ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 412
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 55/2007, 72/2007 και 73/2007)
19 Ιουνίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
(Ποινική Έφεση Αρ. 55/2007)
ΛΙΝΟΣ ΜΕΛΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 72/2007)
VIBA-PICA DISCOS LTD.,
Εφεσείοντες,
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου.
____________________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 73/2007)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου.
Γ. Πιττάτζης, για τον Εφεσείοντα στην 55/2007.
Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Α. Ευαγγέλου, για τους Εφεσείοντες στις 72/2007 και 73/2007.
Α. Μαππουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.
H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή
Γ. Ερωτοκρίτου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι τρεις εφέσεις, οι οποίες συνεκδικάζονται, αφορούν στην καταδίκη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας των τριών Εφεσειόντων (της εταιρείας και των δύο Διευθυντών της) σε 14 κατηγορίες για παράλειψη καταβολής ΦΠΑ για 14 περιόδους οι οποίες ξεκινούν από 1.7.92 μέχρι 31.12.96, κατά παράβαση του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90) (ο Νόμος)και των σχετικών Κανονισμών του 1991 (ΚΔΠ 206/91). Θα αναφερόμαστε στην Εφεσείουσα εταιρεία Viba-Pica Discos Ltd., στην Έφεση 72/2007, ως την Εφεσείουσα 1, στον Γεώργιο Χαραλάμπους, στην Έφεση 73/07, ως τον Εφεσείοντα 2 και στον Λίνο Μελά, στην Έφεση 55/07, ως τον Εφεσείοντα 3.
Προς απόδειξη των κατηγοριών, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε τρεις μάρτυρες. Η πρώτη, η οποία είναι Λειτουργός στο γραφείο του Εφόρου Εταιρειών, κατάθεσε ότι η Εφεσείουσα εταιρεία ενεγράφη την 1.2.91. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση που κατατέθηκε στο Γραφείο του Εφόρου Εταιρειών για την περίοδο μέχρι 31.12.92, διευθυντές της εταιρείας ήταν οι Εφεσείοντες 2 και 3. Ο τελευταίος, κατά την 31.8.94 έπαυσε να είναι διευθυντής και μοναδικός διευθυντής παρέμεινε ο Εφεσείων 2. Η τελευταία έκθεση που καταχωρήθηκε στον Έφορο Εταιρειών αφορά στην περίοδο 31.12.94. Έκτοτε δεν έχει κοινοποιηθεί οποιαδήποτε αλλαγή.
Ο δεύτερος μάρτυρας, Λειτουργός στην Υπηρεσία ΦΠΑ, ανέφερε ότι η εταιρεία ενεγράφη στο Μητρώο ΦΠΑ από 1.7.92. Ο ίδιος ήλεγξε τα βιβλία της εταιρείας για το ΦΠΑ και προέβη σε Βεβαίωση Φόρου (Τεκμήριο 4), για την επίδικη περίοδο μέχρι 19.12.1996. Η Βεβαίωση φέρει ημερομηνία 12.11.97. Το ποσό της κάθε φορολογικής περιόδου έπρεπε να πληρωθεί μέσα σε 40 μέρες μετά τη λήξη της φορολογικής περιόδου. Ο μάρτυρας αναφέρθηκε επίσης και στην ανασυγκρότηση των φορολογικών δηλώσεων, οι οποίες είχαν υποβληθεί από την Εφεσείουσα εταιρεία και οι οποίες κρίθηκαν από την Υπηρεσία ΦΠΑ ότι ήταν ελλιπείς και περιείχαν σφάλματα. Η αναπροσαρμοσμένη φορολογία, σύμφωνα με την Βεβαίωση, προσεβλήθη από την Εφεσείουσα εταιρεία με την προσφυγή 67/1998, η οποία απορρίφθηκε, όπως απορρίφθηκε και η Αναθεωρητική Έφεση 3296 η οποία ασκήθηκε από την εταιρεία. Ως αποτέλεσμα, το συνολικό ποσό που οφειλόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο, σύμφωνα με τη Βεβαίωση Φορολογίας, παρέμεινε στις £352.785,60 σ.
Ο τρίτος μάρτυρας, και αυτός στην Υπηρεσία ΦΠΑ, κατέθεσε για τους αναλογούντες τόκους και επιβαρύνσεις από τη μη έγκαιρη καταβολή του Φόρου μέχρι 10.8.04. Σχετικό είναι το Πιστοποιητικό, Τεκμήριο 9, το οποίο ο μάρτυρας ετοίμασε δυνάμει του Άρθρου 51(1) του Νόμου 246/90.
Οι τρεις Εφεσείοντες, μετά την κλήση τους σε απολογία, άσκησαν το δικαίωμα της σιωπής και δεν κάλεσαν οποιουσδήποτε μάρτυρες προς υπεράσπιση τους. Ως αποτέλεσμα, οι δικηγόροι τους επιχειρηματολόγησαν επί της νομικής πτυχής της υπόθεσης.
Το Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και βρήκε ότι το οφειλόμενο ποσό, που αφορούσε στην κάθε μια από τις 14 περιόδους, και οι αναλογούντες τόκοι και πρόσθετες επιβαρύνσεις, ήταν σύμφωνα με τη Βεβαίωση Φόρου, Τεκμήριο 4, και το Πιστοποιητικό, Τεκμήριο 9. Τελικά, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε όλες τις κατηγορίες και καταδίκασε τους Εφεσείοντες 1 και 2 σε όλες τις κατηγορίες, ενώ τον Εφεσείοντα 3 στις κατηγορίες 1-4. Επέβαλε στην Εφεσείουσα εταιρεία και στον Εφεσείοντα 2, συνολικό πρόστιμο £3.600 στον καθένα και στον Εφεσείοντα 3 συνολικό πρόστιμο £500, στις 4 κατηγορίες που κρίθηκε ένοχος.
Κατά της πρωτόδικης απόφασης καταχωρίστηκαν τρεις εφέσεις. Οι δύο πρώτες (72/06 και 73/07) είναι πανομοιότυπες. Στην κάθε μια παραδόξως παρουσιάζονται ως Εφεσείοντες τα ίδια άτομα, ήτοι η εταιρεία και ο Εφεσείων 2. Ενόψει τούτου θα τις θεωρήσουμε ως μια. Η τρίτη έφεση (55/07) προέρχεται από τον Εφεσείοντα 3 και έχει διαφορετικό περιεχόμενο. Οι Εφεσείοντες 1 και 2 προβάλλουν τέσσερεις λόγους έφεσης. Οι τρεις αφορούν στην καταδίκη και ο τέταρτος στην ποινή. Ο Εφεσείων 3 στην δική του έφεση, αμφισβητεί με τέσσερεις λόγους έφεσης μόνο την καταδίκη του.
Εφέσεις αρ. 72/07 και 73/07
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες 1 και 2 ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε ως μαρτυρία το Πιστοποιητικό[1] (Τεκμήριο 9), για δύο λόγους. Πρώτο, γιατί αυτό ετοιμάστηκε με βάση τον καταργηθέντα Νόμο και δεύτερο γιατί υπογράφτηκε από τον ΜΚ3 κατά το χρόνο που διεξαγόταν η ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης.
Ο λόγος αυτός της έφεσης δεν ευσταθεί.
Σύμφωνα με το άρθρο 59(4) του περί Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν. 95(Ι)/2000), εάν η φορολογική περίοδος οποιουδήποτε προσώπου άρχισε πριν και θα συμπληρωθεί μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου του 2000, τότε οποιοδήποτε ζήτημα που αφορά στην εν λόγω φορολογική περίοδο, ρυθμίζεται με βάση τις διατάξεις του καταργηθέντος Νόμου, «καθόσον αφορά το μέρος της φορολογικής περιόδου που προηγήθηκε της εν λόγω ημερομηνίας». Έπεται ότι οι παλαιές οφειλές φόρου, οι οποίες δεν εμπίπτουν στην μεταβατική διάταξη του άρθρου 59(4), ρυθμίζονται με βάση τον καταργηθέντα Νόμο 246/90 (Βλ. Φραγκής (Εστιατόρια Λτδ.) ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 65/2004, ημερ. 16.3.05 και Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1073/2004, ημερ. 6.2.07). Επομένως, το Πιστοποιητικό οφειλής φόρου ορθά εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 51 του Νόμου 246/90. Όπως ρητά προβλέπεται, οποιοδήποτε πιστοποιητικό δυνάμει του άρθρου 51, «αποτελεί ικανοποιητική μαρτυρία για το γεγονός που βεβαιώνεται με αυτό, εκτός εάν αποδειχθεί το αντίθετο.» Επομένως, ορθά επετράπη η κατάθεση του στο Δικαστήριο και ορθά λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο, εφόσον οι Εφεσείοντες επέλεξαν να μην το αμφισβητήσουν με μαρτυρία ή άλλως πως, όπως είχαν δικαίωμα δυνάμει του Νόμου.
Ούτε το δεύτερο επιχείρημα των Εφεσειόντων 1 και 2 ευσταθεί ότι, δηλαδή, το Πιστοποιητικό δεν μπορούσε να κατατεθεί επειδή ετοιμάστηκε και υπογράφηκε στις 17.2.2006, κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης. Το πότε υπογράφεται ένα Πιστοποιητικό, όπως το Τεκμήριο 9, δεν έχει καμιά σημασία. Η ημερομηνία έκδοσης του Πιστοποιητικού, υποδηλοί ότι μέχρι εκείνη την ημερομηνία, τα όσα βεβαιώνονται είναι ορθά. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πιστοποιητικό, Τεκμήριο 9, βεβαιώνει ότι τα ποσά του ΦΠΑ, για τις 14 περιόδους από 10.7.92-31.12.96 και οι αναλογούντες τόκοι και επιβαρύνσεις, μέχρι 10.8.2004 ήταν τα όσα εμφαίνονται σ' αυτό.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες 1 και 2 προσβάλλουν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων 2 ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο Διευθυντής της εταιρείας. Δεν προσκομίστηκε, ισχυρίζονται, αποδεχτή μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει ότι όντως ήταν Διευθυντής της εταιρείας. Όπως εξήγησε ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομίστηκε το Πιστοποιητικό Διευθυντών και Γραμματέα, ημερομηνίας 3.2.2006 (Τεκμήριο 2) στο οποίο φαίνονται τα ονόματα και οι διευθύνσεις των Διευθυντών και Γραμματέα της Εφεσείουσας 1 κατά τις 3.2.2006, όχι όμως κατά το χρόνο που αφορούσαν οι κατηγορίες, ήτοι κατά την περίοδο 1.7.92-31.12.96. Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου των Εφεσειόντων, το Πιστοποιητικό με κανένα τρόπο δεν αποδεικνύει ότι ο Εφεσείων 2, ήταν Διευθυντής της εταιρείας κατά τον ουσιώδη χρόνο. Το ίδιο, είπε, ισχύει και για την Ετήσια Έκθεση της εταιρείας. Όπως εξήγησε, αυτή αφορά την περίοδο μέχρι 31.12.92 ενώ οι Εφεσείοντες κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν για αδικήματα που αφορούν στην περίοδο από 1.7.92 μέχρι 31.12.96. Τέλος, ο συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι η Ετήσια Έκθεση δεν μπορεί να γίνει δεκτή, εφόσον δεν καταχωρίστηκαν επίσης και οι οποιεσδήποτε αλλαγές που αφορούν στους συμβούλους ή τον γραμματέα, σύμφωνα με το άρθρο 192 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.
Ο δικηγόρος για τον εφεσίβλητο υποστήριξε ότι από τη στιγμή που η Λειτουργός του Εφόρου κατέθετε στοιχεία από το φάκελο που διατηρείτο στο γραφείο του Εφόρου, χωρίς η άλλη πλευρά να φέρει οποιαδήποτε ένσταση ή να ζητήσει να κατατεθούν τα σχετικά έγγραφα, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία της. Ήταν επίσης η θέση του ότι από τη στιγμή που η υπεράσπιση παρέλειψε να αντεξετάσει την Λειτουργό του Εφόρου ως προς αμφισβητούμενα γεγονότα, η υπεράσπιση στερείται του δικαιώματος να τα αμφισβητήσει στη συνέχεια.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Συμφωνούμε ότι το Πιστοποιητικό, Τεκμήριο 2, βεβαιώνει για το ποιοι ήταν οι Διευθυντές και Γραμματέας της Εφεσείουσας 1 κατά το χρόνο έκδοσής του, ήτοι, κατά τις 3.2.2006. Δε βοηθά όμως για το ποιοι ήταν οι Διευθυντές κατά τον ουσιώδη χρόνο 1992-1996. Όμως, ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε μαρτυρία από πλευράς της ΜΚ1, λειτουργού στο Γραφείο του Εφόρου Εταιρειών, όπου διατηρείται φάκελος της εταιρείας με όσα την αφορούν και στον οποίο, σύμφωνα με την πρώτη ετήσια έκθεση της, για την περίοδο μέχρι 31.12.1992, Διευθυντές της ήταν οι Εφεσείοντες 2 και 3. Σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεση, που αφορούσε στην περίοδο μέχρι 31.12.1994, ο Εφεσείων 3 παραιτήθηκε από 31.8.1994, οπότε και Διευθυντής παρέμεινε μέχρι τη δίκη ο Εφεσείων 2. Οι Εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν αυτή την πτυχή της μαρτυρίας της Λειτουργού. Όπως επίσης εξήγησε η μάρτυρας, μετά την τελευταία ετήσια έκθεση του 1994 δεν υπήρξε οποιαδήποτε αλλαγή ή άλλη ενημέρωση. Από τη μαρτυρία της προκύπτει σαφώς ότι ο Εφεσείων 2 από τον διορισμό του και καθ' όλο τον ουσιώδη χρόνο, παρέμεινε διευθυντής της Εφεσείουσας εταιρείας[2].
Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες 1 και 2 ισχυρίζονται ότι το άρθρο 53(8) του Νόμου 246/90 ενώ καθορίζει ρητά τα ποινικά αδικήματα, δεν περιλαμβάνει την περίπτωση φόρου ο οποίος προκύπτει μετά από «βεβαίωση φόρου», αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκαν. Σύμφωνα με την εισήγησή του, αν πρόθεση του νομοθέτη ήταν να περιλάβει και την περίπτωση της «βεβαίωσης φόρου» στα ποινικά αδικήματα, θα το έπραττε ρητά.
Ο δικηγόρος για τον εφεσίβλητο στην αγόρευσή του δεν αναφέρθηκε σ' αυτή την πτυχή του λόγου έφεσης, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να στερείται των απόψεων του.
Εξετάσαμε το επιχείρημα των Εφεσειόντων. Κατά την άποψή μας δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με το Νόμο, ο διακανονισμός του φόρου γίνεται με βάση τις φορολογικές δηλώσεις, που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 25 από το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο. Όμως το άρθρο 34(1) προβλέπει μεταξύ άλλων ότι εάν:-
«(1) ... ο έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπής ή ότι περιέχουν σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχει να ειδοποιήσει σχετικά το πρόσωπο αυτό.»
Στη συνέχεια το άρθρο 34(7) του Νόμου προβλέπει ότι.-
«(7) Όταν οποιοσδήποτε φόρος βεβαιώνεται από τον Έφορο σύμφωνα με τα εδάφια (1), (2), (3) και (6) πιο πάνω και ειδοποιείται σχετικά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, τότε το ποσό της βεβαίωσης θεωρείται, χωρίς να θίγονται οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, ως φόρος που οφείλεται και μπορεί να εισπραχθεί σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, εκτός εάν ο Έφορος αποσύρει τη βεβαίωση του φόρου ή αναθεωρήσει το σχετικό ποσό.»
Με βάση τα πιο πάνω, καθίσταται φανερό ότι φόρος που προκύπτει μετά από «βεβαίωση», δε διαφέρει από οποιονδήποτε άλλο φόρο και μπορεί να εισπραχθεί σύμφωνα με το Νόμο, νοουμένου ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ειδοποιηθεί σχετικά.
Στην προκειμένη περίπτωση, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ειδοποιήθηκε σχετικά με τη «βεβαίωση» του φόρου. Με προσφυγή προσέβαλε την φορολογία και άσκησε έφεση, η οποία και απορρίφθηκε. Επομένως, η «βεβαίωση» κατέστη οριστική. Το Πιστοποιητικό που εξεδόθη δυνάμει του άρθρου 51(1) του Νόμου, βεβαιώνει ότι ο φόρος δυνάμει της «βεβαίωσης», δεν καταβλήθηκε.
Το άρθρο 53(8) του Νόμου 246/90 προνοεί για το διαπραττόμενο αδίκημα:-
«(8) Όποιος παραλείπει, αρνείται ή καθυστερεί να καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο ή να υποβάλει φορολογική δήλωση στον τύπο και με τον τρόπο καθώς και στο χρόνο που καθορίζονται στα εδάφια (1) και (12) του άρθρου 25 του παρόντος Νόμου και σε οποιουσδήποτε κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των προνοιών των εδαφίων (1), (2) και (12) του ίδιου άρθρου, υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι χίλιες λίρες (£1,000) ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα (12) μήνες ή και στις δύο ποινές της φυλάκισης και της χρηματικής:
Νοείται ότι για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου οποιαδήποτε αναφορά στον «οφειλόμενο φόρο» περιλαμβάνει και αναφορά στην πρόσθετη χρηματική επιβάρυνση ή στον τόκο που επιβάλλεται δυνάμει των προνοιών του εδαφίου (14) του άρθρου 25 και του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου.»
Είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αναφορά στο άρθρο 53(8), σε καθυστέρηση στην καταβολή του «οφειλόμενου φόρου», καλύπτει και τον οφειλόμενο φόρο που προκύπτει μετά από «βεβαίωση» του, δυνάμει του άρθρου 34(1).
Το δεύτερο επιχείρημα των Εφεσειόντων είναι ότι καταδικάστηκαν με βάση Νόμο, ο οποίος καταργήθηκε. Έχουμε ήδη απαντήσει στον συγκεκριμένο ισχυρισμό, κατά τη συζήτηση του πρώτου λόγου έφεσης και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε.
Μία άλλη θέση στη βάση της οποίας οι Εφεσείοντες αμφισβητούν την καταδίκη τους, είναι ότι παραβιάστηκαν τα συνταγματικά δικαιώματα τους τα οποία κατοχυρώνονται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, εξαιτίας της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης εναντίον τους. Η επτάχρονη καθυστέρηση στην καταχώρηση του κατηγορητηρίου, εισηγούνται, αποτελεί εκτροπή από τη συνταγματική πρόνοια και ότι η διάγνωση των δικαιωμάτων τους θα έπρεπε να είχε γίνει μέσα σε εύλογο χρόνο.
Από την άλλη ο δικηγόρος του εφεσίβλητου θεωρεί ότι η καθυστέρηση στην καταχώρηση του κατηγορητηρίου, ήταν δικαιολογημένη ενόψει του χρόνου που χρειάστηκε για να διεκπεραιωθεί η προσφυγή και η Αναθεωρητική Έφεση που άσκησαν οι Εφεσείοντες κατά της Βεβαίωσης του Φόρου.
Ούτε αυτή η θέση ευσταθεί. Όπως επεξηγήθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Μενελάου (2004) 2 ΑΑΔ 223, με αναφορά σε υποθέσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το εύλογο του χρόνου εντός του οποίου θα πρέπει να διεκπεραιώνεται η δικαστική διαδικασία, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, χωρίς να υπάρχει δογματικά καθορισμένο διάστημα. Όμως για τον καθορισμό του λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η συμπεριφορά του διαδίκου, καθώς και αυτή των αρμόδιων διοικητικών και δικαστικών αρχών. Στην προκειμένη περίπτωση, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η καθυστέρηση οφειλόταν στη διαδικασία αμφισβήτησης του φόρου από τους Εφεσείοντες, με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κακώς παραπονούνται οι Εφεσείοντες ότι η Υπηρεσία ΦΠΑ λανθασμένα ανέμενε το αποτέλεσμα της προσφυγής. Η διαδικασία εκείνη από μόνη της δεν αναστέλλει την είσπραξη του φόρου. Μπορεί τυπικά να είναι ορθό ότι η διαδικασία είσπραξης δεν αναστέλλεται αυτόματα με την καταχώρηση προσφυγής, αλλά εάν η διοίκηση εκκρεμούσης της αμφισβήτησης του φόρου με προσφυγή, προωθούσε ένδικα μέτρα για είσπραξη του φόρου, είμαστε βέβαιοι ότι δεν θα περνούσε απαρατήρητο από τους Εφεσείοντες, εάν συνέβαινε.
Μετά την έκδοση απόφασης στις 4.5.2004 στην αναθεωρητική έφεση που άσκησαν οι Εφεσείοντες, σε διάστημα 5 περίπου μηνών, ο εφεσίβλητος καταχώρησε το επίδικο κατηγορητήριο. Θεωρούμε ότι ο χρόνος που παρήλθε, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης δεν είναι παράλογος.
Οι Εφεσείοντες παραπονούνται επίσης ότι ο εφεσίβλητος προώθησε την δίωξη των Εφεσειόντων για αλλότριο σκοπό και συγκεκριμένα για να ασκήσει πίεση στους Εφεσείοντες να καταβάλουν τον «βεβαιωθέντα φόρο».
Ούτε αυτό το παράπονο των Εφεσειόντων ευσταθεί. Όπως ορθά επισημαίνει ο δικηγόρος για τον εφεσίβλητο, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δυνάμει του Νόμου, εξουσία έκδοσης απόφασης για την είσπραξη του φόρου. Η μόνη εξουσία που είχε ήταν για την επιβολή προστίμου. Δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι επειδή υπήρχε κίνδυνος επιβολής ποινής στερητικής της ελευθερίας στους Εφεσείοντες, η καταχώρηση ποινικής υπόθεσης εναντίον των αξιωματούχων της εταιρείας, ισοδυναμεί με εκβιασμό εκ μέρους του εφεσίβλητου. Η εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αποδώσει στον εφεσίβλητο αλλότρια κίνητρα. Η δίωξη των Εφεσειόντων ήταν επιβεβλημένη, μετά την απόρριψη της Αναθεωρητικής Έφεσης και της επιβεβαίωσης του ποσού του φόρου που οφειλόταν.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες 1 και 2 προσβάλλουν την ποινή που τους επιβλήθηκε, ως έκδηλα υπερβολική. Μεταξύ άλλων, ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ως ελαφρυντικό παράγοντα, την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην δίωξη τους.
Ο δικηγόρος για τον εφεσίβλητο εισηγήθηκε ότι η ποινή που επιβλήθηκε όχι μόνο δεν είναι έκδηλα υπερβολική ώστε να ενδείκνυται η παρέμβαση του Εφετείου, αλλά αντίθετα είναι επιεικής.
Το άρθρο 53(8) του Νόμου, με βάση το οποίο κατηγορούνται οι Εφεσείοντες, προβλέπει για χρηματική ποινή μέχρι £1.000 ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο ποινές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στους Εφεσείοντες 1 και 2 πρόστιμο £100 στην 14η κατηγορία, £200 στις κατηγορίες 2, 3, 7, 8, 10 και 12, £300 στις κατηγορίες 1, 4, 6, 9, 11 και 13 και £500 στην κατηγορία 5. Σωρευτικά το πρόστιμο που επιβλήθηκε στον κάθε Εφεσείοντα ανέρχεται στις £3.600.
Έχουμε εξετάσει την ποινή που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο και έχοντας υπόψη την ποινή που προβλέπει ο Νόμος και όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης και ιδιαίτερα το ύψος του οφειλόμενου ποσού, την χρονική διάρκεια της παράλειψης των Εφεσειόντων, δεν συμφωνούμε ότι αυτή είναι έκδηλα υπερβολική. Τα αδικήματα αφορούν μη εκπλήρωση φορολογικών υποχρεώσεων. Η παράλειψη των Εφεσειόντων ενέχει μεγάλη σημασία στο δημόσιο, γι' αυτό άλλωστε και η επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερία δεν είναι ασυνήθης επιλογή, ιδιαίτερα σε περίπτωση μη καταβολής ΦΠΑ, ο οποίος εισπράττεται αλλά δεν καταβάλλεται στο κράτος (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ζακατζιώτη (2001) 2 ΑΑΔ 85).
Στην παρούσα περίπτωση η ποινή που επιβλήθηκε ορθώς κρατήθηκε σε χαμηλά επίπεδα, ενόψει των ιδιαίτερων περιστάσεων και ιδιαίτερα της προσκόμισης τραπεζικών εγγυητικών επιστολών για κάλυψη ολόκληρου του οφειλόμενου ποσού του φόρου, με εξαίρεση τις πρόσθετες επιβαρύνσεις και τόκους. Η καθυστέρηση στη δίωξη των Εφεσειόντων, ανκαι όπως εξηγήσαμε, δεν ήταν χωρίς δικαιολογία, εντούτοις λήφθηκε σε κάποιο βαθμό υπόψη. Ο Εφεσείων 2 μπορεί να μην έχει ιδιότητα του χρεώστη, αλλά ο σκοπός του νομοθέτη, όπως επισημαίνεται στη Μαρκίδης ν. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Νομικό Ερώτημα) (2002) 2 ΑΑΔ 316, στη σελ. 320, είναι ο καταλογισμός ευθύνης και τιμωρίας σε αξιωματούχους ενός νομικού προσώπου, ώστε να διασφαλίζεται η εκπλήρωση των νομικών υποχρεώσεων του νομικού προσώπου, μέσω του κολασμού των αξιωματούχων του. Ο βαθμός ανάμειξης του Εφεσείοντος 2 δεν ήταν παράγοντας που στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε να μειώσει μία ήδη επιεική ποινή.
Με αυτά τα δεδομένα, η ποινή που επιβλήθηκε με κανένα τρόπο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλα υπερβολική και επομένως ο λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.
Έφεση αρ. 55/2007
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων 3 ισχυρίζεται ότι με βάση το άρθρο 34 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, η Λειτουργός του Εφόρου Εταιρειών, ΜΚ1, όφειλε να είχε καταθέσει αντίγραφο της ετήσιας έκθεσης, εφόσον έκαμε αναφορά στο περιεχόμενό της. Η λήψη της μαρτυρίας της, ανέφερε ο δικηγόρος του, χωρίς να εγερθεί οποιαδήποτε ένσταση εκ μέρους του Εφεσείοντος 3, δεν νομιμοποιεί το Δικαστήριο να λάβει υπόψη τη μαρτυρία της ΜΚ1.
Δεν ευσταθεί ο λόγος έφεσης. Με την κατάργηση του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας, είναι δυνατή η λήψη δήλωσης που έγινε από πρόσωπο άλλο από εκείνο που καταθέτει. Στην προκειμένη περίπτωση, η ετήσια έκθεση υποβλήθηκε από αξιωματούχους της Εφεσείουσας εταιρείας, της οποίας ο Εφεσείων 3 ήταν διευθυντής και η λήψη της μαρτυρίας έγινε χωρίς ένσταση. Η υπόθεση Δήμος Λεμεσού ν. Στέλιου Χριστοφίδη κ.α. (1994) 2 ΑΑΔ 206, στην οποία έκαμε αναφορά ο κ. Πιττάτζης, δεν εφαρμόζεται, εφόσον εκείνη η υπόθεση κρίθηκε με βάση τον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9, προτού αυτός τροποποιηθεί.
Με βάση το άρθρο 26 του Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε, ο Εφεσείων 3 είχε δικαίωμα να κλητεύσει ως μάρτυρα το πρόσωπο το οποίο είχε προβεί στην αρχική δήλωση για να το αντεξετάσει. Όμως ο Εφεσείων 3 όχι μόνο δέχθηκε τη λήψη της μαρτυρίας χωρίς ένσταση, αλλά δεν άσκησε ούτε το δικαίωμα που είχε δυνάμει του άρθρου 26. Υπό τις περιστάσεις, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε δυνάμει του άρθρου 26 του Κεφ. 9 τη μαρτυρία της ΜΚ1. Η εμβέλεια του άρθρου 34 του Κεφ. 9, στο οποίο στήριξε την επιχειρηματολογία του ο κ. Πιττάτζης, είναι διαφορετική από αυτή που της αποδίδει.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι για να υπάρξει ποινική δίωξη θα πρέπει να αποδειχθεί, σύμφωνα με το Νόμο, το ανέκκλητο της πράξης για επιβολή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.
Το ανέκκλητο της πράξης προκύπτει από τον ίδιο το Νόμο. Όπως εξηγήσαμε, με αναφορά στο λόγο έφεσης 3 της έφεσης των Εφεσειόντων 1 και 2, ο φόρος σύμφωνα με το άρθρο 34(7) του Νόμου 246/90 οφείλεται και μπορεί να εισπραχθεί αφού «βεβαιωθεί» από τον Έφορο, ειδοποιηθεί περί τούτου το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και σύμφωνα με το άρθρο 52 του Νόμου, παρέλθει ο χρόνος για υποβολή τυχόν ενστάσεων ή προσφυγής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά καθοδήγησε τον εαυτό του επί του θέματος του χρόνου που ο φόρος καθίσταται οφειλόμενος, σύμφωνα με το Νόμο. Συνακόλουθα, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η αναδρομική απόδοση ευθύνης στον Εφεσείοντα, τρία χρόνια μετά που είχε αποχωρήσει από διοικητικός σύμβουλος της Εφεσείουσας 1 εταιρείας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του σημείου έκρινε ότι:-
«.. η επιβολή φόρου με βάση την επίδικη βεβαίωση φόρου, έστω κι αν αφορά περιόδους προγενέστερες της ημερομηνίας της επίδικης βεβαίωσης δεν συνιστά κατά την άποψη μου αναδρομική επιβολή φόρου. Αυτό τουλάχιστον συνάγεται από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλέπε την υπόθεση James Peters v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Εφόρου Φ.Π.Α., ημερομηνίας 30.12.99 και Χρίστου ν. Εφόρου Φ.Π.Α. (2004) 2 ΑΑΔ 240).»
Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη νομική αρχή είναι ορθή. Ο Έφορος είχε, δυνάμει του άρθρου 34(1) του Νόμου 246/90, το δικαίωμα να προβεί σε «βεβαίωση» του φόρου, μέσα στα πλαίσια που καθορίζει το άρθρο 34(5). Αυτό δεν αμφισβητείται. Αφού ειδοποιηθεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, το ποσό καθίσταται εισπρακτέο. Στον Εφεσείοντα 3 επιδόθηκε η σχετική «βεβαίωση» του φόρου. Επίσης, δόθηκε στην εταιρεία περίοδος 14 ημερών για εξόφληση. Εάν μετά την πάροδο της προθεσμίας, δεν εξοφλείτο ο φόρος, τότε τόσο η εταιρεία όσο και οι αξιωματούχοι της διέπρατταν τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 53(8). Τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε ο Εφεσείων 3 αφορούσαν παράλειψη καταβολής οφειλόμενου φόρου. Η παράλειψη δημιουργήθηκε, όπως ορθά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, από την μη καταβολή του φόρου μετά την εκπνοή της δεκαήμερης προθεσμίας η οποία προβλέπεται από το άρθρο 25(1) του Νόμου 246/90, οπότε και διαπράττεται το αδίκημα δυνάμει του άρθρου 53(8) και αποδίδεται δυνάμει του άρθρου 54 ευθύνη στους αξιωματούχους του νομικού προσώπου. Υπό τις περιστάσεις δεν τίθεται θέμα αναδρομικής απόδοσης ευθύνης και επομένως ορθά ο Εφεσείων 3 καταδικάστηκε. Ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η καταδίκη του Εφεσείοντος 3, μετά από 12 χρόνια από τη διάπραξη των αδικημάτων. Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος 3 αναφέρει ότι ο πελάτης του δεν γνώριζε για την αναθεωρημένη φορολογία, επειδή απεχώρησε από την εταιρεία. Αν ο Εφεσείων διωκόταν με βάση το νέο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο του 2000 (Ν. 95(Ι)/2000), ο οποίος, όπως είπε, χαλάρωσε την αυστηρή ευθύνη των διοικητικών συμβούλων, ενδεχομένως να απαλλασσόταν ευθύνης, εφόσον δεν συμμετείχε στη λήψη των αποφάσεων. Έχουμε ήδη αποφανθεί ότι το νομικό πλαίσιο με βάση το οποίο θα πρέπει να κριθεί η ευθύνη του Εφεσείοντος 3, είναι αυτό που καθορίζει ο Νόμος 246/90 και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε στο θεωρητικό ερώτημα που θέτει ο κ. Πιττάτζης. Επίσης, τα όσα άλλα ανέφερε περί έλλειψης γνώσης και μη συμμετοχής του Εφεσείοντος στη λήψη των αποφάσεων της εταιρείας, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον μέσω της αγόρευσης δεν μπορεί να δοθεί μαρτυρία, ιδιαίτερα όταν ο ίδιος ο Εφεσείων 3 δεν έδωσε μαρτυρία πρωτοδίκως επί των πιο πάνω θεμάτων.
Επίσης, δεν ευσταθεί το επιχείρημα ότι ο Εφεσείων καταδικάστηκε 12 χρόνια μετά τη διάπραξη του αδικήματος. Έχουμε ήδη εξηγήσει πότε και υπό ποιες συνθήκες δημιουργήθηκε η ευθύνη του Εφεσείοντος 3 και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε στο ίδιο ζήτημα. Επίσης, τα όσα αναφέραμε σε σχέση με τους Εφεσείοντες 1 και 2 για το θέμα της καθυστέρησης και της δυνατότητας του Δικαστηρίου να λάβει υπόψη τον παράγοντα αυτό, ισχύουν και εδώ.
Για τους πιο πάνω λόγους και οι τρεις εφέσεις αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΠς
[1] Ο πλήρης τίτλος του είναι «Πιστοποιητικό Εφόρου ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 51(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (Ν. 246/90) προς απόδειξη Ποινικής Υπόθεσης ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου».
[2] Βλ. Τεκμήριο της συνέχειας, «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Τ. Ηλιάδη, Έκδοση 1994, σελ. 46.