ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 2 ΑΑΔ 381
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ.116/2006
12 Ιουλίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΥ,
Εφεσίβλητου.
- - - - - - -
Χρ. Χριστοδούλου για Δ. Παυλίδη, για τον εφεσείοντα.
Γ. Καζαντζής, για τον εφεσίβλητο.
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος (πρώτος κατηγορούμενος στο πρωτόδικο Δικαστήριο) αντιμετώπισε στην Ποινική Υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αρ. 1183/2005 την κατηγορία ότι εξέδωσε την επιταγή αρ. 38134661 της Τράπεζας Κύπρου ημερομηνίας 20.4.03 προς την εταιρεία Meli Importers Distributors Ltd (κατηγορούμενη 2) η οποία εταιρεία στη συνέχεια την οπισθογράφησε και την παρέδωσε στον εφεσείοντα, αλλά αυτή δεν εξοφλήθηκε λόγω μη διαθεσίμων κεφαλαίων, κατά παράβαση του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Η μαρτυρία του εφεσείοντα (Κατηγορούσας Αρχής) περιορίστηκε στη δική του μαρτυρία. Η εταιρεία (κατηγορούμενη 2) απαλλάχθηκε επειδή ο εφεσείων προτίμησε να μη προχωρήσει την υπόθεση εναντίον της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκρινε αναξιόπιστο τον εφεσείοντα, για τους λόγους που αναφέρει στην απόφαση του, αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε με πλάνη αναφορικά με το νόμο και άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 89(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι «από την ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεκτή μαρτυρία» η κατηγορία και τα συστατικά της στοιχεία είχαν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι κατά την 22.5.06 που η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε εμφανιστεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια, αφού «δε θεώρησε ορθό να αναβάλει την ακροαματική διαδικασία για μερικές ημέρες» όπως το άρθρο 89(2) του Κεφ. 155 ορίζει, με αποτέλεσμα να οδηγεί σε τιμωρία του εφεσείοντα. Εφόσον η υπόθεση ήταν στο στάδιο που είχε ήδη κληθεί σε απολογία ο εφεσίβλητος, το Δικαστήριο έπρεπε να αναβάλει την υπόθεση και όχι να ζητήσει απλώς αγόρευση από την πλευρά του εφεσίβλητου και να επιφυλάξει την απόφαση του. Με τη μαρτυρία που ήταν ενώπιον του, δεν ήταν δυνατή η απόρριψη της υπόθεσης.
Ότι δεν παρουσιάστηκε ο εφεσείων-κατήγορος στην ακροαματική διαδικασία κατά την ημέρα και ώρα που όρισε την υπόθεση το Δικαστήριο, είναι αποδεκτό από τον εφεσείοντα, αποδίδοντας την απουσία του σε λάθος και/ή κακή συνεννόηση των δικηγόρων του.
Το θέμα διέπεται από το άρθρο 89(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 που διαλαμβάνει ως ακολούθως:
«(1) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(2) Αν, κατά το χρόνο που ορίζεται για την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης, ο κατηγορούμενος εμφανίζεται αλλά ο κατήγορος παραλείπει να εμφανιστεί, το Δικαστήριο αθωώνει τον κατηγορούμενο εκτός αν για κάποιο λόγο θεωρεί ορθό να αναβάλει την ακροαματική διαδικασία για μερικές ημέρες, με τέτοιους όρους, ως ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.
Οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου έτυχαν εξέτασης, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Κυριάκος Γ. Κυριακίδης Λτδ ν. Lumian Ltd, κ.α. (2000) 2 Α.Α.Δ. 343, Κουμαντάρης ν. Αθανασίου (2004) 2 Α.Α.Δ. 26 και Χατζηκωστής ν. Cyber Group Ltd (2004) 2 A.A.Δ. 604).
Στην πρώτη περίπτωση (Κυριάκος Γ. Κυριακίδης Λτδ) η ακρόαση της υπόθεσης είχε ολοκληρωθεί και η υπόθεση ορίστηκε για αγορεύσεις. Κατά την εν λόγω ημερομηνία ο δικηγόρος των εφεσειόντων (κατηγόρου) δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο και οι εφεσίβλητοι/κατηγορούμενοι (οι οποίοι αντιμετώπιζαν κατηγορία έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα) αθωώθηκαν και απαλλάγησαν. Το Εφετείο, αποδεχόμενο την έφεση, μεταξύ άλλων, ανάφερε ότι, παρόλο που το Δικαστήριο με βάση το άρθρο 89(2) του Κεφ. 155 έχει διακριτική ευχέρεια να απορρίψει την υπόθεση αν ο κατήγορος δεν εμφανιστεί, η απόφαση αυτή εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και πρέπει να αιτιολογείται. Εφόσον στη συγκεκριμένη υπόθεση η δίκη ολοκληρώθηκε και παράμειναν μόνο οι αγορεύσεις, αποτελούσε καθήκον του Δικαστηρίου η έκδοση ετυμηγορίας αφού εξασφάλιζε πρώτα και το δικαίωμα της πλευράς του κατηγόρου να υποβάλουν την αγόρευση τους. Η απόφαση του Δικαστηρίου να αφήσει την υπόθεση ημιτελή, δεν ήταν αιτιολογημένη. Η απόρριψη της υπόθεσης διαδίκου δεν αποτελεί τιμωρητικό μέτρο για εκτροπή από τα θέσμια. Έτσι επέτρεψε την έφεση και εξέδωσε διάταγμα για συνέχιση της δίκης από τον ίδιο Δικαστή.
Στην υπόθεση Κουμαντάρης ν. Αθανασίου (πιο πάνω) που αφορούσε επίσης κατηγορίες για έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα και συναφή αδικήματα, τρεις ποινικές υποθέσεις με κατήγορο τον εφεσείοντα απορρίφθηκαν για το λόγο ότι κατά την ημερομηνία που ήταν ορισμένες για ακρόαση, αυτός δεν είχε εμφανιστεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού απορρίψει τις υποθέσεις, έδωσε χρόνο περί τα 30 λεπτά στο συνήγορο του εφεσείοντα. Ο εφεσείων καταχώρισε τρεις εφέσεις που συνεκδικάστηκαν. Το Εφετείο απέρριψε τις εφέσεις. Ανάφερε ότι κάτω από τις περιστάσεις των υποθέσεων το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια και με τρόπο που δεν παρείχετο πεδίο για επέμβαση. Δεν υπήρχε κανένας καλός λόγος ο οποίος θα καθιστούσε ορθό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να «αναβάλει την ακροαματική διαδικασία για μερικές μέρες» όπως προβλέπεται στο άρθρο 89(2). Αναβολή της υπόθεσης, χωρίς αποχρώντα λόγο, θα ισοδυναμούσε με πλήρη παραβίαση των δικαιωμάτων του αντιδίκου, θα υπονόμευε την αποτελεσματικότητα των θεσμών και θα εξέθετε ανεπανόρθωτα την απονομή της δικαιοσύνης.
Στην υπόθεση Χατζηκωστής (πιο πάνω) το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτημα του δικηγόρου που εκπροσωπούσε το δικηγόρο του κατηγόρου (εφεσείοντος) για αναβολή της ακρόασης επειδή ο τελευταίος ήταν απασχολημένος ενώπιον άλλου Δικαστηρίου. Του έδωσε όμως την ευκαιρία να ειδοποιήσει σχετικά το δικηγόρο που χειριζόταν την υπόθεση και να εμφανιστεί αργότερα την ίδια ημέρα, αλλά ο τελευταίος δεν εμφανίστηκε στην ώρα που όρισε το Δικαστήριο. Έτσι απέρριψε το κατηγορητήριο και απάλλαξε την κατηγορούμενη εταιρεία/εφεσίβλητους. Πρέπει να σημειωθεί ότι η δίκη δεν είχε αρχίσει. Το Εφετείο επικρότησε τον τρόπο χειρισμού από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σημειώνοντας ότι οι δικηγόροι έχουν την αποκλειστική ευθύνη οργάνωσης της εργασίας τους. Έτσι απέρριψε την έφεση.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι κάθε υπόθεση πρέπει να εξετάζεται με βάση τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά. Στη δική μας περίπτωση η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής (εφεσείοντα) έκλεισε στις 12.5.06 και στις 16.5.06 υποβλήθηκε εισήγηση ότι δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψης υπόθεση. Το Δικαστήριο, την ίδια μέρα, αποφάσισε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψης υπόθεση και κάλεσε τον εφεσίβλητο σε απολογία. Αφού του εξήγησε τα δικαιώματα του (στην παρουσία των δικηγόρων του), όρισε την υπόθεση για συνέχιση της ακρόασης τις 22.5.06 στις 12.30 μ.μ. Κατά την εν λόγω ημερομηνία και ώρα 12.50 ο εφεσίβλητος και ο δικηγόρος του ήσαν παρόντες αλλά όχι οι συνήγοροι του εφεσείοντα, οπότε ζητήθηκε η απόρριψη της υπόθεσης. Στο σχετικό πρακτικό καταγράφονται τα ακόλουθα:
«»Δικαστήριο
Έχω ορίσει την υπόθεση για η ώρα 12:30 και τώρα είναι 12:50, και δεν υπάρχει εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, και έχω ήδη καλέσει τον κατηγορούμενο σε απολογία.
Κ. Καζαντζής
Δεν μπορείτε να προχωρήσετε στην απουσία της Κατηγορούσας Αρχής υπάρχει μία έφεση την οποία δεν την έχω τώρα υπόψη μου.
Αγορεύει και αναφέρεται στις πιο κάτω αυθεντίες . . . . .»
Το Δικαστήριο επεφύλαξε την απόφαση του και την εξέδωσε στις 31.5.06 με την οποία αθώωσε τον εφεσίβλητο ουσιαστικά για το λόγο ότι δεν πίστεψε τον εφεσείοντα που ήταν ο βασικός μάρτυρας για την υπόθεση του.
Η πλευρά του εφεσείοντα με την έφεσή της ουσιαστικά ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια και ενάντια των όσων αναφέρθηκαν στην προαναφερθείσα υπόθεση Κυριάκος Γ. Κυριακίδης Λτδ.
Εξετάσαμε την όλη υπόθεση και είμαστε της άποψης ότι η παρούσα διαφοροποιείται από την εν λόγω υπόθεση για τον εξής λόγο: Σε εκείνη την περίπτωση, παρόλο που το Δικαστήριο είχε ενώπιον του τόσο τη μαρτυρία των εφεσειόντων (κατηγόρου) όσο και αυτή του εφεσίβλητου που είχε κληθεί σε απολογία, αλλά και αρκετά παραδεκτά γεγονότα σύμφωνα με τον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9 όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 86/86, με συνοπτικό τρόπο, χωρίς αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας και χωρίς αιτιολογία, απέρριψε την υπόθεση. Συγκεκριμένα ανάφερε τα εξής:
«Δικαστήριο: Η παρούσα υπόθεση ορίστηκε σήμερα για αγορεύσεις η ώρα 3:00 μ.μ. Η ώρα είναι 3:50 ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής έχει φωναχθεί από το Δικαστήριο πλην όμως απουσιάζει. Ενώπιον μου κανένας λόγος δεν έχει τεθεί που να δικαιολογεί την απουσία του συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής από το Δικαστήριο.
Έχοντας υπόψη το αίτημα της Υπεράσπισης, η υπόθεση απορρίπτεται λόγω έλλειψης προώθησης οι κατηγορούμενοι αθωώνονται και απαλλάσσονται.»
Το Εφετείο τόνισε το γεγονός ότι η πιο πάνω συνοπτική απόφαση του Δικαστηρίου δεν πραγματεύεται αλλά ούτε και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η απουσία των εφεσειόντων κατά την ορισθείσα ημερομηνία δικαιολογούσε ή επέβαλλε την απόρριψη της κατηγορίας, ανεξάρτητα από την προσαχθείσα μαρτυρία. Έτσι η απόφαση χαρακτηρίστηκε ως αναιτιολόγητη.
Στη δική μας περίπτωση (σε αντίθεση με την υπόθεση Κυριακίδης πιο πάνω) το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και το βασικό μάρτυρα κατηγορίας (τον εφεσείοντα) τον έκρινε αναξιόπιστο. Επομένως η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται ώστε ο τρόπος που ενήργησε το Δικαστήριο να μην είναι μεμπτός.
Η πιο πάνω κατάληξη, μας φέρνει στους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Ο συνήγορος του εφεσείοντα προβάλλει τα όσα, όπως ανάφερε, σκόπευε να αναφέρει στην αγόρευση του κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Τα όσα όμως αναφέρει, εξαρτώνται από το κατά πόσο ορθά ή όχι κρίθηκε ο εφεσείων αναξιόπιστος. Αν δηλαδή η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν αναξιόπιστος είναι ορθή, τότε τα όσα υποβάλλει ο συνήγορος του εφεσείοντα δεν ευσταθούν. Είναι δε σαφώς νομολογημένο ότι το θέμα αξιολόγησης της μαρτυρίας είναι κατ' αρχή έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Δικαστήριο τούτο συνήθως δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο στην περίπτωση που τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολό της, ή από τα ίδια τα ευρήματά του. (Βλ., μεταξύ άλλων, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104, 120 και Παπαδήμας ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6/2007, ημερομηνίας 24/5/2007).
Εξετάσαμε τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα αναξιόπιστο και έχουμε καταλήξει ότι δεν υπάρχει καλός λόγος για να επέμβουμε στα ευρήματα του. Η όλη υπόθεση του εφεσείοντα αναφορικά με τις συνθήκες έκδοσης της επίδικης επιταγής είχε βασιστεί σε ισχυρισμό του περί γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 1.9.03 για πώληση της εταιρείας Αποφράξεις Αποχετευτικών Ρινόκερος Λτδ στον εφεσίβλητο για Λ.Κ.105.000 και ότι η επιταγή του δόθηκε ως προκαταβολή. Είχε αρκετές αντιφάσεις, μεταξύ άλλων, ως προς το πότε πήρε την επιταγή. Ενώ ανάφερε ότι την πήρε την 1.9.03, ημέρα δηλαδή της συμφωνίας η οποία δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, διαπιστώθηκε ότι η επιταγή είχε κατατεθεί και επιστραφεί από τον Απρίλιο του 2003. Δέχθηκε ότι την πήρε πριν την 1.9.03, αναφέροντας το Μάρτιο ή Απρίλιο του 2003. Το Δικαστήριο κατάληξε ως εξής:
«Ο Μ.Κ.1 δεν έπεισε για την αλήθεια της εκδοχής του. Δεν μπορώ να βασιστώ στη μαρτυρία του για να εξάξω ασφαλή συμπεράσματα. Δε γνωρίζω πότε εκδόθηκε η επιταγή, ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος για την έκδοση της επιταγής, κατά πόσο ο Μ.Κ.1 πλήρωσε την αξία της επιταγής στην κατηγορούμενη 2 και κατά πόσο ο κατηγορούμενος παρέδωσε επιταγή άμεσα πληρωτέα ή μεταχρονολογημένη. Ο Μ.Κ.1 δεν ήταν πρόθυμος να απαντήσει αυτές τις ερωτήσεις και πιστεύω ότι σκόπιμα ήθελε να αφήσει αυτά τα κενά. Δεν έφερε την κατηγορούμενη 2 να μαρτυρήσει και γενικώς δεν τεκμηρίωσε την εκδοχή του αλλά αντίθετα δημιούργησε έντονα την υποψία ότι το τεκμήριο 1 δεν εκδόθηκε για τους λόγους που ανέφερε αλλά για άλλο λόγο, άγνωστο στο Δικαστήριο. Η επιταγή εκδόθηκε τον Απρίλιο ενώ η ισχυριζόμενη συμφωνία έγινε το Σεπτέμβριο. Με βάση τις λεπτομέρειες του αδικήματος η κατηγορούμενη 2 παρουσιάζεται ως συνένοχος με τον κατηγορούμενο ενώ στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής η κατηγορούμενη 2 παρουσιάζεται ως πιστωτής του Μ.Κ.1.»
Με βάση το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ιδιαίτερα ότι δεν αποδείχθηκε αν η επιταγή ήταν άμεσα πληρωτέα ή μεταχρονολογημένη και εφόσον η κάθε περίπτωση διέπεται από διαφορετικές νομοθετικές διατάξεις, καταλήγουμε ότι ήταν ορθή η κατάληξη του ότι με την ενώπιον του μαρτυρία δεν στοιχειοθετείτο αδίκημα με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/Χ.Π. - Δ.Γ.