ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 2 ΑΑΔ 531
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 58/2007)
19 Δεκεμβρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
JULIAN HARRINGTON,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
― ― ― ― ―
Γ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Ζαχαριάδου και Η. Στεφάνου, για την Εφεσίβλητη.
― ― ― ― ―
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή στις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας και της διενέργειας πράξης που σκοπό είχε την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 ετών και 6 ετών αντίστοιχα. Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της ποινής των 15 ετών ως έκδηλα υπερβολικής.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως συνοψίζονται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, είναι τα ακόλουθα:
«Ο κατηγορούμενος είναι Αγγλος υπήκοος και έφθασε στην Κύπρο για διακοπές την 17.8.06. Τα ξημερώματα της 18.8.06 τον ξύπνησε συγγενικό του πρόσωπο και τον πληροφόρησε ότι νεαρός Αγγλος, φίλος του, τραυματίστηκε σε επεισόδιο που έλαβε χώρα σε δισκοθήκη της περιοχής. Ο κατηγορούμενος μετέβηκε με αυτοκίνητο ενοικιάσεως στην κλινική όπου νοσηλευόταν το πιο πάνω πρόσωπο. Αφού το επισκέφθηκε, επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του μαζί με τους πρώην συγκατηγορούμενους του - ανίψια του νεαρής ηλικίας - και καταδίωξε νεαρούς Κύπριους μοτοποδηλάτες, οι οποίοι, όπως πληροφορήθηκε στο χώρο της κλινικής, ήταν τα πρόσωπα που τραυμάτισαν τον φίλο του. Λίγο μετά θεάθηκε να κινείται στην περιοχή με το αυτοκίνητο του έχοντας ως επιπρόσθετο συνεπιβάτη πρόσωπο που κρατούσε μαχαίρι. Ο κατηγορούμενος απειλούσε ότι αυτοί που τραυμάτισαν τον φίλο του θα πληρώσουν. Ακολούθως στάθμευσε το αυτοκίνητο του στη Λεωφόρο Ξενοδοχείων στον Πρωταρά. Είχε, εν τω μεταξύ, αποβιβαστεί το πρόσωπο που κρατούσε το μαχαίρι. Παρέμειναν μόνο, καθισμένοι στο πίσω κάθισμα, οι πρώην συγκατηγορούμενοι του. Τη χρονική αυτή στιγμή τα θύματα, ο Μάριος Δημητρίου και ο Χρίστος Παπίρης, επέβαιναν μοτοποδηλάτου και βρισκόντουσαν επί της ίδιας λεωφόρου με αντίθετη όμως κατεύθυνση. Μόλις ο οδηγός του μοτοποδηλάτου, ο Μάριος, επιχείρησε να περάσει δίπλα από το σταθμευμένο αυτοκίνητο και ενώ η μεταξύ των οχημάτων απόσταση ήταν ελάχιστη, ο κατηγορούμενος ξεκίνησε το αυτοκίνητο και άρχισε να κινείται προς το μέρος του μοτοποδηλάτου με σκοπό να το κτυπήσει. Ο Μάριος έκανε ελιγμό προκειμένου να αποφύγει και ανέπτυξε ταχύτητα. Ο κατηγορούμενος οδηγώντας αρχικά με πισινή ταχύτητα και κάνοντας επαναστροφή άρχισε να κυνηγά το μοτοποδήλατο. Ο Μάριος εισήλθε στη Λεωφόρο Κάβο Γκρέκο και στην προσπάθεια του να διαφύγει εισήλθε κατ΄ επανάληψη σε ποδηλατόδρομο που εφάπτεται της πιο πάνω λεωφόρου. Το ίδιο έπραξε και ο κατηγορούμενος, ο οποίος, τελικά κατόρθωσε να σπρώξει με το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου το πίσω μέρος του μοτοποδηλάτου και ακολούθως να το κτυπήσει άλλες δύο φορές. Αποτέλεσμα της τελευταίας πρόσκρουσης, που ήταν και η πιο έντονη, ήταν να πέσουν από το μοτοποδήλατο τα θύματα. Ο Χρίστος κτύπησε στη συνέχεια σε μεταλλικό πάσσαλο φωτισμού, ο δε Μάριος έπεσε στο έδαφος. Λίγο αργότερα ο Χρίστος απεβίωσε. Ο θάνατος του προήλθε από εσωτερική αιμορραγία συνεπεία ρήξης ζωτικών οργάνων που προκλήθηκε από την πρόσκρουση στον πιο πάνω πάσσαλο. Ο Μάριος συνεπεία της πτώσης υπέστη εκδορές σε διάφορα μέρη του σώματος του, τραύματα στο αριστερό φρύδι και στη γενειακή χώρα, υπόσφαγμα αριστερού οφθαλμού και κάταγμα λεκάνης. Το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο κατηγορούμενος συγκρούστηκε στη συνέχεια με άλλο μοτοποδήλατο, τραυματίζοντας, ευτυχώς ελαφρά τον οδηγό του. Ακολούθως ο κατηγορούμενος εγκατέλειψε τη σκηνή και οδήγησε το αυτοκίνητο του σε χώρο στάθμευσης ξενοδοχείου όπου και το παράτησε. Μετέβηκε στη συνέχεια στο σπίτι του και αρνήθηκε, αρχικά, κάθε ανάμειξη του στην υπόθεση, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε καμία εμπλοκή και ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο κοιμόταν στο σπίτι του και δεν οδηγούσε το υπό αναφορά αυτοκίνητο. Παραδέχθηκε τελικά ενοχή σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας και ενώ ολοκλήρωνε την εξέταση του ο ΜΚ8, ο Μάριος. Προσθέτουμε, προς ολοκλήρωση της εικόνας, ότι οι Χρίστος και Μάριος δεν είχαν καμία συμμετοχή στα επεισόδια που έλαβαν χώρα στη δισκοθήκη και τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του φίλου του κατηγορούμενου. Δεν ήταν καν παρόντες στο χώρο της δισκοθήκης κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η διακίνηση τους στη Λεωφόρο Ξενοδοχείων τις πρωινές ώρες της 18.8.06, σκοπό είχε τη μετάβαση τους σε συγκεκριμένο μέρος της παραλίας στο οποίο βρισκόταν κάποιος φίλος τους.»
Ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε πρωτοδίκως ότι η εγκληματική συμπεριφορά του πελάτη του οφειλόταν στη συναισθηματική φόρτιση που του προκάλεσε η είδηση ότι ο νεαρός φίλος του τραυματίστηκε σε συμπλοκή και στη λανθασμένη πληροφόρηση που πήρε σχετικά με τη σοβαρότητα των τραυμάτων του. Το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στα γεγονότα, εξέτασε την εισήγηση και κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα:
«Ο κατηγορούμενος είχε από μόνος του την ευκαιρία να διαπιστώσει την κατάσταση του φίλου του, αφού τον επισκέφθηκε στην κλινική προτού αρχίσουν να διαδραματίζονται τα τραγικά γεγονότα. Είχε επίσης όλο το χρόνο να ηρεμήσει και ψύχραιμα να αναλογιστεί, ως ώριμος άνθρωπος, τις συνέπειες των πράξεων του. Πολύ περισσότερο αφού ο ίδιος δεν είχε εμπλακεί στο επεισόδιο της δισκοθήκης και ως εκ τούτου δεν ήταν υπό την επίδραση και φόρτιση των όσων προηγήθηκαν. Ακόμα πιο σημαντικό, τα όσα έλαβαν χώρα στη δισκοθήκη είχαν ως πρωταγωνιστές νεαρά πρόσωπα. Ο κατηγορούμενος, ως πολύ μεγαλύτερος σε ηλικία - και μάλιστα πατέρας και θείος κάποιων από τα παιδιά που συμμετείχαν στον καβγά - θα έπρεπε να φροντίσει να τα ηρεμήσει και να τα συνετίσει και όχι να προχωρήσει ο ίδιος σε ακραίας μορφής συμπεριφορά. Οι εγκληματικές του ενέργειες δεν ήταν στιγμιαίες. Ούτε περιορίστηκαν στα όσα κάλυψε η καταδίωξη των θυμάτων. Προηγήθηκε καταδίωξη άλλων μοτοποδηλάτων και η αναζήτηση στη συνέχεια των προσώπων που τραυμάτισαν τον νεαρό φίλο του, έχοντας ως συνεπιβάτη του στο αυτοκίνητο άτομο που κρατούσε μαχαίρι. Ο κατηγορούμενος σε κανένα στάδιο δεν εγκατέλειψε τους παράνομους σκοπούς του. Η εμμονή του δε σ΄ αυτούς έγινε ακόμη πιο έντονη στην πορεία της χωρίς έλεος καταδίωξης των θυμάτων. Αφού απέτυχε αρχικά να τους κτυπήσει αποκόπτοντας τους την πορεία στη Λεωφόρο Ξενοδοχείων, τους καταδίωξε στη συνέχεια για 900 περίπου μέτρα. Εισερχόμενος κατ΄ επανάληψη σε ποδηλατόδρομο δεν τους άφησε κανένα περιθώριο διαφυγής. Η εκδικητική του μανία δεν σκοπούσε στον εκφοβισμό τους. Στόχο είχε την πρόκληση σ΄ αυτούς βαρείας σωματικής βλάβης, χρησιμοποιώντας ως όπλο το αυτοκίνητο που οδηγούσε. Η έμμονη τάση του για ολοκλήρωση των προθέσεων του δεν εκτονώθηκε ούτε από την πρώτη επαφή των οχημάτων και το αμέσως επόμενο κτύπημα. Χρειάστηκε προς ολοκλήρωση του σκοπού του το τρίτο και μοιραίο κτύπημα. Ο κατηγορούμενος δεν μεταμελήθηκε ούτε αισθάνθηκε τύψεις, ακόμα και όταν τα θύματα εκτινάχθηκαν από το μοτοποδήλατο στο οποίο επέβαιναν. Εγκατέλειψε τη σκηνή και προσπάθησε να καλύψει τα ίχνη του. Αφού παράτησε το αυτοκίνητο του σε χώρο στάθμευσης ξενοδοχείου μετέβηκε στο σπίτι που διέμενε. Στη συνέχεια η συμπεριφορά του καταδεικνύει και την έλλειψη κάθε στοιχείο μεταμέλειας. Αρνήθηκε τη διάπραξη των εγκλημάτων ισχυριζόμενος ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο κοιμόταν και ότι δεν είχε οδηγήσει το συγκεκριμένο αυτοκίνητο. Αρνούμενος μάλιστα τη θέση του εξεταστή ότι υπάρχει μαρτυρία πως αυτός οδηγούσε το αυτοκίνητο απάντησε, με ύφος καθαρά υποτιμητικό: «Did you find the car? Find the car and after look for the driver». Ούτε μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του συνήγορου υπεράσπισης ότι οι ενέργειες του κατηγορούμενου μετά το συμβάν ήταν αποτέλεσμα πανικού. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του, χωρίς ίχνος ντροπής, μετά την πάροδο αρκετού χρόνου, καταδεικνύει ότι στοχευμένη συμπεριφορά του ήταν να αποποιηθεί των ευθυνών του.»
Ο κ. Γεωργίου, υποστήριξε ενώπιόν μας ότι η υπερβολή στην ποινή της 15ετούς φυλάκισης εντοπίζεται στο ότι το Κακουργιοδικείο παραγνώρισε ή δεν συνεκτίμησε σωστά την απουσία πρόθεσης θανάτωσης και την ατυχία (misforture) που καθοριστικά συνέβαλε στην επέλευση του μοιραίου. Η ατυχία εντοπίζεται στο γεγονός ότι το θύμα, πέφτοντας από το μοτοποδήλατο εξαιτίας της πρόσκρουσης του αυτοκινήτου στο πίσω μέρος του μοτοποδηλάτου, έγειρε τυχαία προς τα αριστερά και από την πρόσκρουση του στον ηλεκτρικό πάσσαλο που έτυχε να βρισκόταν στο σημείο της πτώσης, τραυματίστηκε θανάσιμα. Αν, κατά την εισήγηση, η πτώση του θύματος γινόταν προς την άλλη πλευρά, ο άτυχος νέος θα υφίστατο μόνο σωματικές κακώσεις όπως συνέβηκε με το φίλο του, συνεπιβάτη του μοτοποδηλάτου. Ο κ. Γεωργίου, συμπληρώνοντας την εισήγησή του, ανέφερε ότι τα πιο πάνω στοιχεία, σε συνάρτηση προς το γεγονός ότι η έκνομη συμπεριφορά του εφεσείοντα δεν συνάδει με τον καλό χαρακτήρα του, συνιστούν παράγοντες μετριαστικούς της ποινής τους οποίους παραγνώρισε το Κακουργιοδικείο ή δεν τους έδωσε τη δέουσα βαρύτητα. Αν αυτοί οι παράγοντες προσμετρούσαν σωστά, η ποινή φυλάκισης θα ήταν επιεικέστερη εφόσον η επίδικη εγκληματική συμπεριφορά απέχει κατά πολύ από τα όρια της προμελέτης. Ο συνήγορος υπέβαλε επίσης ότι το Κακουργιοδικείο δεν εφάρμοσε ορθά τις νομικές αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα της παραδοχής κατηγορουμένου, ως παράγοντα μετριασμού της ποινής, εφόσον, η αξία που δόθηκε στην παραδοχή του πελάτη του ήταν μηδαμινή. Τέλος, ο κ Γεωργίου ανέφερε ότι το Κακουργιοδικείο, παρέλειψε να λάβει δεόντως υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα για σκοπούς μετριασμού της ποινής, στο ορθό πλαίσιο της εξατομίκευσης.
Η ανθρωποκτονία, ως ένα από τα σοβαρότερα εγκλήματα, τιμωρείται με την ποινή της διά βίου φυλάκισης κατά ανώτατο όριο. Το αδίκημα της ανθρωποκτονίας καλύπτει ένα ευρύ φάσμα εγκληματικής συμπεριφοράς και οι διακυμάνσεις της τιμωρίας είναι ανάλογες. Ο σχεδιασμός και ο βαθμός αδιαφορίας του δράστη προς την ανθρώπινη ζωή είναι στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό της εγκληματικότητας του συγκεκριμένου δράστη για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής η οποία, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα. Βλ. Ονησίλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 556, Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 231.
Το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης αποτίμησε την εγκληματική συμπεριφορά του εφεσείοντα και καθόρισε τη σοβαρότητα του εγκλήματος. Η περίπτωση δεν απέχει πολύ από τα όρια της προμελέτης. Ο εφεσείων, αδιαφορώντας πλήρως για τη ζωή των άτυχων νέων, συνέχισε χωρίς αναστολές και με εμμονή στο σκοπό του, την ανέλεκτη καταδίωξη τους με πρόθεση να τους προκαλέσει σωματικές κακώσεις για να εκδικηθεί τον τραυματισμό του φίλου του. Ενώ είχε στη διάθεσή του αρκετό χρόνο και την ευκαιρία να ξανασκεφτεί και να υπαναχωρήσει δεν το έπραξε. Η πρόκληση του θανάτου των νέων που καταδίωκε ήταν πλήρως προβλέψιμη πιθανή συνέπεια των πράξεων του. Τα διαδοχικά βίαια κτυπήματα του αυτοκινήτου επί του μοτοποδηλάτου ήταν άκρως επικίνδυνα και μπορούσε να αποτελέσουν προβλέψιμη αιτία θανάτου των νέων που μάταια προσπαθούσαν να βρουν τρόπο σωτηρίας. Η σειρά εκτέλεσης των πράξεων του εφεσείοντα, από την αρχή μέχρι το τέλος του δράματος, αποκαλύπτει ότι η έκνομη συμπεριφορά του δεν οφειλόταν ούτε σε ξαφνική παρόρμηση ούτε σε στιγμιαία αντίδραση σε πρόκληση η άλλο εξωτερικό ερέθισμα. Ο θάνατος του θύματος δεν οφειλόταν σε ατυχία (misfortune). Το ίδιο τραγικό τέλος θα μπορούσε να είχε προκληθεί αν έπεφτε το θύμα προς την άλλη πλευρά και υφίστατο θανατηφόρο κτύπημα από την πρόσκρουσή του οπουδήποτε.
Την πρωταρχική ευθύνη για τον καθορισμό της αρμόζουσας ποινής έχει το πρωτόδικο δικαστήριο. Το εφετείο επεμβαίνει μόνο σε περίπτωση που εξ αντικειμένου διαπιστώνεται ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής. Η υπερβολή, όπως επισημαίνεται στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, πρέπει να προκύπτει από την πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής ή από την ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το μέτρο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή μετά από το συσχετισμό των δυο παραγόντων. Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη κα (2000) 2 ΑΑΔ 304. Η ποινή μπορεί επίσης να κριθεί ως έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης ή λόγω εσφαλμένης εφαρμογής των αρχών δικαίου οι οποίες διέπουν τα επιμέρους θέματα που αφορούν στην επιμέτρηση της ποινής.
Στην υπό κρίση υπόθεση, το κλίμα και οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες έδρασε ο εφεσείων, προσδιορίζουν και το βάρος της ευθύνης του για το έγκλημα. Ο κ. Γεωργίου παρέπεμψε στις R. v. Gault (1995) 16 Cr. App. R. (S) 1013, R. v. Ripley (1997) 1 Cr. App. R. (S) 19 και Attorney General v. Reference (2002) 1 Cr. App. R. (S) 94. εισηγούμενος ότι τα γεγονότα των υποθέσεων αυτών με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, προσομοιάζουν με τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης και πως και εδώ η ποινή φυλάκισης πρέπει να είναι αναλόγως χαμηλότερη. Το Κακουργιοδικείο εξήγησε με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι υπέρτερης σοβαρότητας εκείνων των προαναφερόμενων υποθέσεων και συνεπώς δεν προσφέρουν καθοδήγηση ως προς το ορθό μέτρο τιμωρίας. Η σκέψη του Κακουργιοδικείου επί του θέματος μας βρίσκει σύμφωνους χωρίς να χρειάζεται να πούμε ο,τιδήποτε άλλο παρά να επαναλάβουμε ότι τα σοβαρά γεγονότα και ο βαθμός αδιαφορίας του εφεσείοντα για την ανθρώπινη ύπαρξη είναι τα αποφασιστικά στοιχεία καθορισμού της εγκληματικότητας του δράστη και του μέτρου της τιμωρίας του.
Το Κακουργιοδικείο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων, σε προχωρημένο στάδιο της δίκης, άλλαξε απάντησε και παραδέχθηκε ενοχή στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Υπό το πρίσμα των στοιχείων που επιμελώς παρατίθενται, το Κακουργιοδικείο εξέτασε τη σημασία της παραδοχής του εφεσείοντα ως δείκτη μεταμέλειας και ως παράγοντα μετριασμού της ποινής και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και στις δύο περιπτώσεις η σημασία της παραδοχής είναι ελάχιστη. Ανάλογο ήταν και το συμπέρασμα αναφορικά με τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα ο οποίος έχει λευκό ποινικό μητρώο, χαίρει εκτίμησης στο περιβάλλον που ζει και ότι η 17χρονη κόρη του εξαρτάται οικονομικά από τον ίδιο. Το Κακουργιοδικείο αποτίμησε τη σημασία όλων των σχετικών παραγόντων μετριασμού της ποινής έχοντας υπόψη τη βασική αρχή ότι η εξατομίκευση ποτέ δεν πρέπει να εξουδετερώνει την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου.
Οι μετριαστικοί παράγοντες δεν μεταβάλουν την κλίμακα σοβαρότητας του εγκλήματος προς την οποία πρέπει να αντιστοιχεί η ποινή. Επαναλαμβάνουμε ότι το έγκλημα που έχει διαπραχθεί προσεγγίζει τα όρια της προμελέτης. Η ποινή που έχει επιβληθεί, αντανακλά τη σοβαρότητα του εγκλήματος. Είναι μεν αυστηρή όχι όμως έκδηλα υπερβολική ώστε να προκύπτει ανάγκη παρέμβασης του Εφετείου για τη μείωσή της.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
ΣΦ.