ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 2 ΑΑΔ 375
5 Ιουλίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 124/2007)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΚΑΖΑΛ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 125/2007)
CHADI AL KADI,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 124/2007, 125/2007)
Εικονικός γάμος ― Συμβολή στην τέλεση εικονικού γάμου και τέλεση εικονικού γάμου κατά παράβαση των Άρθρων 2, 7Α και 7Δ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ.105, όπως τροποποιήθηκε ― Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.
Λέξεις και Φράσεις ― «Εικονικός γάμος» στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ.105, όπως τροποποιήθηκε ― Σημαίνει γάμο μεταξύ πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας ή αλλοδαπού διαμένοντος νόμιμα σ' αυτή με αλλοδαπό, με αποκλειστικό σκοπό την είσοδο και παραμονή του τελευταίου στη Δημοκρατία.
Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως ― Η απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας της κατηγορίας βαρύνει την Κατηγορούσα Αρχή ― Καταδικαστική απόφαση για τέλεση εικονικού γάμου ― Ακυρώθηκε κατ' έφεση λόγω απουσίας μαρτυρίας που να αποδεικνύει την ενοχή του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Η Χρυσοβαλάντη Κωνσταντίνου, η οποία ήταν φοιτήτρια και αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, τέλεσε εικονικό γάμο με τον 2ο εφεσείοντα, ο οποίος είναι Σύριος, στο Δημαρχείο Αραδίππου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, που ήταν και η μόνη μαρτυρία στην υπόθεση, ο γάμος έγινε στην παρουσία της μητέρας της, 2ης κατηγορούμενης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, και του 1ου εφεσείοντος, οι οποίοι και υπέγραψαν ως μάρτυρες. Ο 2ος εφεσείων έδωσε στη Χρυσοβαλάντη Λ.Κ.1.000. Το συνολικό ποσό που συμφωνήθηκε για τον εικονικό γάμο ήταν Λ.Κ.5.000.
Οι δύο εφεσείοντες αντιμετώπισαν, μαζί με την κατηγορούμενη 2, κατηγορία συνωμοσίας για διάπραξη πλημμελήματος, οι δύο εφεσείοντες κατηγορία για συμβολή στην τέλεση εικονικού γάμου κατά παράβαση των ?????? 2, 7Α και 7Δ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ.105, όπως τροποποιήθηκε, και ο δεύτερος εφεσείων για τέλεση εικονικού γάμου με την Χρυσοβαλάντη κατά παράβαση των ιδίων άρθρων του Νόμου. Μετά από ακροαματική διαδικασία οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι δε εφεσείοντες καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών. Εφεσίβαλαν την καταδικαστική απόφαση υποστηρίζοντας ότι αυτή πρέπει να ακυρωθεί γιατί στηρίχτηκε σε αδικαιολόγητη κρίση ως προς τα πραγματικά γεγονότα αλλά και σε εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου.
Αποφασίστηκε ότι:
Τα πραγματικά γεγονότα, όπως εκτέθηκαν στο Δικαστήριο από τη Χρυσοβαλάντη, οδηγούν στη διαπίστωση πως ο γάμος ήταν εικονικός. Όμως δεν συντελέστηκε το αδίκημα αφού δεν υπήρξε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε άμεση ή/και περιστατική μαρτυρία, από την οποία να συνάγεται ότι ο αποκλειστικός σκοπός της τέλεσης του γάμου ήταν η είσοδος και παραμονή του 2ου εφεσείοντος στη Δημοκρατία, που αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος που ο ίδιος ο Νόμος ορίζει. Εξ άλλου η κατηγορούσα αρχή έφερε το βάρος αποδείξεως των σχετικών κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Η έφεση επιτράπηκε. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώθηκε. Οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθ. Αρ. 8141/06), ημερομηνίας 14/5/07.
Κ. Ταμπούρλας με Μ. Γαβριηλίδη, για τους Εφεσείοντες.
Όλγα Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη Αστυνομία.
Οι Εφεσείοντες είναι παρόντες.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Οι δύο εφεσείοντες αντιμετώπισαν, μαζί με άλλη κατηγορούμενη, (α) κατηγορία συνωμοσίας για διάπραξη πλημμελήματος κατά παράβαση του άρθρου 371 (σημείωση: κατά τη γνώμη μας, ολωσδιόλου άσχετο άρθρο με τις κατηγορίες) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 και άρθρα 7Α και 7Δ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ.105, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα ειδικότερα με το Ν.22(Ι)/2001. (β) Οι δύο εφεσείοντες κατηγορία για συμβολή στην τέλεση εικονικού γάμου κατά παράβαση των άρθρων 2, 7Α και 7Δ του πιο πάνω Νόμου, και (γ) ο δεύτερος εφεσείων για τέλεση εικονικού γάμου με τη Χρυσοβαλάντη Κωνσταντίνου κατά παράβαση των ιδίων άρθρων του Νόμου που αναφέρονται στην προηγούμενη κατηγορία. Μετά την ακροαματική διαδικασία οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι δε δύο εφεσείοντες καταδικάστηκαν σε τέσσερις μήνες φυλάκιση. Με την υπό συζήτηση έφεση εισηγούνται πως η καταδίκη τους πρέπει να ακυρωθεί γιατί στηρίχτηκε σε αδικαιολόγητη κρίση ως προς τα πραγματικά γεγονότα αλλά και εσφαλμένης ερμηνείας του Νόμου.
Η μοναδική μαρτυρία που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο ήταν της Χρυσοβαλάντης Κωνσταντίνου, η οποία τέλεσε εικονικό γάμο με το 2ο εφεσείοντα, κατόπιν προτροπής της μητέρας της, 2ης κατηγορούμενης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η μάρτυρας στην κατάθεση της στο Δικαστήριο είπε πως αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα για να συνεχίσει τις σπουδές της. Η μητέρα της, που καθώς η ίδια γνώριζε διευθετούσε εικονικούς γάμους, κανόνισε συνάντηση με το 2ο εφεσείοντα στην παρουσία του 1ου, στην οποία και διευθετήθηκε να γίνει ο εικονικός γάμος, ο οποίος και έγινε, στο Δημαρχείο Αραδίππου, στην παρουσία της μητέρας της και του 1ου εφεσείοντα, οι οποίοι και υπέγραψαν ως μάρτυρες. Ο 2ος εφεσείων της έδωσε £1.000. Το συνολικό ποσό που συμφωνήθηκε για τον εικονικό γάμο ήταν £5.000. Η ίδια, μαζί με τη μητέρα της, και το 2ο εφεσείοντα μετέβησαν στο Τμήμα Αλλοδαπών για να εγγραφεί ο γάμος από το Λειτουργό Μετανάστευσης. Οι δύο εφεσείοντες και η συγκατηγορουμένη τους δεν έδωσαν κατάθεση ενώπιον του Δικαστηρίου, επέλεξαν να προβούν σε δήλωση από το εδώλιο του κατηγορουμένου.
Ο πρωτόδικος Δικαστής, στη μακροσκελή και προσεκτική απόφαση του, εξέτασε τη μοναδική ουσιαστικά μαρτυρία που είχε ενώπιον του, αυτή δηλαδή της Χρυσοβαλάντης Κωνσταντίνου, και κατέληξε στο συμπέρασμα πως η μάρτυρας είπε την αλήθεια, έστω και αν ήταν συναυτουργός στην τέλεση του εικονικού γάμου. Ο Δικαστής έδωσε επαρκείς λόγους για την κρίση του. Κατηύθυνε επίσης την προσοχή του και στη νομική πτυχή της υπόθεσης, επικεντρώνοντας ορθά τα συστατικά στοιχεία που πρέπει να αποδειχθούν για να συντελεστούν τα αδικήματα. Στις ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου καθορίζεται πως «εικονικός γάμος» σημαίνει «γάμο ο οποίος τελέστηκε μεταξύ πολίτη της Δημοκρατίας ή αλλοδαπού που διαμένει νόμιμα στην κυπριακή δημοκρατία με αλλοδαπό, με αποκλειστικό σκοπό την είσοδο και παραμονή του τελευταίου στη Δημοκρατία». Το δε άρθρο 7(Δ) του Νόμου, που δημιουργεί το αδίκημα, προβλέπει πως: «αλλοδαπός ή πολίτης της Δημοκρατίας που τέλεσε εικονικό γάμο ή με οποιοδήποτε τρόπο συνέβαλε στην τέλεση τέτοιου γάμου διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης μέχρι 3 χρόνια ή με χρηματική ποινή μέχρι τρεις χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές.» Στον ίδιο το Νόμο «αλλοδαπός» ορίζεται το πρόσωπο το οποίο δεν είναι βρετανός υπήκοος ή πολίτης της Ιρλανδικής Δημοκρατίας ή ημεδαπός της Δημοκρατίας.
Ο 2ος εφεσείων είναι κοινώς παραδεκτό πως είναι αλλοδαπός μέσα στην πιο πάνω έννοια του Νόμου. Είναι Σύριος, και αυτή η ιθαγένεια καταγράφεται στο πιστοποιητικό γάμου που εκδόθηκε από το Δημαρχείο Αραδίππου και κατατέθηκε ως παραδεκτό γεγονός στο Δικαστήριο. Ο ίδιος αναφέρει στην κατάθεση του στην Αστυνομία πως ζούσε και εργαζόταν στην Κύπρο για δύο χρόνια.
Από τα πραγματικά γεγονότα, όπως εκτέθηκαν στο Δικαστήριο από την Χρυσοβαλάντη Κωνσταντίνου, η διαπίστωση πως ο γάμος ήταν εικονικός δεν επιδέχεται κριτικής. Μένει όμως το άλλο συστατικό στοιχείο που ο ίδιος ο Νόμος ορίζει για να συντελεστεί το αδίκημα, ο αποκλειστικός δηλαδή σκοπός της τέλεσης του γάμου που πρέπει να είναι η είσοδος και παραμονή του αλλοδαπού στη Δημοκρατία. Στο σημείο αυτό ο πρωτόδικος δικαστής έσφαλε. Θα εξηγήσουμε παρακάτω, με αναφορά βεβαίως στις ίδιες τις διαπιστώσεις του Δικαστή, πως κατά τη γνώμη μας τέτοια άμεση μαρτυρία δεν υπήρχε, ούτε και περιστατική, από την οποία θα μπορούσε να συναχθεί από το σύνολο των στοιχείων που είχαν παρουσιαστεί στη δίκη, το απαραίτητο αυτό συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Ο πρωτόδικος δικαστής επεξηγεί στην απόφαση του τα ωφελήματα που θα είχαν ένας έκαστος από τους συντελεστές της παρανομίας. Λέει επί του προκειμένου: «Η Χρυσοβαλάντη επεδίωκε να εξασφαλίσει τα χρήματα για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές της στο κολέγιο που φοιτούσε. Ο πρώτος κατηγορούμενος (ο εφεσείων 1) κατά τη συνάντηση εκείνη είχε ξεκαθαρίσει στη Χρυσοβαλάντη ότι θα τελούσε τον υπό αναφορά γάμο με τον τρίτο κατηγορούμενο, 2ο εφεσείοντα, για να εξασφαλίσει ο τελευταίος τη βίζα του, την παραμονή του δηλαδή στη Δημοκρατία». Ακολουθεί επί της μαρτυρία αυτής η κρίση του Δικαστηρίου ως εξής: «Τα όσα περιγράφω αμέσως πιο πάνω δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας ότι ο σκοπός τον οποίο επεδίωξε ο τρίτος κατηγορούμενος «2ος εφεσείων» με τη σύναψη του επίδικου γάμου ήταν η εξασφάλιση της παραμονής του στη Δημοκρατία».
Όπως είπαμε πιο πριν οι δύο εφεσείοντες δεν έδωσαν κατάθεση στο Δικαστήριο. Ό,τι αναφέρει πιο πάνω ο δικαστής προέρχονται από την ένορκη μαρτυρία της Χρυσοβαλάντης. Δεν φαίνεται δε κατά πόσο, και σύμφωνα με την κατάθεση της, όταν ο 1ος εφεσείων της ξεκαθάριζε πως ο γάμος θα εξυπηρετούσε τον 2ο εφεσείοντα, για να εξασφαλίσει δηλαδή την παραμονή του στη Δημοκρατία, ο τελευταίος ήταν παρών άκουσε αυτό το σχόλιο και δεν αντέδρασε. Η μαρτυρία αυτή δεν αξίζει τίποτε και εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να ενοχοποιεί τον 2ο εφεσείοντα. Εκτός από το πιο πάνω περιστατικό δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας, άμεσης ή έμμεσης, από την οποία να συνάγεται πως ο σκοπός που ο 2ος εφεσείων τέλεσε τον εικονικό γάμο ήταν για να εξασφαλίσει παραμονή στην Κύπρο. Ο ίδιος στην κατάθεση του στην Αστυνομία και στη δήλωση του στο Δικαστήριο ισχυρίστηκε πως ο γάμος του δεν ήταν εικονικός. Είπε πως ζούσε και εργαζόταν νόμιμα στην Κύπρο για δυο χρόνια και πως ο γάμος του ακολούθησε προηγούμενη σύντομη γνωριμία του με τη Χρυσοβαλάντη.
Καθώς αναφέρεται και στην πρωτόδικη απόφαση το νομικό καθεστώς της παρουσίας του εφεσείοντα 2 στη Δημοκρατία δεν διευκρινίστηκε, αφού περί αυτού δεν δόθηκε καμία απολύτως μαρτυρία. Τέτοια μαρτυρία θα βοηθούσε ενδεχομένως στην εκτίμηση των περιστάσεων για να αποδειχθεί με την αναγκαία βεβαιότητα πως ο σκοπός της τέλεσης του εικονικού γάμου ήταν για να εξασφαλίσει ο 2ος εφεσείων παραμονή στη Δημοκρατία, στοιχείο που πρέπει να υφίσταται, και μάλιστα κατ' αποκλειστικότητα, για να συντελεστεί το αδίκημα. Δεν χρειάζεται βέβαια να υπενθυμίσουμε πως πρόκειται για ποινική υπόθεση, με το βάρος απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας να βρίσκεται στους ώμους της κατηγορούσας αρχής.
Ενόψει των ανωτέρω η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Η καταδίκη παραμερίζεται. Οι κατηγορούμενοι αθωώνονται των κατηγοριών, και απαλλάσσονται.
Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Οι κατηγορούμενοι αθωώνονται και απαλλάσσονται.