ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 2 ΑΑΔ 180

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Ποινικές Εφέσεις αρ. 87/05, 88/05 και 89/05

 

 

27 Μαρτίου, 2007

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ ΔΔ.]

 

            Ποινική έφεση 87/05

 

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Εφεσείων

 

- εναντίον -

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

............................

Ποινική έφεση αρ. 88/05

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΧΟΛΗ

Εφεσείων

 

-         εναντίον -

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

----------------------

Ποινική έφεση αρ. 89/05

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΧΟΛΗ

Εφεσείων

 

- εναντίον -

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

................................

Κ. Ανδρέου,  για τους εφεσείοντες σε όλες τις εφέσεις

     Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.

 

------------------------

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:   Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου

 

....................

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Με τις παρούσες εφέσεις οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα  της καταδίκης τους από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου στην ποινική υπόθεση αρ. 153/04 σχετικά με αδικήματα απλής επίθεσης, επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης και εισόδου σε ξένη περιουσία με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, κατά παράβαση των προνοιών του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και όσον αφορά τους Κυριάκο Χαχολή και Γιάννη Χαχολή και για παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν. 119(1)/2000).

 

Στον Κυριάκο Χαχολή (εφεσείοντα στην 89/05), σύζυγο της παραπονούμενης, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 1  ½ μηνός στην κατηγορία της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης (1η κατηγορία) και 7 ημερών φυλάκιση στην κατηγορία της εξύβρισης (3η κατηγορία).  Στον εφεσείοντα στην 87/05 (Παπαγεωργίου) ποινή φυλάκισης ενός μηνός στην κατηγορία της κοινής επίθεσης (4η κατηγορία) και η ίδια ποινή για είσοδο σε ξένη περιουσία (5η κατηγορία).  Στον εφεσείοντα στην έφεση αρ. 88/05 (Γ. Χαχολή) ποινή φυλάκισης ενός μηνός στην κατηγορία της κοινής επίθεσης (6η κατηγορία) και η ίδια ποινή για παράνομη είσοδο σε ξένη περιουσία (7η κατηγορία).  Όλες οι ποινές συντρέχουν. 

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως τα διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, έχουν ως ακολούθως:

 

«Η Μ.Κ.4 Χριστίνα Βλάχου, παραπονούμενη, ήταν σύζυγος του 1ου κατηγορούμενου Κυριάκου Χαχολή για δέκα (10) περίπου χρόνια μέχρι την ημέρα, 29.08.03, που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα τα οποία αποτέλεσαν την βάση πρόσαψης των κατηγοριών εναντίον των κατηγορουμένων 1.2 και 3 και την αιτία χωρισμού του ζεύγους.  Από το γάμο τους απέκτησαν δύο (2) παιδιά.  Ο 3ος κατηγορούμενος είναι αδελφός του 1ου κατηγορουμένου και η Μ.Κ.4 κατά το εν λόγω χρόνο ήταν νύφη του.  Ο 2ος κατηγορούμενος ήταν στενός φίλος της οικογένειας.

 

Κατά το έτος 2002 άρχισαν τα προβλήματα μεταξύ του ζεύγους για το λόγο ότι ο 1ος κατηγορούμενος υποψιάζετο ότι η Μ.Κ.4 τον απατούσε.  Η Μ.Κ.4 δημιούργησε ερωτικό δεσμό με τον Μ.Κ.7 τρεις (3) περίπου μήνες πριν τα γεγονότα της 29.08.03.  Για σκοπούς συνεύρεσης με τον Μ.Κ.7 ενοικίασε το διαμέρισμα Αρ. 10 στον 1ο όροφο σε συγκρότημα διαμερισμάτων το οποίο βρίσκεται κοντά στην υπεραγορά «Ορφανίδη» στο Παραλίμνι.

 

Στις 29.08.03 και περί ώρα 3 το απόγευμα μετά από λογομαχία που είχε η Μ.Κ.4 με τον 1ο κατηγορούμενο έφυγε από την οικία τους και μετέβη στο διαμέρισμα που ενοικίασε στο Παραλίμνι όπου περί τις 3.30 το απόγευμα συνάντησε τον Μ.Κ.7.

 

Περί τις 5 η ώρα το απόγευμα ενώ η Μ.Κ.4 εβρίσκετο στο καθιστικό του διαμερίσματος με τον Μ.Κ.7 άκουσε τον 1ο κατηγορούμενο να κτυπά την πόρτα και να της φωνάζει.  Τότε από φόβο μετέβησαν στο υπνοδωμάτιο του διαμερίσματος.

 

Ο 1ος κατηγορούμενος όμως πέτυχε την είσοδο του στο διαμέρισμα από ανοικτό παράθυρο του καθιστικού και αφού τους εντόπισε στο υπνοδωμάτιο σε δυνατό τόνο ζήτησε από τον Μ.Κ.7 να βγεί έξω από το διαμέρισμα.  Ο Μ.Κ.7 άκουσε τον 1ο κατηγορούμενο, βγήκε έξω από το διαμέρισμα και έφυγε από το μέρος.

 

Στο διαμέρισμα ο 1ος κατηγορούμενος θυμωμένος ύβρισε την Μ.Κ.4 με τις λέξεις «πουτάνα, βρωμισμένη, σκύλλα» και ταυτόχρονα της έδωσε γρονθιά στο πρόσωπο ένεκα του οποίους έχασε την ισορροπία της και έπεσε στο κρεβάτι.  Συνέχισε να την κτυπά στο κεφάλι και σ' άλλα μέρη του σώματος της και της προκάλεσε τα τραύματα τα οποία θα αναφερθώ κατωτέρω.  Σε κάποια στιγμή σταμάτησε και τηλεφώνησε του αδελφού του, 3ου κατηγορούμενου.  Εισερχόμενος ο 3ος κατηγορούμενος στο διαμέρισμα και βλέποντας την Μ.Κ.4 την έπιασε από τα μαλλιά και στη συνέχεια προέβη στο ξυλοδαρμό της.  Όταν την άφησε τηλεφώνησε στον 2ο κατηγορούμενο ο οποίος εισερχόμενος στο διαμέρισμα την κτύπησε και αυτός.  Παρά τις παρακλήσεις της να μην την κτυπά ένας έκαστος εξ' αυτών και παρά του ότι ζήτησε από κάθε ένα απ' αυτούς να φύγουν από το διαμέρισμα της αυτοί περέμειναν σ' αυτό παράνομα.

 

Για να διαπιστώσει ο 1ος κατηγορούμενος κατά πόσο είχε έλθει σε συνουσία η Μ.Κ.4 με τον Μ.Κ.7 την μετέφερε στον Μ.Κ.5.  Η Μ.Κ.4 δεν θέλησε να υποβληθεί σε τέτοιου είδους εξέταση και αφού βρήκε την ευκαιρία έφυγε και μετέβη στον αστυνομικό σταθμό Παραλιμνίου περί ώρα 18.30 όπου προφορικά υπέβαλε παράπονο εναντίον των κατηγορουμένων 1,2 και 3 λέγοντας τι της είχε συμβεί στον Μ.Κ.1 ο οποίος πρόσεξε ότι έφερε τραύματα στο πρόσωπο της.  Την εφοδίασε με σχετικό έντυπο και την παρέπεμψε στο Νοσοκομείο Παραλιμνίου.  Την ίδια ημέρα και περί ώρα 18.59 ο Μ.Κ.6 εξέτασε την τρομαγμένη Μ.Κ.4 και διαπίστωσε ότι είχε κεφαλαλγία, εκδορά διαστάσεων 8χ2 εκατοστών στην ωμοπλάτη, δύο εκδορές διαστάσεων 4χ3 και 3χ2 εκατοστών στην οπίσθια όψη του δεξιού μηρού, εκδορά διαστάσεων 6χ3 εκατοστών στο δεξιό υποχόνδριο, εκδορές και στις δύο πλευρές του στήθους και εκδορά διαστάσεων 2 χ1 1/23 εκατοστών κάτω από τον αριστερό οφθαλμό.  Τα τραύματα αυτά στην Μ.Κ.4 όπως ανέφερα και πιο πάνω της τα προκάλεσε ο 1ος κατηγορούμενος.

 

Την επομένη δηλαδή στις 30/8/03 και μεταξύ των ωρών 19.20 με 21.40 προέβη σε κατάθεση για τα γεγονότα υποβάλλοντας έτσι και γραπτώς παράπονο εναντίον των κατηγορουμένων 1, 2 και 3.»

 

Ενόψει του πιο πάνω ευρήματος, ότι δηλαδή τα τραύματα της παραπονούμενης τα προκάλεσε ο σύζυγος της (εφεσείων στην 89/05), το πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με τους εφεσείοντες στις 87/05 και 88/05 (κατηγορούμενοι 2 και 3 αντίστοιχα), κατάληξε ότι δεν αποδεικνυόταν η κατηγορία της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 243 του Κεφ. 154 που κατηγορούνταν, και αφού τροποποίησε αυτεπάγγελτα το κατηγορητήριο, τους βρήκε ένοχους για κοινή επίθεση κατά παράβαση του άρθρου 242.

 

Με τις παρούσες εφέσεις προσβάλλεται η καταδίκη.  Οι λόγοι έφεσης και στις 3 εφέσεις (ως έχουν τροποποιηθεί) μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως:

 

(α) Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε το άρθρο 85 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 με αποτέλεσμα να κρίνει ένοχους τους εφεσείοντες Παπαγεωργίου και Γιάννη Χαχολή στο αδίκημα της κοινής επίθεσης, χωρίς να τους δώσει την ευκαιρία να απαντήσουν στην κατηγορία όπως την τροποποίησε το ίδιο το δικαστήριο.

 

(β)  Τα ευρήματα του δικαστηρίου είναι εσφαλμένα, δε συνάδουν με τη μαρτυρία και αντιστρατεύονται την κοινή λογική.

 

(γ)  Εσφαλμένα έκρινε ότι αντιφάσεις των μαρτύρων κατηγορίας δεν ήσαν σημαντικές και εσφαλμένα έκρινε αξιόπιστη τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων κατηγορίας.

 

(δ)  Παρόλο που υπήρχε μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας που συμφωνούσε με μαρτυρία των μαρτύρων της υπεράσπισης, το δικαστήριο έκρινε αυτή ως αναξιόπιστη.

 

Αξιολογώντας τους λόγους έφεσης, το θεωρούμε ορθό να εξετάσουμε πρώτα τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε εσφαλμένα όταν βρήκε τους κατηγορούμενους 2 και 3 (εφεσείοντες στις  87/05 και 88/05) ένοχους για κοινή επίθεση στις κατηγορίες εκείνες που κατηγορούνταν για επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης.  Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για την εφεσίβλητη συμφώνησε με τη θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο διέπραξε δικονομικό σφάλμα.  Στο στάδιο που το πρωτόδικο δικαστήριο τροποποίησε το κατηγορητήριο, δηλαδή αυτό της εκ πρώτης όψης υπόθεσης, έπρεπε να είχε ενεργήσει με βάση το άρθρο 83 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και να είχε καλέσει τους κατηγορούμένους 2 και 3 να απαντήσουν ξανά στις κατηγορίες και όχι να ενεργήσει όπως ενήργησε, με βάση το άρθρο 85, που εφαρμόζεται στο τέλος της δίκης και νοουμένου ότι πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις.    

 

Εξετασαμε και εμείς αυτό τον ισχυρισμό των εφεσειόντων και τον θεωρούμε βάσιμο.  Τέτοιο λάθος οδήγησε, σύμφωνα και με νομολογία (βλ. Leonidou vhe Ρolice (1987) 2 C.L.R. 96) σε κακή απονομή της δικαιοσύνης.  Επομένως η καταδίκη των εφεσειόντων Παπαγεωργίου και Γιάννη Χαχολή στις κατηγορίες της κοινής επίθεσης (κατηγορίες 4 και 6 αντίστοιχα) είναι εσφαλμένη και ακυρώνεται. 

 

Από τους υπόλοιπους λόγους έφεσης θα πρέπει να εξετάσουμε το θέμα αξιοπιστίας μαρτύρων.  Το θέμα αυτό εξετάζεται κάτω από το φως της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί ως αξιόπιστη.  (βλ μεταξύ άλλων Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143, Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612 και Γιάλλουρος κ.α. ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.ΑΣ.Δ. 320).

 

Βασικοί μάρτυρες κατηγορίας ήσαν ο λοχίας 519 (Μ.Κ.1) στον οποίο υπέβαλε το παράπονο της η παραπονούμενη (Μ.Κ.4) στις 29/8/03 και περί ώρα 6.30 μ.μ., η ίδια, ο νεαρός Αντώνης Ξενοφώντος (Μ.Κ.7) με τον οποίο ήταν μαζί στο διαμέρισμα η παραπονούμενη, ο Πέτρος Αυξεντίου (Μ.Κ.5) γυναικολογος-μαιευτήρας και ο κυβερνητικός γιατρός Καρανικολας (Μ.Κ.6).  Στη μαρτυρία τους υπήρξαν αντιφάσεις τις οποίες το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε μικροαντιφάσεις, οι οποίες όμως, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, ήσαν «σημαντικές και ουσιώδεις».

 

Αφού εξετάσαμε τις διάφορες αντιφάσεις που απαρίθμησε ο συνήγορος των εφεσειόντων αλλά και γενικά την ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία, έχουμε διαπιστώσει τα ακόλουθα:

(α)  Η ίδια η παραπονούμενη, που αμέσως μετά το επεισόδιο με επιμονή του συζύγου της επισκέφθηκαν μαζί το γυναικολόγο της Πέτρο Αυξεντίου για σκοπούς εξέτασής για να διαπιστωθεί αν είχε κάνει έρωτα με το πρόσωπο που ήταν μαζί του στο διαμέρισμα (εξέταση που δεν έγινε εφόσον η ίδια δεν συγκατατέθηκε), είχε πει ότι ο γυναικολόγος της είδε τα χτυπήματα που είχε στο πρόσωπο, τη ρώτησε τί έπαθε και αυτή είπε ότι την έδειραν οι εφεσείοντες.  Όμως ο γιατρός αυτός ανάφερε ότι δεν είδε κτυπήματα αλλά ούτε και η παραπονούμενη του ανέφερε οτιδήποτε.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο γιατρός Αυξεντίου έλεγε ψέματα, χωρίς όμως να δώσει επαρκή αιτιολογία.

 

(β) Ενώ σε σχετική ένορκη δήλωσή της, (τεκμ. 9) ημερ. 12/9/03,  που είχε κατατεθεί σε υπόθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου, η παραπονούμενη είχε δηλώσει τα γεγονότα με τρόπο που δείχνει ότι και οι τρεις εφεσείοντες τη ξυλοκόπησαν ταυτόχρονα, στη μαρτυρία της είπε ότι πρώτα την κτύπησε ο σύζυγος, μετά αφού τηλεφώνησε στον αδελφό του ήλθε και την κτύπησε και εκείνος και στη συνέχεια αφού ο αδελφός του συζύγου της τηλεφώνησε στο δεύτερο κατηγορούμενο, κατέφθασε στο μέρος και την κτύπησε και εκείνος. 

 

(γ)  Στην ίδια ένορκη δήλωση αφήνει να νοηθεί ότι την πήραν στο γιατρό Αυξεντίου και οι τρεις μαζί, ενώ στο δικαστήριο κατάθεσε ότι την πήρε ο σύζυγος.

 

(δ)  Ενώ αρχικά αρνείτο ότι είχε εξωσυζυγικές σχέσεις (πράγμα που αρνείτο και στην προαναφερθείσα ένορκη δήλωσή της) στο δικαστήριο δέχθηκε ότι είχε τέτοιες σχέσεις με τον Μ.Κ.7 για περίοδο 3 μηνών πριν το επεισόδιο και μάλιστα δήλωσε ότι ενοικίασε το διαμέρισμα για το σκοπό αυτό, δηλαδή για να συναντά εκεί τον νεαρό φίλο της (Μ.Κ.7).

 

(ε)  Ενώ στη μαρτυρία της δέχθηκε ότι πήρε η ίδια χειροπέδες στο διαμέρισμα, απέφυγε να πει το λόγο που τις πήρε εκεί και πού βρίσκονταν κατά την ημέρα του επεισοδίου για να πει μετά ότι «ίσως να ήταν σε κάποιο συρτάρι».   Το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν ασχολήθηκε με το θέμα αυτό.

 

(στ)  Η εξήγηση που έδωσε ότι ήταν ενοικιάστρια του διαμερίσματος δεν ήταν ικανοποιητική, αφού δεν είχε συμβόλαιο και ούτε γνώριζε το πρόσωπο από το οποίο το ενοικίαζε.    Προσέχουμε μάλιστα ότι στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία την επόμενη του επεισοδίου, ενώ αρχικά αναφέρει ότι το διαμέρισμα ήταν του φίλου της Αντώνη Ξενοφώντος, (θέση που συμφωνούσε με την εκδοχή της υπεράσπισης ότι δηλαδή το διαμέρισμα ανήκε σε φίλο του Ξενοφώντος και του το παραχωρούσε για το σκοπό συνάντησης του με την παραπονούμενη) μετά το διόρθωσε με τρόπο που να περιγράφεται αυτή ως ενοικιάστρια.

 

(ζ)  Ο Μ.Κ.7 ενώ στην κύρια εξέταση ανάφερε ότι μετά που του ζήτησε ο σύζυγος της παραπονούμενης να φύγει από το διαμέρισμα (υπνοδωμάτιο που είχαν κρυφτεί) αυτός έφυγε αμέσως και δεν είδε άλλο πρόσωπο να πλησιάσει το διαμέρισμα, στην αντεξέταση ανάφερε ότι όταν βγήκε έξω από το διαμέρισμα παρέμεινε στη βεράντα μπροστά από την είσοδο του διαμερίσματος όπου κατέφθασαν οι 3ος και 2ος κατηγορούμενοι και ότι κανένας από αυτούς εισήλθε στο διαμέρισμα ενώ ήταν μέσα η παραπονούμενη και ο σύζυγος της.  Δεν είδε κανένα να την κτυπά αλλά ούτε και η ίδια τον κάλεσε για βοήθεια ή του παραπονέθηκε ότι τον κτύπησε ο σύζυγος της.

 

 Αυτό που έχουμε προσέξει είναι ότι μεταξύ των μαρτύρων εκείνων τους οποίους έκρινε αξιόπιστους και στήριξε, στη μαρτυρία τους, την καταδίκη το πρωτόδικο δικαστήριο, δηλαδή του Μ.Κ.1 Λοχία στον οποίο η παραπονούμενη υπέβαλε το παράπονο στις 29/8/03, της παραπονουμένης και του κυβερνητικού γιατρού Μ.Κ.6 που εξέτασε την παραπονούμενη λίγο μετά το επεισόδιο, δε φαίνεται να υπήρχαν ουσιώδεις αντιφάσεις.  Αυτό όμως που έγινε πρωτόδικα είναι ότι τους μάρτυρες εκείνους της Κατηγορούσας Αρχής των οποίων η μαρτυρία ήταν ουσιώδης αλλά αντίθετη με αυτή της παραπονούμενης, δηλαδή του Μ.Κ.5 γιατρού Αυξεντίου και του Μ.Κ.7 νεαρού φίλου της παραπονουμένης τους έκρινε αναξιόπιστους.  Σημειώνουμε ότι όπως προκύπτει από την ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία η παραπονούμενη στις 12/9/03 (12 ημέρες μετά το επεισόδιο) δήλωνε ενόρκως στην προαναφερθείσα ένορκη δήλωση της ότι δεν είναι αλήθεια ότι είχε δεσμό με άλλο πρόσωπο όπως την υποψιάζετο ο σύζυγος της που η ίδια αναφέρει ότι το πρόσωπο αυτό ήταν ο Αντώνης Ξενοφώντος.  Κατά τη μαρτυρία δέχθηκε τώρα  ότι είχε εξωσυζυγικές και σεξουαλικές σχέσεις με το εν λόγω πρόσωπο για 3 μήνες πριν το επεισόδιο. 

 

Έχουμε προσέξει ότι από τις διάφορες αντιφάσεις στην μαρτυρία της παραπονούμενης που αναφέραμε πιο πάνω, το πρωτόδικο δικαστήριο επικεντρώθηκε στο κατά πόσον στην εν λόγω ένορκη δήλωση της η παραπονούμενη αναφέρει ότι την κτύπησαν και οι τρεις ταυτόχρονα και ότι την πήραν στο γυναικολογο και οι τρεις κατηγορούμενοι, για να καταλήξει ότι δεν έχει αυτό το νόημα η ένορκη δήλωση.  Παρόλο που δεν χρησιμοποιούνται οι λέξεις «μαζί» ή «ταυτόχρονα» τα γεγονότα όπως εκτίθενται στην εν λόγω ένορκη δήλωση οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα ότι δηλαδή και οι τρεις κατηγορούμενοι της επιτέθηκαν ταυτόχρονα.  Περισσότερη όμως σημασία έχει ο ισχυρισμός της παραγράφου 3 της ένορκης δήλωσης της παραπονούμενης όπου αρνείται ότι είχε εξωσυζυγικές σχέσεις με τον εν λόγω νεαρό για να δεχθεί όμως τελικά στη μαρτυρία ότι είχε τέτοιες σχέσεις, αντίφαση που δεν λήφθηκε υπόψη και δεν αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο.  Μπορεί η μαρτυρία του Μ.Κ.1 (αστυνομικού) και του Μ.Κ.6 (κυβερνητικού γιατρού) να επιβεβαιώνουν ότι η παραπονούμενη είχε κάποια τραύματα, εξεταζόμενη όμως η υπόθεση στο σύνολο της, συμπεριλαμβανομένης της αδιαμφισβήτητης παρουσίας μεταλλικών χειροπέδων στο εν λόγω διαμέρισμα που πήρε η ίδια η παραπονούμενη χωρίς καμιά εξήγηση και την γραμμή υπεράσπισης ότι κάποια τραύματα που είχε η παραπονούμενη δυνατό να είχαν προκληθεί από ανώμαλες σεξουαλικές σχέσεις, όπως της υποβάλλετο, τα γεγονότα αυτά ήσαν αρκετά για να δημιουργήσουν κάποιες αμφιβολίες για το αληθές των ισχυρισμών της παραπονούμενης.  Η ίδια είχε ισχυριστεί μια πολύ εκτεταμένη κακοποίηση συμπεριλαμβανομένων και γροθιών στα γεννητικά όργανα.  Θα ήταν πολύ λογικό, στο γιατρό Αυξεντίου που ήταν ο γυναικολόγος της, να ζητούσε κάποια εξέταση τουλάχιστον γιαυτό το σκοπό, έστω και αν δεν ήταν υπόχρεη να υποστεί την εξέταση που ζητούσε ο σύζυγος της.  Καταλήγουμε λοιπόν ότι δεν ήταν ασφαλές για το πρωτόδικο δικαστήριο να δεχθεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονούμενης, με αποτέλεσμα και τα ευρήματα που στηρίχθηκαν στη δική της εκδοχή να μην έχουν ασφαλές υπόβαθρο. 

 

Με βάση τα πιο πάνω οι εφέσεις επιτυγχάνουν.  Η καταδίκη και η ποινή των εφεσειόντων και στις 3 εφέσεις ακυρώνονται.

 

                                                                               Δ.

                                                                               Δ.

                                                                               Δ.

/ΚΑΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο