ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 2 ΑΑΔ 173
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ.117/06
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
― ― ― ―
Εφεσείουσα παρούσα
Π. Αρτέμη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η Έφεση αυτή αφορά θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα που συνέβηκε στις 16.8.03 στον κύριο δρόμο Τροόδους Λευκωσίας, κοντά στην έξοδο της παρόδου που οδηγεί στο χωριό Σινά Όρος.
Το θύμα, με συνεπιβάτη τον Μ.Κ.5, οδηγούσε το αυτοκίνητο ΗΖΕ 995 με κατεύθυνση από Κακοπετριά προς Λευκωσία, ενώ η κατηγορουμένη οδηγούσε το υπ΄αρ. εγγραφής διπλοκάμπινο QE 133 και εξερχόταν στον κύριο δρόμο από την πάροδο που οδηγούσε στο χωριό Σινά Όρος.
Το Δικαστήριο, μετά από ακροαματική διαδικασία, βρήκε την κατηγορουμένη ένοχη στο αδίκημα της πρόκλησης θανάτου χωρίς πρόθεση, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης, ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι η κατηγορούμενη, αφού σταμάτησε στο άλτ της εισόδου στον κύριο δρόμο, ακολούθως προχώρησε με πρόθεση να στρίψει προς τα δεξιά και να εισέλθει στην αριστερή λωρίδα του δρόμου με κατεύθυνση προς Λευκωσία. Πράττοντας τούτο, απέτυχε να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να διαπιστώσει την έλευση του αυτοκινήτου του θύματος από τα αριστερά, προκαλώντας έτσι στο θύμα την απώλεια του ελέγχου του αυτοκινήτου του σε μία προσπάθεια αποφυγής της σύγκρουσης, με αποτέλεσμα το αυτοκίνητό του να παρασυρθεί αριστερά εκτός του δρόμου και να συγκρουσθεί σε κορμό δένδρου και ακολούθως να πέσει σε κρημνό βάθους 3 μέτρων, με συνέπεια το θάνατο του οδηγού και τον τραυματισμό του συνεπιβάτη του.
Η εκδοχή της κατηγορουμένης ήταν ότι σταμάτησε στο άλτ, έλεγξε το δρόμο και ακολούθως οδήγησε προς τα αριστερά με κατεύθυνση προς Τρόοδος, χωρίς καν να έχει πρόθεση να εισέλθει και χωρίς όντως να εισέλθει στην άλλη λωρίδα του δρόμου. Ήταν η θέση της ότι την ώρα που έπραττε τούτο δεν ήταν ορατό το αυτοκίνητο του θύματος στα 100 μέτρα στα οποία υπήρχε ορατότητα και ότι αυτό αιφνιδίω ς εμφανίστηκε στη σκηνή με μεγάλη ταχύτητα. Αρχικά, στην κατάθεσή της, είπε ότι, μετά από τούτο, έκαμε επαναστροφή και σταμάτησε στα αριστερά του δρόμου προς Λευκωσία, ενώ σε μεταγενέστερη δήλωσή της αναφέρει ότι, με οπίσθια ταχύτητα, ξαναεισήλθε στην πάροδο προς Σινά Όρος και ακολούθως οδήγησε το αυτοκίνητό της προς τα δεξιά, με κατεύθυνση τη Λευκωσία και σταμάτησε στην αριστερή πλευρά του δρόμου για να δει τι είχε συμβεί.
Ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού ανέλυσε την ενώπιόν του μαρτυρία, δέχθηκε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής με βάση μαρτυρία μεταξύ άλλων, προσώπων που βρίσκονταν στη σκηνή και είδαν το ατύχημα. Κατέληξε δε ως ακολούθως, στη σελ. 26 της απόφασής του:
«Στην παρούσαν υπόθεση η κατηγορούμενη εισήλθε από πάροδο σε κύριο δρόμο κατευθυνόμενη λοξώς δεξιά χωρίς να ελέγξει επαρκώς και έγκαιρα το δρόμο από αριστερά της με αποτέλεσμα εισερχόμενη στη δεύτερη λωρίδα να αποκόψει την ελεύθερη πορεία του θύματος. Η ίδια έχοντας ορατότητα 100 μ. θα μπορούσε ελέγχοντας το δρόμο να αντιληφθεί το άλλο όχημα προτού το θέσει σε δίλημμα και την αγωνία της στιγμής με την είσοδο της στη δική του πορεία. Η παράλειψη της και κίνηση της στο δρόμο καθιστούσε τον κίνδυνο σύγκρουσης με το άλλο όχημα αναπόφευκτο και ταυτόχρονα συνιστά και την επικινδυνότητα της ενέργειας της. Η ενέργεια της να προχωρήσει μέχρι το σημείο που τελικά σταμάτησε απότομα χωρίς προηγουμένως να ελέγξει το δρόμο από αριστερά της δεν ήταν μια λελογισμένη συμπεριφορά εκτός των άλλων και ενόψει του ότι γνώριζε πάρα πολύ καλά το δρόμο και την επικινδυνότητα του δρόμου στο συγκεκριμένο σημείο.
Είναι αναντίλεκτο πως η αποκοπή της πορείας του θύματος με τη δική της είσοδο στο δρόμο συνιστά την αιτία των ελιγμών του θύματος και κατά συνέπειαν της ανεξέλεγκτης πορείας που ακολούθησε ανεξάρτητα από το εάν για την εν λόγω πορεία μετά την αποκοπή υπάρχουν και άλλα αίτια. Γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος ήταν αναμφίβολα η δική της είσοδος στην πορεία του άλλου οδηγού.»
Με την παρούσα έφεση δεν αμφισβητείται η νομική θέση, όπως αναπτύχθηκε εκτενώς από τον πρωτόδικο Δικαστή, αλλά ούτε και το ότι τα γεγονότα, όπως τα βρήκε το Δικαστήριο, αποδείκνυαν το αδίκημα. Όμως, με τους λόγους έφεσης προσβάλλονται τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων, καθώς και τα ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα σχετικά συμπεράσματά του. Έτσι, θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε κατά πόσο οι λόγοι έφεσης, που προβλήθηκαν με εκτενές αιτιολογικό, ευσταθούν, ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας.
Υπάρχει ευρεία νομολογία, ότι η αρμοδιότητα για αξιολόγηση της μαρτυρίας εναπόκειται στο πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει τους μάρτυρες που καταθέτουν ενώπιόν του και επέμβαση από το Εφετείο μπορεί να γίνει μόνο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.
Σχετικό είναι το απόσπασμα επί του θέματος από την Χ" Παύλου ν. Άννας Κυριάκου κ.α., Π.Ε. 11845, ημερομηνίας 24.3.06:
«Έχουν επανειλημμένως τονισθεί από τη νομολογία μας οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε πραγματικά ευρήματα, συμπεράσματα και ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, . . . . . Τέτοια επέμβαση γίνεται όταν τα ευρήματα αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία (Αντωνίου ν. Γεστάμη & Σια Λτδ κ.α., Π.Ε. 10595, ημερ. 17.7.02) ή όταν τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο (Παπαδόπουλος ν. Χριστοφόρου, Π.Ε. 11162, ημερ. 19.12.02). (Δέστε και A.S. AIR CONTROL LTD v. Ερωτοκρίτου κ.α., Π.Ε. 10799, ημερ. 17.7.02). Σε τελική ανάλυση, όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Χρίστου ν. Khoreva, Π.Ε. 10351, ημερ. 27.3.02, αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.»
Έχουμε εξετάσει με μεγάλη προσοχή τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του ο πρωτόδικος Δικαστής και τον τρόπο με τον οποίον την ανέλυσε και την αξιολόγησε. Προέβη σε μία εκτεταμένη αναφορά σε αυτή και επεξήγησε πλήρως γιατί κατέληξε να δεχθεί ως αξιόπιστους τους μάρτυρες κατηγορίας, των οποίων τη μαρτυρία κάνει δεκτή και εξήγησε γιατί απέρριψε τη μαρτυρία της κατηγορουμένης, αναφορικά κυρίως με την πορεία που ακολούθησε.
Εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της κατηγορουμένης ότι ο πρωτόδικος Δικαστής παρέλειψε να εξετάσει το ενδεχόμενο το ατύχημα να οφειλόταν αποκλειστικά στην ταχύτητα με την οποία προφανώς και σύμφωνα τόσο με την προφορική μαρτυρία όσο και με την πραγματική, ήταν υπερβολική. Κρίνουμε πως η θέση αυτή δεν ευσταθεί. Ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε εκτενώς στην διαγωγή του θύματος αναφορικά με την οδήγηση του οχήματος και την ταχύτητα με την οποία το οδηγούσε κατά τη στιγμή του ατυχήματος. Αναφέρει δε τα ακόλουθα επί του προκειμένου στη σελίδα 20 της απόφασης:
«Όσον αφορά τη συμπεριφορά και κινήσεις του θύματος είναι προφανές πως αυτός δεν κινείτο με ταχύτητα εντός του προβλεπόμενου ορίου που ήταν 65 χ.α.ω. Το ομολογεί καταρχάς ο Χ. Ξυδάς ο οποίος αναφέρει στην κατάθεση του πως πήγαιναν με 70-80 χ.α.ω.. Πρόκειται βεβαίως για υπολογισμό του ιδίου ο οποίος επιβεβαιώνει την υπέρβαση του ορίου. Υπάρχουν όμως και άλλες αναφορές που ενισχύουν την άποψη πως οδηγούσαν με αυξημένη ταχύτητα. Είναι καταρχάς η Δ. Παπαδοπούλου η οποία αναφέρει στην κατάθεση της ότι το θύμα έτρεχε με «ιλιγγιώδη ταχύτητα», ύστερα η Α. Κουμούσιη που αναφέρθηκε σε «αρκετά μεγάλη ταχύτητα» αλλά και άλλοι μάρτυρες που επιβεβαιώνουν τις αναφορές. Ο υπερβολικός επίσης θόρυβος του οχήματος δικαιολογείται από την ταχύτητα αλλά ιδιαίτερα με το ειδικά προς τούτο τοποθετημένο φίλτρο στη μηχανή. Η ταχύτητα όμως επιβεβαιώνεται και από την πορεία που ακολούθησε το θύμα, την απόσταση που διήνυσε και τις αποτυχημένες προσπάθειες επαναφοράς του, αλλά κυρίως από τη σφοδρότητα και βιαιότητα της σύγκρουσης στο δέντρο, όπως προκύπτει από τη σύγκρουση με την καμπίνα στον κορμό του δέντρου πράγμα που με τη σειρά του καταδεικνύει ότι κάποια στιγμή το όχημα αυτό γύρισε και σύρθηκε με το πλευρό κτυπώντας στο δέντρο.»
Είναι προφανές ότι το Δικαστήριο δέχθηκε την ύπαρξη αμέλειας και εκ μέρους του θύματος κατά την οδήγηση του οχήματός του λόγω υπερβολικής ταχύτητας, αλλά θεώρησε πως η γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος ήταν η επαπειλούμενη αποκοπή της πορείας του θύματος από την κατηγορουμένη. Αυτό αντανακλάται και στη θέση του Δικαστηρίου, όπως εκφράστηκε κατά την επιβολή της ποινής, καθώς και στην ίδια την ποινή που επέβαλε, που ήταν χρηματικό πρόστιμο, λαμβάνοντας υπόψη τη συντρέχουσα αμέλεια του θύματος.
Εν κατακλείδι, παρατηρούμε πως η μαρτυρία σε κάθε υπόθεση κρίνεται στην ολότητά της και δεν αξιολογείται απλά και μόνο από μερικά της στοιχεία κατ΄απομόνωση. Το Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία με μεγάλη προσοχή, όπως προκύπτει από την απόφαση και τα συμπεράσματά του, κρίνονται ως απόλυτα δικαιολογημένα και αναπόφευκτα, υπό τις περιστάσεις. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί από τις εισηγήσεις του συνηγόρου της εφεσείουσας πως δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβασή μας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κάτω από τις συνθήκες.
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.