ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 319
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις αρ. 73/2008, 74/2008,
75/2008, 76/2008.)
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΔΔ.]
( 23 Απριλίου, 2008.)
Ποινική Έφεση αρ. 73/2008. Μεταξύ:
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείοντος,
- ν -
ΛΟΥΚΑΣ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟΣ, Μεσαορίας 5, Σωτήρα,
Εφεσίβλητου.
- - -
Ποινική Έφεση αρ. 74/2008.
Μεταξύ:
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείοντος,
-ν-
ΝΤΙΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, Λεωφ. Λυκαβητού 52, Έγκωμη,
Εφεσίβλητου,
- - -
Ποινική Έφεση αρ. 75/2008.
Μεταξύ:
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείοντος,
-ν-
ΕΛΕΝΗ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟΥ, Μεσαορίας 5, Σωτήρα,
Εφεσίβλητης.
- - -
Ποινική Έφεση αρ. 76/2008.
Μεταξύ:
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείοντος,
-ν-
ΓΕΩΡΓΙΑ ΒΑΤΤΗ, Ρήγαινας 17, Σωτήρα,
Εφεσίβλητης.
- - -
Ποινική έφεση αρ. 73/08
Σ. Μάτσας Εισαγγελέας, με Μ. Πασιαρδή, και Μ. Κασάπογλου, Δικηγόροι της Δημοκρατίας,για τον εφεσείοντα Γενικό Εισαγγελέα.
Γ. Γεωργίου με Κ. Πιττάτζη, για τον εφεσίβλητο.
Ποινική έφεση αρ. 74/08.
Σ. Μάτσας, Εισαγγελέας, με Μ. Πασιαρδή και Μ. Κασάπογλου, Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τον εφεσείοντα Γενικό Εισαγγελέα.
Ε. Ευσταθίου και Μ. Πικής, για τον εφεσίβλητο.
Ποινική έφεση αρ. 75/08.
Σ. Μάτσας, Εισαγγελέας, με Μ. Πασιαρδή και Μ. Κασάπογλου, Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τον εφεσείοντα Γενικό Εισαγγελέα..
Γ. Γεωργίου με Κ. Πιττάτζη, για την εφεσίβλητη.
Ποινική έφεση αρ. 76/08.
Σ. Μάτσας, Εισαγγελέας, με Μ. Πασιαρδή και Μ. Κασάπογλου, Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τον εφεσείοντα Γενικό Εισαγγελέα..
Γ. Γεωργίου με Κ. Πιττάτζη, για την εφεσίβλητη.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Αρτεμίδης, Π.
- - -
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 18.4.2008 δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας περέπεμψε τους κατηγορούμενους σε δίκη ενώπιον του μόνιμου Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στη Λευκωσία, στις 22.5.2008.
Ενώπιον μας έχουμε τέσσερεις εφέσεις που αφορούν ένα έκαστο των κατηγορουμένων ξεχωριστά. Στα επόμενα θα αναφερόμαστε σε αυτούς όπως είναι αριθμητικά τοποθετημένοι στο κατηγορητήριο.
Μετά την παραπομπή, η κατηγορούσα αρχή ζήτησε όπως οι κατηγορούμενοι παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι την ημερομηνία που θα εμφανισθούν ενώπιον του Κακουργιοδικείου για την εκδίκαση των κατηγοριών που αντιμετωπίζουν. Το Δικαστήριο ακολούθως κάλεσε την εισαγγελέα να αναφέρει τους λόγους του αιτήματος της. Η εισαγγελέας αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των κατηγοριών που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι και τη μέγιστη ποινή που προβλέπει γι΄ αυτά ο Νόμος, της δια βίου φυλάκιση, επιπλέον, εισηγήθηκε πως υπήρχε ορατή πιθανότητα καταδίκης των κατηγορουμένων, και ως εκ τούτου το σοβαρό ενδεχόμενο να φυγοδικήσουν. Ακολούθως έλαβε το λόγο ο δικηγόρος των κατηγορουμένων 1, 3, και 4 στο κατηγορητήριο. Η κατηγορούμενη 3, είναι σύζυγος του 1ου κατηγορούμενου και η 4η , θυγατέρα του. Διαβάζοντας με προσοχή την επιχειρηματολογία του δικηγόρου των πιο πάνω κατηγορουμένων ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, διαπιστώνουμε μια προσεκτική, και ακριβοδίκαιη θα λέγαμε τοποθέτηση του. Διαφοροποίησε τη θέση του αναφορικά με τον 1ο κατηγορούμενο και τη σύζυγο και θυγατέρα του. Προχώρησε μάλιστα και σε παραπέρα διαφοροποίηση μεταξύ μητέρας και θυγατέρας. Διαβάζοντας το πρακτικό του Δικαστηρίου εντοπίζουμε, και επαναφέρουμε εδώ, τις πιο κάτω περικοπές αναφορικά με τη θέση του δικηγόρου των κατηγορουμένων 1, 3 και 4.
«Αν αποφασίσει το Δικαστήριο ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση ότι ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος 1 κρίνεται ύποπτος φυγής δεν θα πω περισσότερα.»
Με αναφορά δε στη σύζυγο του 1ου κατηγορούμενου, λέγει μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια σύζυγο, με το σύζυγο της να παραμένει σε κράτηση μέχρι τη δίκη, να διαφύγει, να εγκαταλείψει την οικογένεια της και να μη συμπαρασταθεί στο σύζυγο της μέχρι τη δίκη του.»
Το ίδιο επαναλαμβάνει και για τη θυγατέρα του 1ου κατηγορούμενου, προσθέτοντας τα εξής:
«Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς δύο γυναίκες να είναι φυγόδικες όταν δικάζεται ο σύζυγος και πατέρας.»
Στο τέλος της αγόρευσης του ο συνήγορος αναφέρεται ειδικά στον κατηγορούμενο 1 και λέγει:
«Για τον κατηγορούμενο 1 το αφήνω στο δικαστήριο. Μπορεί να παρασχεθεί εγγύηση με ποσό που θα αναφέρει το δικαστήριο. Δεν επιμένω στα ίδια έχοντας υπόψη πως η πιθανότητα καταδίκης είναι περισσότερη. Ο κατηγορούμενος 1 συνελήφθη επ΄ αυτοφώρω.»
Έχουμε τη γνώμη πως συνάγεται από τα πιο πάνω ότι ο κατηγορούμενος 1 δεν έφερε ουσιαστικά ένσταση στην κράτησή του. Προβλήθηκε ένσταση για την κράτηση των κατηγορουμένων 3, και 4, συζύγου και θυγατέρας του αντίστοιχα. Η ένσταση δε αυτή στηρίχθηκε στις προσωπικές συνθήκες των κατηγορουμένων αυτών ιδιαίτερα της 4ης. Όταν δε αναφερόμαστε σε προσωπικές συνθήκες εννοούμε αυτό που και ο ίδιος ο συνήγορος ορθά έθεσε ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου, ότι δηλαδή οι προσωπικές συνθήκες εξετάζονται με αναφορά στο μοναδικό κριτήριο, κατά πόσο δηλαδή οι συνθήκες αυτές ανατρέπουν τη σκέψη στον κατηγορούμενο να μην εμφανιστεί στο δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες που του προσάπτονται. Για να γίνουμε πιο σαφείς, δεν εξετάζονται οι προσωπικές συνθήκες με σκοπό να επιδειχθεί επιείκεια στον κατηγορούμενο, απαλλάσσοντας τον από την ταλαιπωρία της προφυλάκισης. Γι΄ αυτό και ο συνήγορος πρόβαλε ως επιχείρημα τη θέση πως δεν αναμένεται σύζυγος και θυγατέρα να φυγοδικήσουν, να εγκαταλείψουν δηλαδή την Κύπρο αφήνοντας πίσω τους το σύζυγο και πατέρα, ο οποίος θα δικάζεται ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Πιο ειδική αναφορά έγινε στην κατηγορούμενη θυγατέρα του κατηγορούμενου 1, η οποία έχει τρία παιδιά και σύζυγο ο οποίος φαίνεται πως υποφέρει ψυχικά. Δεν μπορεί να εργαστεί και η οικογένεια της τυγχάνει βοηθήματος από το δημόσιο ταμείο. Παρουσιάστηκαν σχετικά πιστοποιητικά ενώπιον του παραπέμψαντος δικαστηρίου.
Την ορθή και ακριβοδίκαιη στάση που τήρησε ο δικηγόρος των κατηγορουμένων 1, 3, και 4 ενώπιον του παραπέμψαντος δικαστηρίου ως προς τον κατηγορούμενο 1, επανέλαβε και ενώπιον μας. Δήλωσε πως ο κατηγορούμενος 1, δέχεται να τεθεί υπό κράτηση μέχρι την ημερομηνία που θα εμφανιστεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου για να αντιμετωπίσει το εις βάρος του κατηγορητήριο. Αυτό δηλώθηκε μολονότι καθώς είπε ο συνήγορος, κατά τη γνώμη του η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν ορθή.
Αναφορικά με το 2ο κατηγορούμενο, ο δικηγόρος του υιοθέτησε την αγόρευση του συναδέλφου του ως προς τις αρχές της νομολογίας και ανέφερε στο πρωτόδικο δικαστήριο πως είχε έτοιμη τραπεζική εγγύηση €200,000.- για να καταθέσει ως εγγύηση. Σε ερώτηση του δικαστηρίου, «Πως ξέρετε το ποσό αυτό;» Ο συνήγορος απάντησε πως είχε συνεννοηθεί με την Αστυνομία η οποία του ανέφερε πως στην περίπτωση που το δικαστήριο δεν θα διέτασσε την κράτηση του κατηγορούμενου 2, θα δεχόταν ως εγγύηση αυτό το ποσό.
Η νομολογία μας είναι ευθυγραμμισμένη επί του θέματος. Δυσκολίες προκύπτουν από την εφαρμογή της στα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Οι συνήγοροι προέβησαν σε εκτεταμένη αναφορά σ΄ αυτή. Εμείς θα σταθούμε ειδικά σε δύο πρόσφατες υποθέσεις. Η Γιωργαλλίδης ν. Αστυνομίας (2005)2 Α.Α.Δ. 526, αφορούσε εισαγωγή μεγάλης ποσότητας κάνναβις (103.532 κιλά). Το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση του παραπέμψαντος δικαστή, να παραμείνει ο κατηγορούμενος υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του. Αφού δε προέβη σε επισκόπηση της νομολογίας κατέληξε με τα εξής: (σ.532)
«Διαφωνούμε, εντούτοις, πως ορθή θεώρηση των δεδομένων θα δικαιολογούσε διαφορετική κατάληξη. Είναι γεγονός πως η οικογενειακή κατάσταση του εφεσείοντα και τα άλλα σε σχέση με τις προσωπικές του περιστάσεις είναι στοιχεία σχετικά. Αποτιμούνται, όμως, και αυτά στο πλαίσιο του συνόλου και εδώ έχουμε, κατά την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, εξαιρετικά σοβαρή περίπτωση εισαγωγής τεράστιας ποσότητας ναρκωτικών, κάτω από συνθήκες που παραπέμπουν σε διασυνδέσεις, διεθνείς διευθετήσεις και μεγάλης κλίμακας προγραμματισμό.»
Να σημειώσουμε πως η ποσότητα της παράνομης ουσίας στην υπόθεση που εξετάζουμε είναι μεγαλύτερη. Επιπλέον σ΄ αυτή περιέχεται και ποσότητα κοκαΐνης, που εμπίπτει στην τάξη Α΄. Σχετική είναι και η απόφαση στην Ανδρέας Ηλία Κουννά κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 198/2007 και 211/2007, 15.10.2007, από την οποία παραθέτουμε το ουσιαστικό μέρος της σκέψης του Δικαστηρίου:
«Ας μας επιτραπεί να συνοψίσουμε τη νομολογία, λέγοντας εξ΄ αρχής πως σ΄ αυτή τίθενται ορισμένα στοιχεία και κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη και προσμετρούν στη λήψη της απόφασης του Δικαστηρίου επί του επίδικου ζητήματος. Οι περιστάσεις όμως της κάθε υπόθεσης ποικίλλουν και επομένως υπάγονται στη νομολογιακή αρχή ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της. Δύο κατά τη γνώμη μας είναι τα κεφάλαια στα οποία εμπεριέχονται τα υπό κρίση στοιχεία. Το πρώτο αναφέρεται σε αντικειμενικά δεδομένα, με την έννοια πως αυτά άπτονται της σοβαρότητας των κατηγοριών και την εκ πρώτης όψεως πιθανολόγηση του ενδεχόμενου καταδίκης, στη βάση του μαρτυρικού υλικού ενώπιον του Δικαστηρίου. Το άλλο κεφάλαιο ανάγεται σε υποκειμενικά δεδομένα, όπως οι οικογενειακές περιστάσεις του κατηγορουμένου, η κατάσταση της υγείας του, η ηλικία του, το ποινικό του μητρώο, το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων αν αφεθεί ελεύθερος, ο ενδεχόμενος επηρεασμός μαρτύρων οι δεσμοί που έχει με τη χώρα διαμονής του και η ύπαρξη ή μη στοιχείων που να δείχνουν πρόθεση εκ μέρους του να μη εμφανιστεί στη δίκη. Όλα τα πιο πάνω κριτήρια των υπό αναφορά στοιχείων προσμετρούν ανάλογα με τη βαρύτητα τους, για να καταλήξει το Δικαστήριο στην απόφαση του.»
Ο κ. Μάτσας, υποστηρίζοντας τις εφέσεις του Γενικού Εισαγγελέα, ανέφερε πως ο πρωτόδικος Δικαστής αυτεπάγγελτα θα έπρεπε να εκτιμήσει ορθά την σοβαρότητα των κατηγοριών που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι, το ενδεχόμενο της καταδίκης τους και ιδιαίτερα το ύψος της ποινής που θα επιβληθεί σ΄ αυτούς, αν βεβαίως κριθούν ένοχοι. Σε ό,τι αφορά δε το ύψος της ποινής, παρέπεμψε σε πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, όπου ποινή 20ετούς φυλάκισης για εισαγωγή και διάθεση πολύ μικρότερης ποσότητας ναρκωτικών, επικυρώθηκε από το Εφετείο. (Σωτήρης Αθηνής ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση αρ. 45/07 - 10.4.2008.)
Ο κ. Μάτσας αναφέρθηκε και στη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής που είχε ενώπιον του ο παραπέμψας Δικαστής από την οποία, κατά την εισήγηση του, προέκυπτε και η πιθανολόγηση καταδίκης των κατηγορουμένων. Έδωσε έμφαση σ΄ αυτά που η νομολογία μας επαναλαμβάνει, τη σοβαρότητα δηλαδή του αδικήματος της διάθεσης ναρκωτικών στον τόπο μας και την ανάλογη στάση των δικαστηρίων να καταπολεμηθεί το φαινόμενο, μάστιγα για την κοινωνία μας, με την επιβολή πολύ αυστηρών ποινών. Ο κ. Μάτσας ασχολήθηκε και με το επιχείρημα που πρόβαλε ο δικηγόρος των κατηγορουμένων 3 και 4 πως οι προσωπικές τους συνθήκες, ότι δηλαδή αποτελούν καταλυτικό αποτρεπτικό παράγοντα σε οποιαδήποτε σκέψη να μην παρουσιαστούν στο δικαστήριο για να αντιμετωπίσουν το κατηγορητήριο. Είπε, επί του προκειμένου, πως η διακίνηση ναρκωτικών αποφέρει τεράστια κέρδη στους εμπόρους και επομένως δεν θα είχαν καμιά δυσκολία να εγκαταλείψουν την Κύπρο και να εγκατασταθούν αλλού.
Ακολουθούν οι δικές μας σκέψεις. Το πρώτο μας σχόλιο αφορά στον τρόπο που παρουσιάστηκε εκ μέρους της Εισαγγελίας η υπόθεση ενώπιον παραπέμψαντος δικαστή. Όταν, καθηκόντως, ο Δικαστής ρώτησε την εισαγγελέα που βάσιζε την εισήγηση της για να παραμείνουν οι κατηγορούμενοι υπό κράτηση μέχρι τη δίκη τους, μέσα σε λίγες μόνο γραμμές, καθώς καταγράφεται στο πρακτικό, η εισαγγελέας αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων, τη πιθανολόγηση καταδίκης και την επιβολή αυστηρότατης ποινής. Αυτός βέβαια είναι ένας από τους παράγοντες που μπορεί και από μόνος του να λειτουργήσει για να κρίνει το Δικαστήριο πως η πιθανότητα μη προσέλευσης του κατηγορούμενου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει το κατηγορητήριο είναι ορατή. Το Δικαστήριο όμως, δικαιούται στην αναμενόμενη βοήθεια, σ΄ αυτή την περίπτωση από την Εισαγγελία, για να ασκήσει ορθά την κρίση του. Να υπενθυμίσουμε το αυτονόητο. Ο κατηγορούμενος είναι αθώος μέχρις αποδείξεως της ενοχής του. Το έργο αυτό ανέλαβε ενώπιον μας ο κ. Μάτσας. Εδώ να επαναλάβουμε τη θέση του κ. Γεωργίου, δικηγόρου των κατηγορουμένων 1, 3 και 4, ως προς τον κατηγορούμενο 1, για την κράτηση του οποίου δεν έφερε ένσταση. Σε ένα σημείο μάλιστα των πρακτικών που αναφέρουμε πιο πάνω ο κ. Γεωργίου είπε πως ο κατηγορούμενος 1, συνελήφθη επ΄ αυτοφώρω, και τούτο βέβαια χωρίς να επηρεάζεται η όποια υπεράσπιση θα προβληθεί στη δίκη.
Και η περίπτωση του 2ου κατηγορούμενου πρέπει να τύχει της ίδιας μεταχείρισης με τον 1ο. Στο κατηγορητήριο που αντιμετωπίζουν από κοινού οι τέσσερεις κατηγορούμενοι περιλαμβάνονται κατηγορίες για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, δηλαδή την εισαγωγή στην Κύπρο δώδεκα κιλών κοκαΐνη, τάξεως Α΄, και 189 κιλών κάνναβις, τάξεως Β΄, κατοχή αυτών των παράνομων ουσιών και η προμήθεια τους, ενώ ο 2ος κατηγορούμενος αντιμετωπίζει και δύο κατηγορίες προμήθειας των ελεγχόμενων φαρμάκων στον 1ο κατηγορούμενο. Σύμφωνα με το αποδεικτικό υλικό που κατέθεσε στο Δικαστήριο η κατηγορούσα αρχή, ο 2ος κατηγορούμενος είναι ο μεταφορέας των παράνομων ουσιών από την Ελλάδα στο λιμάνι της Λεμεσού.
Κρίνουμε, υπό το φως αυτών των γεγονότων και της νομολογίας, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω πως η διακριτική εξουσία του Δικαστή που παρέπεμψε τους κατηγορούμενους σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεν ασκήθηκε ορθά, όταν δηλαδή δεν διέταξε την κράτηση του 1ου και 2ου κατηγορούμενου μέχρι την εμφάνιση τους ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Οι κατηγορούμενες 3 και 4 είναι η σύζυγος και η θυγατέρα του 1ου κατηγορούμενου, αντιστοίχως. Αντιμετωπίζουν τις ίδιες ακριβώς κατηγορίες όπως ο 1ος . Η δε 4η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει και μια άλλη κατηγορία, την 10η στο κατηγορητήριο, ότι απέκτησε χρηματικό ποσό το οποίο γνώριζε πως αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη του αδικήματος της προμήθειας ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα. Όπως ήδη υποδείξαμε, ο δικηγόρος των κατηγορούμενων αυτών έκανε πρωτοδίκως ευρύτατη αναφορά στις προσωπικές τους συνθήκες, ιδιαίτερα της 4ης κατηγορούμενης για να δείξει πως, ενόψει αυτών των συνθηκών δεν είναι δυνατό να μη εμφανιστούν στο δικαστήριο για να αντιμετωπίσουν το κατηγορητήριο, γνωρίζοντας πως συγκατηγορούμενος τους είναι ο σύζυγος της 3ης και πατέρας της 4ης κατηγορουμένης. Ειδικότερα η 4η κατηγορούμενη είναι παντρεμένη και έχει τρία παιδιά. Ο σύζυγος της είναι ψυχικά ασθενής και η οικογένεια λαμβάνει βοήθημα από το Κράτος. Ο συνήγορος υποστήριξε πως δεν είναι δυνατό με αυτές τις προσωπικές συνθήκες να πιθανολογήσει το Δικαστήριο ότι θα σηκωθούν και θα εγκαταλείψουν την Κύπρο, αφήνοντας βέβαια πίσω το σύζυγο και πατέρα. Ο παραπέμψας Δικαστής δέχτηκε αυτή την εισήγηση, η οποία βάρυνε στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Επιβάλλει δε σ΄ αυτές όρους, που κατά την άποψη του, θα διασφάλιζαν την εμφάνιση τους στο Κακουργιοδικείο κατά τη δίκη τους. Σ΄ αυτό το μέρος της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστή κρίνουμε πως δεν είναι ορθό να επέμβουμε, για τους ίδιους λόγους που βάρυναν στην κρίση του Δικαστή.
Τέλος, αισθανόμαστε πως πρέπει να πούμε δυο λόγια για την αναφορά του κ. Ευσταθίου στην αντίδραση αξιωματικών της Αστυνομίας ή άλλων συνόλων και μεμονωμένων ατόμων που δημιουργήθηκε από την απόφαση του Δικαστή. Οι Δικαστές δεν σχολιάζουν τέτοιου είδους αντιδράσεις για τον απλό λόγο ότι η δικαστική τους συνείδηση είναι άβατη. Οι Δικαστές συνεχίζουν το έργο τους και απονέμουν το δίκαιο σύμφωνα με τις αέναες αρχές της δικαιοσύνης, όπως έχουν θεσμοθετηθεί στο Σύνταγμα, στους Νόμους και στις Διεθνείς Συμβάσεις. Ο σεβασμός στους δημοκρατικούς θεσμούς της Πολιτείας είναι ίδιον των πολιτών με στοιχειώδη πολιτική αγωγή. Η ανταπόκριση των Δικαστηρίων και η άμυνα τους σε περίπτωση κρίσης των θεσμών είναι ακριβώς η συνέχιση του έργου τους για την υπεράσπιση, κυρίως των ατομικών δικαιωμάτων που έχει ο άνθρωπος σε μια δημοκρατική και καλά αναπτυγμένη κοινωνία.
Ενόψει των όσων αναφέρουμε πιο πάνω η απόφαση του παραπέμψαντος Δικαστηρίου αναφορικά με τους κατηγορούμενους 1 και 2 παραμερίζεται. Εκδίδεται ένταλμα σύλληψης και κράτησης τους μέχρι την 22α Μαϊου 2008 που θα εμφανιστούν ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Η απόφαση του Δικαστηρίου αναφορικά με τις κατηγορούμενες 3 και 4 επικυρώνεται.
Αρτεμίδης, Π.
Κραμβής, Δ.
Ερωτοκρίτου, Δ.
/Αυφ.