχωρες θεματικές ενότητες οι διάφοροι λόγοι έφεσης, ορισμένοι εκ των οποίων συνδέονται, ευελπιστώντας ότι δεν θα παραμείνει οποιοσδήποτε λόγος χωρίς τη δέουσα ανάλυση.
(i) Η δυνατότητα αναφοράς στη μαρτυρία επί κατηγοριών στις οποίες οι εφεσείοντες αθωώθηκαν (λόγος έφεσης αρ. 1).
Ο κ. Γεωργίου έδωσε ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό το λόγο έφεσης, καθοριστικό κατά την άποψη του, στη βάση του ότι δεν ήταν νομικά επιτρεπτό για την πλειοψηφία να λάβει υπόψη της για την καταδίκη των εφεσειόντων στις κατηγορίες 21 και 24 τη μαρτυρία εκείνη που είχε προσφερθεί από την Κατηγορούσα Αρχή για τις κατηγορίες 1-20 και στις οποίες οι εφεσείοντες απαλλάχθηκαν ομόφωνα. Αυτή η εισήγηση υποβλήθηκε και πρωτόδικα για να απορριφθεί όμως με το δικαιολογητικό ότι οι κατηγορίες 1-20 είχαν απορριφθεί λόγω απουσίας δύο εκ των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, η δε απόφαση δεν αφορούσε το συστατικό στοιχείο του ψεύδους στην καταχώρηση. Κρίθηκε στην ενδιάμεση απαλλακτική απόφαση ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ότι οι εφεσείοντες ενεργούσαν ως υπάλληλοι ή γραμματείς του Ταμείου ή ότι τα έγγραφα τα οποία περιείχαν τις ψευδείς καταχωρήσεις ανήκαν ή ήσαν στην κατοχή του Ταμείου ή ότι είχαν περιέλθει στην κατοχή των εφεσειόντων για λογαριασμό του Ταμείου. Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση η αθώωση στις κατηγορίες 1-20 δεν απέκλειε τη λήψη της μαρτυρίας εκείνης υπόψη για σκοπούς απόδειξης των υπολοίπων κατηγοριών.
Ο κ. Γεωργίου εισηγήθηκε ότι οι υποθέσεις Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510, Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 295 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 259, έχουν καθιερώσει την αρχή ότι η αθώωση ενός κατηγορουμένου από ορισμένες κατηγορίες έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση των γεγονότων πάνω στα οποία στηρίζονται αυτές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν εκ νέου για άλλες κατηγορίες.
Με όλο το σεβασμό προς τη θέση του συνηγόρου, κρίνεται ότι δεν αντλείται τέτοια αρχή από τις εν λόγω υποθέσεις ή ακόμη και από την υπόθεση Plain v. R. 51 Cr. App. R. 91, στην οποία επίσης παρέπεμψε. Είναι αυταπόδεικτο ότι η μαρτυρία από την Κατηγορούσα Αρχή προς απόδειξη ενός κατηγορητηρίου το οποίο περιέχει πολλές συναφείς και αλληλένδετες κατηγορίες, προσφέρεται πάντοτε για να θεμελιώσει το κατηγορητήριο στην ολότητα του ή εν μέρει και η προσφερόμενη μαρτυρία δεν στοχεύει κατ΄ ανάγκην στην θεμελίωση μιας και μόνο συγκεκριμένης κατηγορίας σε αποκλεισμό άλλης. Όπου τα γεγονότα είναι αλληλένδετα και πρέπει να ιδωθούν ως σύνολο για να καταταχθεί η ενδεχόμενη εγκληματική ενέργεια σε συγκρεκριμένες παράνομες πράξεις, οποιαδήποτε θεώρηση στη βάση της εισήγησης του κ. Γεωργίου, δεν είναι παρά πλασματική και χωρίς ουσιαστικό υπόβαθρο. Σχετική με το θέμα είναι και η υπόθεση Harris (1952) AC 694, η οποία σχολιάζεται εκτενώς στον Glanville Williams: The Proof of Guilt 3η έκδ. σελ. 232-237, ως υπόθεση παρόμοιων γεγονότων («similar fact»), έγινε δε αντικείμενο περαιτέρω σχολιασμού στη Robinson (1953) 37 Cr. App.R. 95.
Η ορθή αρχή, κρίνεται, που απορρέει από το ακολουθητέο σύστημα στην ποινική δίκη, είναι ότι δεν εξαφανίζεται η μαρτυρία αυτή καθαυτή, αλλά μόνο ότι οι κατηγορίες στις οποίες αθωώνεται ενδιαμέσως ο κατηγορούμενος απογυμνώνονται από τα υποστηρικτικά τους γεγονότα. Στη Σάκκος - πιο πάνω - λέχθηκε σχετικά στη σελ. 525, ότι:
«Η ετυμηγορία του Δικαστηρίου είναι καθοριστική, όχι μόνο για το έγκλημα το οποίο κατηγορείται ο υπόδικος, αλλά και για την ύπαρξη ή μη των γεγονότων στα οποία στηρίζεται η κατηγορία.»
Στη Σάκκος θεωρήθηκε εσφαλμένη η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι απαλλαγή του εφεσείοντα στις κατηγορίες 9 και 10 που ισοδυναμούσαν με τη θέση ότι αυτός δεν είχε στην κατοχή του το χασίς ούτε και το είχε διαθέσει στο μάρτυρα, δεν μπορούσε ταυτόχρονα να θεμελιώσει και κατηγορία κατοχής χειροβομβίδας (κατηγορία 5), η οποία κατ΄ ισχυρισμόν είχε δοθεί στον εφεσείοντα από το μάρτυρα, ως αντάλλαγμα της παράδοσης σ΄ αυτόν της ναρκωτικής ουσίας. Οι κατηγορίες εκεί ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες και από πλευράς λογικής συνέχειας και από πλευράς γεγονότων.
Παρομοίως, στη Χρίστου - πιο πάνω - και πάλι κρίθηκε εύλογα, σε συνδεδεμένα από χρονική αλληλουχία γεγονότα, ότι δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί η κατοχή εκρηκτικού μηχανισμού από τον εφεσείοντα εφόσον είχε αθωωθεί από την κατηγορία της μεταφοράς του, ιδιαιτέρως τη στιγμή που δεν υπήρχε άλλη υποστηρικτική μαρτυρία που να τον συνέδεε με το όχημα στο οποίο εντοπίστηκε ο μηχανισμός. Και στη Χρίστου έγινε και πάλι αναφορά σε εξαφάνιση γεγονότων και όχι σε εξαφάνιση της ευρύτερης μαρτυρίας. Όσον αφορά την απόφαση Plain, τα γεγονότα της ήσαν εντελώς διαφορετικά. Εκεί είχε αποσυρθεί η υπόθεση από τους ενόρκους για να επαναφερθεί μετέπειτα όταν πλέον βεβαίως ήταν ήδη αργά και αφού ο συνήγορος υπεράσπισης είχε κάμει την επιλογή του ως προς τη μαρτυρία που θα προσκομιζόταν ενόψει του γεγονότος ότι δεν αντιμετωπιζόταν πλέον υπόθεση επί εκείνης της κατηγορίας από τον κατηγορούμενο.
Αναφέρεται, υποστηρικτικά προς την ορθή αρχή που αντλείται, στον Cross & Tapper on Evidence 10η έκδ. (2004), σελ. 208, ότι το Ποινικό Εφετείο εξετάζει τη μαρτυρία στην ολότητα της και δύναται να απορρίψει μια έφεση έστω και αν θεωρεί ότι ο Δικαστής έπρεπε να αποφάσιζε την υποβολή για εκ πρώτης όψεως υπόθεση, υπέρ του κατηγορουμένου, όπου, για παράδειγμα, ο κατηγορούμενος στη δική του μαρτυρία ενοχοποιεί τον εαυτό του.
Ο κ. Γεωργίου εισηγήθηκε πρόσθετα ότι η αθώωση των εφεσειόντων από τις πρώτες 20 κατηγορίες, έδωσε σαφές μήνυμα στην υπεράσπιση να μην προβάλει οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία, αλλά να ετοιμάσει το στρατηγικό της σχέδιο επί τη βάσει της αθώωσης και της μη δυνατότητας από την Κατηγορούσα Αρχή της χρήσης εκείνης της μαρτυρίας. Η εισήγηση είναι ότι η εκ των υστέρων χρησιμοποίηση της μαρτυρίας εκείνης καθιστά την τελική ετυμηγορία, αλλά και τη δίκη, μη δίκαιη. Η θέση αυτή παραγνωρίζει τη διαφορετικότητα των κατηγοριών στις οποίες κρίθηκαν στο τελικό στάδιο ένοχοι οι εφεσείοντες. Οι κατηγορίες 21 και 24 θεμελιώθηκαν στη βάση των άρθρων 255, 270(γ) και 270(β) του Κεφ. 154, με αυτές δε οι εφεσείοντες αντιμετώπιζαν την κατηγορία της κλοπής υπό αντιπροσώπου, σε αντίθεση με τις πρώτες 20 κατηγορίες όπου οι κατηγορίες είχαν αναφορά σε παράβαση του άρθρου 313(β) για ψευδείς καταχωρήσεις σε διάφορα έγγραφα. Συνάγεται ότι η στοιχειοθέτηση των αντίστοιχων κατηγοριών ήταν εντελώς διαφορετική, η δε μαρτυρία που είχε προσαχθεί γενικά από την Κατηγορούσα Αρχή από όλους τους μάρτυρες κατηγορίας που είχαν κάτι σχετικό να καταθέσουν, ήταν φανερό ότι μπορούσε να θεμελιώσει ένα αριθμό διαφορετικών κατηγοριών. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ο πρωταρχικός σκοπός ενός δικάζοντος Δικαστηρίου είναι η ανεύρεση, μετά από σχετική αξιολόγηση, των πραγματικών γεγονότων, τα οποία, αφού γίνουν ευρήματα του Δικαστηρίου, δυνατό να υπαχθούν σε διάφορες νομικές κατατάξεις, θεμελιώνοντας κατηγορίες που αναδύονται ως εγκληματικές ενέργειες από τον Ποινικό Κώδικα.
Σημειώνεται, όμως, ότι η θέση της πλειοψηφίας στη σελ. 134 της απόφασης, ότι η ένοχη διάνοια («mens rea») του εφεσείοντα εξαγόταν και από την εκ μέρους του παρουσίαση των γραπτών καταστάσεων αποτίμησης χαρτοφυλακίου οι οποίες στηρίζονταν σε στοιχεία που ο εφεσείων έδινε και περιείχαν ψεύδη, ήταν ατυχής διότι από τη στιγμή που οι κατηγορίες περί ψευδών καταχωρήσεων δεν θεμελιώθηκαν στην εκ πρώτης όψεως υπόθεση, δεν ήταν ορθό να θεωρηθούν αυτά τα ψευδή στοιχεία ως «καθοριστικά», όπως αναφέρεται, στη διαπίστωση της ένοχης διάνοιας. Όμως, όπως θα αναφερθεί και αργότερα, η διαπίστωση της ένοχης αυτής διάνοιας δεν έγινε μόνο στη βάση αυτών των στοιχείων αλλά θεμελιώθηκε και από άλλους ανεξάρτητους παράγοντες, όπως η ανάμειξη κατά αποκλειστικότητα, καθώς και η ενεργός εμπλοκή του εφεσείοντα στη διαχείριση του χαρτοφυλακίου και η συμπλήρωση των επιταγών που εκδίδονταν από το λογαριασμό πελατών και το λογαριασμό παρατραβήγματος, μετά από οδηγίες του ιδίου ο οποίος και υπέγραψε τις πλείστες από αυτές. Επομένως, η λανθασμένη διασύνδεση εκ μέρους της πλειοψηφίας της ένοχης σκέψης με τις ψευδείς καταχωρήσεις δεν αλλοιώνει το στέρεο του γενικότερου ευρήματος περί ένοχης διάνοιας.
Δεν τίθεται ζήτημα μη δίκαιης δίκης ενόψει των ανωτέρω, ούτε παγιδεύθηκε με οποιοδήποτε τρόπο η υπεράσπιση, διότι εναπόκειτο στην ίδια να αξιολογήσει κατά την κρίση της με ποιο τρόπο θα υπερασπιζόταν τους εφεσείοντες και ποια μαρτυρία θα προσήγαγε, εάν ήθελε, προς υποστήριξη των δικών τους θέσεων. Η υπεράσπιση όφειλε να αξιολογήσει ορθά το γεγονός ότι είχαν απομείνει οι κατηγορίες 21-26, στις οποίες οι εφεσείοντες κλήθηκαν σε απολογία. Όσο λογικό ήταν για την υπεράσπιση να θεωρήσει ότι δεν έπρεπε να παρουσιάσει πλέον μαρτυρία για τις πρώτες 20 κατηγορίες, τόσο λογικό ήταν επίσης να παρουσίαζε μαρτυρία, εάν ήθελε, για τις κατηγορίες που απέμειναν. Η επιλογή ήταν απόλυτα δική της και δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε λάθος στην προσέγγιση της πλειοψηφίας.
(ii) Πολλαπλότητα των κατηγοριών 21 και 24
(λόγοι έφεσης αρ. 2-5).
Σε αυτή την ενότητα εμπλέκονται δύο ουσιαστικά θέματα. Το πρώτο είναι η εισήγηση ότι λανθασμένα η πλειοψηφία αρνήθηκε να εξετάσει το θέμα της πολλαπλότητας των κατηγοριών στο στάδιο της τελικής απόφασης και το δεύτερο αφορά την ουσία της ίδιας της θέσης ότι οι κατηγορίες έπασχαν από πολλαπλότητα. Όσον αφορά το πρώτο, η πλειοψηφία δεν αρνήθηκε στην ουσία ότι της παρέχεται η δυνατότητα επανεξέτασης και αναθεώρησης της ενδιάμεσης απόφασης της και η σχετική κρίση που εμπεριέχεται στις σελ. 102-104, πρέπει να ιδωθεί σφαιρικά. Εκείνο το οποίο στην ουσία αποφασίστηκε ήταν ότι ενδιάμεση απόφαση που εκδίδεται με αναφορά στην πολλαπλότητα των κατηγοριών δεν θα ήταν δυνατόν να τύχει επανεξέτασης από το ίδιο το Δικαστήριο, το οποίο σε τέτοια περίσταση θα ενεργούσε ως Εφετείο του εαυτού του. Εάν η θέση της πλειοψηφίας παρέμενε ως εδώ, τότε αυτό θα ισοδυναμούσε με σφάλμα αρχής, διότι αποτελεί γενικό κανόνα ότι το Δικαστήριο στην ποινική δίκη έχει δικαίωμα να αναψηλαφήσει όλη τη μαρτυρία, να προβεί σε τελικά ευρήματα και να υπαγάγει τα ευρήματα αυτά στις νομικές αρχές που ισχύουν για τις συγκεκριμένες κατηγορίες. Σε αυτό το τελικό στάδιο είναι που το Δικαστήριο ολοκληρώνει το έργο του και καθορίζει πλέον με σαφήνεια την αθώωση ή την ενοχή του κατηγορουμένου. Εάν ενδιαμέσως είτε στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, είτε με αφορμή οποιαδήποτε αίτηση ή εισήγηση, έχει αποφασισθεί οποιοδήποτε θέμα υπέρ του κατηγορουμένου προσώπου, τότε αυτό βέβαια δεν μπορεί να τύχει επανεξέτασης κατά τρόπο που θα αποβεί σε εκ των υστέρων δυσμενή επηρεασμό του. Αυτό είναι η λογική και αναγκαία απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας που διαπερνά όλη τη δίκη και επενεργεί υπέρ του κατηγορουμένου μέχρι την τελική ετυμηγορία για την τυχόν ενοχή του. Αντίθετα, όταν αποφασίζονται σε διάφορα στάδια θέσεις που είναι εναντίον του κατηγορουμένου, όπως, για παράδειγμα, η αποδοχή της κατάθεσης του στις ανακριτικές αρχές ως θεληματικής ή ζητήματα που έχουν σχέση με την ορθή διατύπωση των κατηγοριών ή την αποδοχή διαφόρων τεκμηρίων, αυτά αποφασίζονται πάντοτε εκ πρώτης όψεως και με κάθε δυνατή προσοχή, χωρίς να αξιολογείται τελεσίδικα η μαρτυρία, για να επαναξιολογηθούν, βεβαίως, υπό το φως της ολότητας των δεδομένων ενώπιον του Δικαστηρίου, στο τέλος της δίκης.
Εκείνο το οποίο ανέφερε η πλειοψηφία ήταν ότι δεν είχε προκύψει οτιδήποτε το νέο από πλευράς στοιχείων για να τεθεί θέμα επανεξέτασης. Κατά κανόνα, ζητήματα που αφορούν την πολλαπλότητα, παραμένουν εκ της φύσεως τους αναλλοίωτα μέχρι το τέλος της δίκης διότι η πολλαπλότητα, όπως θα αναφερθεί και στη συνέχεια, σχετίζεται με τον τρόπο διατύπωσης του κατηγορητηρίου, καθώς και στη συσχέτιση του κατηγορητηρίου προς τη μαρτυρία. Εκείνο το οποίο προέκυψε ήταν η εκ νέου επιχειρηματολογία που δεν αφίστατο όμως εκείνης στη βάση της οποίας κρίθηκε με τη σχετική ενδιάμεση απόφαση ότι δεν έπασχαν οι κατηγορίες από πολλαπλότητα. Η υπόθεση Αίτηση του Άκη Φάντη για Certiorari (1995) 1 Α.Α.Δ. 714, στην οποία στηρίχθηκε ο κ. Γεωργίου για τη δυνατότητα επανεξέτασης, δεν εφαρμόζεται στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Υπάρχει μια σημαντική διαφορά και αυτή έγκειται στο γεγονός ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η Κατηγορούσα Αρχή είχε ήδη προσφέρει όλη τη μαρτυρία που ήταν στη διάθεση της όταν υποβλήθηκε το θέμα της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης περιλαμβανομένης και της εισήγησης για πολλαπλότητα. Στη Φάντης, είχε τεθεί ζήτημα τροποποίησης του κατηγορητηρίου πριν από την απάντηση του κατηγορουμένου, αλλά και μετά. Είχε διατυπωθεί εκεί η θέση, η οποία απερρίφθη από το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι η αποδοχή της δεύτερης τροποποίησης ήταν λανθασμένη, ενόψει του ότι είχε επιτραπεί αντικατάσταση των κατηγοριών, χωρίς το Δικαστήριο να απορρίψει τις παλιές αθωώνοντας τον κατηγορούμενο. Είχε αποφασιστεί ότι η διαπίστωση της ελαττωματικότητας του κατηγορητηρίου δεν το εμπόδιζε από του να επιληφθεί εκ νέου του θέματος, δυνάμει του άρθρου 83(1) του Κεφ. 155 και να ασκήσει ανάλογη εξουσία.
Επί της ουσίας του θέματος, το ζήτημα της πολλαπλότητας, όπως έχει αποφασισθεί και στην Ακκελίδου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 249, σελ. 265-266, συναρτάται με την εκ μέρους του κατηγορουμένου σαφή γνώση των κατηγοριών που έχει να αντιμετωπίσει, αλλά και τη διαπίστωση της εκ των υστέρων διακρίβωσης των πιθανών απαντήσεων autrefois convict και autrefois acquit. Περαιτέρω, στην Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 111, σελ. 116, αποφασίστηκε ότι η τυχόν πολλαπλότητα πρέπει να συνεξεταστεί με τη δυνατότητα εξ αυτής να επέρχεται ακυρότητα στην κατηγορία. Είναι σαφές ότι πρέπει το κατηγορούμενο πρόσωπο να παραπλανείται κατά ουσιώδη τρόπο στην έγερση της υπεράσπισης του εξ αιτίας της πολλαπλότητας για να έχει αυτή οποιαδήποτε επίπτωση. Εδώ οι κατηγορίες 21 και 24 ήταν σαφείς στη διατύπωση τους και εκείνο το οποίο παρουσίαζε δυσκολία για την υπεράσπιση ήταν το μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ 11.11.03 και 15.3.05 μέσα στο οποίο φερόταν να διαπράχθηκε η κλοπή υπό αντιπροσώπου του συνολικού ποσού των £4.888.150 από τους εφεσείοντες, χωρίς να υπάρχει ανάλυση του τρόπου εξαγωγής αυτού του τελικού ποσού. Όπως ορθά όμως εισηγήθηκε η κα Ευθυβούλου, με αναφορά και στις R. v. Lawson (1952) 1 All ER 804 και R. v. Tomlin (1954) 2 All ER 272, εκεί όπου είναι πρακτικά αδύνατο για την Κατηγορούσα Αρχή να καθορίσει και να συνδέσει λεπτομέρειες γεγονότων, ώστε να ξεχωρίσει το ένα γεγονός από το άλλο, προς θεμελίωση ξέχωρης κατηγορίας για το κάθε ένα, τότε επιτρέπεται να διαμορφωθούν οι κατηγορίες κατά τέτοιο τρόπο που να περιλαμβάνουν το ολοκληρωμένο ποσό. Οι υποθέσεις αυτές συνηγορούν μεν υπέρ της διαμόρφωσης του κατηγορητηρίου κατά τρόπο που να καλύπτει τις επιμέρους πράξεις που μπορούν να ανιχνευθούν σε ξέχωρες κατηγορίες, δεν ανάγουν όμως το ζήτημα σε κανόνα πρακτικής, όπως αναφέρεται στη δεύτερη υπόθεση. Είναι απλώς επιθυμητό να μην συγχωνεύονται όλες οι πράξεις καταδολίευσης σε μια και μοναδική κατηγορία. Να σημειωθεί, περαιτέρω, ότι οι υποθέσεις αυτές αφορούσαν πολύ διαφορετικά γεγονότα, εύκολα ανιχνευόμενα. Στον Archbold: Criminal Pleading Evidence and Practice, έκδ. 2007, σελ. 93-94, παρ. 1-144 και 1-145, σχολιάζονται υπό την κατηγορία «General deficiency cases» και κάτω από τον τίτλο «Theft», οι πιο πάνω υποθέσεις, καθώς και η R. v. Balls (1871) 1 CCR 328, θεωρούμενη ως καθοδηγητική υπόθεση, η οποία αφορούσε κατηγορίες «fraudulent conversion» και «embezzlement» κάτω από τον προηγούμενο νόμο και που αργότερα καλύπτονταν από το Theft Act 1968. Εκεί ο κατηγορούμενος ήταν υπόχρεος να δίνει λογαριασμούς εβδομαδιαίως για μικρά εισπραχθέντα ποσά που λαμβάνονταν από ένα Ταμείο Προνοίας. Θεωρήθηκε ότι ορθά κατηγορήθηκε σε μια μόνο κατηγορία με το συνολικό ποσό κατά την ημέρα που θεωρείτο ως «accounting date», έστω και αν θα μπορούσε να κατηγορηθεί και με τα ιδιαίτερα ποσά ξεχωριστά.
Εδώ και με δεδομένο, όπως ανέφερε η κα Ευθυβούλου, ότι οι 225 επιταγές δεν αντιστοιχούσαν με το ποσό που αναφέρεται στις κατηγορίες 21 και 24, θα ήταν αδύνατο να απομονωθεί κάθε αγορά, κάθε πώληση μετοχής, κάθε κίνηση τοποθέτησης χρημάτων από το ΧΑΚ στο λογαριασμό πελατών, κάθε κίνηση μεταφοράς χρημάτων από το λογαριασμό πελατών στο λογαριασμό παρατραβήγματος καθώς και κάθε κίνηση χρησιμοποίησης των επί μέρους αυτών ποσών από τους εφεσείοντες ή έκαστο εξ αυτών, προς ίδιον όφελος. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην καταχώρηση ενός κατηγορητηρίου με ένα τεράστιο αριθμό κατηγοριών, το οποίο αναμφίβολα θα τύγχανε (και δικαιολογημένα), της ένστασης της υπεράσπισης ότι θα ήταν καταπιεστικό, καταχρηστικό και ενοχλητικό.
Ομολογουμένως, η αναφορά από την πλειοψηφία στην ενδιάμεση απόφαση της ημερ. 29.6.07, στις πρόνοιες του άρθρου 39(θ) του περί Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ως σχετικές με το ζήτημα ήταν λανθασμένη, με δεδομένο ότι η υποπαρ. (θ), έχει εφαρμογή μόνο στην απαγγελία των συγκεκριμένων κατηγοριών που εκεί αναφέρονται. Η ταυτόχρονη αναφορά στην Azinas v. Police (1982) 2 C.L.R. 9, είναι όμως πλέον βοηθητική, εφόσον ακριβώς ταυτόσημες κατηγορίες επί έξι αδικημάτων, (παρόλο που δεν σχολιάστηκε η πρωτόδικη θέση περί εφαρμογής του άρθρου 39(θ) και μη επηρεασμού του κατηγορούμενου από την ένθεση παραρτημάτων που έδειχναν όλες τις σχετικές λεπτομέρειες), θεωρήθηκαν ότι μπορούσαν να καλυφθούν από την επιφύλαξη του άρθρου 39, το οποίο έχει εφαρμογή όπου το Δικαστήριο είναι εν πάση περιπτώσει της γνώμης, ακόμη και σε προφανές λάθος στην έκθεση του ποινικού αδικήματος, ή των λεπτομερειών, ότι ο κατηγορούμενος δεν παραπλανήθηκε.
Η ουσία της υπόθεσης εδώ είναι, όπως και στην Akritas v. Regina 20 C.L.R. 110, που αναφέρθηκε στην Azinas, ότι δεν έχει δημιουργηθεί αδικία στους εφεσείοντες ούτε έχουν παραπλανηθεί με οποιοδήποτε τρόπο. Ήταν δυνατο να ζητηθούν είτε λεπτομέρειες (οι οποίες είχαν δοθεί μέσα από τις καταθέσεις και τη μαρτυρία πριν την έναρξη της δίκης), ή, να γίνει οποιοδήποτε άλλο αίτημα για εξέταση από το Κακουργιοδικείο.
(iii) Αντιφατικότητα μεταξύ κατηγοριών 21 και 24
(λόγος έφεσης αρ. 23).
Θεωρήθηκε από την υπεράσπιση ότι οι κατηγορίες αυτές, με αναφορά στην προέλευση του κλαπέντος ποσού ήταν ασυμβίβαστες. Τέθηκε μάλιστα η θέση κατά την έφεση (λόγος έφεσης αρ. 5), ότι ή πλειοψηφία παραγνώρισε την πρόσθετη αυτή επιχειρηματολογία με αποτέλεσμα η απόφαση να καθίσταται αναιτιολόγητη. Το πρόσθετο επιχείρημα αφορούσε την διαζευκτική προέλευση του κλαπέντος ποσού των £4,888.150, ως προερχόμενο από ποσά ληφθέντα κατά καιρούς από τους εφεσείοντες (κατηγορία 21) και ως προερχόμενα από τη διάθεση τίτλων δημοσίων εταιρειών (κατηγορία 24). Όμως η πλειοψηφία ρητά ασχολήθηκε με το ζήτημα, το απεφάσισε δε εναντίον των εφεσειόντων, στις σελ. 108-109. Επομένως δεν ευσταθεί το επιχείρημα περί μη αιτιολογίας. Πιο συγκεκριμένα, η πλειοψηφία έκρινε ότι η Κατηγορούσα Αρχή μπορούσε να θέσει διαζευκτικούς τρόπους εγκληματικής ενέργειας όπως εισάγονται στις λεπτομέρειες των δύο κατηγοριών. Στην υπόθεση R. v. Bellman (1989) 2 W.L.R. 37, (απόφαση της Βουλής των Λόρδων), αναφέρθηκε στη σελ. 46 ότι δεν υπάρχει κανόνας που απαγορεύει τη συνένωση αμοιβαίως αντιφατικών κατηγοριών, αλλά αντίθετα υπάρχουν περιπτώσεις όπου η δικαιοσύνη επιβάλλει αυτή τη συνένωση.
Στην Bellman υιοθετήθηκε επίσης η R. v. Kray (1970) 1 Q.B.D. 125, όπου στη σελ. 131 αναφέρθηκε ότι οποιαδήποτε αδικία μπορεί να αποφευχθεί με το διαχωρισμό των κατηγοριών κατά την κρίση του Δικαστηρίου και ότι το μόνο που χρειάζεται για την ταυτόχρονη εκδίκαση τους είναι τα αδικήματα να έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Ακόμη μπορεί να προστεθεί ότι στην ίδια την Plain - πιο πάνω - ο Winn L.J. ανέφερε ότι η ορθή πορεία σε διαζευκτικές κατηγορίες κλοπής και κλεπταποδοχής είναι η συνεκδίκαση τους, αφήνοντας την τελική κρίση στους ενόρκους ανάλογα με την μαρτυρία που προσάγεται.
Στην προκείμενη περίπτωση, καμία αδικία δεν έχει επισυμβεί στους εφεσείοντες με δεδομένο ότι ουδέποτε αυτοί ζήτησαν είτε το διαχωρισμό των κατηγοριών, είτε την αναζήτηση λεπτομερειών στο βαθμό εκείνο που η υπεράσπιση θα θεωρούσε αναγκαίο για να παρουσιάσει τη θέση των εφεσειόντων. Όπως ορθά ανέφερε η κα Ευθυβούλου, η υπεράσπιση είχε στη διάθεση της όχι μόνο τις καταθέσεις των μαρτύρων, αλλά και ολόκληρο το μαρτυρικό υλικό, κατέχοντας έτσι πλήρη στοιχεία με την ταυτόχρονη σε αυτούς δυνατότητα να τα αντιπαραβάλουν με οποιαδήποτε δικά τους δεδομένα, ώστε να αντικρούσουν στη λεπτομέρεια τους το κάθε στοιχείο που παρουσιαζόταν στη δίκη.
(iv) Ελαττωματικότητα κατηγορίας αρ. 24 (λόγος έφεσης 24).
Πρόσθετη εισήγηση της υπεράσπισης ήταν ότι η κατηγορία αρ. 24, όπως διατυπώθηκε, ήταν ασαφής και αβέβαιη εκ του λόγου ότι δεν αναφέρετο στις λεπτομέρεις ποιο αντικείμενο έτυχε εμπίστευσης και για ποιό από τους σκοπούς του άρθρου 270(β). Η πλειοψηφία απέρριψε την εισήγηση, θεωρώντας ότι περιείχε ικανοποιητικές λεπτομέρειες με βάση το άρθρο 39(γ) του Κεφ. 155 και, εν πάση περιπτώσει, η υπεράσπιση είχε υπόψη της όλες τις καταθέσεις, ως επιπρόσθετη πηγή πληροφόρησης, δεν θεώρησε δε αναγκαίο σε οποιοδήποτε στάδιο να υποβάλει αίτημα για παροχή λεπτομερειών.
Η θέση της πλειοψηφίας είναι ορθή και δεν διαπιστώνεται σφάλμα, ενόψει του γεγονότος ότι η παράγραφος (γ) του άρθρου 39, που αφορά ευρύτερα τις διατάξεις που ισχύουν σε σχέση με τη σύνταξη κατηγορητηρίων προνοεί ότι είναι αρκετή η εν συντομία περιγραφή της κατηγορίας «... και χωρίς απαραίτητα να εκτίθενται όλα τα ουσιώδη στοιχεία του ποινικού αδικήματος ..». Όπως αναφέρεται στον Archbold - supra - σελ. 82 παρ. 1-110, η διατύπωση κατηγορητηρίου χρειάζεται πάντοτε ιδιαίτερη επιμέλεια, το δε Αγγλικό Εφετείο έχει εκφράσει την ανησυχία του από τον αυξανόμενο αριθμό υποθέσεων που περιέχουν ελλιπή κατηγορητήρια. Στις παρ. 1-116 και 1-117 σελ. 84-85, αναφέρεται ότι εάν οι λεπτομέρειες του αδικήματος είναι ανεπαρκείς, θα πρέπει να γίνει αίτηση από την υπεράσπιση ή ακόμη και το ίδιο το Δικαστήριο να δώσει αυτεπάγγελτα σχετικές οδηγίες. Ιδιαιτέρως οι λεπτομέρειες χρειάζονται για να αποφευχθεί η δυνατότητα καταδίκης στη βάση εναλλακτικού τρόπου διάπραξης του αδικημάτος (δέστε R. v. Litanzios (1999) Crim.L.R. 667, C.A.). Στην προκείμενη περίπτωση υπάρχει σαφής αναφορά στις λεπτομέρειες της κατηγορίας ότι το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό ανήκε στο Ταμείο και ήταν περιουσία εμπιστευμένη στους εφεσείοντες. Πράγματι δεν εξειδικεύεται ο συγκεκριμένος σκοπός για τον οποίο μεταφέρθηκε. Αυτό όμως δεν αποτελεί πρόβλημα, εφόσον στις λεπτομέρειες αναφέρεται ότι το ποσό είχε προέλθει από τη διάθεση τίτλων δημοσίων εταιρειών που ανήκαν στο Ταμείο, ενώ είναι σαφές από όλο το κατηγορητήριο, αλλά και τις λεπτομέρειες που παρατίθενται στις σχετικές καταθέσεις που δόθηκαν στην υπεράσπιση, μεταξύ των οποίων και οι παραδεκτές τρεις συμφωνίες διαχείρισης που έγιναν μεταξύ του Ταμείου και εταιρειών του ομίλου Suphire, ότι ήταν γνωστός ο σκοπός της μεταφοράς των τίτλων, που δεν ήταν άλλος από την κερδοφόρα διαχείριση τους. Είναι προφανώς γι΄ αυτό το λόγο που η υπεράσπιση δεν ζήτησε οποιεσδήποτε λεπτομέρειες σε οποιοδήποτε στάδιο. Προστίθεται ότι, ακόμη και αν, όπως εισηγήθηκε ο κ. Γεωργίου, ο σκοπός είναι ουσιώδης, το ζήτημα καλύπτεται όντως από το άρθρο 39(γ), εφόσον προνοείται ότι δεν είναι ανάγκη να εκτίθενται όλα τα ουσιώδη στοιχεία του αδικήματος. Άλλωστε, η επιταγή του εδαφίου (γ) για περίληψη στην κατηγορία και του άρθρου του νομοθετήματος που δημιουργεί το ποινικό αδίκημα είχε τηρηθεί, έτσι ώστε η λεπτομέρεια του σκοπού να μπορεί να εξάγεται από τις ίδιες της συμφωνίες διαχείρισης. Ουσιώδες, εν τέλει, βεβαίως, είναι και το γεγονός ότι δεν έχουν επηρεαστεί οι εφεσείοντες με οποιοδήποτε τρόπο και ούτε προβάλλονται τέτοιοι λόγοι κατά την έφεση.
(v) Η καταδίκη στις κατηγορίες 21 και 24
(λόγοι έφεσης 10-14, 29, 30, 31, 32).
Το ζήτημα αυτό αποτέλεσε ένα από τα ουσιαστικά σημεία διαφωνίας του Προέδρου του Κακουργιοδικείου με τα άλλα δύο μέλη, όσον αφορά την έννοια της κλοπής, ως αδικήματος αφενός, αλλά και τον τρόπο διάπραξης αυτής στα πλαίσια των ενώπιον του Κακουργιοδικείου γεγονότων. Η αναφορά στην κλοπή, βέβαια, γίνεται και επί του κατηγορητηρίου με ένθεση του άρθρου 255, αλλά και διότι είναι απαραίτητο συστατικό στοιχείο των κατηγοριών που προσάφθηκαν στη βάση του άρθρου 270, που αναφέρεται σε κλοπή υπό αντιπροσώπου. Ήταν η εισήγηση του κ. Γεωργίου, ότι δεν είχαν αποδειχθεί όλα τα συστατικά στοιχεία της κλοπής, με συγκεκριμένη στόχευση στα στοιχεία της απόκτησης κατοχής και αποκόμισης των κλαπέντων, στο στοιχείο της οικειοποίησης του ποσού και στη δολιότητα της χρήσης των χρημάτων. Πρόσθετα, εξέλιπε και η αναγκαία πρόθεση αποστέρησης των χρημάτων από το δικαιούχο, που στην περίπτωση ήταν το Ταμείο.
Στο άρθρο 255 του Κεφ. 154 το οποίο αφορά το αδίκημα της κλοπής ορίζεται και η έννοιά της. Στην υπόθεση Ζησιμίδης ν. Δημοκρατίας (1978) 2 C.L.R. 382, έγινε πλήρης ανάλυση της νομολογίας από το Larceny Act 1916 που ίσχυε στην Αγγλία μέχρι και το Theft Act 1968 που αντικατέστησε αυτό μεταγενέστερα. Στην υπόθεση αναφέρθηκε επίσης η R. v. Cockburn (1968) 1 All ER 466, στην οποία λέχθηκε ότι στοιχεία της κλοπής είναι (1) η λήψη της περιουσίας χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (2) χωρίς δικαίωμα κατοχής ή απόκτησης και (3) με πρόθεση αποστέρησης τελεσιδίκως της περιουσίας αυτής. Στην υπόθεση Ζησιμίδη αναφέρθηκε και η υπόθεση Πλατρίτης ν. Αστυνομίας (1967) 2 C.L.R. 174, όπου στη σελίδα 188 έγινε αναφορά και επεξήγηση της έννοιας «fraudulently» και όπου επίσης σημειώνεται η διαφορά ως προς την πρόθεση με το Larceny Act.
Από την ανάλυση προκύπτει ότι η λέξη «fraudulently» δείχνει πράξη σκόπιμη και με πρόθεση. Στην υπόθεση Ζησιμίδης επίσης αναφέρθηκε η προγενέστερη Αγγλική υπόθεση R. v. Feely (1973) 1 All ER 341. Η λέξη «fraudulently» είχε ήδη αντικατασταθεί στο Theft Act της Αγγλίας με τη λέξη «dishonestly» και είχε επεξηγηθεί από τα Αγγλικά Δικαστήρια ότι με τη νέα έννοια εισάγεται πλέον η αναγκαιότητα ύπαρξης και ηθικού στιγματισμού της πράξης ως μέρος της έννοιας της κλοπής. Οποιεσδήποτε αμφιβολίες διατυπώθηκαν στην Κυπριακή Νομολογία σχετικά με την πραγματική έννοια της λέξης «fraudulently», μετά την υπόθεση Feely, επεξηγήθηκαν από τη μεταγενέστερη υπόθεση Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1981) 2 C.L.R. 9, όπου, μετά από ολοκληρωμένη ανάλυση της νομολογίας στις σελ. 82-85, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το «fraudulently» όπως είχε αποφασίσει και η Πλατρίτης, σημαίνει σκόπιμα και εκ προθέσεως. Αυτή η πρόθεση φανερώνεται μέσα από τα περιστατικά και γεγονότα της υπόθεσης που εκδικάζεται. Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε και μεταγενέστερα στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14, 26, όπου επίσης διαπιστώθηκε η μη άμεση αντιστοιχία του Κεφ. 154, ως προς το Larceny Act και μετέπειτα το Theft Act.
Όπως αναφέρεται στον Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice, 36η έκδ., σελ. 364, παρ. 1010, η πρόθεση στη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης και κατά κανόνα ανευρίσκεται ως εξυπακουόμενο γεγονός μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα. Άτομο θεωρείται ότι έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεών του. Στη μεταγενέστερη έκδοση του Archbold του 2007, γίνεται πλήρης ανάλυση στις σελ. 1754-1756, παρ. 17-34 με 17-39.
Η έννοια του ιδιοκτήτη («owner»), περιλαμβάνει, σύμφωνα με το εδάφιο 2(γ) του άρθρου 255 και τον ιδιοκτήτη μέρους ή αυτόν που έχει κατοχή ή έλεγχο ή ιδιοκτησία οποιουδήποτε πράγματος δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής. Αυτός ο ορισμός του ιδιοκτήτη πρέπει να συνδυαστεί και με το άρθρο 260, όπου καθορίζεται ότι κλοπή μπορεί να γίνει και από πρόσωπο που έχει συμφέρον στο κλοπιμαίο όπως εάν το πρόσωπο αποκτά ειδική ιδιοκτησία ή είναι μισθωτής του αντικειμένου ή συνιδιοκτήτης του. Αυτή η έννοια της ιδιοκτησίας που καθορίζει το Κεφ. 154, είναι απόρροια της νομολογημένης αντίληψης προερχόμενης από τις έννοιες του κοινοδικαίου ότι η ιδιοκτησία μπορεί να ανήκει ταυτόχρονα με τον κατηγορούμενο και σε άλλο πρόσωπο ή ο κατηγορούμενος μπορεί να το κατέχει λόγω σχέσης εμπιστοσύνης, από άλλο πρόσωπο. Αυτό καλύπτει και την παρούσα περίπτωση, όπου η εταιρεία απέκτησε το χαρτοφυλάκιο του Ταμείου με τη συγκατάθεση του, αλλά στη συνέχεια το οικειοποιήθηκε («fraudulent conversion»), όπως απαντάται στην επιφύλαξη του άρθρου 255(1) και στο άρθρο 260. Όπως αναφέρεται περαιτέρω στο σύγγραμμα του Ashworth: Principles of Criminal Law 3η έκδ. σελ. 385, η έννοια της λέξης «property» κάτω από το άρθρο 4(1) του Theft Act 1968, είναι πολύ ευρεία και περιλαμβάνει σχεδόν οποιαδήποτε μορφή περιουσίας, όπως ακριβώς καθορίζεται και στην έννοια του «property» του ερμηνευτικού άρθρου 4 του Κεφ. 154, που περιλαμβάνει κάθε έμψυχο ή άψυχο, δυνάμενο να αποτελέσει το αντικείμενο κυριότητας. Στο σύγγραμμα Parry on Offences Against Property, σελ. 11, παρ. 1.21, αναφέρεται ότι μία περιουσία ανήκει όχι μόνο σε κάποιον που είναι απόλυτος ιδιοκτήτης της, αλλά και σε οποιονδήποτε έχει επ΄ αυτής συμφέρον ή εμπράγματο δικαίωμα. Έτσι, περιουσία, η οποία κατέχεται από κοινού, μπορεί να γίνει αντικείμενο κλοπής από ένα ή περισσότερους από τους συνιδιοκτήτες, ενώ στην παρ. 1.22 καταγράφεται η θέση ότι το συμφέρον στην περιουσία δεν είναι ανάγκη να είναι νομικό («legal»), αλλά μπορεί να είναι και συμφέρον που αναγνωρίζεται στο δίκαιο της επιείκειας («equitable»). Κατά συνέπεια, ένας καταπιστευματοδόχος («trustee») παρόλο που κατά νόμο θεωρείται απόλυτος ιδιοκτήτης, εν τούτοις μπορεί να κλέψει την περιουσία του καταπιστεύματος, διότι οι δικαιούχοι έχουν «equitable interest». Κατά παρόμοιο τρόπο, πρόσωπα που βρίσκονται σε σχέση εμπιστοσύνης με άλλα («fiduciary position») και που λόγω της θέσης αυτής δυνατό να αποκτήσουν μυστικά κέρδη μπορούν να θεωρηθούν ένοχοι κλοπής, ιδιαιτέρως όταν η περιουσία έτυχε εμπίστευσης ως πραγματικό γεγονός. (Attorrney-General's Reference (No. 1 of 1985) [1986] QB 491). Σχετικές αναφορές γίνονται και στο σύγγραμμα του Edward Griew: The Theft Act 1968 2η έκδ., σελ. 11-12 τόσο για την ιδιοκτησία όσο και τη φράση «belonging to another». Το πόσο ευρεία είναι η έννοια «belonging to another», σχολιάζεται και στον Ashworth - πιο πάνω - σελ. 386-390, όπου διακρίνεται η έννοια αυτή από τον παλιό νόμο του Larceny Act. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η εκ μέρους των εφεσειόντων τοποθέτηση των υπό εμπίστευση πλέον ποσών που προέρχονταν από τις συναλλαγές σε λογαριασμό άλλο από τον οφειλόμενο, τόσο δυνάμει της συμφωνίας Τεκμ. 1Α, όσο και δυνάμει των υποχρεώσεων της εταιρείας ως διαχειριστή χρηματιστηριακής φύσεως κάτω από τον περί των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών Νόμο αρ. 148(Ι)/02, έδειχνε χωρίς αμφιβολία την πρόθεση αυτής και του εφεσείοντα για μόνιμη αποστέρηση του χαρτοφυλακίου από το Ταμείο. Το όλο ζήτημα αναλύεται εύστοχα στις σελ. 130-135 της απόφασης της πλειοψηφίας. Δείχνει επίσης την αποστέρηση και διακίνηση των υπό εμπίστευση χρημάτων, εκτός των όρων εντολής των εφεσειόντων. Δεν είναι αναγκαία η φυσική αποκόμιση της περιουσίας. Η υπόθεση R. v. Davenport (1954) 1 All E.R. 602 δεν είναι σχετική με τα παρόντα γεγονότα.
Αναπτύχθηκε επίσης επιχειρηματολογία, ότι δεν είχε αποδειχθεί το στοιχείο της κατηγορίας ότι οι εφεσείοντες έλαβαν το ποσό για λογαριασμό του Ταμείου και ότι συναφώς αναγνωρίζεται η υποχρέωση στους εφεσείοντες κάθε φορά που λάμβαναν διάφορα ποσά να τα απέδιδαν άμεσα στο Ταμείο. Παραγνωρίστηκε έτσι, κατά τους εφεσείοντες, και το ότι απόδοση του χαρτοφυλακίου ή του προϊόντος αυτού θα γινόταν μόνο στο τέλος της συμφωνίας διαχείρισης ή αν τερματιζόταν μετά την παρέλευση δεκαημέρου.
Τα πιο πάνω επιχειρήματα δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τη φύση της ίδιας της συμφωνίας διαχείρισης Τεκμ. 1Α, όπου σκοπός της παράδοσης του χαρτοφυλακίου ήταν η διαχείριση, έστω κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια της εταιρείας. Η έννοια της διαχείρισης εξυπακούει την παράδοση των μετοχών υπό καταπίστευμα, εξ ου και με την παρ. 4 της συμφωνίας, αναφέρεται ότι ο διαχειριστής, δηλαδή η εταιρεία, θα ήταν υπεύθυνη για την ασφαλή φύλαξη όλων των αξιών και τίτλων ιδιοκτησίας που θα κρατούνταν συνέχεια «για λογαριασμό του επενδυτή», ενώ θα είχε υποχρέωση στο τέλος κάθε μήνα να απέστελλε στον επενδυτή, δηλαδή στο Ταμείο, αποτίμηση του χαρτοφυλακίου επενδύσεων. Περαιτέρω, όλα τα ποσά τα οποία θα κατατίθεντο ή θα διακινούντο ή θα δημιουργούντο από τις συναλλαγές λόγω της διαχείρισης και προερχόμενα ασφαλώς εκ του χαρτοφυλακίου, θα διατηρούντο σε ειδικό λογαριασμό στο όνομα του Ταμείου. Δεν είναι επομένως ορθή η θέση του κ. Γεωργίου, ακόμη και σε συσχέτιση με καθαρές έννοιες του αστικού δικαίου, ότι η εταιρεία και κατ΄ επέκταση οι εφεσείοντες, θα μπορούσαν να έπρατταν ό,τι ήθελαν, με μόνο περιορισμό την απόδοση στη λήξη της τριετίας των μετοχών πίσω στο Ταμείο. Ενυπάρχει καθαρά στη συμφωνία ο έλεγχος ή η απόδοση «λογαριασμών» από την εταιρεία προς το Ταμείο, εξ ου και με τον όρο 6 η αποτίμηση της απόδοσης του υπό διαχείριση χαρτοφυλακίου θα λάμβανε χώρα κάθε 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους. Άλλωστε, είναι στα πλαίσια αυτής της συμφωνίας που ο εφεσείων εκ μέρους της εταιρείας ενημέρωνε διά των παρουσιάσεων του το Ταμείο σε τακτές συναντήσεις. Αυτό το καθήκον, άλλωστε, προέκυπτε από την παρ. 4.4 της συμφωνίας τόσο για εβδομαδιαία ενημέρωση σε μέλος ή μέλη της Επιτροπής του Ταμείου, όσο και σε μηνιαία βάση σε συναντήσεις με την ολομέλεια της Επιτροπής. Με άλλα λόγια, το Ταμείο δικαιούτο ανά πάσα στιγμή να γνωρίζει τι συμβαίνει με τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου και θα μπορούσε βέβαια να τερμάτιζε οποτεδήποτε, όπως προνοεί και ο όρος 10.1, άμεσα τη συμφωνία.
Πολύ ορθά η κα Ευθυβούλου εξήγησε, κατά την αγόρευση της, ότι η ποινική ευθύνη των εφεσειόντων δεν έχει να κάνει οτιδήποτε με τη διαχειριστική πολιτική τους. Εάν, για παράδειγμα, η διαχείριση ήταν πλημμελής και το χαρτοφυλάκιο καθίστατο σε οποιαδήποτε στιγμή ή και στη λήξη της συμφωνίας αρνητικό, αυτό θα παρείχε έρεισμα για την πιθανή έγερση αγωγής στο αστικό δίκαιο. Εξ ου και πολύ σοφά, στην παρ. 7 της συμφωνίας, η εταιρεία απαλλάσσεται της ευθύνης λόγω καθοδικής διακύμανσης της αξίας των τίτλων και των μετοχών και για απώλεια ή ζημιά που θα προέκυπτε, που δεν θα ήταν βέβαια «άμεσο αποτέλεσμα αμέλειας ή θεληματικής παράλειψης από μη εξάσκηση εύλογης φροντίδας και ικανότητας κατά τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου».
Επομένως, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το χαρτοφυλάκιο διαχειριζόταν η εταιρεία για λογαριασμό του Ταμείου, έστω και αν οι αξίες και οι τίτλοι που ήταν αντικείμενο συναλλαγών μεταφέροντο και ήταν εγγεγραμμένοι επ΄ ονόματι της εταιρείας. Η ουσία είναι ότι οι τίτλοι αυτοί τύγχαναν συνεχούς διαχείρισης από την εταιρεία και μετατρέπονταν σε χρήματα, τα οποία βεβαίως έπρεπε να τοποθετούνταν και να παρέμεναν στο λογαριασμό πελατών της εταιρείας. Αυτή ήταν άλλωστε και η αιτία που διαφοροποιήθηκε η προηγούμενη ανάγκη η οποιαδήποτε συναλλαγή να τύγχανε της προηγούμενης υπογραφής των εξουσιοδοτημένων ατόμων του Ταμείου. Ορθά, επομένως, είναι που η πλειοψηφία διατύπωσε ως εύρημα στη σελ. 129 της απόφασης της, ότι οι καθαρές εισπράξεις από τις συναλλαγές ανήκαν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο στο Ταμείο, περιέρχονταν δε στην εταιρεία λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι οι τίτλοι (και επομένως και το προϊόν τους ως αυτό προέκυπτε από τη διαχείριση), ήταν εμπιστευμένο στην εταιρεία. Η αποστέρηση τους από το Ταμείο, ανά πάσα στιγμή αυτό τα ζητούσε, με τη μεταφορά τους στο λογαριασμό παρατραβήγματος της εταιρείας, προερχόταν ακριβώς από το γεγονός ότι δεν ήταν πλέον διαθέσιμα. Αυτά αποδείκνυαν και τα συστατικά στοιχεία του άρθρου 270 ως ξέχωρο αδίκημα, στο οποίο εμπεριέχεται, όπως λέχθηκε και πριν, η έννοια της κλοπής. Το πού κατέληξαν δεν ήταν το ζητούμενο στην ποινική δίκη, αλλά είναι σχετικό μόνο στα πλαίσια του εκδοθέντος μετέπειτα διατάγματος δήμευσης και της όποιας αστικής αγωγής. Όλα τα περί της αντίκρυσης του προκύψαντος προβλήματος υπό τον μανδύα της αστικής διαφοράς και μόνο δεν είναι αποδεκτά, περισσότερα δε θα λεχθούν και αργότερα, όταν θα συζητούνται οι λόγοι έφεσης που έχουν σχέση με τη νομική οντότητα και τη δικαιοπρακτική ικανότητα του Ταμείου.
(vi) Αδικήματα συγκάλυψης (λόγοι έφεσης 6-9).
Οι εφεσείοντες παραπονούνται για την καταδίκη τους στις κατηγορίες 22, 23, 25 και 26, διότι κατά τη θέση τους δεν έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, ενόψει του ότι δεν υπάρχει εύρημα ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι τα χρήματα αποτελούσαν έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος.
Η θέση της πλειοψηφίας στη σελ. 116 της απόφασης, εξειδικεύει τα διάφορα άρθρα του Νόμου σε συνδυασμό με τις έννοιες του «εσόδου» και των «γενεσιουργών αδικημάτων». Η κατάληξη της ήταν ότι η ουσία του αδικήματος της συγκάλυψης έγκειται στη μετακίνηση περιουσίας κατά τρόπο που να αποκρύπτει την παράνομη προέλευση της, η πρόθεση δε προς τούτο μπορεί να συναχθεί από αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις.
Τα αδικήματα κάτω από το Νόμο συντελούνται, όταν πρόσωπο, ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει, ότι οποιαδήποτε μορφή περιουσίας αποτελεί «έσοδο», αποκτά, κατέχει ή χρησιμοποιεί τέτοια περιουσία. Η έννοια του «εσόδου» συναρτάται με περιουσία οποιασδήποτε μορφής που προήλθε από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος. Αυτή η ερμηνεία τέθηκε στο Νόμο με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 120(Ι)/99, στις 15.10.99. Από την άλλη, «γενεσιουργό αδίκημα» ορίζεται στο άρθρο 5 να είναι το ποινικό αδίκημα εκείνο που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης άνω του ενός έτους, ως αποτέλεσμα της διάπραξης του οποίου προήλθαν έσοδα, τα οποία δύνανται να αποτελέσουν το αντικείμενο αδικήματος συγκάλυψης κατά το άρθρο 4 του Νόμου. Αυτός ο ορισμός τέθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 152(Ι)/00 ημερ. 17.11.00 και καλύπτει επομένως και την περίοδο για την οποία κατηγορούνται οι εφεσείοντες. Όλα τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται στις αντίστοιχες κατηγορίες τιμωρούνται βέβαια με ποινή φυλάκισης άνω του έτους. Κατά το άρθρο 4(1), η μετατροπή, μεταβίβαση, μετακίνηση περιουσίας με σκοπό την απόκρυψη ή συγκάλυψη της παράνομης προέλευσης της, η κατοχή και χρησιμοποίηση τέτοιας περιουσίας, η απόκρυψη ή συγκάλυψη της αληθούς φύσης της πηγής, του τόπου, της διάθεσης και της κίνησης των δικαιωμάτων σε σχέση με περιουσία ή την κυριότητα της, εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, σε εκείνες τις ενέργειες που αποτελούν έσοδο από διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, εφόσον το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στις ενέργειες γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η περιουσία αυτή αποτελεί έσοδο από γενεσιουργό αδίκημα.
Οι εν λόγω κατηγορίες περί συγκάλυψης καταλογίζουν στους εφεσείοντες, με αναφορά στην 21η κατηγορία της κλοπής υπό αντιπροσώπου, με βάση το άρθρο 270(γ), ότι κατείχαν σε γνώση τους περιουσία που αποτελούσε τέτοιο έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος (κατηγορία 22η) ή τη χρησιμοποίησαν (κατηγορία 23η), καθώς και με αναφορά στην 24η κατηγορία με βάση το άρθρο 270(β), ότι κατείχαν το εν λόγω ποσό (κατηγορία 25η) και ότι το χρησιμοποίησαν (κατηγορία 26η). Σημειώνεται ότι οι κατηγορίες 25 και 26 είχαν τροποποιηθεί με άδεια του Δικαστηρίου πριν απαγγελθούν οι κατηγορίες στους εφεσείοντες, όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό που τηρήθηκε ημερ. 29.9.05, κατά τρόπο ώστε οι κατηγορίες αυτές να έχουν αναφορά στην κατηγορία 24 και όχι, όπως αρχικά, εκ παραδρομής πιθανόν τέθηκε, στην κατηγορία 21. Όπως ορθά εντόπισε η πλειοψηφία, με βάση το άρθρο 4(2)(γ), η γνώση, η πρόθεση, ή ο σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία του τρόπου διάπραξης των αδικημάτων, με βάση το άρθρο 4(1), μπορούν να συναχθούν από αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις. Αυτό το εύρημα ακριβώς έκαμε η πλειοψηφία, όπως καθίσταται φανερό από τη σελ. 134 της απόφασης της, όπου θεωρήθηκε ότι ο εφεσείων με την αποκλειστική ανάμειξη και ενεργό εμπλοκή του στη διακίνηση του χαρτοφυλακίου του Ταμείου και τις οδηγίες που έδινε για τη συμπλήρωση των επιταγών, αλλά και την υπογραφή πλείστων από αυτών, ενέπλεκε εξ αντικειμένου τον εαυτό του έχοντας και την αναγκαία ένοχη διάνοια. Περαιτέρω, είναι πέραν από εμφανές από το σύνολο των ευρημάτων, ότι οι εφεσείοντες πολύ καλά γνώριζαν είτε ως εταιρεία, είτε ως φυσικό πρόσωπο, ότι τα χρήματα αυτά προέρχονταν από τη διάπραξη γενεσιουργών αδικημάτων και αποτελούσαν ως εκ τούτου έσοδο από αυτά.
(vii) Αντιστροφή βάρους απόδειξης (λόγος έφεσης 16).
Παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι η πλειοψηφία, με την τρίτη παράγραφο της σελ. 100 της απόφασης, διατύπωσε τη θέση ότι ο εφεσείων σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν διαφώτισε περαιτέρω το Δικαστήριο, μετά από τις ανακριτικές καταθέσεις που έδωσε όπου και είχε εκφράσει αδυναμία να απαντήσει κάποιες ερωτήσεις λόγω έλλειψης στοιχείων. Αυτό, κατά τον κ. Γεωργίου, αποτέλεσε σφάλμα αρχής, εφόσον το βάρος απόδειξης εναποτέθηκε στον εφεσείοντα σε παραγνώριση του χρυσού κανόνα, ότι σε όλη την πορεία της ποινικής δίκης το βάρος το επωμίζεται πάντοτε η Κατηγορούσα Αρχή, η οποία και οφείλει να αποδείξει κάθε στοιχείο που συνθέτει τις κατηγορίες.
Παρά την ατυχή διατύπωση που έγινε από την πλειοψηφία, είναι σαφές ότι δεν έχει αντιστραφεί το βάρος απόδειξης και απλά το σχόλιο έγινε σε συσχετισμό με τις απαντήσεις του εφεσείοντα στις ερωτήσεις που του είχαν θέσει οι ανακριτές πριν την καταχώρηση των κατηγοριών, με σαφή την εικόνα ότι θα αναμενόταν από τον εφεσείοντα, εάν ήθελε να δώσει κάποια εξήγηση ή να προσφέρει κάποια θετική μαρτυρία για να καλύψει την ήδη εκδηλωθείσα εκ μέρους του προηγούμενη αδυναμία να απαντήσει λόγω έλλειψης στοιχείων, να το έπραττε. Και θα το έπραττε αυτό, έχοντας βεβαίως πλέον μέσα από την παράθεση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, περιλαμβανομένων και όλων των τεκμηρίων, γίνει κοινωνός της κάθε λεπτομέρειας που ήταν διαθέσιμη εναντίον του. Είναι σαφές, ότι είναι με αυτή την άποψη που η πλειοψηφία προέβηκε στο σχόλιο αυτό. Χρήσιμη είναι και η αναφορά στο σύγγραμμα Murphy on Evidence 8η έκδ. σελ. 87, όπου αναλύεται η κλασσική υπόθεση Woolmington v. D.P.P. (1935) AC 462.
(viii) Ο χειρισμός της υπόθεσης από τη μειοψηφία
(λόγος έφεσης αρ. 26).
Έγινε εισήγηση ότι η διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου διεξήχθηκε αντικανονικά και ως εκ τούτου η τελική απόφαση της πλειοψηφίας πάσχει εκ του γεγονότος ότι ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου στο στάδιο της απαγγελίας της εκ πρώτης όψεως απόφασης, δεν εξέδωσε τη δική του απόφαση σε σχέση με τις κατηγορίες 21-26, σύμφωνα με την κρίση του οποίου οι εφεσείοντες δεν θα έπρεπε να καλούνταν σε απολογία ούτε σε αυτές, ούτε και αποκάλυψε τους λόγους για την απόφαση του αυτή. Αυτό το έπραξε μόνο στο τελικό στάδιο όταν στις 28.9.07 εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση της πλειοψηφίας, οπότε και ο Πρόεδρος εξέδωσε απόφαση μειοψηφίας, η οποία στην ουσία αφορούσε την καταγραφή των δικών του θέσεων ως προς τη μη κλήση των εφεσειόντων σε απολογία.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Πρόεδρος ενήργησε παρουσιάζεται από την εκ πρώτης όψεως απόφαση ημερ. 29.6.07 στο τέλος της οποίας αναφέρεται ότι ομόφωνα το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση για τις πρώτες 20 κατηγορίες, καθώς και τις κατηγορίες 27 και 28, στις υπόλοιπες όμως κατηγορίες 21-26, στις οποίες δεν υπήρχε ομοφωνία, θα εκδιδόταν απόφαση από τα άλλα δύο μέλη, τα οποία στη συνέχεια προχώρησαν στην απαγγελία του σκεπτικού τους. Δεν καταγράφηκε όμως οτιδήποτε επί της ίδιας της ενδιάμεσης αυτής απόφασης, σε σχέση με τη μειοψηφούσα άποψη του Προέδρου, αλλά τηρήθηκε ξέχωρο πρακτικό ίδιας ημερομηνίας μετά την απαγγελία των αποφάσεων, στην οποία ο Πρόεδρος κατέγραψε ότι: «Η δική μου διϊστάμενη απόφαση σε σχέση με τις κατηγορίες 21-26, θα δοθεί με την ολοκλήρωση της υπόθεσης.».
Η πιο πάνω διαδικασία επικρίθηκε από τον κ. Γεωργίου με τον ισχυρισμό ότι η μη γνωστοποίηση της απόφασης του Προέδρου στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, ισοδυναμούσε με μη έκδοση απόφασης κατά παράβαση της ορθής διαδικασίας, που προνοείται από το άρθρο 74(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Κατά τη θέση των εφεσειόντων, με παραπομπή σε σχετική νομολογία, οι διατάξεις του πιο πάνω άρθρου είναι επιτακτικές, απόκλιση δε απ΄ αυτές εκτρέπει τη δίκη από τα θέσμια και οδηγεί στην ακύρωση της καταδίκης. Πρόσθετα, η μη τήρηση με αυστηρότητα των προνοιών του εν λόγω άρθρου, έχει επηρεάσει τα δικαιώματα της υπεράσπισης, διότι, εάν οι εφεσείοντες γνώριζαν στο κατάλληλο και ορθό στάδιο της διαδικασίας τις θέσεις της μειοψηφίας, θα διαμόρφωναν ανάλογα και τη δική τους υπεράσπιση.
Δεν έχει από την έρευνα του Εφετείου διαπιστωθεί η ύπαρξη παρόμοιας περίπτωσης στα δικαστικά χρονικά και δεν έχει αναφερθεί οποιαδήποτε σχετική απευθείας αυθεντία από τους δικηγόρους επί του θέματος. Κρίνεται όμως ότι ήταν αυτονόητη η έκδοση και γνωστοποίηση της θέσης του Προέδρου κατά το εκ πρώτης όψεως στάδιο. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε από τον Πρόεδρο ήταν ανορθόδοξη και χωρίς έρεισμα σε οποιαδήποτε δικονομική ή ουσιαστική αρχή δικαίου. Ένα Δικαστήριο, ως θέμα γενικής αρχής, είναι υποχρεωμένο, εκ της φύσεως του λειτουργήματος του, να ανακοινώνει σε δημόσια ακροαματική διαδικασία τους λόγους που οδηγείται σε κάποια συγκεκριμένη απόφαση, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, όταν καλείται από τους διαδίκους να κρίνει επί πτυχής της ενώπιον του υπόθεσης. Η αρχή αυτή συνάδει με την έννοια της δίκαιης δίκης, όπως διασφαλίζεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος και την ανάγκη οι δικαστικές αποφάσεις να είναι αιτιολογημένες και να απαγγέλλονται σε δημόσια συνεδρία. Η συνταγματική επιταγή για αιτιολογημένη έκδοση απόφασης δεν περιορίζεται και δεν αφορά μόνο την τελική ετυμηγορία του Δικαστηρίου, αλλά τυγχάνει εφαρμογής σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ιδιαίτερα εκεί όπου η ποινική δικονομία παρέχει την ευκαιρία και το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να έχει την απόφαση του Δικαστηρίου στο ενδιάμεσο στάδιο ως προς την αναγκαιότητα να κληθεί σε απολογία. Εάν, επομένως, κατά τη γνώμη του, η μαρτυρία που έχει προσαγάγει η Κατηγορούσα Αρχή είναι ανεπαρκής ως προς τη στοιχειοθέτηση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος ή είναι αντιφατική, δικαιούται να προβάλει τη θέση αυτή επιδιώκοντας την απαλλαγή του σ΄ εκείνο το στάδιο, το δε Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να λάβει θέση, η οποία και πρέπει να ανακοινωθεί. Αποτελεί εχέγγυο αλλά και απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας, η εκ μέρους του Δικαστηρίου έκδοση απόφασης στο ενδιάμεσο στάδιο, δίνοντας έτσι στον κατηγορούμενο τη δυνατότητα να διαγνωστούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του.
Ο Πρόεδρος όφειλε να εκδώσει τη δική του διϊστάμενη απόφαση επί των κατηγοριών 21-26 στο στάδιο που το Κακουργιοδικείο κλήθηκε ως σώμα να το πράξει και δεν ήταν νοητό να αφεθεί η έκδοση της απόφασης αυτής στο τελικό στάδιο. Αναμφίβολα και δεν θα λάμβανε θέση στη διελκυστινδική αρένα με την έγκαιρη γνωστοποίηση του σκεπτικού του. Το λανθασμένο της σκέψης του Προέδρου και το αντινομικό στην όλη προσέγγιση του, φαίνεται και από το γεγονός ότι μετά την έκδοση της απόφασης της πλειοψηφίας, ο ίδιος προσυπόγραψε, ως να μην είχε διαφορετική άποψη, την ποινή που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες σε σαφή αναντιστοιχία με τη θέση του ότι θα αθώωνε τους εφεσείοντες από το εκ πρώτης όψεως στάδιο. Δεν υπάρχει νομικό ή λογικό έρεισμα στη συμμετοχή του Προέδρου στην ποινή εφόσον η δικαστική του συνείδηση υπαγόρευε την εκ των προτέρων αθώωση των εφεσειόντων.
Όπου ένα μέλος του Δικαστηρίου κρίνει ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να αθωωθεί από το εκ πρώτης όψεως στάδιο, θεωρώντας ότι η κρίση αυτή δεν μπορεί να αναμένει μέχρι το τελικό στάδιο, τότε το ανακοινώνει και πλέον η διαδικασία στην ουσία διεξάγεται από τα υπόλοιπα μέλη εφόσον είναι κατά τα άλλα μεταξύ τους ομόθυμα. Το διαφωνούν μέλος παραμένει βέβαια στη σύνθεση μέχρι τέλους και δεν λαμβάνει μέρος στην ποινή εφόσον προέκρινε την απαλλαγή του κατηγορούμενου, όπως ακριβώς δεν θα προχωρούσε να επιβάλει ποινή αν αθώωνε τον κατηγορούμενο με την τελική του απόφαση. Έμμεσο έρεισμα για τη θέση αυτή, προκύπτει και από την Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556, όπου ο Αρτεμίδης Δ., (όπως ήταν τότε), δεν είχε λάβει μέρος στον καθορισμό της ποινής μετά την απόφαση της πλειοψηφίας του Εφετείου, με την οποία διαφώνησε, ότι τα εκεί γεγονότα δεν οδηγούσαν σε καταδίκη για φόνο εκ προμελέτης, αλλά μόνο για ανθρωποκτονία. Βεβαίως, πρέπει να λεχθεί ότι στη σελ. 583, όπου καταγράφηκε η μη συμμετοχή του στην ποινή, αναφέρεται επίσης ότι δεν διαπιστωνόταν νομικό κώλυμα στη συμμετοχή και του μέλους που είχε διαφωνήσει στον καθορισμό της ποινής. Όμως η obiter στην ουσία θέση αυτή, λέχθηκε σε μια υπόθεση όπου ο εφεσείων είχε, εν πάση περιπτώσει, κριθεί ένοχος και η διαφορά έγκειτο στο αν υπήρχε προμελέτη στο θάνατο του θύματος ή όχι.
Η συμμετοχή του Προέδρου στην ποινή, προήλθε προφανώς από τη λανθασμένη εντύπωση ότι δεσμευόταν από την καταδικαστική απόφαση της πλειοψηφίας. Η πλειοψηφία, αναμφίβολα με την απόφαση της έκλινε την πλάστιγγα υπέρ της ενοχής των εφεσειόντων και ήταν αυτή η πλειοψηφούσα θέση του Κακουργιοδικείου που κυριαρχούσε πλέον από το εκ πρώτης όψεως στάδιο και μετά, στην όλη διαδικασία. Η πλειοψηφούσα άποψη έδινε το στίγμα ποια ήταν κατά δεσμευτικό τρόπο η απόφαση του Κακουργιοδικείου, ως σώματος. Σε καμιά περίπτωση στο ακολουθητέο σύστημα δικαιοσύνης όπου προεξάρχοντα ρόλο έχει η ανεξαρτησία ενός εκάστου των Δικαστών, έστω και αν μετέχει σε πολυμελείς συνθέσεις, δεν συμβιβάζεται η δικαστική συνείδηση επειδή έχει ληφθεί αντίθετη άποψη από τους υπόλοιπους Δικαστές.
Τα πιο πάνω αποτελούν και την απάντηση στα επιχειρήματα του κ. Γεωργίου ως προς τα όσα έχει αναπτύξει προς ακύρωση της απόφασης. Ορθό είναι βέβαια ότι η εξήγηση των δικαιωμάτων στον κατηγορούμενο όταν αυτός καλείται σε απολογία μετά την απόρριψη αιτήματος ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, έχει κριθεί ως θεμελιακής υφής πρόνοια, η μη τήρηση της οποίας οδηγεί στην ακύρωση της καταδίκης. (δέστε Ανδρέας Σωτηρίου Γιάγκου άλλως Λεμόνας ν. Αστυνομίας (1972) 2 Α.Α.Δ. 382 και Πέτρου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 275). Τα επιχειρήματα του συνηγόρου παραγνωρίζουν, όμως, ότι το Δικαστήριο, στην υπό εκδίκαση υπόθεση, είχε τριμελή σύνθεση ως Κακουργιοδικείο και επομένως τα δύο μέλη με την πλειοψηφούσα απόφαση τους αποτελούσαν την απόφαση του Κακουργιοδικείου. Αυτή η δεσμευτική πλειοψηφούσα άποψη ορθά ανακοινώθηκε με πλήρες σκεπτικό στην ενδιάμεση απόφαση ημερ. 29.6.07, καλώντας εν τέλει τους εφεσείοντες σε απολογία, εξηγώντας και τα δικαιώματα τους με βάση το άρθρο 74(1)(γ). Δεν υπήρξε επομένως παρέκκλιση από την ορθή διαδικασία. Οι υποθέσεις Pambos v. Police (1986) 2 C.L.R. 30 και Yiassemides v. Police (1979) 2 C.L.R. 241, στις οποίες αναφέρθηκε ο συνήγορος, διαφοροποιούνται από την παρούσα, ενόψει του ότι εκείνες αφορούσαν μονομελείς συνθέσεις σε συνοπτική ποινική διαδικασία. Ούτε και στοιχειοθετείται η περαιτέρω θέση του κ. Γεωργίου ότι η υπεράσπιση θα διαμόρφωνε με διαφορετικό τρόπο τη μετέπειτα γραμμή της, αν γνώριζε τις θέσεις της μειοψηφίας, διότι σημασία είχαν οι διατυπωμένες θέσεις της πλειοψηφίας με βάση τις οποίες οι εφεσείοντες κλήθηκαν σε απολογία. Είναι αυτή η πλειοψηφούσα άποψη που τυγχάνει τώρα αναψηλάφισης και όχι η θέση της μειοψηφίας. Όπως λέχθηκε και πριν, αναμενόταν από τον Πρόεδρο να εξέδιδε το σκεπτικό του στο ορθό στάδιο. Δεν έχει όμως εκ της παραλείψεως αυτής δημιουργηθεί στους εφεσείοντες οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός, ούτε και συγκεκριμενοποιήθηκε η θέση αυτή.
(ix) Η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων -
(λόγοι έφεσης αρ. 15 και 20).
Ο κ. Γεωργίου εισηγήθηκε ότι οι εμπειρογνώμονες Καψάλης και Χριστοφόρου (Μ.Κ. 2 και Μ.Κ.3 αντίστοιχα), δεν ενήργησαν ως ανεξάρτητοι ποινικοί ανακριτές ως έπρεπε, διορισμένοι από το Υπουργικό Συμβούλιο με βάση το άρθρο 4(2) του Κεφ. 155, αλλά καθοδηγήθηκαν ως προς το έργο που θα επιτελούσαν από τους αστυνομικούς ανακριτές, ως προς το μέγεθος, τα στοιχεία και το είδος της έρευνας που θα έφεραν εις πέρας. Εξ αυτών των παραμέτρων αφαιρέθηκε το υπόβαθρο της αντικειμενικής και επιστημονικής διερεύνησης, ενώ δεν κατέληξαν σε συμπεράσματα, αφήνοντας αυτά στο ίδιο το Κακουργιοδικείο, το οποίο όμως δεν είχε ως έργο την εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά τον έλεγχο της ορθότητας ή ακρίβειας της μεθοδολογίας και συμπερασμάτων που οι εμπειρογνώμονες όφειλαν να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο.
Η πλειοψηφία δεν συμμερίστηκε την πιο πάνω εισήγηση. Στις σελ. 82-84 της απόφασης και αφού προηγουμένως έγινε εξαντλητικός σχολιασμός και αξιολόγηση της μαρτυρίας τους (σελ. 65-82), ανέφερε ότι η ενώπιον του δοθείσα μαρτυρία έδειχνε ακριβώς το αντίθετο, εφόσον οι ποινικοί αυτοί ανακριτές δήλωσαν και έγινε αποδεκτό, ότι κατά την πρώτη τους συνάντηση με τον τότε Γενικό Εισαγγελέα, τους είχαν δοθεί σαφείς οδηγίες να προχωρήσει ο καθένας από αυτούς με την εργασία του όπως την γνωρίζει καλύτερα. Τα δεδομένα αυτά είχαν τεθεί ευθύς εξ αρχής, όπως αναφέρεται στις αντίστοιχες εκθέσεις τους, Τεκμ. 470 και 476. Οι εντολές τους ήταν να διερευνήσουν όλες τις συναλλαγές που είχαν καταρτιστεί στο ΧΑΚ σε σχέση με τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του Ταμείου από την εταιρεία. Κατέστη σαφές από τη ζώσα μαρτυρία (σελ. 63 των πρακτικών), ότι ο Καψάλης εργάστηκε επί των στοιχείων της τρίτης συμφωνίας, αλλά αυτό δεν ήταν υπό την καθοδήγηση της αστυνομίας. Όπως ο ίδιος ο μάρτυρας επανειλημμένα εξήγησε στη μαρτυρία του (σελ. 97-98 και 100), ο ίδιος κλήθηκε να υπολογίσει την αξία και τα λογιστικά δεδομένα στις 10.3.05, όταν έγινε η τελευταία συναλλαγή και δεν ήταν δικός του ρόλος να ερμηνεύσει τη συμφωνία, ως προς το αν είχε τερματιστεί ή όχι και πότε. Η εργασία του ήταν να διαπιστώσει με τη δική του επιστημονική μεθοδολογία κατά πόσο υπήρχε ή όχι έλλειμμα σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Το ότι του ζητήθηκε να εργαστεί στην τρίτη συμφωνία, χωρίς, όπως εξήγησε, να παραλείπει να έχει υπόψη και λοιπές συναλλαγές που εξάγονταν από τις προηγούμενες συμφωνίες που λειτουργούσαν μέχρι κάποιο σημείο, παράλληλα (σελ. 89-91 των πρακτικών), δεν ήταν λανθασμένο, εφόσον οι αστυνομικές αρχές προέκριναν ότι η επικέντρωση της επιστημονικής τους εξέτασης θα έπρεπε να αφορούσε την τρίτη συμφωνία, εφόσον οι δύο προηγούμενες δεν φαίνονταν να παρουσίαζαν οτιδήποτε το νομικά κολάσιμο.
Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με τη μαρτυρία του Χριστοφόρου (σελ. 266 των πρακτικών). Σαφώς ο μάρτυρας ανέφερε ότι είχε ασχοληθεί με όλες τις συμφωνίες και αναφορικά με όλη την υπό εξέταση περίοδο σε σχέση με όλες τις συναλλαγές της εταιρείας. Όπως εξήγησε προηγουμένως διευκρινιστικά κατά την επανεξέταση του (σελ. 264-265 των πρακτικών), ο ίδιος είχε κάμει διαφορετική εργασία από αυτή του Καψάλη, ο οποίος είχε προβεί σε λογιστικό έλεγχο, ενώ ο ίδιος είχε ασχοληθεί με τις καθημερινές αξίες αποτίμησης χαρτοφυλακίων μέσα από ένα όγκο συναλλαγών και χωρίς να έχει ασχοληθεί ο ίδιος με τον εντοπισμό οποιουδήποτε ελλείμματος. Μάλιστα ο Χριστοφόρου στη σελ. 177-179 των πρακτικών, κατά την κύρια εξέταση του, εξήγησε τον τρόπο με αρκετή λεπτομέρεια ως προς το πώς απομόνωσε τις συναλλαγές που αφορούσαν το TSAHK12, έχοντας επεξεργαστεί τους αριθμούς ταυτοτήτων ή αριθμούς εγγραφής του νομικού προσώπου, απομονώνοντας όλες τις συναλλαγές που του είχαν υποδειχθεί ως εκείνες στις οποίες έπρεπε να επικεντρωθεί η έρευνα του. Η υπόδειξη εκ μέρους των αστυνομικών ανακριτικών αρχών της επικέντρωσης εκ μέρους του Χριστοφόρου σε αριθμό συναλλαγών ή περίοδο συναλλαγών για κάθε συμφωνία, δεν αποτελούσε περιορισμό του έργου είτε του ιδίου, είτε του Καψάλη, ούτε και θα μπορούσε να θεωρηθεί με οποιοδήποτε τρόπο επέμβαση είτε στη μεθοδολογία είτε στον τρόπο κατάρτισης των αντίστοιχων εκθέσεων τους. Αντίθετα, ήταν υποβοηθητικά για να δυνηθούν και οι ποινικοί ανακριτές να διεξέλθουν τον τεράστιο όγκο των συναλλαγών που η εταιρεία είχε κάνει στην πάροδο του χρόνου. Όπως επίσης δεν ευσταθεί και η θέση των εφεσειόντων ότι οι εμπειρογνώμονες δεν κατέληξαν σε συμπεράσματα, αλλά άφησαν την εξαγωγή αυτών στο Κακουργιοδικείο. Τα αποσπάσματα που ο κ. Γεωργίου κατέγραψε στις σελ. 69-72 της γραπτής αγόρευσης του ως ενδεικτικά της θέσης των δύο εμπειρογνωμόνων ως προς το ότι δεν κατέληξαν σε συμπεράσματα, είναι απομονωμένα από την υπόλοιπη μαρτυρία και δεν δίνουν τη σαφή και ακριβή εικόνα. Το ζητούμενο ακριβώς και από τους δύο αυτούς μάρτυρες ήταν να διερευνήσουν όλες τις σχετικές συναλλαγές. Ο κάθε ένας από αυτούς χρησιμοποίησε διαφορετική μεθοδολογία και κατέληξε στην καταγραφή των συλλεγέντων και αναλυμένων από αυτούς στοιχείων στις αντίστοιχες εκθέσεις τους, Τεκμ. 470 και 476.
Η εργασία που έγινε από έκαστο εξ αυτών ήταν επίπονη, λεπτομερής και αναλυτική. Αυτό φαίνεται από το μέγεθος των ιδίων των εκθέσεων τους, αλλά και τις επεξηγήσεις που έδωσαν διά ζώσης κατά την κυρίως εξέταση, αλλά και την αντεξέταση τους. Ο Καψάλης χρειάστηκε ολόκληρη τη μέρα στις 8.1.07 για να εξηγήσει τη μαρτυρία του και τις συναλλαγές που ανέλυσε (σελ. 61-82 των πρακτικών), η δε αντεξέταση του ήταν μακρά και εξαντλητική. Ο Χριστοφόρου, άρχισε τη μαρτυρία του στις 15.1.07 και κατέλαβε έκταση ιδιαίτερα μεγάλη που καταγράφηκε στα πρακτικά στις σελ. 167-274. Ο μάρτυρας έδωσε σαφείς απαντήσεις σε ό,τι ερωτήθηκε, με λεπτομέρειες όπου χρειαζόταν και αναλύσεις των ερευνών του και όταν ανέφερε ότι δεν κατέληξε σε συμπεράσματα, με βάση το απόσπασμα που παρέθεσε στην αγόρευση του ο κ. Γεωργίου, ήταν φανερό ότι εννοούσε ότι δεν είχε καταλήξει σε συγκεκριμένο αριθμό ελλείμματος, γιατί δεν ήταν αυτή η εργασία του. Συμπεράσματα, όμως, υπό τύπο διαπιστώσεων έκαμε σωρηδόν και απλή ανάγνωση, τόσο της έκθεσης του Τεκμ. 476, που ανέρχεται σε 26 σελίδες με επισυνημμένα 13 Παραρτήματα, όσο και της μαρτυρίας του, πιστοποιεί το αληθές του λόγου. Από την άλλη και ο Καψάλης προέβηκε σε διαπιστώσεις όσον αφορά το έλλειμμα που κατά την άποψη του μετά τη διερεύνηση των στοιχείων υπήρχε, με ανάλυση στην έκθεση του Τεκμ. 470, που ανερχόταν σε 22 σελίδες με πλείστους όσους ενσωματωμένους πίνακες συναλλαγών. Δίνει ιδιαίτερη εξήγηση για το θέμα στη σελ. 102 των πρακτικών. Περαιτέρω, στη σελ. 124, μέσα από εξαντλητική αντεξέταση σε επί μέρους ζητήματα, ο μάρτυρας καθαρά ανέφερε ότι η δική του εργασία ήταν λογιστική και αφού έλεγξε τα λογιστικά βιβλία και αρχεία και την ταμειακή ροή, κατέληξε στην ύπαρξη ελλείμματος. Το κατά πόσο αυτό το έλλειμμα μπορούσε να ιδωθεί ως κλοπή ήταν το ζητούμενο για το ίδιο το Κακουργιοδικείο.
Όσον αφορά την εισήγηση ότι οι δύο αυτοί εμπειρογνώμονες βασίστηκαν σε στοιχεία που δόθηκαν από τρίτους, οι οποίοι και δεν τα επεξήγησαν στο Δικαστήριο, όπως για παράδειγμα τα στοιχεία που περιέχονταν στο ψηφιακό δίσκο που παραδόθηκε στον Χριστοφόρου από τον Νίκο Νικολαίδη, λειτουργό του ΧΑΚ, κατά παρέκκλιση του ορθολογιστικού τρόπου λήψης μαρτυρίας από εμπειρογνώμονες και αξιολόγησης αυτής από το Δικαστήριο, κρίνεται ότι η εισήγηση δεν είναι ορθή. Ο κ. Γεωργίου στο διάγραμμα του αναλύει το ζήτημα με αναφορά και στην απόφαση του Νικήτα Δ. στην υπόθεση Sea Island Travel & Tours Ltd κ.α. ν. Αγαθαγγέλου κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1687, η οποία όμως αποτέλεσε την απόφαση της μειοψηφίας του Εφετείου, με δεδομένο ότι η έφεση επί της αποδοχής εκεί της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων είχε απορριφθεί από την πλειοψηφία, έστω με διαφορετικό σκεπτικό. Η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων κατά τον ορθό και ακολουθητέο κανόνα αποτελεί παρέκκλιση από τους συνήθεις κανόνες απόδειξης, διότι ο εμπειρογνώμονας μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με ζητήματα που εμπίπτουν στη σφαίρα της ειδικότητας του. Τα στοιχεία όμως πάνω στα οποία εργάζεται ένας εμπειρογνώμονας παραμένουν εξ ακοής και δεν αλλάζουν φυσιογνωμία, απλά διότι μεταφέρονται ως πληροφορία στο Δικαστήριο από αυτόν.
Το παράπονο των εφεσειόντων είναι ότι ο Χριστοφόρου εργάστηκε σε στοιχεία που δόθηκαν από τον Νικολαίδη, χωρίς ο τελευταίος να καταθέσει ως προς αυτά, τα δε στοιχεία αυτά, όπως έτυχαν επεξεργασίας, δόθηκαν στη συνέχεια στον Καψάλη, ο οποίος και τα χρησιμοποίησε. Αυτή η θεώρηση πραγμάτων από το συνήγορο παραγνωρίζει, όπως ορθά υπέδειξε και η κα Ευθυβούλου, ότι η μαρτυρία του Νίκου Νικολαίδη έγινε δεκτή ως παραδεκτό γεγονός και έτυχε της έγκρισης του Δικαστηρίου, ανάμεσα σε άλλα παραδεκτά γεγονότα, που κατατέθηκαν στη συνεδρία ημερ. 16.2.07. Στα πλαίσια της παραδεκτής αυτής μαρτυρίας αναφέρθηκε ότι ως λειτουργός στο Τμήμα Μηχανογράφησης του ΧΑΚ, ο Νικολαίδης είχε τη διαχείριση και υποστήριξη λειτουργίας του ηλεκτρονικού συστήματος διαπραγμάτευσης, στο οποίο σύστημα οι χρηματιστές προς τους οποίους και είχαν δοθεί οι απαραίτητοι κωδικοί πρόσβασης, καταχωρούσαν χρηματιστηριακές εντολές για την αγοραπωλησία μετοχών σε συγκεκριμένες τιμές. Όλες αυτές οι χρηματιστηριακές συναλλαγές τύγχαναν επεξεργασίας αυτόματα από το ηλεκτρονικό σύστημα διαπραγμάτευσης και αποθηκεύονταν στο τέλος κάθε ημέρας. Ο Νικολαίδης μετέφερε στις 7.4.05 όλες αυτές τις πληροφορίες σε ψηφιακό δίσκο, δημιουργώντας αντίγραφο από τη βάση δεδομένων. Καταρτίστηκε έτσι το Τεκμ. 444, το οποίο και αφορούσε όλες τις συναλλαγές που είχε καταρτίσει η εταιρεία από 7.5.99-30.3.05. Ο κ. Γεωργίου, κατά την κατάθεση των παραδεκτών γεγονότων στις 16.2.07 δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε επιφύλαξη, όπως είχε πράξει στην κατάθεση άλλων παραδεκτών γεγονότων, που είχαν κατατεθεί στις 20.12.06, αλλά απλά δήλωσε ότι συμφωνούσε, θεωρήθηκαν δε (τα παραδεκτά γεγονότα) ως αναγνωσθέντα, ενόψει προφανώς του ότι είχαν δοθεί στην υπεράσπιση από την Κατηγορούσα Αρχή εκ των προτέρων.
Προκύπτει, επομένως, ότι δεν ήταν αναγκαίο να γίνει οποιαδήποτε περαιτέρω κατάθεση από τον ίδιο τον Νικολαίδη, τα δεδομένα του οποίου, μέσα από το Τεκμ. 444, επεξεργάστηκε πλήρως ο Χριστοφόρου ο οποίος, στην ουσία, εκείνο το οποίο μετέφερε στο Κακουργιοδικείο ήταν τις δικές του πρωτογενείς διαπιστώσεις, προερχόμενες από αυτή την επεξεργασία. Η πλειοψηφία έδωσε επαρκέστατους λόγους γιατί η μαρτυρία των Χριστοφόρου και Καψάλη ήταν αποδεκτή ως μαρτυρία εμπειρογνωμόνων, αλλά και γιατί αυτοί ως εμπειρογνώμονες μετέφεραν στο Δικαστήριο τα δικά τους δεδομένα ως προκύψαντα από τη δική τους και μόνο αποκλειστική έρευνα, διασύνδεση και επεξήγηση των στοιχείων, για να καταλήξουν στα πορίσματα των εκθέσεων τους. Όπως αναφέρθηκε και από την πλειοψηφία στη Sea Island - πιο πάνω - τέτοιου είδους μαρτυρία είναι πρωτογενής. Και η εμπειρογνωμοσύνη των μαρτύρων ήταν εκείνη που τους έδινε το έρεισμα για να καταθέσουν ενώπιον του Κακουργιοδικείου με την αναγκαία επιστημονική επάρκεια. Στον Cross on Evidence 4η έκδ. σελ. 385, σχολιάζεται ακριβώς ότι ο εμπειρογνώμονας μπορεί να δώσει πρωτογενή μαρτυρία, εκφράζοντας τη γνώμη του σε ζητήματα που εμπίπτουν στη σφαίρα της ειδικότητας του.
Επομένως, δεν διακρίνεται οποιαδήποτε λανθασμένη προσέγγιση από την πλειοψηφία, η οποία εξέτασε το ζήτημα με βάση τις ορθές παραμέτρους και εξήγαγε τα δικά της ανεξάρτητα συμπεράσματα, έχοντας ως βάση τα ενώπιον της δοθέντα στοιχεία από τους εμπειρογνώμονες, με τα οποία βέβαια μπορούσε να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει.
(x) Η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Ζήνας Αδάμαντος
Μ.Κ. 21 (λόγος έφεσης αρ. 22 και 34).
Η μάρτυρας αυτή προστέθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή για να καταθέσει, ως λειτουργός της Α.Η.Κ., για τη συμμετοχή και συνεισφορά της στην ετοιμασία της έκθεσης Τεκμ. 32, που είχε ετοιμαστεί από το Οικονομικό Τμήμα της Α.Η.Κ. και συγκεκριμένα από τον Μ.Κ.9, Χ. Χατζηγέρου, ο οποίος επόπτευε την εργασία που έγινε εσωτερικά για τον υπολογισμό του ελλείμματος στο χαρτοφυλάκιο του Ταμείου. Η μάρτυρας έλαβε μέρος στην ετοιμασία των παραρτημάτων της έκθεσης, εξήγησε δε τις τρεις διαφορετικές μεθοδολογίες που χρησιμοποιήθηκαν προς αποτίμηση του ελλείμματος. Η επίκριση του κ. Γεωργίου είναι ότι η πλειοψηφία αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παρά το γεγονός ότι η μάρτυρας είχε σαφώς αναφέρει ότι βασίστηκε σε αριθμό υποθέσεων. Ως εκ τούτου υπήρχε διάσπαση στη συνοχή της μαρτυρίας και λανθασμένα αξιολογήθηκε η μαρτυρία αυτή.
Η πλειοψηφία ανάλωσε πέντε συναπτές σελίδες (σελ. 84-88), για να αξιολογήσει τη μαρτυρία της με αρκετή λεπτομέρεια, παρέθεσε δε και αποσπάσματα από τη μαρτυρία της για να δείξει την ορθότητα του τρόπου σκέψης και εργασίας της, ενώ δεν παρέλειψε να ασχοληθεί και με το γεγονός ότι η μάρτυς έκανε ορισμένες υποθέσεις για την κατάληξη των συμπερασμάτων της. Δεν θεωρήθηκε από την πλειοψηφία λανθασμένη η προσέγγιση της μάρτυρος, διότι το αντικείμενο της έρευνας της ήταν τέτοιο, που θα έπρεπε να προβεί σε ορισμένες υποθέσεις, οι οποίες όμως, ήταν και οι μόνες λογικές που θα μπορούσαν να γίνουν. Επισήμανε περαιτέρω, με αναφορά και σε παράδειγμα, ότι οι υποθέσεις αυτές ήταν βάσιμες και συνήδαν με τα υπάρχοντα δεδομένα και στοιχεία που είχε η μάρτυρας. Η διασύνδεση που προέβαλε ο κ. Γεωργίου της απόρριψης της μαρτυρίας του Ανωτ. Υπαστ. Κυπριανού, Μ.Κ.8, στο εκ πρώτης όψεως στάδιο για λόγους που επίσης αφορούσαν σε υποθέσεις από πλευράς του, αλλά και για ότι ενήργησε επί τη βάσει οδηγιών των ανακριτών, σε σχέση με τη διαφορετική προσέγγιση της πλειοψηφίας ως προς τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων (δέστε (ix) ανωτέρω), και της Αδάμαντος δεν προωθεί το επιχείρημα. Ήταν εύλογη η διαφοροποίηση που έγινε και δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε λάθος.
Κρίνεται ότι η παράθεση της αξιολόγησης από την πλειοψηφία είναι πλήρης και δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης ιδιαιτέρως σε μια τέτοια περίπλοκη υπόθεση όπου τα οικονομικά στοιχεία ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ανευρεθούν, να καταταχθούν και να αξιολογηθούν κατάλληλα.
(xi) Η αξιολόγηση της Μ.Κ. 25 Μ. Κοσιάρη και
της Μ.Κ. 26 Ν. Νικολάου (λόγος έφεσης αρ. 17).
Η μαρτυρία της Μαρίας Κοσιάρη, υπεύθυνης του λογιστηρίου της εταιρείας, ήταν σύντομη από πλευράς κύριας εξέτασης, εφόσον απλώς κατέθεσε τα Τεκμ. 539-542Α, που ήταν οι πέντε καταθέσεις της στην Αστυνομία. Η αντεξέταση ήταν επίσης σύντομη (σελ. 800-802 των πρακτικών), αλλά προέκυψε από αυτή, διαφοροποιημένη η θέση της μάρτυρας ως προς τις καταθέσεις της ως το ότι είχε, με την άδεια ή έγκριση ή ανοχή της Κεφαλαιαγοράς, μεταφέρει το λογαριασμό πελατών της εταιρείας ως ΚΕΠΕΥ, στον τρεχούμενο λογαριασμό της εταιρείας για να γίνεται, ως ανέφερε, καλύτερη διαχείριση των κεφαλαίων. Σε αυτό τον τρεχούμενο λογαριασμό κατέληγαν και χρήματα από προσωπικές πράξεις του εφεσείοντα και της συζύγου του ή και εταιρειών ιδιοκτησίας τους. Αλλά και περαιτέρω, η υπάλληλος του λογιστηρίου της εταιρείας, Μιράντα Συμεού, Μ.Κ. 12, λάμβανε ουσιαστικά από την ίδια την μάρτυρα οδηγίες για την έκδοση επιταγών για ποσά που ήθελε ο εφεσείων και η σύζυγος του να πληρώσουν, και όχι όπως αρχικά η μάρτυρας είπε στην Αστυνομία, ότι η Συμεού έπαιρνε εντολές από τους ίδιους.
Από αυτές τις θέσεις της μάρτυρας, προέκυψε μια εκτεταμένη επανεξέταση (σελ. 802-809 των πρακτικών), όπου διευκρινίστηκαν πολλά από τα σημεία που φαίνονταν να ήταν αντίθετα μεταξύ των καταθέσεων της μάρτυρας στην Αστυνομία και των δηλώσεων της στην αντεξέταση. Το αποτέλεσμα ήταν και πάλι η διαφοροποίηση της θέσεως της μάρτυρας. Ο συνήγορος παραπονείται διπλά. Ότι δεν έπρεπε να μη γίνει δεκτή η μαρτυρία της Κοσιάρη από την πλειοψηφία, απλά και μόνο επειδή η αντεξέταση πέτυχε να αντικρούσει με επιτυχία τις αρχικές τοποθετήσεις της μάρτυρας στην Αστυνομία και περαιτέρω, ότι η μαρτυρία της αυτή χρησιμοποιήθηκε λανθασμένα ως μέτρο για την αξιολόγηση και αποδοχή, εν τέλει, της μαρτυρίας της Νίκης Νικολάου Μ.Κ.26. Η τελευταία μάρτυς κλήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, συμπληρωματικά, (ενώ είχε δηλωθεί ότι η Κοσιάρη θα ήταν η τελευταία μάρτυς), η οποία ως λειτουργός της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς το επίδικο διάστημα, με συγκεκριμένα καθήκοντα στο τμήμα των ΚΕΠΕΥ, δήλωσε ότι παρά το γεγονός ότι είχε περάσει καιρός από το 2001 (σελ. 811 των πρακτικών) «... δεν υπήρχε περίπτωση να πω κάτι τέτοιο ή να συμβουλεύσω για κάτι τέτοιο ...», με αναφορά την προς το αντίθετο θέση της Κοσιάρη. Προχώρησε η μάρτυρας να επεξηγήσει περαιτέρω τη θέση της και με αναφορά σε εγκυκλίους της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που κατατέθηκαν ως Τεκμ. 543 και 543Α. Η πλειοψηφία, στις σελ. 97-98, απέρριψε την εκδοχή της Κοσιάρη, ενόψει των διαφορετικών τοποθετήσεων της κατά τη μαρτυρία της με αποτέλεσμα τα ουσιώδη σημεία που αφορούσαν εκείνα που ήταν προς όφελος των εφεσειόντων να μην γίνουν δεκτά. Η πραγματικότητα, όπως ορθά υπέδειξε και η κα Ευθυβούλου στην αγόρευση της, είναι ότι δεν αγνοήθηκε το μέρος εκείνο που ήταν ευνοϊκό για τους εφεσείοντες και έγινε δεκτό το υπόλοιπο, αλλά απορρίφθηκε το σύνολο της μαρτυρίας της Κοσιάρη, όπως εξάγεται και από τα ευρήματα. Άλλωστε, ανάγνωση των καταθέσεων της μάρτυρας στην Αστυνομία δείχνει ότι δεν είχε οτιδήποτε άλλο ουσιαστικό να αναφέρει. Η προσεκτική εξέταση της μαρτυρίας της Κοσιάρη, μέσα από τα πρακτικά, αναδεικνύει ότι όντως υπήρχε εμφανής διαφοροποίηση στη θέση της, με αποτέλεσμα η πλειοψηφία η οποία είχε και την ευκαιρία να δει και να εξετάσει τη ζώσα μαρτυρία της, να μην τη δεχθεί. Δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης. Αντίθετα, η θέση της πλειοψηφίας ήταν απόλυτα λογική. Ούτε χρησιμοποιήθηκε η μαρτυρία της Κοσιάρη για να γίνει δεκτή η μαρτυρία της Νικολάου. Η τελευταία έτυχε ανεξάρτητης αξιολόγησης στη σελ. 95 της απόφασης και βεβαίως είναι απόλυτα θεμιτό για ένα Δικαστήριο, να επιλέξει εκείνη τη μαρτυρία από τους μάρτυρες κατηγορίας που κρίνει ότι είναι αληθής και να απορρίψει άλλη μαρτυρία και πάλι της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία βέβαια ορθά προσφέρεται στο Δικαστήριο στα πλαίσια της υποχρέωσης της να παρουσιάσει όλη τη μαρτυρία υπέρ και εναντίον του κατηγορουμένου, αφήνοντας το Δικαστήριο να εξαγάγει τα συμπεράσματα του. (R. v. Oliva (1965) 49 Cr. App.R. 298, Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186, σελ. 233-241, Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612, σελ. 648 και Sprack: Criminal Procedure 11η έκδ. σελ. 329-330).
(xii) Νομική οντότητα του Ταμείου (λόγοι έφεσης 19 και 21).
Έγινε πολύς λόγος, τόσο κατά την πρωτόδικη διαδικασία όσο και κατ΄ έφεση, για τη νομική οντότητα του Ταμείου και τη δικαιοπρακτική του ικανότητα. Η εισήγηση του κ. Γεωργίου είναι ότι το Ταμείο δεν διαθέτει νομική οντότητα, η οποία αποκτάται μόνο όταν παρέχεται καθαρά από το νόμο ή τους σχετικούς εκδιδόμενους κανονισμούς. Εφόσον τα αδικήματα των κατηγοριών 21 και 24 βασίζονται στην κλοπή υπό αντιπροσώπου, ο δε όρος «αντιπρόσωπος» έχει την έννοια που αποδίδεται στο αστικό δίκαιο, τότε το Ταμείο δεν μπορούσε να ενεργήσει ως αντιπρόσωπος διότι δεν είχε νομική οντότητα και ούτε ικανότητα προς το συμβάλλεσθαι. Με παραπομπή σε αυθεντίες εισηγήθηκε ότι, εφόσον το Ταμείο δεν είναι συγκροτημένο σώμα, δεν μπορούσε να συνάψει και οποιαδήποτε συμφωνία, ούτε να δώσει πληρεξούσιο έγγραφο προς την εταιρεία για να το αντιπροσωπεύσει.
Η συμφωνία διαχείρισης, Τεκμ. 1Α, που έγινε μεταξύ της εταιρείας ως διαχειριστή και του Ταμείου ως επενδυτή, αναφέρει το Ταμείο ως έχον αριθμό ταυτότητας/αριθμό εταιρείας ΜΕΙ 130, υπογράφουν δε για το Ταμείο τρία άτομα, που, δυνάμει της μαρτυρίας του Ιωάννη Κουμέρα, Μ.Κ.17, διευθυντή εσωτερικού ελέγχου, αρχικά ταμία και αργότερα προέδρου της Επιτροπής του Ταμείου, ο οποίος εξήγησε τα της διοικήσεως του Ταμείου και τα οποία έγιναν δεκτά ως μαρτυρία από την πλειοψηφία, μπορούσαν να υπογράψουν. Η πλειοψηφία στη σελ. 109 της απόφασης, απέρριψε ως μη σχετική, χωρίς ουσιαστικά να έχει αποφασίσει, τη νομική συγκρότηση του Ταμείου. Πρέπει να λεχθεί ότι, όπως ορθά υπέδειξε η κα Ευθυβούλου στο διάγραμμα της, η κυριότητα των περιουσιακών στοιχείων από το Ταμείο και η νομική οντότητα του δεν αμφισβητήθηκαν κατά την αντεξέταση των διαφόρων μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής. Το επιχείρημα του κ. Γεωργίου παραγνωρίζει επίσης ότι οι λεπτομέρειες των κατηγοριών 21 και 24, δεν σχετίζονται με τη δικαιοπρακτική ικανότητα του Ταμείου στο αστικό δίκαιο, αλλά με τη λήψη από τους εφεσείοντες ποσών για «λογαριασμό» του Ταμείου μεταφέροντας τα εισπραχθέντα χρηματικά ποσά σε τραπεζικό λογαριασμό παρατραβήγματος της εταιρείας. Σημασία έχει για τις κατηγορίες αυτές το γεγονός ότι υπήρξε εμπίστευμα της περιουσίας του Ταμείου στους εφεσείοντες, οι οποίοι οικειοποιούμενοι παρανόμως το ποσό σε δικό τους λογαριασμό, διέπραξαν ποινικό αδίκημα, άσχετα με το κατά πόσο είναι ταυτόχρονα υπόλογοι και στο αστικό δίκαιο όπου και μπορεί να εγερθεί το ζήτημα της δικαιοπρακτικής ικανότητας σε περίπτωση μεταξύ τους αγωγής. Αυτό, σύμφωνα με τον κ. Γεωργίου έχει ήδη συμβεί με την έκδοση απόφασης στην αγωγή αρ. 2430/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 28.12.07. Βεβαίως, δεν κρίνεται εδώ η ορθότητα της απόφασης εκείνης. Είναι γνωστό, όμως, ότι διάφορες πράξεις μπορούν να καταταχθούν είτε σε αδίκημα κατά το ποινικό δίκαιο, είτε σε πράξεις που έχουν έρεισμα στο αστικό δίκαιο, είτε υπάρχει συμφωνία είτε όχι. Το δίκαιο είναι ενιαίο και η αντίκρυση των πράξεων που κρίνονται ως λανθασμένες μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε διάφορες κατατάξεις. Για σκοπούς ποινικής ευθύνης σημασία έχει ότι οι εφεσείοντες έλαβαν προς διαχείριση από το Ταμείο τις μετοχές και όφειλαν να τις διαχειριστούν ορθά. Η αντιπροσωπευτική σχέση που δημιουργήθηκε δυνάμει του Τεκμ. 1Α, ήταν μόνο η μεταξύ των μερών συμβατική σχέση. Αυτό δεν σήμαινε ότι εξαντλούνταν με το έγγραφο αυτό οι εκατέρωθεν υποχρεώσεις τους. Δυνατό ο νόμος ευρύτερα να επιβάλλει υποχρεώσεις αστικής ή ποινικής φύσεως ανάλογα με την περίπτωση (δέστε σχετικά το σύγγραμμα των Koffman and Macdonald: The Law of Contract, 6η έκδ. σελ. 1 και Jill Poole: Casebook on Contract Law 8η έκδ. σελ. 560 και Salmond & Heuston on the Law of Torts 21η έκδ. σελ. 8, όπου αντιπαραβάλλεται με σαφήνεια η φύση του αστικού αδικήματος («tort») με αυτή της ποινικής δίωξης).
(xiii) Το πληρεξούσιο έγγραφο - (λόγος έφεσης αρ. 25).
Παρόμοια εισήγηση έγινε και για την επίπτωση του πληρεξουσίου εγγράφου, Τεκμ. 5, που δόθηκε στα πλαίσια της δεύτερης συμφωνίας. Η εισήγηση εδώ ήταν ότι οι υποχρεώσεις των εφεσειόντων, ως αντιπροσώπων του Ταμείου εξαντλούνταν στα όσα περιλαμβάνονταν από το ίδιο το πληρεξούσιο έγγραφο, η δε ευρεία εξουσία που είχε η εταιρεία να διαχειρίζεται τα του Ταμείου κατέτειναν προς τη θέση ότι η όλη διαφορά ενέπιπτε στα πλαίσια της αστικής τοιαύτης, ενώ με βάση το γεγονός ότι το πληρεξούσιο δεν ανακλήθηκε, ενώ ήταν σε ισχύ ακόμη η τρίτη συμφωνία, σήμαινε ότι δεν είχαν ακόμη αρχίσει να τρέχουν οι υποχρεώσεις των εφεσειόντων.
Πρέπει εξ αρχής να λεχθεί ότι αυτή η τοποθέτηση έρχεται σε πλήρη αντίφαση με την προηγούμενη θέση περί της ανυπαρξίας ως νομικής οντότητας του Ταμείου και κατ΄ επέκταση της ανικανότητας για δικαιοπραξία. Δεν μπορούν οι εφεσείοντες να εγείρουν ταυτόχρονα και τα δύο αυτά θέματα. Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά κατέληξε η πλειοψηφία στη σελ. 109 της απόφασης της, με τα ανάλογα ευρήματα στις σελ. 119-120, το πληρεξούσιο Τεκμ. 5 είχε δοθεί μόνο στα πλαίσια της δεύτερης συμφωνίας, δεν είχε δε υπογραφεί πληρεξούσιο στα πλαίσια της τρίτης συμφωνίας. Η ευρύτητα του λεκτικού του πληρεξουσίου δεν αναιρούσε την τυχόν ποινική ευθύνη των εφεσειόντων. Άλλωστε, όπως επεξηγήθηκε και προηγουμένως κατά την ανάλυση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων, οι εφεσείοντες λειτούργησαν τη δεύτερη και τρίτη συμφωνία κατά τρόπο που στο τέλος μετέφεραν το αναφερόμενο στις σχετικές κατηγορίες ποσό σε δικό τους λογαριασμό αντί να το έχουν, ως έπρεπε, σε λογαριασμό πελατών σύμφωνα και με τις ευρύτερες νομοθετικές υποχρεώσεις τους. Σε καμιά περίπτωση η ύπαρξη πληρεξουσίου εγγράφου δεν περιορίζει την προκύψασα διαφορά σε αστική και μόνο, αλλά όπως αναφέρθηκε και πριν, το ποινικό δίκαιο έρχεται αρωγός να επιβάλει ποινικές ευθύνες λόγω του λανθασμένου χειρισμού των θεμάτων από τους εφεσείοντες.
(xiv) Αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης
(λόγοι έφεσης 18, 21, 30, 33 και 35).
Σε πάρα πολλούς λόγους έφεσης αναμειγνύεται το ζήτημα της γενικότερης ή ειδικότερης αιτιολογίας της απόφασης της πλειοψηφίας, προσβάλλεται δε αυτή ως αναιτιολόγητη και ως εκ τούτου υποκείμενη σε ακύρωση. Ως γενικότερο σχόλιο, πέραν των όσων έχουν σε επί μέρους θέματα αναφερθεί προηγουμένως, θα πρέπει να λεχθεί ότι η απόφαση της πλειοψηφίας, αποτελούμενη από 136 σελίδες, είναι πλήρως αιτιολογημένη, έχοντας δώσει απάντηση σε όλα τα επίδικα θέματα που έχουν εγερθεί από την υπεράσπιση. Ο τρόπος καταγραφής της απόφασης εναπόκειται στο ίδιο το Δικαστήριο και είναι συνυφασμένος με τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. (Κολοκασσίδης Λτδ ν. Κιμωνή (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 132 και Καννάουρου ν. Σταδιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35). Η επίδικη περίπτωση αποτελεί κλασσικό παράδειγμα περίπλοκων οικονομικών δεδομένων με εξειδικευμένη μαρτυρία και με αναφυόμενα λεπτά νομικά σημεία. Δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε ουσιαστικό πρόβλημα στη δομή της απόφασης (έστω και εάν θα μπορούσε να ήταν πλέον ευανάγνωστη, για παράδειγμα, με την άμεση ταυτοποίηση των μαρτύρων κατηγορίας με τα ονόματα τους, την σύνοψη της μαρτυρίας σε μια πλέον λογική σειρά και την καταγραφή των ευρημάτων μετά την αξιολόγηση και πριν την ενασχόληση με τα νομικά σημεία), και αναμφίβολα η αιτιολογία είναι επαρκέστατη. Εκείνο που χρειάζεται σε μια δικαστική απόφαση, για να έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ορθής αιτιολόγησης, είναι ο προσδιορισμός, με ορθό τρόπο, των επιδίκων θεμάτων, η σύνοψη της ουσιώδους μαρτυρίας, η καθαρή καταγραφή ευρημάτων και η σύνδεση της απόφασης με τα επίδικα θέματα, νομικά και πραγματικά. Δεν αποτελεί υποχρέωση ενός Δικαστηρίου να επαναλάβει το σύνολο της προσφερθείσας μαρτυρίας, ούτε και να αναφέρεται σε κάθε επί μέρους πτυχή της ή ακόμη και να απαντά σε κάθε επιχείρημα που προβάλλεται, το οποίο κρίνεται ότι δεν είναι ουσιώδες ή νομικά αποδεκτό. Τέλος, σε μια υπόθεση όπως την παρούσα, είναι πολύ εύκολο να γίνει επίκριση για επί μέρους προβλήματα αξιολόγησης ή καλής γραφής, αλλά όπως έχει λεχθεί κατ΄ επανάληψη, μια απόφαση πρέπει να αντικρίζεται σφαιρικά και μακροσκοπικά και όχι να εξετάζεται υπό το φακό του μικροσκοπίου, για να εντοπισθούν αδιόρατες στο γυμνό μάτι νομικές κηλίδες. Έτσι τα όσα ο κ. Γεωργίου ανέπτυξε στο λόγο έφεσης αρ. 21, ως δέκα εγερθείσες υπερασπίσεις που δεν εξετάστηκαν από την πλειοψηφία, δεν έχουν έρεισμα. Μπορεί να μην έγινε εξονυχιστική εξέταση από την πλειοψηφία της κάθε λεπτομερούς εισήγησης, αλλά, αναμφίβολα, όλες οι υπερασπίσεις που εγέρθηκαν εξετάστηκαν, ως έπρεπε, και δόθηκαν οι σχετικές απαντήσεις.
Στα πλαίσια αυτά κρίνεται ότι η απόφαση της πλειοψηφίας δεν πάσχει από αβεβαιότητα ή ασάφεια, λόγω του ότι γινόταν αναφορά απλώς στην Suphire, θέτοντας έτσι σε αμφιβολία κατά πόσο η πλειοψηφία αναφερόταν στην εταιρεία ή σε άλλες εταιρείες του ομίλου. Είναι σαφές από τη χρήση της πιο πάνω λέξης, καθόλη την έκταση της απόφασης, ότι αυτή αναφερόταν στην εταιρεία, ενώ τα τελικά ευρήματα της πλειοψηφίας που καταλαμβάνουν έκταση αρκετών σελίδων (σελ. 117-128), ρητά αναφέρονται σε συγκεκριμένες εταιρείες του ομίλου, όπως τη Suphire Asset Management Ltd ή την υπό κρίση εταιρεία, η οποία προηγουμένως και μέχρι τις 18.7.03, ονομαζόταν Suphire (Stockbrokers) Ltd, σε συνδυασμό πάντοτε με συγκεκριμένα τεκμήρια στα οποία και αναφέρεται η κάθε νομική οντότητα. Μπορεί, ομολογουμένως, και αυτή η πτυχή να είναι μια από τις αδυναμίες στη δομή της απόφασης, αλλά με κανένα τρόπο δεν έχει δημιουργηθεί οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τη διάγνωση της ποινικής ευθύνης της ίδιας της εταιρείας. Άλλωστε, είχαν γίνει παραδεκτά όλα τα σχετικά στοιχεία όλων των εμπλεκομένων εταιρειών μέσα από την κατάθεση της Γεωργίας Κρητιώτου, εξεταστή στον Έφορο Εταιρειών (Μ.Κ.17 στο κατηγορητήριο), η οποία και παρέθεσε τα στοιχεία από το σχετικό αρχείο.
(xv) Η ενοχή της εταιρείας και η ένοχη διάνοια του εφεσείοντα (λόγοι έφεσης 36-38).
Ο κ. Γεωργίου έχει επικρίνει την απόφαση της πλειοψηφίας και για το λόγο ότι δεν γίνεται σαφές εύρημα για την ένοχη σκέψη, τόσο της εταιρείας όσο και του εφεσείοντα και της συμμετοχής και εμπλοκής αυτού. Έχει ήδη διαπιστωθεί πιο πάνω σε διάφορα σημεία, ότι η εμπλοκή του εφεσείοντα ήταν καταλυτική στην όλη υπόθεση, ήταν αυτός ο οποίος είχε ανά πάσα στιγμή την αποκλειστική γνώση για τα τεκταινόμενα του χαρτοφυλακίου και κατηύθυνε τις όλες ενέργειες διαχείρισης του. Η ένοχη διάνοια σε αυτές τις περιπτώσεις συνάγεται ως αποτέλεσμα των σαφών ευρημάτων και εδώ δεν υπάρχει αμφιβολία (και στην ουσία ουδέποτε αμφισβητήθηκε σθεναρά από την υπεράσπιση), ότι ο εφεσείων ήταν εκείνος που διηύθυνε το όλο χαρτοφυλάκιο. Όχι μόνο αυτό, αλλά και αντιπροσώπευε την εταιρεία σε κάθε δυνατή περίσταση και επομένως, όπως αναφέρεται και στην Tesco Ltd v. Nattrass (1972) A.C. 153, ήταν «the directing mind and will of the corporation, the very ego and center of the personality of the corporation». Σχετική είναι και η υπόθεση Meridian Global Funds Management Asia Ltd v. Securities Commission (1995) 2 A.C. 500. Ως εκ τούτου όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και η εταιρεία η οποία χρησιμοποιείτο ως το όχημα για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του Ταμείου ήταν επίσης υπεύθυνη. Ισχύουν τα όσα έχουν αναφερθεί και στην υπόθεση R. v. Grubb (1915) 2 K.B. 683, ότι έστω και αν τα χρήματα ή εδώ οι τίτλοι τύγχαναν διαχείρισης από την εταιρεία, υπήρχε επαρκέστατη μαρτυρία η οποία αποτέλεσε και το εύρημα της πλειοψηφίας, ότι ο εφεσείων είχε στην ουσία τον αποτελεσματικό έλεγχο αυτών των τίτλων και των χρημάτων που απέρρεαν από τις συναλλαγές, τα είχε δε οικειοποιηθεί από αυτό με τη χρήση της εταιρείας. Άλλωστε, όπως απέδειξε και η μαρτυρία που δέχθηκε η πλειοψηφία, ήταν με τις οδηγίες του που εκδίδονταν οι επιταγές, οι πλείστες των οποίων υπογράφονταν από αυτόν, το γεγονός δε ότι η σύζυγος του εφεσείοντα στο τέλος αθωώθηκε, για τους λόγους που εξηγεί η πλειοψηφία, δεν σήμαινε ότι ήταν αντινομικό να κριθεί ο ίδιος ο εφεσείων ένοχος, εφόσον εκείνος ήταν ο ιθύνων νους πίσω από την όλη υπόθεση. Στον Archbold, έκδ. 2007, σχολιάζεται στη σελ. 1754 παρ. 17-33, ότι μια εταιρεία μπορεί να είναι υπόλογη για τις ενέργειες των υπηρετών της, έστω και αν οι ενέργειες αυτές έγιναν προς καταδολίευση της ίδιας της εταιρείας. (Moore v. I. Brester Ltd (1944) 2 All E.R. 515).
Τέλος, είναι εμφανές από την όλη απόφαση, ότι η ενοχή τόσο της εταιρείας όσο και του εφεσείοντα, είχε διαπιστωθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας έστω και αν δεν είχε χρησιμοποιηθεί η γνωστή αυτή φρασεολογία στο τέλος της απόφασης.
(xvi) Άλλοι Λόγοι έφεσης (λόγοι έφεσης αρ. 27, 28).
Η απόφαση προσβάλλεται και για σειρά άλλων μικρότερης σημασίας λόγων έφεσης, όπως ότι το εύρημα της πλειοψηφίας για την παρουσία του εφεσείοντα 6 συνολικά φορές σε συνεδρίες του Ταμείου ήταν εσφαλμένο και ότι παραδίδονταν πινακίδια συναλλαγών («contract notes») μέχρι την υπογραφή του πληρεξουσίου Τεκμ. 5, ενώ υπήρχε μαρτυρία από τη Μαρίνα Σαλτσίδου Μ.Κ.6 ότι παραδίδονταν και μετά το Τεκμ. 5, πλείστα όσα πινακίδια. Σε αυτά εύστοχα η κα Ευθυβούλου απάντησε ότι, από τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Ταμείου, φαίνεται ότι ο εφεσείων ήταν παρών στις συνεδρίες ημερ. 2.12.03, 17.12.03, 10.2.04, 11.5.04, 9.6.04 και 14.9.04 (Τεκμ. 10, 12, 13, 14, 15 και 16, αντίστοιχα). Όσον αφορά δε τα πινακίδια, αυτά αφορούσαν τη δεύτερη συμφωνία, το δε ορθό εύρημα της πλειοψηφίας ήταν ότι ο έλεγχος γινόταν μέχρι την ημερομηνία της υπογραφής του πληρεξουσίου και όχι ότι σταμάτησε η αποστολή τους μετέπειτα.
Άλλος λόγος έφεσης (μέρος του λόγου υπ΄ αρ. 35) αφορά την κατ΄ ισχυρισμό επέμβαση της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής σε μάρτυρες κατηγορίας σε μια προσπάθεια καθοδήγησης τους σε σχέση με τη μαρτυρία τους. Η κα Ευθυβούλου αρνήθηκε ότι καθοδήγησε οποτεδήποτε μάρτυρα και απλά περιορίστηκε στο να υποδείξει σε μια περίπτωση (σελ. 83 των πρακτικών), ότι είχε δει μάρτυρα όταν διαπίστωσε ότι υπήρχε διαφορά μεταξύ ποσών που κατέθεσε εκείνος έναντι άλλου μάρτυρα και επίσης ότι όσον αφορά τη Μ.Κ.23, απλά είχε υποδείξει σε αυτήν ότι η τήρηση της συγκεκριμένης στάσης της πιθανόν να την καθιστούσε υπόλογη ως εχθρικό μάρτυρα. Αυτό παρουσιάζεται στη σελ. 782 των πρακτικών όπου όντως είχε, κατά τα πλαίσια της επανεξέτασης της Μ.Κ.23, προκύψει ζήτημα πιθανής αντίφασης της μαρτυρίας με την κατάθεση, ώστε να ακολουθηθεί πιθανώς η κήρυξη της μάρτυρας σε εχθρική μάρτυρα (σελ. 784-786 των πρακτικών). Δεν διαπιστώνεται από την εξέταση του συνόλου των πρακτικών οτιδήποτε μεμπτό ιδιαιτέρως σε βαθμό θεώρησης της δίκης ως μη δίκαιης. Δεν αναδύεται οποιαδήποτε λανθάνουσα συμπεριφορά εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής και δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω.
(xvii) Έφεση κατά της ποινής (λόγοι έφεσης αρ. 39-41).
Η επιβληθείσα επταετής ποινή φυλάκισης στον εφεσείοντα επικρίνεται με κύριο υπόβαθρο ότι λανθασμένα δεν εφαρμόστηκαν οι αρχές που διατυπώθηκαν στην Κολοκασσίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252, ότι δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στο γεγονός της καταβολής ποσού £1.960.000 από τον εφεσείοντα στα πλαίσια πολιτικής αγωγής, (πρόκειται για την υπόθεση αρ. 2430/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας), ενώ τέλος δεν θεωρήθηκε ως μετριαστικός παράγων η προθυμία εκ μέρους των εφεσειόντων να αποζημιώσουν το Ταμείο, τόσο πριν την καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία, όσο και κατά τη διάρκεια της ποινικής δίκης. Πρόσθετα, ο κ. Γεωργίου εισηγήθηκε ότι το παραδεκτό γεγονός ότι ο ίδιος ο εφεσείων δεν έλαβε οποιοδήποτε προσωπικό οικονομικό όφελος, αποτελεί ισχυρότατο ελαφρυντικό παράγοντα αφαιρώντας ουσιαστικά από το αδίκημα της κλοπής το ουσιαστικό στοιχείο του με αποτέλεσμα να καθίσταται αυτό τυπικό.
Το Κακουργιοδικείο, μετά από παράθεση των ουσιαστικών γεγονότων που οδήγησαν στην καταδίκη και με αναφορά στα διάφορα ζητήματα που τέθηκαν ενώπιον του, επέβαλε στην εταιρεία πρόστιμο ύψους £200.000 (που δεν εφεσιβάλλεται), στον δε εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές επταετούς φυλάκισης στις κατηγορίες 21, 22 και 23, ενώ δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή τόσο στην εταιρεία, όσο και στον εφεσείοντα στις υπόλοιπες κατηγορίες.
Έχοντας διεξέλθει με ιδιαίτερη προσοχή το σκεπτικό της ποινής δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε σφάλμα αρχής ή μη ουσιαστικής συνεκτίμησης των διαφόρων μετριαστικών παραγόντων που σχετίζονταν τόσο με τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, όσο και με τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα. Με όλο το σεβασμό στο συνήγορο του εφεσείοντα και αντίθετα με την εισήγηση του, κρίνεται ότι η υπόθεση Κολοκασσίδης - ανωτέρω - την οποία θεώρησε ο ίδιος ως πολύ βοηθητική, δεν έχει θέσει άκαμπτους κανόνες και δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι αποφασίστηκε πριν δεκαέξι χρόνια, όταν ενδεχομένως τα εγκλήματα οικονομικής φύσεως να ήταν ολιγότερα. Έκτοτε, η πολυπλοκότητα των συναλλαγών και οι συνθήκες της σύγχρονης κοινωνίας επέβαλαν, όχι μόνο την ανάγκη αύξησης της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής, έχοντας με τον περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο αρ. 43(Ι)/00, επιφέρει αύξηση από επτά σε δέκα χρόνια στα αδικήματα κλοπής κάτω από το άρθρο 270, αλλά είχε εισαχθεί και ο Νόμος από το 1996, ώστε να υπάρχει στο οπλοστάσιο των διωκτικών αρχών και τρόπος ανίχνευσης των διαφόρων μεθόδων συγκάλυψης των εσόδων από εγκληματικές ενέργειες. Περαιτέρω, τονίζεται ότι, ως εκ της φύσεως τους, τα αδικήματα του είδους προϋποθέτουν την ανάμειξη ενός κατηγορούμενου σε περίτεχνες και περίπλοκες συναλλαγές, οι οποίες κατά κανόνα γίνονται αντιληπτές μόνο μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου. Η ανίχνευση αυτών των εγκληματικών πράξεων είναι όλως ιδιαιτέρως δύσκολη, διότι προϋποθέτει, μετά την ανακάλυψη του προβλήματος, την ανεύρεση πληθώρας δεδομένων (από έγγραφα μέχρι ηλεκτρονικά στοιχεία), την ομαδοποίηση και κατάταξη αυτών, τη συσχέτιση των στοιχείων με τον τρόπο της εγκληματικής ενέργειας και τη μέθοδο εργασίας του κατηγορούμενου και τέλος τον εντοπισμό των επιμέρους ποσών και του τρόπου διοχέτευσης αυτών προς άλλες κατευθύνσεις. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που η παραπομπή τέτοιων υποθέσεων στο Δικαστήριο είναι χρονοβόρα και είναι αναγκαία η ορθή εκ μέρους των ανακριτικών αρχών στοιχειοθέτηση των κατηγοριών επί τη βάσει λεπτομερών αναλύσεων. Αυτό το στοιχείο ορθά εντοπίζεται στη σελ. 20 του σκεπτικού της ποινής.
Συνάγεται ότι δεν ισχύει σήμερα με την ίδια δύναμη, όπως την εποχή της Κολοκασσίδης, η θέση ότι εγκλήματα αυτού του είδους δεν είναι συχνά και ότι το κατηγορούμενο πρόσωπο, όντας επαγγελματίας (λογιστής, δικηγόρος ή τραπεζικός), δεν είναι εύκολο να διαπράξει εκ νέου παρόμοιο αδίκημα, έτσι ώστε η επιβολή της ποινής της φυλάκισης να είναι από μόνη της αποτρεπτικό στοιχείο, χωρίς να χρειάζεται να είναι μεγάλη σε διάρκεια. Αυτή η θέση πρέπει βέβαια να αντισταθμιστεί και να συσχετιστεί με την εξίσου παραδεκτή αρχή, ότι η αποτρεπτικότητα στην ποινή δεν σχετίζεται μόνο με την τιμωρία και πιθανή αναμόρφωση του ίδιου του παραβάτη, αλλά και την υπόδειξη προς τρίτους ότι η τυχόν δική τους εγκληματική ενέργεια θα αντιμετωπιστεί με την ίδια αυστηρότητα. Κατά τα άλλα, δεν έχει γίνει λανθασμένη αναφορά στο σκεπτικό όσον αφορά την υπόθεση John Barrick (1985) 81 Cr. App. R. 78, στην οποία τέθηκαν από το Αγγλικό Εφετείο κατευθυντήριες γραμμές ως προς την επιμέτρηση της ποινής σ΄ αυτού του είδους τα αδικήματα. Δεν θεωρήθηκε από το Κακουργιοδικείο, όπως εισηγήθηκε ο κ. Γεωργίου, ότι η Barrick υιοθετήθηκε στην Κολοκασσίδης. Απλά έτυχε αναφοράς, ενώ στην προσπάθεια του το Κακουργιοδικείο να διεξέλθει μέσα από τη σχετική νομολογία, έκαμε αναφορά και στη μεταγενέστερη Clark (1998) 2 Cr. App. R. (S) 95, στην οποία αναθεωρήθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές που δόθηκαν στην Barrick. Πολύ ορθά στη συνέχεια γίνεται αναφορά και στη μεταγενέστερη Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 219, στην οποία μνημονεύονται οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές, ως ενδεικτικές όμως των παραμέτρων που μπορεί το Δικαστήριο να λάβει υπόψη.
Πιο πρόσφατες αποφάσεις, που σχετίζονται με τα υπό κρίση αδικήματα, είναι η Sydenham ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 210, όπου επικυρώθηκε κατά πλειοψηφία επταετής ποινή φυλάκισης σε κατηγορίες κλοπής υπό αντιπροσώπου, πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου για κλοπή £945.605 στερλινών, $376.171 και €31.483, ποσά δηλαδή στο σύνολο τους πολύ μικρότερα από την παρούσα υπόθεση, ενώ η ποινή είχε επιβληθεί μετά από παραδοχή. Στην υπόθεση αυτή επισημάνθηκε η έξαρση του οικονομικού εγκλήματος και «η αποφασιστικότητα των Δικαστηρίων να συμβάλουν με αυστηρές ποινές στην πάταξη του». Ποινές τριών χρόνων σε διάφορες κατηγορίες κρίθηκαν ως ιδιαιτέρως επιεικείς στην Κρίνος Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 185/06 και 210/06 ημερ. 21.1.08, για αδικήματα συνομωσίας προς καταδολίευση, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, συγκάλυψης κλπ σε σχέση με απόκτηση και πώληση τεμαχίων γης αξίας £100.000-£200.000 και σε μια περίπτωση σχεδόν £1.000.000. Οι ποινές ήταν χαμηλές ενόψει του ότι τα αδικήματα είχαν λάβει χώραν σε πολύ προγενέστερο χρόνο και υπήρξε καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της όλης υπόθεσης. Τέλος, μπορεί να αναφερθεί η υπόθεση Αθανασίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 7884, ημερ. 20.3.07, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση για την καταδίκη και την ποινή για την εγκληματική ενέργεια του εφεσείοντα να αποσπάσει, στα πλαίσια δημοσιοποίησης της εταιρείας του, ένα συνολικό ποσό £920.000. Ο εφεσείων είχε λευκό ποινικό μητρώο, ήταν 56 ετών και είχε και εκεί διάφορα προβλήματα υγείας, πολύ σοβαρότερα των προβλημάτων υγείας του εφεσείοντα. Από το Κακουργιοδικείο στην υπόθεση Αθανασίου είχε επιβληθεί επταετής ποινή φυλάκισης.
Κρίνεται ότι το Κακουργιοδικείο ορθά δεν έλαβε υπόψη την καταβολή ποσών στα πλαίσια της πολιτικής αγωγής, εφόσον όπως εξήγησε στο σκεπτικό της ποινής στη σελ. 15, αυτό δεν είχε δοθεί στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης. Παρέπεμψε σχετικά στην απόφαση του επί της αίτησης για δήμευση εσόδων. Αναδρομή σ΄ αυτή την αίτηση, που όπως προκύπτει από τη μελέτη του φακέλου είναι ημερ. 8.10.07, αποκαλύπτει ότι στη σελ. 13, μνημονεύθηκε η καταβολή του εν λόγω ποσού, αλλά δεν υπήρχαν στοιχεία ως προς τη διασύνδεση του με το ποσό της ποινικής κατηγορίας, προερχόμενο ως έσοδο από γενεσιουργό αδίκημα. Πράγματι, στην έκθεση αντίκρουσης ισχυρισμών που υπέβαλαν οι εφεσείοντες στα πλαίσια της αίτησης για δήμευση, δεν υπήρχε η αναγκαία διασύνδεση. Λήφθηκε όμως υπόψη η δυνατότητα ανάκτησης σταδιακά έστω ορισμένων ποσών στα πλαίσια του διατάγματος δήμευσης, που εκδόθηκε μετά την καταδίκη και πριν την επιβολή της ποινής.
Η περαιτέρω θέση ότι το Κακουργιοδικείο έπρεπε να λάβει υπόψη και την προθυμία και πρόθεση των εφεσειόντων να αποδώσουν χρήματα στο Ταμείο από την αρχή ή και κατά τη διάρκεια της δίκης, δεν έχει έρεισμα, εφόσον όντως η αποκατάσταση αυτή δεν έγινε και δεν ήταν δυνατό βέβαια για το Κακουργιοδικείο να προχωρήσει στη διαπίστωση ευθύνης ως προς τη μη τελεσφόρηση αυτή. Έργο του Κακουργιοδικείου ήταν η εξέταση της ποινικής ευθύνης και μόνο και η επιβολή μετά την καταδίκη της αρμόζουσας ποινής.
Κατά τα άλλα πρωτοδίκως έγινε σαφής αναφορά και λήφθηκαν υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα, καθώς και οι οικογενειακές και προσωπικές του συνθήκες. Η ποινή κρίνεται ως ορθή και ισορροπημένη έχοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων.
(xviii) Κατάληξη.
Ενόψει όλων των πιο πάνω οι εφέσεις εναντίον της καταδίκης απορρίπτονται. Η έφεση του εφεσείοντα εναντίον της ποινής επίσης απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.