ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 175
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 22/2007)
29 Φεβρουαρίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΗΡΟΔΟΤΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
― ― ― ― ―
Ε. Ευσταθίου, Α. Ευτυχίου, Κ. Καμένος και Γ. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Παπαγαπίου, για την Εφεσίβλητη.
― ― ― ― ―
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, κρίθηκε ένοχος σε πέντε κατηγορίες που αφορούσαν, συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (πρώτη κατηγορία), κατοχή και προμήθεια σε άλλο πρόσωπο ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α ήτοι, 2280 χάπια ecstasy (κατηγορίες 2 και 4 αντίστοιχα), κατοχή και προμήθεια σε άλλο πρόσωπο ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β ήτοι, 490,04 γραμμάρια ξηρής κάνναβης (κατηγορίες 3 και 5 αντίστοιχα) κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 όπως έχει τροποποιηθεί, των σχετικών Διαταγμάτων και Κανονισμών.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας επέβαλε στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 8 χρόνων, 5 χρόνων, 12 χρόνων και 9 χρόνων αντίστοιχα στις κατηγορίες 2 μέχρι 5 ενώ δεν επέβαλε καμιά ποινή στην 1η κατηγορία της συνομωσίας, δεδομένης της διάπραξης των αδικημάτων που ήταν το αντικείμενο της εν λόγω κατηγορίας.
Τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίχθηκε η καταδίκη είναι ότι στις 12.9.2005 ο εφεσείων, συμφώνησε με τον ξάδελφό του Κωνσταντίνο Ηλία να τον προμηθεύσει, μέσω του Κώστα Τσιγαρά, ναρκωτικά τα οποία ο Κωνσταντίνος Ηλία θα παρέδιδε στη συνέχεια σε τρίτο πρόσωπο.
Ο εφεσείων, ενεργώντας με βάση τη συμφωνία, συνάντησε τον Τσιγαρά σε σημείο παρά τον κυκλικό κόμβο της Μέσα Γειτονιάς και του παρέδωσε τα ναρκωτικά, συσκευασμένα σε μαύρη πλαστική σακούλα με την επιγραφή «No limits». Ο Τσιγαράς μετέφερε τα ναρκωτικά στην Aγία Βαρβάρα (Λευκωσίας) όπου συνάντησε τον Κωνσταντίνο Ηλία στον οποίο και τα παρέδωσε. Επρόκειτο για 2280 χάπια ecstasy και 490,04 γραμμάρια ξηρής κάνναβης. Ο Ηλία, κατόπιν οδηγιών που έλαβε τηλεφωνικώς από τον εφεσείοντα, κράτησε για λογαριασμό του 110 χάπια και έκρυψε τα υπόλοιπα μαζί με ολόκληρη την ποσότητα της κάνναβης σε περιοχή κοντά στο ξωκλήσι του Σταυρού στην Αγία Βαρβάρα, αναμένοντας νεότερες οδηγίες του εφεσείοντα για τη διάθεση τους. Στο ίδιο σημείο, έκρυψε και τα 110 χάπια που κράτησε για λογαριασμό του.
Στις 13.9.2005 και περί ώρα 02.00, η Αστυνομία συνέλαβε τους Κωνσταντίνο Ηλία και Σταύρο Συμεού σε πρατήριο πετρελαιοειδών στην περιοχή Αραδίππου. Στην κατοχή του Ηλία βρέθηκαν τα 2170 χάπια ecstasy που είχε μεταφέρει από την Αγία Βαρβάρα. Ο Σταύρος Συμεού είναι το πρόσωπο που μετέφερε με τη μοτοσικλέτα του τον Ηλία από την Αγία Βαρβάρα στην Αραδίππου όταν ο τελευταίος παρέλαβε τα ναρκωτικά από τον Τσιγαρά. Κατόπιν υπόδειξης των συλληφθέντων, η αστυνομία εντόπισε και παρέλαβε τα άλλα 110 χάπια ecstasy καθώς και τα 490,04 γραμμάρια ξηρής κάνναβης από σημείο στην περιοχή Σταυρού της Αγίας Βαρβάρας.
Η σύλληψη των Κωνσταντίνου Ηλία και Σταύρου Συμεού στην Αραδίππου, αποτέλεσε την απαρχή της αποκάλυψης των γεγονότων στη βάση των οποίων στοιχειοθετήθηκαν οι κατηγορίες που αντιμετώπισε ο εφεσείων καθώς και ανάλογες κατηγορίες που αντιμετώπισαν με άλλο, κοινό κατηγορητήριο, οι Κωνσταντίνος Ηλία, Σταύρος Συμεού και Κώστας Τσιγαράς.
Οι Κωνσταντίνος Ηλία και Σταύρος Συμεού παραδέχθηκαν ενοχή και το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας τους επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 5 και 4 χρόνων αντίστοιχα. Στον Τσιγαρά επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 8 χρόνων αφού κρίθηκε ένοχος μετά από ακρόαση.
Όταν η αστυνομία συνέλαβε τους Κωνσταντίνο Ηλία και Σταύρο Συμεού με τα ναρκωτικά στην κατοχή τους, ο Ηλία δήλωσε στον υπεύθυνο αστυνομικό «... η οικογένειά μας δεν φταίει σε τίποτα, στο τέλος αν μιλήσω είναι η οικογένειά μου που θα πληρώσει τα λάθη μου γι΄ αυτό τα χάπια είναι δικά μου και ο Σταυρής δεν φταίει σε τίποτε.»
Ο Ηλία, κατόπιν νομικής συμβουλής και αφού πληροφορήθηκε το αποτέλεσμα των επιστημονικών εξετάσεων των τεκμηρίων, έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία στις 2.1.2005. Στην κατάθεσή του, παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων και κατονόμασε τον εφεσείοντα ως τον προμηθευτή των ναρκωτικών που παρέλαβε από τον Τσιγαρά στην Αγία Βαρβάρα. Ο Κώστας Τσιγαράς είχε ήδη συλληφθεί από τις 25.9.05 επειδή είχε συνδεθεί με την υπόθεση λόγω της ύπαρξης επιστημονικής μαρτυρίας που τον ενοχοποιούσε.
Την επομένη 31.1.2005, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του εφεσείοντα και ένταλμα έρευνας της οικίας των γονιών του. Η σύλληψη του εφεσείοντα δεν επιτεύχθηκε παρά μόνο στις 16.3.2006 όταν αυτός, κατόπιν νομικής συμβουλής, παρουσιάστηκε αυτόβουλα στην αστυνομία. Την ίδια ημέρα (16.3.2006), λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον εφεσείοντα ο οποίος δήλωσε άγνοια των όσων ο Κωνσταντίνος Ηλία καταμαρτύρησε εναντίον του. Αρνήθηκε επίσης ότι είχε οποιαδήποτε επαφή με το Τσιγαρά με τον οποίο τους συνδέει, καθώς ανέφερε, απλή γνωριμία. Εδώ σημειώνουμε ότι οι βασικοί μάρτυρες κατηγορίας στη δίκη του εφεσείοντα ήταν οι Κωνσταντίνος Ηλία (ΜΚ 4) και Κώστας Τσιγαράς (ΜΚ 5).
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επιδιώκεται ο παραμερισμός της. Αμφισβητείται επίσης και η ορθότητα της απόφασης για την ποινή η οποία, κατά τον εφεσείοντα, είναι έκδηλα υπερβολική.
Ο πρώτος λόγος της έφεσης αναφέρεται στο θέμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας του Κωνσταντίνου Ηλία Υποβάλλεται ότι η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα είναι αντιφατική με προηγούμενες καταθέσεις του στην αστυνομία, συμπεριλαμβανομένης και της δήλωσης στην οποία προέβη κατά τη σύλληψή του. Σύμφωνα με την εισήγηση, η αντίφαση εντοπίζεται στο ότι ο μάρτυρας δεν ανέφερε εξ αρχής ότι ο εφεσείων ήταν ο προμηθευτής των ναρκωτικών. Επειδή πρόκειται για περίπτωση συναυτουργού, η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα έπρεπε να είχε αντικρυστεί με καχυποψία από το Κακουργιοδικείο το οποίο όφειλε να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία ώστε να υπάρχει το μίνιμουμ της βεβαιότητας που απαιτείται για να δικαιολογείται η καταδίκη του στη βάση τέτοιας μαρτυρίας.
Οι δικηγόροι του εφεσείοντα υποστήριξαν ότι το Κακουργιοδικείο, απέτυχε να εφαρμόσει την αρχή ότι προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις μαρτύρων καθιστούν τη μαρτυρία τους στο δικαστήριο αναξιόπιστη και εκ προοιμίου υποκείμενη σε απόρριψη. Ερεισμα της εισήγησης αποτέλεσε η αγγλική απόφαση R. v. Golder [1960] 3 All ER 457. Η εν λόγω απόφαση αφορούσε εχθρικό μάρτυρα και αποσκοπούσε στο να διασαφηνίσει ότι η κατάθεση εχθρικού μάρτυρα στην αστυνομία δεν αποτελεί μαρτυρία για την αλήθεια των γεγονότων που εξιστορεί και ως στερούμενη αξιοπιστίας, εξουδετερώνεται ως αποδεικτικό στοιχείο, για την καταδίκη του κατηγορούμενου. Στη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 172 και στην Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κα ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2)(2000) 2 ΑΑΔ 628 υποδεικνύεται ότι η προσέγγιση στην R. v. Golder (ανωτέρω) ως προς τις επιπτώσεις στην αξιοπιστία μάρτυρα ο οποίος προβαίνει σε κατάθεση αντιφατική προς τη μαρτυρία του, δεν ακολουθήθηκε σε μεταγενέστερες αποφάσεις στην Αγγλία και ότι η αρχή η οποία έτυχε γενικής αναγνώρισης είναι εκείνη η οποία υιθετήθηκε στην R. v. Pestano and Others [1981] Crim. L.R. 397. Στην Χριστοδούλου άλλως Ρόπας (ανωτέρω), τονίστηκε, προς άρση κάθε αμφιβολίας, ότι το ακόλουθο απόσπασμα από τη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) αντανακλά τη σωστή προσέγγιση.
«Το Δικαστήριο είναι ο κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις, καθώς και οι προεκτάσεις τους συνιστούν γεγονότα που προσμετρούν στην κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα. Δεν εξουδετερώνουν, όμως, τη μαρτυρία του, ως το αντικείμενο αξιολόγησης (από το δικαστήριο) παραδεκτής, κατά το δίκαιο της αποδείξεως, μαρτυρίας. Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), αντανακλά τη σωστή προσέγγιση:- (σελ. 197)
«Η αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως του κριτή της αξιοπιστίας των μαρτύρων, δε μπορεί να συμβιβαστεί με οποιαδήποτε αρχή η οποία περιορίζει εκ προοιμίου την ευχέρειά του να αξιολογήσει κατά τον τρόπο που το ίδιο το Δικαστήριο κρίνει επιβεβλημένο τη μαρτυρία κάθε μάρτυρα που καταθέτει ενώπιόν του. Τούτο θα ήταν δυνατό μόνο αν ίσχυε αποδεικτικός κανόνας αποκλεισμού της μαρτυρίας των μαρτύρων οι οποίοι έχουν προβεί σε αντιφατικές καταθέσεις. Η αρχή η οποία ισχύει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας μαρτύρων οι οποίοι έχουν προβεί σε αντιφατικές καταθέσεις, είναι εκείνη που διατυπώνεται στην υπόθεση Georghiou* , ανωτέρω:»
Για το ίδιο θέμα βλ. Archbold 2007, para. 8-130 με τίτλο Evidential Significance of former inconsistent statement.
Στην προκείμενη περίπτωση, η δήλωση του Ηλία (ΜΚ4) στην αστυνομία κατά τη σύλληψή του στο πρατήριο βενζίνης αντικατοπτρίζει, ως πρώτη αντίδραση, την επιθυμία του να αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη της διάπραξης του εγκλήματος, αποσυνδέοντας το φίλο Σταύρο Συμεού, που απλώς τον μετέφερε με τη μοτοσικλέτα του στην Αραδίππου. Διάχυτη επίσης είναι η έγνοια του για την οικογένειά του. Αποφεύγει να αποκαλύψει την εμπλοκή άλλων προσώπων στο έγκλημα από φόβο μήπως αυτό θα έχει επιπτώσεις στην οικογένειά του. Δεν έχουμε εντοπίσει αντιφάσεις μεταξύ των προηγούμενων εκτός δικαστηρίου καταθέσεων του μάρτυρα και της διά ζώσης μαρτυρίας του ενώπιον του Κακουργιοδικείου που θα μπορούσε να εκθεμελιώσουν την αξιοπιστία του. Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε ενδελεχώς τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Ηλία σε συνάρτηση προς ό,τι ο ίδιος κατέθεσε προηγουμένως στην αστυνομία και προσέγγισε τη μαρτυρία ως μαρτυρία συναυτουργού. Το Κακουργιοδικείο ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια και με ορθή αναφορά στη νομολογία που διέπει το θέμα της προσέγγισης και αξιολόγησης τέτοιας μαρτυρίας, έκρινε ότι μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία αυτή χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Βλ. Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 231. Η εισήγηση ότι ο Κωνσταντίνος Ηλία ενοχοποίησε τον εφεσείοντα για να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης δεν ευσταθεί. Αν ήταν αυτή η επιδίωξή του σίγουρα, θα μπορούσε να είχε κατονομάσει μόνο τον Τσιγαρά χωρίς να εμπλέξει τον εφεσείοντα που είναι ξάδελφός του. Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος. Ανάλογη είναι και η κατάληξή μας αναφορικά με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο οποίος με την επιχειρηματολογία που τον υποστηρίζει, συσχετίζεται με τον πρώτο.
Ο τρίτος λόγος της έφεσης αναφέρεται σε σφάλμα του Κακουργιοδικείου αναγόμενο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Τσιγαρά και την αποδοχή της ως αξιόπιστη. Υποβάλλεται ότι ενώ το Κακουργιοδικείο παραθέτει στις σελίδες 66-70 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης τους λόγους για τους οποίους η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα είναι αντιφατική και συνεπώς αναξιόπιστη εντούτοις, συνεχίζει και αναζητά ενισχυτική μαρτυρία. Σύμφωνα με την εισήγηση, η προσέγγιση αυτή είναι λανθασμένη καθότι, σύμφωνα με τις πάγιες αρχές της νομολογίας τότε μόνο αναζητείται ενισχυτική μαρτυρία όταν η μαρτυρία για την οποία ζητείται η ενίσχυση κρίνεται ως αξιόπιστη.
Είναι γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Τσιγαρά, εντόπισε αντιφάσεις. Ενόψει τούτου και κατ΄ εφαρμογή της αρχής δικαίου επί του θέματος όπως είχε διακηρυχθεί στην Georghiou v. Republic (1984) 2 CLR 65 και επιβεβαιώθηκε αργότερα στην Μιχαηλίδης (ανωτέρω), από την οποία σχετικό απόσπασμα παρατίθεται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, το Κακουργιοδικείο προχώρησε στην περαιτέρω αξιολόγηση της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα χωρίς εκ προοιμίου να την θεωρήσει ως αναξιόπιστη ένεκα των αντιφάσεων που είχαν εντοπιστεί. Το Κακουργιοδικείο μετά από ενδελεχή εξέταση του συνόλου της μαρτυρίας του Τσιγαρά και παρά τις αντιφάσεις που εντοπίστηκαν ορθά έκρινε, για τους λόγους που πειστικά εξηγούνται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία αυτή, την οποία δεν απέρριψε ως αναξιόπιστη, νοουμένου ότι θα υποστηριζόταν από άλλη ενισχυτική μαρτυρία εφόσον ο μάρτυρας ήταν συναυτουργός στο έγκλημα. Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η περίπτωση ήταν κατάλληλη για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας εφαρμόζοντας ορθά το καθιερωμένο κανόνα πρακτικής που ακολουθείται σε παρόμοιες υποθέσεις. Βλ. Νικολαϊδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1)(2001) 2 ΑΑΔ 29 και Λοϊζου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 546.
Με τους λόγους έφεσης 4 και 5, υποβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο, κατόπιν λανθασμένης ερμηνείας του όρου «ενισχυτική μαρτυρία» και υπό καθεστώς νομικής πλάνης, θεώρησε ως ενισχυτική τη μαρτυρία συνενόχων ήτοι, τη μαρτυρία του Τσιγαρά και τη μαρτυρία του Συμεού, η οποία περιέχεται στην κατάθεσή του (τεκμ. 35) για να ενεργήσει επί των εν λόγω μαρτυριών και να καταδικάσει τον εφεσείοντα.
Δεν προκύπτει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε τη μαρτυρία του Ηλία ως ενισχυτική του Τσιγαρά ή αντίστροφα. Το δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι αποτελούσε ενισχυτική μαρτυρία το γενετικό υλικό του εφεσείοντα που βρέθηκε στην κολλητική ταινία με την οποία ήταν τυλιγμένη η κάνναβη που βρέθηκε μέσα στην πλαστική σακούλα (τεκμ. 5) πάνω στην οποία εντοπίστηκαν τα δακτυλικά αποτυπώματα των Ηλία και Τσιγαρά. Επομένως, η ύπαρξη των δακτυλικών αποτυπωμάτων πάνω στη σακούλα δεν αποτέλεσε από μόνο του στοιχείο ενισχυτικής μαρτυρίας, όπως εισηγούνται οι δικηγόροι του εφεσείοντα.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αναφέρονται σε επί μέρους πτυχές της υπόθεσης που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Προκύπτει ότι η αιτιολογία που αντιστοίχως συνοδεύει τους λόγους αυτούς της έφεσης, συσχετίζεται με τα θέματα που έχουν ήδη συζητηθεί στα πλαίσια εξέτασης των λόγων έφεσης 1 - 6 και για τα οποία έχουμε ήδη καταλήξει στα δικά μας συμπεράσματα και διαπιστώσεις. Δεδομένης της αποτυχίας των λόγων έφεσης 1 - 6, θεωρούμε πως οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης στερούνται πλέον ερείσματος και συνεπώς θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι εφόσον δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε άλλο που θα δικαιολογούσε επέμβαση για παραγκωνισμό ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η γενική διαπίστωσή μας είναι ότι όλα τα συμπεράσματα και οι διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου που αναφέρονται στα κρίσιμα ζητήματα της υπόθεσης, συνάδουν με την κοινή λογική, την ανθρώπινη πείρα και τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη. Καταλήγοντας, αποφαινόμαστε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν λανθασμένη. Απέτυχε επίσης να αποδείξει οποιοδήποτε λάθος που θα καθιστούσε τρωτή την πρωτόδικη απόφαση και θα δικαιολογούσε τον παραμερισμό της.
Καθόσον αφορά το θέμα της ποινής, οι δικηγόροι του εφεσείοντα υποστήριξαν ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα έλαβε υπόψη παράγοντες που δεν ήταν σχετικοί με την υπόθεση ενώ δεν έλαβε δεόντως και/ή καθόλου υπόψη την αρχή της ίσης μεταχείρισης κατά την επιβολή των ποινών καθώς και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα και ειδικότερα τον κίνδυνο που ελλοχεύει ένεκα δυνητικής επανόδου ασθένειας από την οποία υπέφερε στο παρελθόν.
Προκύπτει από την απόφαση για την ποινή ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη, εκτός από τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, σύμφωνα με την οποία, ο εφεσείων κατά το χρόνο επιβολής της ποινής ήταν 29 ετών, νυμφευμένος και πατέρας παιδιού ηλικίας 13 μηνών, τη φροντίδα του οποίου μοιραζόταν με τη γυναίκα του. Ενώπιον του Κακουργιοδικείου τέθηκαν επίσης στοιχεία που αφορούσαν στην οικονομική και επαγγελματική του κατάσταση. Προκύπτει επίσης ότι το Κακουργιοδικείο εξέτασε ενδελεχώς το βαθμό εμπλοκής του εφεσείοντα στο έγκλημα και τους διακριτούς ρόλους που διαδραμάτισαν ο ίδιος και οι συναυτουργοί. Η εξέταση αυτή, έγινε στα πλαίσια εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης για σκοπούς επιβολής της ποινής. Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη ότι ο Ηλία και ο Συμεού παραδέχθηκαν ενοχή από νωρίς στις κατηγορίες που αντιμετώπισαν. Σχολίασε επίσης το περιεχόμενο ιατρικής έκθεσης αναφορικά με ασθένεια φυματίωσης που πέρασε ο εφεσείων όταν ήταν 12 χρόνων καθώς και την εισήγηση ότι υπάρχει δυνητικός κίνδυνος επανενεργοποίησης του βακτηριδίου της φυματίωσης το οποίο, σύμφωνα με την έκθεση λαθροβιεί στον ανθρώπινο οργανισμό με όλες τις δυσμενείς συνέπειες σε περίπτωση επανενεργοποίησης. Ολοι οι πιο πάνω παράγοντες εξετάστηκαν από το Κακουργιοδικείο σε συνάρτηση προς τη σοβαρότητα των αδικημάτων, καθοριζόμενη από το είδος και τις ποσότητες των ναρκωτικών που ο εφεσείων προόριζε να διαθέσει και την ανάλογη ζημιά που θα προκαλούσε σε πολλούς άλλους η χρήση των απαγορευμένων ουσιών. Το Κακουργιοδικείο, συνεκτιμώντας όλους τους πιο πάνω παράγοντες θεώρησε, για τους λόγους που επιμελώς εξηγούνται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι ο εφεσείων ήταν ο ιθύνων νους στη συγκεκριμένη υπόθεση αποκλείοντας την ύπαρξη παραγόντων μετριαστικών της ποινής εκτός από το γεγονός ότι ο εφεσείων είναι λευκού ποινικού μητρώου.
Η ίση μεταχείριση των παραβατών αποτελεί θεμελιώδη κανόνα δικαιοσύνης κατοχυρωμένο από το άρθρο 28 του Συντάγματος. Η εφαρμογή του κανόνα κατά την επιμέτρηση των ποινών, επιβάλλει την απόδοση στον κάθε παραβάτη των ίσων στα ίσα. Επομένως, δεν υπάρχει πεδίο διάκρισης στην τιμωρία παραβατών των οποίων η συμμετοχή στη διάπραξη εγκλήματος έχει τον ίδιο βαθμό εγκληματικότητας. Οπου όμως ο ρόλος των παραβατών στη διάπραξη του εγκλήματος είναι διακριτός ώστε να παρέχεται η δυνατότητα διαβάθμισης του στοιχείου της εγκληματικότητας των πράξεων τους επιβάλλεται η διαφοροποίηση στην τιμωρία. Ο σκοπός του εφεσείοντα ήταν το εμπόριο των ναρκωτικών που προσπάθησε να διαθέσει μέσω των συνεργατών του. Για τους εμπόρους ναρκωτικών είναι δύσκολο να εντοπιστούν ερείσματα μετριασμού της ποινής. Οσο αυτοί επιμένουν να σπέρνουν τον όλεθρο τόσο περισσότερο θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα από τα δικαστήρια. Οι αυστηρές ποινές, όπου αρμόζει, είναι ένα από τα διαθέσιμα μέσα καταπολέμησης του θλιβερού φαινομένου.
Οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί στον εφεσείοντα δεν εκφεύγουν του μέτρου που καθορίζει η νομολογία και συνεπώς δεν δικαιολογείται η επέμβασή μας.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
ΣΦ.