ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 135
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 20/2008)
14 Φεβρουαρίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ Δ/στές]
ΣΤΕΛΛΑ ΜΑΛΑ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
________________________
Ευστάθιος Ευσταθίου, προσωπικά και για Λύσανδρο Λυσάνδρου, για την Εφεσείουσα.
Νίνος Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείουσα παρούσα.
________________________
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα, με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, μαζί με ακόμα πέντε πρόσωπα, παραπέμφθηκε, στις 22/1/2008, σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το οποίο συνεδριάζει στη Λάρνακα στις 28/2/2008. Αντιμετωπίζει κατηγορίες, οι οποίες αφορούν συνωμοσία προς το σκοπό διάπραξης κακουργήματος, προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β (1993.7 γρ.) από άλλο πρόσωπο και κατηγορίες προμήθειας του ιδίου φαρμάκου, χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας.
Με την παραπομπή της εφεσείουσας στο Κακουργιοδικείο, ζητήθηκε η κράτησή της μέχρι τη δίκη, όπως και όλων των συγκατηγορουμένων της. Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής στήριξε το αίτημα για την κράτηση της εφεσείουσας στον κίνδυνο αυτή, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων που αντιμετωπίζει, να μην παρουσιαστεί κατά τη δίκη της. Τα αδικήματα, υποστήριξε, που αντιμετωπίζει προβλέπουν αυστηρές ποινές, μέχρι και διά βίου φυλάκιση. Για την πιθανότητα καταδίκης της, παρέπεμψε στο μαρτυρικό υλικό και, ειδικότερα, στην κατάθεση συγκατηγορουμένου της, ο οποίος την αναγνώρισε ως το πρόσωπο στο οποίο παρέδωσε χρήματα.
Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η θέση του συνηγόρου της εφεσείουσας, ο οποίος αναφέρθηκε στην παντελή έλλειψη αποδεκτής μαρτυρίας εναντίον της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στη νομολογία και εξετάζοντας κάθε εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας, αφού συνόψισε τους παράγοντες, που κάθε ένας χωριστά μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση ενός κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του, έκαμε δεκτό το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, στη βάση της σοβαρότητας των αδικημάτων και του κινδύνου, εξ αυτής, η εφεσείουσα να μην παρουσιαστεί κατά τη δίκη της.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται με δύο λόγους έφεσης. Παραπονείται η εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο:-
(α) ΄Ελαβε υπόψη του μη αποδεκτή μαρτυρία· και
(β) Εκτίμησε την πιθανότητα μη προσέλευσής της στη δίκη με κατ' απομόνωση αναφορά στη σοβαρότητα των αδικημάτων.
Αγορεύοντας ενώπιόν μας, ο συνήγορός της εφεσείουσας υιοθέτησε τη νομική πτυχή από την οποία καθοδηγήθηκε το Δικαστήριο και μας παρέπεμψε σ' αυτή. Υπέβαλε ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα:-
(α) αποδέχθηκε ότι η μαρτυρία συναυτουργού της είναι αποδεκτή μαρτυρία. Η μόνη μαρτυρία, ανέφερε, εναντίον της είναι η κατάθεση στην Αστυνομία συγκατηγορουμένου της, η οποία δεν είναι αποδεκτή, για να οδηγήσει σε καταδίκη.
(β) προσέγγισε τον παράγοντα της σοβαρότητας των αδικημάτων. Τον εκτίμησε κατ' απομόνωση από τους άλλους σχετικούς παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη. Παρέβλεψε ότι η εφεσείουσα είναι νεαρό πρόσωπο, φοιτήτρια, εξαρτώμενη οικονομικά από την οικογένειά της, η οποία διαμένει μόνιμα στην Κύπρο.
Συμφωνούμε με τις αρχές που διατυπώνονται στα συγγράμματα που ο συνήγορος της εφεσείουσας επικαλέστηκε, δηλαδή ότι γραπτή κατάθεση κατηγορουμένου στην Αστυνομία εναντίον συγκατηγορουμένου του δεν αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία εναντίον του. Δε συμφωνούμε, όμως, ότι αυτά εξετάζονται και εφαρμόζονται στο στάδιο που αποφασίζεται ζήτημα κράτησης κατηγορουμένου. Στο στάδιο αυτό, το δικαστήριο περιορίζεται στην εξέταση της δύναμης του αποδεικτικού υλικού που παρουσιάζεται ενώπιόν του, με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη, χωρίς να υπεισέρχεται σε θέματα αποδεκτότητας μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων, τα οποία ανήκουν στο δικαστήριο που θα εκδικάσει την υπόθεση - (βλ. Ευριπίδου κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 118/07 και 123/07, 29/6/07).
Είναι καλά γνωστό ότι οι παράγοντες, που χωριστά ο καθένας μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση ενός κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη, είναι τρεις:-
(α) Ο κίνδυνος μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στο δικαστήριο.
(β) Η διάπραξη άλλων αδικημάτων· και
(γ) Ο επηρεασμός μαρτύρων.
Ισχυρό παράγοντα εκτίμησης της πιθανότητας μη προσέλευσης κατηγορουμένου κατά τη δίκη αποτελεί η σοβαρότητα του αδικήματος, σε συνάρτηση με την πιθανότητα καταδίκης και την επιβολή ποινής. Η πιθανότητα, βέβαια, να μην παρουσιαστεί ο κατηγορούμενος στη δίκη του δεν εκτιμάται στη βάση και μόνο των πιο πάνω. Συνυπολογίζονται όλα όσα περιβάλλουν την υπόθεση, δηλαδή οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα[1] και οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου[2], χωρίς οι τελευταίες να αφήνονται να υπερφαλαγγίσουν το γενικό δημόσιο συμφέρον προς απονομή της ποινικής δικαιοσύνης[3].
Θα εξετάσουμε πρώτα την εισήγηση σε σχέση με την αξιολόγηση της πιθανότητας καταδίκης, η οποία, όπως έχει αναφερθεί στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), αποτελεί:- (σελ. 118)
«... μια απόλυτα θεμιτή διαδικασία ... Δεν έχει σχέση με την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης και δεν την επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο.»
Το μαρτυρικό υλικό, για σκοπούς της διαδικασίας, εκτιμάται στην όψη του και μόνο, χωρίς συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα.
Τα γεγονότα για τους σκοπούς της παρούσας είναι διακίνηση δύο περίπου κιλών ναρκωτικών, με οδηγίες μέσω τηλεφώνων, χωρίς καταγραφή των αριθμών τους, με τη συμμετοχή έξι, συνολικά, προσώπων, ορισμένων αγνώστων μεταξύ τους και σε διαφορετικές πόλεις. Σε γενικές γραμμές, η θέση της εφεσείουσας είναι ότι δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τα αδικήματα. ΄Εχοντας υπόψη το μαρτυρικό υλικό, όπως το συνοψίσαμε, δε διαπιστώνουμε αυτό να εκτιμήθηκε κατά τρόπο που να δικαιολογεί επέμβασή μας.
Ούτε με την εισήγηση ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά οι προσωπικές συνθήκες της εφεσείουσας συμφωνούμε. Είναι γεγονός ότι η εφεσείουσα είναι νεαρό πρόσωπο, φοιτήτρια, εξαρτώμενη οικονομικά από την οικογένειά της, η οποία διαμένει στην Κύπρο, όμως οι προσωπικές περιστάσεις, στοιχεία που είναι σχετικά, αποτιμούνται και αυτά στο πλαίσιο του συνόλου και εδώ έχουμε, σύμφωνα με την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής και τα όσα έχουμε παραθέσει πιο πάνω, σοβαρή περίπτωση διακίνησης ναρκωτικών, που παραπέμπει στην ύπαρξη κυκλώματος, το οποίο δρα στη βάση προγραμματισμού.
Ενόψει των πιο πάνω, δεν έχουμε πεισθεί ότι δικαιολογείται επέμβασή μας.
Η έφεση απορρίπτεται.
Τ. Ηλιάδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΜΠ
[1] Κάννα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 444
[2] Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109
[3] Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7