ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 2 ΑΑΔ 359
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 89/2006)
4 Ιουλίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΝΙΚΟΣ ΜΑΥΡΙΚΙΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
________________________
Αλ. Μαρκίδης, μαζί με Ν. Μακρίδη, για τον Εφεσείοντα.
Ηλ. Στεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
________________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπιζε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού επτά κατηγορίες, κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, (Ν. 29/77), (ο «Νόμος»), (όπως τροποποιήθηκε από τους Ν. 67/83, 20(Ι)/92, 91(Ι)/03, και την Κ.Δ.Π. 4/96). Συγκεκριμένα, αντιμετώπιζε δύο κατηγορίες για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β - (6341,3376 γρ. και 172,5478 γρ. καννάβεως, από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη), τρεις κατηγορίες για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α - (0,6014 γρ. και 2,5250 γρ. κοκαΐνης και 1,8779 γρ. MDMA), κατηγορία για κάπνισμα καννάβεως και, τέλος, κατηγορία για κατοχή, με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β - (6341,3376 γρ. καννάβεως, από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη).
Ο εφεσείων παραδέχτηκε όλες τις κατηγορίες, πλην εκείνης της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, η οποία ακούστηκε. Του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης: πέντε ετών για την κατηγορία της κατοχής των έξι και πλέον κιλών καννάβεως και έξι μηνών για την κατηγορία του καπνίσματος. Στις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επιβλήθηκε ποινή. Οι πιο πάνω ποινές δεν αποτελούν αντικείμενο της έφεσης. ΄Ο,τι με την έφεση αμφισβητείται είναι η ορθότητα της κατά πλειοψηφία καταδίκης του στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο και η δωδεκαετής ποινή φυλάκισης, που του επιβλήθηκε.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, δεν προσφέρθηκε μαρτυρία. Τα γεγονότα, πριν και μετά την ανεύρεση των ναρκωτικών, τα οποία τελικά έγιναν ευρήματα και οδήγησαν στην καταδίκη, δηλώθηκαν από τους συνηγόρους ως παραδεκτά και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τον περί Αποδείξεως Νόμο, ΚΕΦ. 9. Τα παραθέτουμε, με όση συντομία θεωρούμε ότι δεν αφαιρεί από την εικόνα της υπόθεσης και δεν επηρεάζει την κατανόηση των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου.
Στις 23/6/2005, μετά από πληροφορία που δόθηκε στην Αστυνομία ότι ο εφεσείων κατείχε και έκρυβε μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, κατοικία στην οδό Μεταμορφώσεως Σωτήρος στο χωριό Λιμνάτι τελούσε υπό παρακολούθηση. Σε κάποια στιγμή, ο εφεσείων, ενώ κατευθυνόταν προς την είσοδο της εν λόγω κατοικίας, άλλαξε κατεύθυνση, μετά που αντιλήφθηκε εκεί την παρουσία αστυνομικού. Αμέσως ο αστυνομικός τον ανέκοψε, του υπέδειξε την αστυνομική του ταυτότητα και του ανέφερε ότι είχε ένταλμα έρευνας της κατοικίας. Ενώ τον ανέκοπτε, ο εφεσείων έριξε στο έδαφος το κλειδί της κατοικίας και δύο νάιλον σακουλάκια, τα οποία περιείχαν κάνναβη. ΄Οταν του υπέδειξε τα δύο σακουλάκια με την κάνναβη, απάντησε: «εν δικό μου». Ο αστυνομικός τον συνέλαβε για το αυτόφωρο αδίκημα, αφού προηγουμένως του επέστησε την προσοχή του στο νόμο. Σε έρευνα που ακολούθησε στην κατοικία, βρέθηκαν και παραλήφθηκαν από δωμάτιο έξι μεγάλα πλαστικά δοχεία μπογιάς άσπρου χρώματος, στα οποία υπήρχαν τα ναρκωτικά, όπως και άλλα αντικείμενα. Τα ναρκωτικά ήταν συσκευασμένα σε νάιλον σακούλια, σημαδεμένα με τις ενδείξεις: «1Κ», «3», «4», «5», «10», «7» με κόκκινο μαρκαδόρο, ως επίσης «ΠΑΛΙΟ» και «ΞΑΝΘΟ», με μπλε και μαύρο μαρκαδόρο, αντίστοιχα. Στο έκτο πλαστικό δοχείο υπήρχαν άσπρη νάιλον τσάντα με την επιγραφή «ΥΠΕΡΑΓΟΡΑ & ΚΡΕΟΠΩΛΕΙΟ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΤΣΙΑΡΤΑΣ», η οποία περιείχε αριθμό νάιλον σακουλιών και τσαντών διαφόρων χρωμάτων, πέντε κουτιά νάιλον διαφανούς μεμβράνης μάρκας «ΣΑΝΙΤΑΣ», πέντε ρολά νάιλον διαφανούς μεμβράνης, δύο ρολά νάιλον με διαφανή σακούλια, ένα ρολό με κόκκινες νάιλον τσάντες, ένα διαφανές σακουλάκι, το οποίο περιείχε τρία πλαστικά γάντια άσπρου χρώματος και ένα μαρκαδόρο κόκκινου χρώματος. Βρέθηκαν, επίσης, σε άλλο δωμάτιο, πάνω σε παλιό σιδερένιο κρεβάτι, κάτω από κουβέρτες, μια νάιλον πλαστική τσάντα με την επιγραφή «ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ», μέσα στην οποία υπήρχαν τρεις ηλεκτρικές ζυγαριές, μάρκας "PHILIPS", "KRUPS" και "ΤΑΝΙΤΑ" μοντέλο 1479, μια νάιλον πλαστική τσάντα με την επιγραφή «ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ», μέσα στην οποία υπήρχαν δυο ρολά νάιλον τσάντες - το ένα πράσινου και το άλλο κόκκινου χρώματος - και μια νάιλον πράσινη τσάντα, μέσα στην οποία υπήρχαν νάιλον τσάντες διαφόρων χρωμάτων. Κάτω από το κρεβάτι, στο ίδιο δωμάτιο, ανευρέθηκαν τρία νάιλον διαφανή σακούλια, μέσα στα οποία υπήρχαν ίχνη πράσινης ξηρής φυτικής ύλης καννάβεως και μέσα σε ερμάρι του ιδίου δωματίου χάρτινο κιβώτιο, εντός του οποίου υπήρχε ένα πλαστικό νάιλον σακούλι με ξηρή φυτική ύλη και όλα μαζί μέσα σε νάιλον πλαστική τσάντα χρώματος πράσινου. Επίσης, σε απόσταση τριάντα μέτρων, περίπου, από την κατοικία, βρέθηκαν δύο διαφανή νάιλον σακουλάκια που περιείχαν κάνναβη, από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη, συνολικού βάρους 6,8141 γρ. ΄Οταν, με το τέλος της έρευνας, ο αστυνομικός υπέδειξε στον εφεσείοντα τα ανευρεθέντα και του εξήγησε ότι εντός των έξι πλαστικών δοχείων υπήρχε ξηρή φυτική ύλη καννάβεως, άσπρη σκόνη που έμοιαζε με κοκαΐνη και χάπια που έμοιαζαν με χάπια ECSTASY, η κατοχή των οποίων απαγορεύεται, αυτός απάντησε: «ήβρετε τα τζιαι τα άλλα; εν δικά μου». Δακτυλοσκοπικές εξετάσεις, που έγιναν, κατέδειξαν ότι στο εξωτερικό μέρος σε τρεις διαφανείς νάιλον τσάντες υπήρχαν αποτυπώματα του εφεσείοντα. Εντοπίστηκε, επίσης, το γενετικό του υλικό - DNA - στο εξωτερικό μέρος σε τέσσερα διαφανή νάιλον.
Στα πλαίσια των παραδεκτών γεγονότων παρουσιάστηκε και η κατάθεση που ο εφεσείων έδωσε την ίδια ημέρα στην Αστυνομία. Αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι σιγά - σιγά, μετά που άρχισε να καπνίζει μαριχουάνα, πριν πέντε περίπου χρόνια, έμπλεξε σε άσχημες καταστάσεις και παρέες, που δεν ήθελε να αποκαλύψει, και ότι είναι κάτω από αυτές τις συνθήκες που βρέθηκαν τα ναρκωτικά στην κατοχή του. Η ποσότητα ήταν μεγάλη και αποφάσισε να τα πάρει στο Λιμνάτι και να τα κρύψει στο σπίτι όπου βρέθηκαν, το οποίο ο πατέρας του, που είναι μπογιατζής, χρησιμοποιούσε προηγουμένως για να βάζει τις μπογιές του. ΄Οταν ο πατέρας του σταμάτησε να χρησιμοποιεί το σπίτι, πήρε κρυφά το κλειδί της κατοικίας και τα έκρυψε μέσα στις σίκλες της μπογιάς. Εκεί έκρυψε και τρεις ζυγαριές ακριβείας και αρκετά σακούλια άδεια, πήγαινε δε στο χωριό κάθε δυο μέρες για να τα ελέγχει και έπαιρνε και λίγο για τον ίδιο να καπνίζει.
Μετά που ο εφεσείων κλήθηκε σε απολογία, περιορίστηκε σε ανώμοτη δήλωση, το ουσιαστικό μέρος της οποίας έχει ως εξής:-
«Δυστυχώς για μένα και για την οικογένεια μου πριν μερικά χρόνια μπλέχθηκα στη δίνη των ναρκωτικών και ξεκίνησα να καπνίζω κάνναβη. Σταδιακά οι σχέσεις μου με το πρόσωπο που με προμήθευε την κάνναβη στένεψαν και σε κάποιο στάδιο μου πρότεινε να μπω συνέταιρος σε κάποια επιχείρηση που θα άνοιγε όπως μου είπε στη Λεμεσό. Προηγουμένως είχαμε συνεργαστεί και ως ελαιοχρωματιστές χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα. Αφού το σκέφθηκα συμφώνησα και του έδωσα ένα σεβαστό χρηματικό ποσό προερχόμενο από οικονομίες μου και το οποίο προόριζα για το μέλλον του παιδιού μου. Με είχε πείσει πως το νυχτερινό κέντρο που θα άνοιγε θα πήγαινε πολύ καλά και πως θα είχαμε σίγουρα κέρδος. Ο χρόνος περνούσε και η επιχείρηση δεν φαινόταν να ανοίγει. ... Ζήτησα τα λεφτά μου πίσω οπόταν μου είπε πως δεν τα είχε και να τα ξεχάσω. ..., πήγα σε δικηγόρο και ρώτησα πώς μπορούσα να πάρω τα λεφτά μου πίσω. ... μου εξήγησε πως χωρίς αποδεικτικά στοιχεία υπήρχε κίνδυνος να χάσω την υπόθεση και να πρέπει να πληρώσω και τα έξοδα των δικηγόρων. ...
Λόγω των πολύ στενών σχέσεων μου με το συγκεκριμένο πρόσωπο έτυχε να γνωρίζω πού αποθήκευε τα ναρκωτικά από τα οποία μου προμήθευε. Πάνω στην απελπισία μου πήρα την απόφαση, την τολμηρή απόφαση να πάω να του τα κλέψω, ό,τι ναρκωτικά είχε φυλαγμένα για να τον εκδικηθώ. ΄Ετσι ένα βράδυ μέσα στο Νοέμβριο του 2004 πήγα στο συγκεκριμένο μέρος και βιαστικά άρπαξα ό,τι βρήκα μπροστά μου και έφυγα. Ανάμεσα στα πράγματα που πήρα ήταν συγκεκριμένα οι ζυγαριές και τα σακούλια που βρήκε η Αστυνομία στο Λιμνάτι. ΄Ολα ήταν συσκευασμένα όπως τα βρήκε η Αστυνομία. ... και έτσι τα έκρυψα στο Λιμνάτι ώσπου να αποφασίσω τι θα ήταν το καλύτερο να κάμω. Το μόνο βέβαιο είναι πως ουδέποτε είχα πρόθεση να τα προμηθεύσω σε άλλο άτομο όπως κατηγορούμαι. Δύο-τρεις μέρες μετά άρχισα να δέχομαι απειλές κατά της ζωής μου από κάποιο άγνωστο ο οποίος μου έλεγε ότι είχα κάτι που δεν ήταν δικό μου και αν ήθελα να ζήσω θα έπρεπε να το επιστρέψω. Εγώ φυσικά αρνιόμουν ότι είχα στην κατοχή μου τα ανευρεθέντα. Μετά από λίγες μέρες άγνωστοι έβαλαν βόμβα και ανατίναξαν το σπίτι μου. Το άτομο από το οποίο είχα κλέψει τα ανευρεθέντα δολοφονήθηκε και οι απειλές κατά της ζωής μου συνεχίζονταν. Συνειδητοποίησα πως πίσω από όλα αυτά κρύβονταν αδίστακτα πρόσωπα που είναι ικανοί για τα πάντα. ΄Οπως είχαν έλθει τα πράγματα και επειδή φοβόμουν για τη ζωή μου αλλά και της οικογένειας μου, έκαμα τη σκέψη πως αν κρατούσα κρυμμένα τα ναρκωτικά οι άγνωστοι που με υποψιάζονταν ότι τα είχα κλέψει και τα ζητούσαν από μένα δεν θα με σκότωναν διότι αν έκαμναν κάτι τέτοιο θα έχαναν για πάντα την ελπίδα να τα πάρουν πίσω. Κανένας άλλος δεν γνώριζε πού τα είχα κρύψει. Αρχικά τα είχα βάλει σε ανοικτό χώρο και μετά τα μετέφερα εκεί που τα βρήκε η Αστυνομία. Αυτό έγινε ένα περίπου μήνα προηγουμένως. Το σπίτι που ερεύνησε η Αστυνομία ανήκει στην οικογένεια Καουρή από το Λιμνάτι και είχε παραχωρηθεί στον πατέρα μου ως αποθήκη. Λίγους μήνες προηγουμένως ο πατέρας μου έπαψε να χρησιμοποιεί την αποθήκη και έτσι, όπως λέω και στην κατάθεσή μου, πήρα τα κλειδιά και έβαλα τα ναρκωτικά εκεί. Ουδέποτε είπα σε κανένα ότι είχα στην κατοχή μου τα ναρκωτικά. Ούτε έδωσα σε κανένα απ' αυτά. Το μόνο που έκαμα ήταν να παίρνω από την κάνναβη μικρές ποσότητες για τη δική μου χρήση και μόνο. Τα υπόλοιπα ναρκωτικά δεν τα άγγιξα ποτέ μου. Ούτε χρησιμοποίησα απ' αυτά. Το ίδιο ισχύει και για τις ζυγαριές που βρήκε η Αστυνομία. Δεν τις χρησιμοποίησα ποτέ μου. Δεν ξέρω καν αν ήταν σε λειτουργήσιμη κατάσταση.
.................................................................................................................
Ξέρω πως με αυτή τη δήλωση μου θέτω σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή μου και ίσως τη ζωή της οικογένειας μου αλλά αυτή είναι η όλη αλήθεια. Αποφάσισα να προβώ σε ανώμοτη δήλωση όχι για να αποφύγω την αντεξέταση αλλά επειδή φοβάμαι να απαντήσω σε ερωτήσεις ως προς το ποιο ήταν το πρόσωπο που αναφέρω πιο πάνω. Ο ίδιος μπορεί να δολοφονήθηκε αλλά είμαι σχεδόν βέβαιος πως αν τον κατονομάσω η οικογένεια του θα δυσαρεστηθεί και θα θέλει και εκείνη να μου κάμει κακό. ΄Ηδη έχω δεχθεί απειλές να κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Εξάλλου έχω προ καιρού εξουσιοδοτήσει το συνήγορό μου να αποκαλύψει όλα τα γεγονότα στον κ. Κανναουρίδη, ο οποίος και γνωρίζει αυτά που αναφέρω. ...»
Το Κακουργιοδικείο, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του εφεσείοντα να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία[1], έχει πειστική παρά αποδεικτική σημασία, κατέληξε ότι δεν μπορεί να την αποδεχθεί, γιατί:-
«- Αν όντως το ενδιαφέρον του και ο σκοπός του γενικά περιορίζετο μόνο στο να στερήσει τα ναρκωτικά από τον ιδιοκτήτη τους, (τον προμηθευτή του), για να τον εκδικηθεί και όχι να τα εκμεταλλευτεί προς τι η φύλαξη τους και μάλιστα με τόσο επιμελή και προστατευτικό τρόπο όπως φαίνεται από τα παραδεκτά γεγονότα και τις φωτογραφίες (Τεκ. 1), ιδιαίτερα έχοντας υπόψη ότι η κατοχή τους συνεπάγεται σοβαρότατες κυρώσεις.
- Αν πράγματι ο σκοπός του ήταν μόνο να στερήσει όπως αναφέραμε τα ναρκωτικά από τον ιδιοκτήτη τους χωρίς μάλιστα να τα εκμεταλλευθεί προς τι η κλοπή και των τριών ζυγαριών και όλων εκείνων των αντικειμένων όπως τα ρολά με τα νάιλον σακούλια, τσάντες, κουτιά με διαφανή μεμβράνη μέχρι ακόμη και γάντια.
- Ακόμη προς τι η φύλαξη και όλων αυτών των αντικειμένων, εκτός δηλαδή από τα ναρκωτικά.
- ΄Οπως ο ίδιος αναφέρει στην ανώμοτη του δήλωση: '΄Οπως είχαν έλθει τα πράγματα και επειδή φοβόμουν για τη ζωή μου αλλά και της οικογένειας μου, έκαμα τη σκέψη πως αν κρατούσα κρυμμένα τα ναρκωτικά οι άγνωστοι που με υποψιάζονταν ότι τα είχα κλέψει και τα ζητούσαν από μένα δεν θα με σκότωναν διότι αν έκαμναν κάτι τέτοιο θα έχαναν για πάντα την ελπίδα να τα πάρουν πίσω. Κανένας άλλος δεν γνώριζε πού τα είχα κρύψει'. Εν όψει των πιο πάνω θέσεων του κατηγορουμένου, προβάλλει το ερώτημα από ποια πηγή θα γνώριζαν ότι συνέχισε να κατέχει τα ναρκωτικά και δεν τα είχε διαθέσει αφού ο ίδιος όπως είπε στην ανώμοτη δήλωση του 'αρνιόταν' ότι τα είχε στην κατοχή του, όταν δεχόταν απειλές από το άγνωστο πρόσωπο.
΄Εχοντας υπόψη ότι το μόνο ενδιαφέρον που είχε ήταν να εκδικηθεί τον προμηθευτή του που τον εξαπάτησε, αυτό που φυσιολογικά θα αναμενόταν από τον κατηγορούμενο, ήταν να τα καταστρέψει. ΄Αλλωστε τι θα τα έκαμνε; Η δικαιολογία που έδωσε στην ανώμοτη δήλωση του για τον λόγο που τα κράτησε στερείται λογικής συνέπειας. Αν πράγματι φοβόταν για την οικογένεια του και την ζωή του γιατί κατ' αρχήν να τα κλέψει; ΄Οτι γνώριζε για τις συνέπειες της ενέργειας του φαίνεται από την ίδια την δήλωση του. ΄Οπως αναφέρει 'πήρα την απόφαση την τολμηρή απόφαση να τα κλέψω...', γεγονός που καταδεικνύει ότι ανέμενε να έχει συνέπειες η πιο πάνω πράξη του.
Δεν έχουμε επίσης πεισθεί ότι η αιτία που του ετοποθετήθη βόμβα έξω από την κουζίνα της οικίας του κατηγορουμένου είναι αυτή που προβάλλει στην δήλωση του. ΄Οσοι εμπλέκονται σε παράνομες πράξεις είναι ενδεχόμενο και εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί ν' αποκλεισθεί ότι έχουν ανοικτούς λογαριασμούς για διάφορα θέματα. Και αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει τις συνέπειες των πράξεων του από αυτή την εμπλοκή του στην παρανομία. Στην απουσία πειστικής μαρτυρίας δεν μπορούμε να εκλάβουμε την τοποθέτηση της βόμβας σαν τους λόγους που επικαλείται ο Κατηγορούμενος.»
Με την απόρριψη της ανώμοτης δήλωσης, το Κακουργιοδικείο, στη βάση των ευρημάτων του, που ήταν τα παραδεχτά γεγονότα, και αφού προηγουμένως επεσήμανε το νομολογιακά αποδεκτό ότι η κατοχή μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αυτά προορίζονται για προμήθεια σε άλλα πρόσωπα[2], όπως και το ΄Αρθρο 30Α του Νόμου, κατέληξε ότι:-
«Στην κρινόμενη υπόθεση όπου η ποσότητα των ναρκωτικών είναι σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα και τα ευρήματα μας 6341,3376 γρ. κάνναβης, σε συνδυασμό με τα περιστατικά της υπόθεσης, ιδιαίτερα με τον τρόπο με τον οποίο ήταν συσκευασμένα καθώς και τις ανευρεθείσες ζυγαριές και άλλα αντικείμενα όπως νάιλον σακούλια, κουτιά από νάιλον διαφανή μεμβράνη (Sanitas), ρολά από νάιλον διαφανή σακούλια, τσάντες, σακούλι που περιείχε 3 πλαστικά γάντια, μέχρι ακόμη και ένα μαρκαδόρο ... πρόθεση του Κατηγορουμένου ήταν να τα προμηθεύσει σε τρίτους ή τρίτον.
Εξάλλου η ποσότητα, την οποία παραδέχθη ότι ήταν στην κατοχή του, υπερβαίνει κατά πολύ την ποσότητα που καθορίζεται από το άρθρο 30Α του πιο πάνω Νόμου οπότε τεκμαίρεται ότι ο Κατηγορούμενος κατείχε τα εν λόγω ναρκωτικά με σκοπό την προμήθεια τους σε τρίτα πρόσωπα. Να επισημάνουμε ότι ο Κατηγορούμενος δεν έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο για το αντίθετο.»
Η ορθότητα της καταδίκης αμφισβητείται με έντεκα λόγους έφεσης, που αφορούν σε δύο κατηγορίες ζητημάτων. Με την πρώτη, καταλογίζεται στο Κακουργιοδικείο ότι παρέλειψε να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το ΄Αρθρο 30Α του Νόμου, κατά τρόπο που να συνάδει με το συνταγματικά καθιερωμένο τεκμήριο της αθωότητας - (΄Αρθρο 6(2) της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών - (κυρώθηκε με το Ν. 39/62) - και ΄Αρθρο 12.4 του Συντάγματος). Με αναφορά σε κυπριακή και ξένη νομολογία[3], ο κ. Μαρκίδης, αφού επανέλαβε τη γνωστή αρχή ότι, σε ποινικές υποθέσεις, το βάρος απόδειξης της υπόθεσης μέχρι τέλους της διαδικασίας βαρύνει την Κατηγορούσα Αρχή και δεν μπορεί να μετατεθεί στους ώμους του κατηγορουμένου, εισηγήθηκε ότι η διατύπωση του ΄Αρθρου 30Α του Νόμου[4] δημιουργεί τεκμήριο και εναποθέτει στους ώμους του κατηγορουμένου βάρος απόδειξης ότι δεν είχε πρόθεση προμήθειας της απαγορευμένης ουσίας. Το Κακουργιοδικείο, πρόσθεσε, αντί να προβληματιστεί εάν, με τη δημιουργία του τεκμηρίου, παραβιάζεται το ΄Αρθρο 12.4 του Συντάγματος, θεώρησε την ποσότητα των ναρκωτικών ουσιαστικό χαρακτηριστικό και καταδίκασε τον εφεσείοντα. Το λεκτικό, κατέληξε, στην απόφαση - το έχουμε ήδη παραθέσει - το οποίο αρχίζει: «Εξάλλου η ποσότητα, ...», είναι αποκαλυπτικό της παράλειψής του να προβληματιστεί εάν, με το ΄Αρθρο 30Α του Νόμου, παραβιάζεται το Σύνταγμα και να το ερμηνεύσει ανάλογα.
Στη δεύτερη κατηγορία των ζητημάτων της έφεσης συζητήθηκε ο τρόπος αντιμετώπισης της ανώμοτης δήλωσης του εφεσείοντα και η απόρριψή της. Το περιεχόμενό της, υπέβαλε ο κ. Μαρκίδης, απορρίφθηκε, χωρίς να απασχολήσει το γεγονός ότι τα όσα ο εφεσείων έλεγε είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τα παραδεκτά γεγονότα. Συγκεκριμένα, η τοποθέτηση της βόμβας στην οικία του αποφασίστηκε ότι είναι άσχετη με την υπόθεση, χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι δηλώθηκε παραδεκτό γεγονός και ως τέτοιο δεν μπορούσε να είναι άσχετο. Εισηγήθηκε, επίσης, ότι τα διάφορα που ανευρέθηκαν - μικρός αριθμός δακτυλικών αποτυπωμάτων και γενετικών ταυτίσεών του - μαζί με την ανεύρεση δακτυλικών αποτυπωμάτων αγνώστου ανδρός υποστηρίζουν την εκδοχή του, όπως την υποστηρίζει και η απουσία μαρτυρίας για ανεύρεση χρημάτων και λειτουργία των ζυγαριών, τα οποία θα αποτελούσαν ενδείξεις ότι σκοπός της κατοχής των ναρκωτικών ήταν η προμήθεια σε άλλο πρόσωπο. Τέλος, υπέβαλε ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη.
Η εφεσίβλητη στους λόγους έφεσης σε σχέση με τη συνταγματικότητα του ΄Αρθρου 30Α του Νόμου απαντά με αναφορά και αυτή σε κυπριακή και ξένη νομολογία, εισηγείται, όμως, επικαλούμενη τα γεγονότα της υπόθεσης και το σκεπτικό της απόφασης, ότι αυτοί δε χρειάζεται να εξεταστούν. Η ενοχή του εφεσείοντα, υπέβαλε ο κ. Στεφάνου, προέκυψε όχι ως αποτέλεσμα εφαρμογής του τεκμηρίου του ΄Αρθρου 30Α, η αναφορά στο οποίο έγινε εκ των υστέρων και εκ του περισσού, αλλά ως αποτέλεσμα του συνόλου των γεγονότων και των περιστατικών της υπόθεσης. Το συμπέρασμα της πρόθεσης προμήθειας, μετά την απόρριψη της ανώμοτης δήλωσης του εφεσείοντα, είναι το μόνο λογικό που εξάγεται στη βάση των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου.
Συμφωνούμε με τον κ. Μαρκίδη ότι σε ποινικές υποθέσεις η δημιουργία μαχητού τεκμηρίου δεν μπορεί, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να μεταθέτει το βάρος απόδειξης στον κατηγορούμενο. Στη Σκούλλου ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), στην οποία και οι δύο πλευρές παρέπεμψαν σε σχέση με τη δημιουργία μαχητού τεκμηρίου, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 96-97)
«΄Αποψή μας είναι ότι η δημιουργία μαχητού τεκμηρίου μπορεί να συμβιβασθεί με το θεμελιώδες τεκμήριο της αθωότητος, εφόσον -
(α) τα συμπεράσματα, τα οποία προκύπτουν από την απόδειξη γεγονότων, συναρτώνται άμεσα και αποτελούν φυσιολογικό επακόλουθο των γεγονότων αυτών, οπόταν, με την καθιέρωσή τους, ιχνηλατείται αυτό που φυσιολογικά προκύπτει και όχι ανεξάρτητο μη τεκμηριωθέν γεγονός.
(β) το αποδεικτικό βάρος, το οποίο εναποτίθεται στον κατηγορούμενο για την απόσεισή τους (των επίμαχων συμπερασμάτων), δεν εκτείνεται πέραν της δημιουργίας λογικής αμφιβολίας για την ύπαρξη των φυσιολογικών επακόλουθων. και
(γ) το βάρος απόδειξης της κατηγορίας - (το αποδεικτικό βάρος) - παραμένει στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης και δε μετατίθεται, με τη μη δημιουργία μαχητού τεκμηρίου, οποιοδήποτε μέρος του.»
Δε συμφωνούμε όμως ότι, στην προκείμενη περίπτωση, το εύρημα για την πρόθεση του εφεσείοντα για προμήθεια των ναρκωτικών σε τρίτο και, κατ' ακολουθίαν, η ενοχή του προέκυψαν ως αποτέλεσμα εφαρμογής του ΄Αρθρου 30Α του Νόμου, ώστε να παρίσταται ανάγκη εξέτασης της συνταγματικότητάς του, υπό το φως όλων όσα ενώπιόν μας συζητήθηκαν. Η καταδίκη του εφεσείοντα κρίθηκε στη βάση του συνόλου της περιστατικής μαρτυρίας, η οποία υπήρχε ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Η κατάληξη του Κακουργιοδικείου είχε ως βάση τα διάφορα τα οποία το ίδιο εξειδικεύει - τα έχουμε παραθέσει - και τα οποία εξεταζόμενα δε δημιουργούν οποιαδήποτε αμφιβολία ότι μοναδικός σκοπός του εφεσείοντα ήταν η προμήθεια των ναρκωτικών σε τρίτους. Η παράγραφος της απόφασης, στην οποία ο κ. Μαρκίδης μας παρέπεμψε, και, ιδιαίτερα, η χρησιμοποίηση της φράσης ότι «... ο κατηγορούμενος δεν έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο για το αντίθετο», δεν είναι η αποφασίζουσα την ενοχή του, ώστε να τίθεται θέμα εξέτασης της συνταγματικότητας του ΄Αρθρου 30Α του Νόμου. Η παράγραφος αυτή, όπως και η καταληκτική φράση, παρουσιάζει πρόβλημα φραστικό, όμως όχι και ουσιαστικό, αφού ακολουθεί την κατάληξη της ενοχής και, προφανώς, προστέθηκε για να ενισχύσει τα ήδη διαπιστωθέντα, χωρίς όμως να επηρεάζει την καθ' όλα, εξ άλλων λόγων, αναπόφευκτη διαπίστωση της πρόθεσης για προμήθεια.
Ούτε στον τρόπο προσέγγισης της ανώμοτης δήλωσης του εφεσείοντα από το Κακουργιοδικείο διαπιστώνουμε μεμπτότητα. Το περιεχόμενό της εξετάστηκε και δίδονται πειστικοί λόγοι για την απόρριψή του. Η έλλειψη μαρτυρίας αν οι ζυγαριές ακριβείας ήταν σε λειτουργήσιμη κατάσταση, λαμβανομένου υπόψη ότι ήταν προσεκτικά φυλαγμένες, κάτω από κουβέρτες, σε χωριστό από τα ναρκωτικά δωμάτιο, δεν επηρεάζει τα ευρήματα. Εάν ο εφεσείων δε γνώριζε ποια ήταν η κατάστασή τους και ότι αυτές λειτουργούσαν, δεν βλέπουμε για ποιο λόγο να τις προφυλάξει κάτω από τις κουβέρτες και να μην τις αφήσει μαζί με τα ναρκωτικά.
Τα περί έλλειψης αιτιολογίας της απόφασης, επίσης, δεν ευσταθούν. Εκτίθενται σ' αυτή, με λεπτομέρεια, όλες οι ουσιώδεις πτυχές της υπόθεσης και με πληρότητα επεξηγούνται τα στοιχεία, τα οποία οδήγησαν στη διαπίστωση της κατοχής των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια.
Οι λόγοι έφεσης σε σχέση με την καταδίκη απορρίπτονται.
Θα εξετάσουμε, στη συνέχεια, τους λόγους έφεσης που αφορούν στην ποινή. ΄Οπως έχουμε ήδη αναφέρει, το Κακουργιοδικείο, αφού έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο για το αδίκημα της κατοχής, με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, των 6341,3376 γρ. καννάβεως, από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη, και για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλάκισης διά βίου, του επέβαλε ποινή φυλάκισης 12 ετών.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα, χωρίς να αμφισβητεί τη σοβαρότητα του αδικήματος και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής, εισηγήθηκε ότι η επιβληθείσα είναι αποτέλεσμα λανθασμένης καθοδήγησης, που άντλησε το Κακουργιοδικείο από υποθέσεις που αφορούσαν σε διαφορετικό είδος ναρκωτικών. Συγκεκριμένα, ανέφερε, καθοδηγήθηκε από τις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Dos Santos (2005) 2 Α.Α.Δ. 297 και Ρεσλάν ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 265/05, 3/3/06, οι οποίες, όμως, αφορούσαν σε ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α. Επίσης, το Κακουργιοδικείο, παρά τη διατύπωση του ΄Αρθρου 30(4)(α) του Νόμου, στο οποίο απαριθμούνται παράγοντες, που, ανάλογα, καθιστούν αδίκημα «ιδιαίτερα σοβαρό» ή «ολιγότερο σοβαρό», παρέλειψε να χαρακτηρίσει πρώτα το αδίκημα, ανάλογα με τους παράγοντες που υπήρχαν, και μετά να προχωρήσει και να λάβει υπόψη του τα ελαφρυντικά στοιχεία του εφεσείοντα.
Σκοπός του ΄Αρθρου 30(4)(α) δεν είναι η κατάταξη των αδικημάτων του Νόμου σε κατηγορίες αλλά η απαρίθμηση παραγόντων, που προσθέτουν ή αφαιρούν από τη σοβαρότητα ενός αδικήματος, η οποία, πρωτίστως, αντικατοπτρίζεται από την προβλεπόμενη ποινή. Το ΄Αρθρο απλά εξειδικεύει παράγοντες που λειτουργούν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, χωρίς όμως με αυτούς να περιορίζεται, καθ' οιονδήποτε τρόπο, η εξουσία του δικαστηρίου κατά την επιμέτρηση της ποινής. Το δικαστήριο, κατά την επιβολή της ποινής, εξετάζει μαζί με όλα τα άλλα και συνεκτιμά, ανάλογα, και τους παράγοντες που προσδιορίζονται στο πιο πάνω ΄Αρθρο.
Ούτε στην καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου διαπιστώνουμε σφάλμα. Η αναφορά στις συγκεκριμένες αποφάσεις έγινε, όχι σε συνάρτηση με το ύψος των ποινών, αλλά με την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, ενόψει των τραγικών συνεπειών που έχουν τα ναρκωτικά και της τρομακτικής έξαρσης τους, αφού το κέρδος από την εμπορία τους είναι μεγάλο.
΄Εχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η επιβολή ποινής είναι καθήκον που βαρύνει το πρωτόδικο δικαστήριο και ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο, όταν καταφαίνεται ότι η ποινή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, ή έκδηλα υπερβολική, ή ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του νόμου - (βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342).
΄Εχουμε εξετάσει την επιβληθείσα ποινή, υπό το φως που προσδιορίζει η νομολογία. Διαπιστώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο έστρεψε την προσοχή του στο καθετί που θα μπορούσε να διαδραματίσει ρόλο στην επιμέτρησή της, όπως στην ηλικία του εφεσείοντα - 33 χρονών - την οικογενειακή του κατάσταση - έγγαμος και πατέρας ενός ανήλικου παιδιού - τις επιπτώσεις της στον ίδιο και στην οικογένειά του, ιδιαίτερα στο παιδί του, το λευκό ποινικό του μητρώο, την παραδοχή του στις υπόλοιπες κατηγορίες που αντιμετώπιζε και τη μετέπειτα συνεργασία του με την Αστυνομία. Η ποινή συνάδει με τις αρχές που, κατ' επανάληψη, έχουν διακηρυχθεί: βλ., ενδεικτικά, τις αποφάσεις του Εφετείου Ζωμενής ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 400 και Gholi v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 30.
Η έφεση εναντίον της ποινής απορρίπτεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Γ. Νικολάου, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
/ΜΠ
[1] Andreas Anastassiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97
Δημοσθένους κ.ά. ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 129
[2] Queiss v. Republic (1987) 2 C.L.R. 49
[3] Σκούλλου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 87
Σιδηρόπουλος ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 15
Regina v. Lambert [2002] 2 AC 545
Salabiaku v. France (Application no. 10519/83) European Court of Human Rights
[4] «30.Α. Εφόσον ήθελε αποδειχθεί ότι πρόσωπο καλλιέργησε, ή κατείχε ή μετέφερε ελεγχόμενο φάρμακο ή ουσία, που αναφέρεται στην πρώτη στήλη, σε ποσότητα που υπερβαίνει την καθοριζόμενη στη δεύτερη στήλη, θεωρείται ότι καλλιέργησε ή κατείχε ή μετέφερε το ελεγχόμενο αυτό φάρμακο ή την ουσία με σκοπό να το προμηθεύσει σε τρίτο πρόσωπο, εκτός αν ικανοποιήσει το Δικαστήριο για το αντίθετο.»