ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 345
10 Ιουλίου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
Α.Γ.Α.,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 257/2005)
Ποινή ― Αιμομιξία κατά παράβαση του Άρθρου 147 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Άσεμνη επίθεση κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Κεφ. 154 ― Πατέρας, οποίος έπασχε από σχιζοφρένεια, είχε όμως πλήρη επίγνωση των πράξεων του, ήλθε σε συνουσία σε δύο περιπτώσεις με την κόρη του στο σπίτι του σε χωριό της Πάφου ενώ σε άλλες δύο περιπτώσεις της επιτέθηκε άσεμνα ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης πέντε ετών στην κάθε κατηγορία για αιμομιξία και δεκαοκτώ μηνών στην κάθε κατηγορία για άσεμνη επίθεση ― Επικυρώθηκαν κατ' έφεση.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Κατά πόσο το Άρθρο 147 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, είναι αντισυνταγματικό αφ' ης στιγμής ποινικοποιεί την αιμομιξία για τον άντρα όχι όμως και για τη γυναίκα.
Απόδειξη ― Τεκμήριο της εχεφροσύνης ― Κατά πόσο το τεκμήριο αυτό ανατράπηκε στην περίπτωση κατηγορουμένου πάσχοντος από σχιζοφρένεια, ο οποίος όμως είχε πλήρη επίγνωση των πράξεών του, όταν διέπραττε αιμομιξία.
Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Ενδείκνυται η επιβολή αποτρεπτικής ποινής στη διάπραξη σεξουαλικών αδικημάτων.
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Πάφου, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε δύο κατηγορίες για αιμομιξία και σε δύο κατηγορίες για άσεμνη επίθεση και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε ετών στην κάθε κατηγορία για αιμομιξία και δεκαοκτώ μηνών στην κάθε κατηγορία για άσεμνη επίθεση. Η καταδίκη του στηρίχθηκε, κατά κύριο λόγο, στη, μαρτυρία της παραπονουμένης, στις προφορικές παραδοχές του εφεσείοντος προς την αστυνομία κατά την ημέρα της σύλληψής του, στη θεληματική κατάθεσή του προς την αστυνομία με την οποία παραδέχθηκε ενοχή, στην απάντησή του στη γραπτή κατηγορία με την οποία, επίσης, παραδέχθηκε ενοχή, και, τέλος στη μαρτυρία της ψυχιάτρου Μαρίας Παλέξα, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων, αν και σχιζοφρενής, είχε, κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, πλήρη επίγνωση των πράξεών του όπως και των συνεπειών τους.
Ο εφεσείων επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση στην οποία παραδέχθηκε ότι διέπραξε αιμομιξία με τη θυγατέρα του Γεωργία, υποστήριξε όμως ότι τότε δεν έπαιρνε τα φάρμακα του και δεν κατάλαβε αν αυτό που έγινε είναι σωστό ή λάθος.
Ο εφεσείων κάλεσε και τρεις μάρτυρες υπεράσπισης. Τον αδελφό του, ο οποίος κατέθεσε ότι ο εφεσείων του είχε πει ότι δεν έπαιρνε τα φάρμακά του γιατί του προκαλούσαν «κομμάρα και υπνηλία», τον παθολόγο Α. Χρίστου, και τον ψυχίατρο Κ. Κυριακίδη.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή που του επιβλήθηκε.
Έφεση κατά της καταδίκης.
Προβλήθηκαν οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:
Εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο (α) έκρινε ότι το Άρθρο 147 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, δεν είναι αντισυνταγματικό, αφ' ης στιγμής ποινικοποιεί την αιμομιξία για τον άντρα, όχι όμως και για τη γυναίκα. Προς υποστήριξη αυτού του λόγου έφεσης, ο δικηγόρος του εφεσείοντος παρέπεμψε στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στις υποθέσεις L and V v. Austria 2003 ECHR 39392/98 και Wolfmeyer v. Austria 2005 ECHR 5263/03, και (β) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων απέτυχε να ανατρέψει το τεκμήριο της εχεφροσύνης.
Σε σχέση με τον λόγο (β) ανωτέρω, ο δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι εφόσον ήταν κοινώς παραδεχτό γεγονός ότι ο εφεσείων έπασχε από σχιζοφρένεια, ως θέμα κοινής λογικής, και στη βάση της κοινής αντίληψης γύρω από την έννοια και μόνο της σχιζοφρένειας, το Κακουργιοδικείο έπρεπε να αποδεχθεί ότι το τεκμήριο της εχεφροσύνης είχε ανατραπεί. Διαζευκτικά ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι έστω και αν η ύπαρξη της σχιζοφρένειας δεν ήταν αρκετή για να ανατρέψει, αφ' εαυτής, το τεκμήριο της εχεφροσύνης του εφεσείοντος, το τεκμήριο ανατράπηκε από τη μαρτυρία καθότι «δεν προσεφέρθη αρκετά ικανοποιητική ή σχεδόν καθόλου μαρτυρία κατά πόσο τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο και Ιανουάριο της ουσιώδους περιόδου ο Εφεσείων έπαιρνε τα φάρμακα του».
Προβλήθηκαν επίσης λόγοι έφεσης εναντίον της απόρριψης, ως αναληθούς, της μαρτυρίας του αδελφού του εφεσείοντος και εναντίον της απόρριψης της ιατρικής μαρτυρίας που δόθηκε από τους μάρτυρες του εφεσείοντος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι δύο αποφάσεις του ΕΔΑΔ, αφορούν ομοφυλοφιλικές και ετεροφυλικές σχέσεις αντρών και γυναικών και συναρτώνται με το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής. Δεν αφορούν αιμομικτικές σχέσεις. Είναι, όμως, πράγματι χρήσιμες για την άντληση της γενικής αρχής ότι νομοθεσία που ποινικοποιεί συγκεκριμένες πράξεις μόνο για το ένα φύλο παραβιάζει την αρχή της ισότητας των φύλων, εκτός εάν συντρέχει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εύλογη βάση για διαφοροποίηση. Στην προκειμένη περίπτωση το Άρθρο 147 του Ποινικού Κώδικα δεν συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της ισότητας μεταξύ του πατέρα, αφενός, και της θυγατέρας ή της μητέρας, αφετέρου για το λόγο ότι στηρίζεται στην εύλογη διαφοροποίηση μεταξύ των τριών στα πλαίσια, πάντοτε, της Κυπριακής Κοινωνίας, όπου ο πατέρας έχει προεξάρχοντα ρόλο μέσα στην οικογένεια, ιδιαίτερα δε επιρροή έναντι των θυγατέρων του, ενώ εύλογο ρόλο ή επιρροή δεν έχει η μητέρα έναντι των υιών της.
2. Η ύπαρξη σχιζοφρένειας αποδεικνύει μόνο ότι ο δράστης έπασχε από πνευματική ασθένεια (disease of the mind). Δεν αποδεικνύει, πρόσθετα, ότι, ως εκ της εν λόγω ασθένειας, ο δράστης δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τι έπραττε ή να γνωρίζει ότι όφειλε να απόσχει από την πράξη. Για το τελευταίο θέμα χρειάζεται πρόσθετη μαρτυρία. Όσον αφορά τη διαζευκτική εισήγηση του εφεσείοντος ότι, εν πάση περιπτώσει, η ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρία ήταν τέτοια ώστε να ανατραπεί το τεκμήριο της εχεφροσύνης του εφεσείοντος, ούτε αυτή ευσταθεί, ενόψει της μαρτυρίας της ψυχιάτρου Μαρίας Παλέξα ότι ο εφεσείων είχε πλήρη επίγνωση των πράξεών του και της παράνομης φύσης αυτών αλλά και της θεληματικής του κατάθεσης στην αστυνομία στην οποία περιγράφει με περισσή λεπτομέρεια τις ανήθικες ενέργειες του έναντι της θυγατέρας του Γ.Α. Η εν λόγω κατάθεση του δόθηκε κατά τη σύλληψή του και έγινε δεκτή από την υπεράσπιση χωρίς ένσταση ή αμφισβήτηση.
3. Ούτε οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης ευσταθούν. Δεν έχουν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου για ανατροπή (α) των ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και (β) των διαπιστώσεων αυτού ότι η ιατρική μαρτυρία δεν είχε αποδεικτική αξία.
Έφεση κατά της ποινής.
Η ποινή εφεσιβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική για τον λόγο ότι δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη οι κανόνες ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, η σχιζοφρένεια του εφεσείοντος, ο χαμηλός δείκτης νοημοσύνης του, το ότι δεν υπήρξε ιδιαίτερα επιθετικός με τη θυγατέρα του και, τέλος το ότι για τρεις ολόκλήρους μήνες οι κοινωνικοί νοσηλευτές δεν τον επισκέφθηκαν.
Αποφασίστηκε ότι:
Στις περιπτώσεις σεξουαλικών αδικημάτων ενδείκνυται η επιβολή αποτρεπτικών ποινών, αφενός, γιατί στρέφονται εναντίον των ηθών και, αφ' ετέρου, γιατί προσβάλλουν την προσωπικότητα του θύματος. Ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Στην περίπτωση του εφεσείοντος, δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου για μείωση της ποινής.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
L and V v. Austria 2003 ECHR 39392/98,
Wolfmeyer v. Austria 2005 ECHR 5263/03,
Bratty v. A.-G. For Northern Ireland [1961] 3 All E.R. 523.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Υπόθεση Αρ. 833/05), ημερομηνίας 20/10/05.
Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Σ. Μάτσας, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπιζε ενώπιον του Κακουργιοδικείου δύο κατηγορίες για αιμομιξία, κατά παράβαση του άρθρου 147 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και δύο κατηγορίες για άσεμνη επίθεση, κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Η εκδοχή της κατηγορούσας αρχής ήταν ότι ο εφεσείων, σε άγνωστες ημερομηνίες, κατά τον Ιανουάριο του 2005, στο σπίτι του στην Τρεμιθούσα Πάφου, σε δύο περιπτώσεις, ήλθε σε συνουσία με την κόρη του Γ.Α, ενώ σε άλλες δύο περιπτώσεις της επιτέθηκε άσεμνα.
Ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε ενοχή και διεξήχθη ακρόαση.
Προς απόδειξη των κατηγοριών η κατηγορούσα αρχή στηρίχθηκε, κατά κύριο λόγο, στη μαρτυρία της παραπονουμένης, η οποία περιέγραψε τις συνθήκες υπό τις οποίες ο εφεσείων διέπραξε τα εις βάρος της αδικήματα, στις προφορικές παραδοχές του εφεσείοντος προς την αστυνομία κατά την ημέρα της σύλληψής του, ήτοι στις 4.2.2005, στη θεληματική κατάθεσή του προς την αστυνομία, ημ. 4.2.2005, με την οποία παραδέχθηκε ενοχή, στην απάντησή του στη γραπτή κατηγορία, ημ. 11.2.2005, με την οποία, επίσης, παραδέχθηκε ενοχή και, τέλος, στη μαρτυρία της ψυχιάτρου Μαρίας Παλέξα, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων, αν και σχιζοφρενής, είχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, πλήρη επίγνωση των πράξεών του όπως και των συνεπειών τους.
Μετά την κλήση του σε απολογία, ο εφεσείων επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση. Είπε τα εξής:
"Εγώ ο Ανδρέας Αυγουστή λέγω ότι έκαμα αυτό που είπε η Γεωργία στο Δικαστήριο, είναι αλήθεια, όμως τότε δεν έπαιρνα τα φάρμακα μου γιατί μου έφερναν ύπνο και «κομμάρα». Δεν κατάλαβα αν αυτό που έγινε είναι σωστό ή λάθος, πάντως δεν θα το ξανακάμω. Τώρα θέλω τα φάρμακα μου για να ζω για να με βοηθήσουν η γυναίκα μου, τα παιδιά μου και το γραφείο Ευημερίας."
Ο εφεσείων κάλεσε και τρεις μάρτυρες υπεράσπισης. Τον αδελφό του, ο οποίος κατέθεσε ότι ο εφεσείων του είχε πει ότι δεν έπαιρνε τα φάρμακά του γιατί του προκαλούσαν «κομμάρα» και υπνηλία, τον παθολόγο Ανδρέα Χρίστου, ο οποίος αναφέρθηκε στις παρενέργειες τις οποίες δυνατό να επέφεραν τα φάρμακα που έπαιρνε ο εφεσείων, και τον ψυχίατρο Κώστα Κυριακίδη, ο οποίος αναφέρθηκε στην ψυχική υγεία, αλλά και το νοητικό επίπεδο, του εφεσείοντος, όπως τα διέγνωσε στις 30.9.2005, όταν τον εξέτασε.
Αφού συμπληρώθηκε η ακροαματική διαδικασία, πρώτος αγόρευσε ο δικηγόρος του εφεσείοντος. Η αγόρευση του κινήθηκε, βασικά, σε δύο άξονες. Της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 147 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και της εχεφροσύνης του εφεσείοντος, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, ο δικηγόρος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι η ποινικοποίηση της αιμομιξίας από το νομοθέτη μόνο για τον πατέρα, χωρίς την παράλληλη ποινικοποίησή της και για τη θυγατέρα που διαπράττει αιμομιξία με τον πατέρα, όπως, επίσης, η ποινικοποίηση της αιμομιξίας από το νομοθέτη μόνο για τον πατέρα, χωρίς την παράλληλη ποινικοποίησή της και για τη μητέρα που διαπράττει αιμομιξία με τον υιό της, ελλείψει εύλογης βάσης για διαφοροποίηση στη μεταχείριση του πατέρα, αφενός, και της θυγατέρας ή της μητέρας αφετέρου, παραβιάζει την αρχή της ισότητας όπως αυτή κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, εισηγήθηκε ότι η απουσία μαρτυρίας ως προς τη λήψη ή μη φαρμακευτικής αγωγής από τον εφεσείοντα και, συνακόλουθα, η απουσία μαρτυρίας για την πνευματική του κατάσταση, κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή του τεκμηρίου της εχεφροσύνης, ήτοι την απόσειση του βάρους το οποίο έφερε η υπεράσπιση να αποδείξει ότι ο εφεσείων, λόγω πνευματικής ασθένειας, δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τι έπραττε ή να γνωρίζει ότι όφειλε να απόσχει από το τι έπραξε.
Την αντίθετη θέση υποστήριξε ο Εισαγγελέας της Δημοκρατίας. Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα εισηγήθηκε ότι η ποινικοποίηση της αιμομιξίας από το νομοθέτη μόνο για τον πατέρα, χωρίς την παράλληλη ποινικοποίησή της και για τη θυγατέρα ή τη μητέρα, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας, εφόσον η θέση του πατέρα μπορεί εύλογα να διαφοροποιηθεί, για πολλούς λόγους, από εκείνη της θυγατέρας ή της μητέρας σε σχέση με τέτοιες πράξεις. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα εισηγήθηκε ότι από τη μαρτυρία της παραπονουμένης, από τις προφορικές παραδοχές του εφεσείοντος και, κυρίως, από τη θεληματική του κατάθεση και την απάντησή του στη γραπτή κατηγορία, αλλά και από τη μαρτυρία της ψυχιάτρου Μαρίας Παλέξα, ήταν σαφές ότι ο εφεσείων απέτυχε να ανατρέψει, ως όφειλε, το τεκμήριο της εχεφροσύνης.
Ακολούθως, το Κακουργιοδικείο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, ιδιαίτερα σε σχέση με το ζήτημα της φρενοπάθειας, κατέληξε στο εύρημα ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η ψυχική υγεία του εφεσείοντος ήταν τέτοια ώστε αυτός να αντιλαμβάνεται πλήρως τόσο τη σχέση συγγένειας που είχε με τη Γ.A. όσο και τις πράξεις του και τις συνέπειές τους. Όσον αφορά το θέμα της συνταγματικότητας έκρινε ότι το άρθρο 147 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, δεν ήταν αντισυνταγματικό για το λόγο ότι η απουσία ανάλογου άρθρου για τις γυναίκες μπορούσε να εξηγηθεί στη βάση κοινωνικών λόγων οι οποίοι επέβαλλαν την προστασία της γυναίκας έναντι του άντρα. Συνακόλουθα, το Κακουργιοδικείο βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο και στις τέσσερις κατηγορίες και του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε ετών στην κάθε κατηγορία για αιμομιξία και δεκαοκτώ μηνών στην κάθε κατηγορία για άσεμνη επίθεση.
Με την ενώπιόν μας έφεση αμφισβητείται η ορθότητα τόσο της καταδίκης όσο και της ποινής του εφεσείοντος.
Η ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι το άρθρο 147 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, δεν είναι αντισυνταγματικό, αφ' ης στιγμής ποινικοποιεί την αιμομιξία για τον άντρα, όχι όμως και για τη γυναίκα. Προς υποστήριξη αυτού του λόγου έφεσης, ο δικηγόρος του εφεσείοντος μας παρέπεμψε στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στις υποθέσεις L and V v. Austria 2003 ECHR 39392/98 και Wolfmeyer v. Austria 2005 ECHR 5263/03. Και οι δύο υποθέσεις αφορούσαν το άρθρο 209 του Αυστριακού Ποινικού Κώδικα το οποίο ποινικοποιούσε τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις ενηλίκων ανδρών με νεαρούς εφήβους, ήτοι νεαρούς ηλικίας 14 έως 18 ετών. Στον ίδιο Κώδικα δεν υπήρχε ανάλογο άρθρο που να ποινικοποιεί τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ ετεροφυλοφιλικών ή μεταξύ γυναικών. Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι η έλλειψη ανάλογου άρθρου που να ποινικοποιεί τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ ετεροφυλοφιλικών ή γυναικών παραβίαζε το άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (περί ισότητας στην απόλαυση των ατομικών δικαιωμάτων) σε συνάρτηση με το άρθρο 8 (περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής). Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, ανάλογη δυσμενής διάκριση, εδώ μεταξύ αντρών και γυναικών, ενυπάρχει στο άρθρο 147 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Οι δύο αποφάσεις του ΕΔΑΔ, στις οποίες μας έχει παραπέμψει, αφορούν ομοφυλοφιλικές και ετεροφυλοφιλικές σχέσεις αντρών και γυναικών και συναρτώνται με το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής. Δεν αφορούν αιμομικτικές σχέσεις. Είναι, όμως, πράγματι χρήσιμες για την άντληση της γενικής αρχής ότι νομοθεσία που ποινικοποιεί συγκεκριμένες πράξεις για το ένα φύλο, όχι όμως και για το άλλο, παραβιάζει την αρχή της ισότητας των φύλων εκτός εάν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συντρέχει εύλογη βάση για διαφοροποίηση της μεταχείρισης του ενός φύλου έναντι του άλλου. Στην προκείμενη περίπτωση, το άρθρο 147 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, περιοριζόμενο στο βαθμό που αφορά τον εφεσείοντα, ήτοι περιοριζόμενο στην απόδοση ποινικής ευθύνης στον πατέρα και όχι στη θυγατέρα του με την οποία διαπράττει αιμομιξία, όπως και στον υιό και όχι στη μητέρα του με την οποία διαπράττει αιμομιξία, δεν συνεπάγεται, κατά την κρίση μας, παραβίαση της αρχής της ισότητας μεταξύ του πατέρα, αφενός, και της θυγατέρας ή της μητέρας, αφετέρου, για το λόγο ότι στηρίζεται στην εύλογη διαφοροποίηση μεταξύ των τριών στα πλαίσια, πάντοτε, της Κυπριακής κοινωνίας, όπου ο πατέρας έχει προεξάρχοντα ρόλο μέσα στην οικογένεια, ιδιαίτερα δε επιρροή έναντι των θυγατέρων του, ενώ ανάλογο ρόλο ή επιρροή δεν έχει η μητέρα έναντι των υιών της.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων απέτυχε να ανατρέψει το τεκμήριο της εχεφροσύνης. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, εφόσον ήταν κοινώς παραδεχτό γεγονός ότι ο εφεσείων έπασχε από σχιζοφρένεια, ως θέμα κοινής λογικής, και στη βάση της κοινής αντίληψης γύρω από την έννοια και μόνο της σχιζοφρένειας, το Κακουργιοδικείο έπρεπε να αποδεχθεί ότι το τεκμήριο της εχεφροσύνης είχε ανατραπεί. "Σχιζοφρένεια και εχεφροσύνη είναι έννοιες αντίθετες και δεν μπορούν να συνυπάρξουν" είπε, χαρακτηριστικά, ο δικηγόρος του εφεσείοντος. Συναφώς, μας παρέπεμψε και στην κλασική στο θέμα "φρενοπάθεια" απόφαση της Βουλής των Λόρδων Bratty v. A.-G. For Northern Ireland [1961] 3 All E.R. 523. Διαζευκτικά, ο δικηγόρος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι, έστω και αν η ύπαρξη της σχιζοφρένειας δεν ήταν αρκετή για να ανατρέψει, αφ' εαυτής, το τεκμήριο της εχεφροσύνης του εφεσείοντος, το τεκμήριο ανατράπηκε από την ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρία καθότι "δεν προσεφέρθη αρκετά ικανοποιητική ή σχεδόν καθόλου μαρτυρία κατά πόσο τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο και Ιανουάριο της ουσιώδους περιόδου ο Εφεσείων έπαιρνε τα φάρμακά του".
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Εν πρώτοις, παρατηρούμε ότι η σχιζοφρένεια δεν συνεπάγεται, αφ' εαυτής, αδυναμία του δράστη να αντιληφθεί τι πράττει ή να γνωρίζει ότι οφείλει να απόσχει από κάποια πράξη ώστε να ανατρέπεται, χωρίς άλλο, το τεκμήριο της εχεφροσύνης. Αυτό ακριβώς είναι που αναφέρεται στο απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Denning στην υπόθεση Bratty, στην οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος του εφεσείοντος. Σύμφωνα με το εν λόγω απόσπασμα, η ύπαρξη της σχιζοφρένειας αποδεικνύει μόνο ότι ο δράστης έπασχε από πνευματική ασθένεια (disease of the mind). Δεν αποδεικνύει, πρόσθετα, ότι, ως εκ της εν λόγω ασθένειας, ο δράστης δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τι έπραττε ή να γνωρίζει ότι όφειλε να απόσχει από την πράξη. Για το τελευταίο θέμα χρειάζεται πρόσθετη μαρτυρία. Όσον αφορά τη διαζευκτική εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος ότι, εν πάση περιπτώσει, η ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρία ήταν τέτοια ώστε να ανατραπεί το τεκμήριο της εχεφροσύνης του εφεσείοντος, παρατηρούμε ότι ούτε αυτή ευσταθεί. Η μαρτυρία της ψυχιάτρου Μαρίας Παλέξα, η οποία παρακολουθούσε τον εφεσείοντα από το Μάρτιο του 2004 μέχρι το Φεβρουάριο του 2005, ήταν σαφής. Η ψυχική υγεία του εφεσείοντος, ο οποίος ετύγχανε συστηματικής παρακολούθησης και θεραπείας, είχε σταθεροποιηθεί και δεν παρουσίαζε ενεργό ψυχοπαθολογία. Αυτή ήταν η διαπίστωσή της και την τελευταία φορά που τον είδε, ήτοι στις 7.2.2005. Εκείνη τη μέρα τον ρώτησε, μεταξύ άλλων, αν έπαιρνε τακτικά τα φάρμακά του. Η απάντησή του ήταν καταφατική. Είχε πλήρη αντίληψη, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τόσο της σημασίας όσο και των συνεπειών των πράξεών του. Πέρα όμως από τη μαρτυρία της Μαρίας Παλέξα, το ότι ο εφεσείων αντιλαμβανόταν τι έπραττε και ότι αυτό ήταν παράνομο, προκύπτει, όπως ορθά παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, και από αυτή τούτη τη θεληματική του κατάθεση στην αστυνομία. Η κατάθεση δόθηκε στις 4.2.2005 και έγινε δεκτή από την υπεράσπιση χωρίς οποιαδήποτε ένσταση ή αμφισβήτηση της ακρίβειας του περιεχομένου της. Στη κατάθεση αυτή ο εφεσείων περιγράφει με περισσή λεπτομέρεια τις ανήθικες ενέργειές του έναντι της θυγατέρας του Γ.Α. Αναφέρεται πάντοτε στον ουσιώδη χρόνο, περιγράφει με ακρίβεια το κάθε τι που εκάστοτε έκαμνε, εξηγεί ότι ενεργούσε με προφύλαξη όταν στο σπίτι βρισκόταν η σύζυγός του, τονίζει ότι πρόσεχε να λείπουν από το σπίτι τα άλλα του παιδιά, αποκαλύπτει δε, τέλος, ότι η σύζυγός του έκαμνε παρατηρήσεις να μην "πειράζει τη Γ. γιατί θα πάει φυλακή", αυτός δε κάθε φορά απαντούσε πως δεν θα το ξανάκαμνε. Πώς είναι δυνατό, στις 4.2.2005, ο εφεσείων να θυμόταν και να περιέγραφε όλα αυτά χωρίς να ήταν σε θέση να αντιληφθεί, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τι έπραττε και ότι αυτό που έπραττε ήταν παράνομο;
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, ως αναληθή, τη μαρτυρία του αδελφού του εφεσείοντος.
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι γνωστές. Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αδελφός του εφεσείοντος προσήλθε στο Δικαστήριο απλώς για να καταθέσει ότι ο εφεσείων του είχε πει ότι δεν έπαιρνε τα φάρμακά του γιατί του προκαλούσαν «κομμάρα» και υπνηλία. Το Κακουργιοδικείο, αξιολογώντας τη μαρτυρία του, είπε τα εξής: "Ο μάρτυρας Ν.Α. μας έκανε τη χειρίστη των εντυπώσεων και δεν μπορεί να τον μεταχειριστούμε ως μάρτυρα της αλήθειας. Είμαστε πεπεισμένοι ότι προσήλθε στο Δικαστήριο με μόνο σκοπό να βοηθήσει τον αδελφό του διατεθειμένος προς τούτο να ψευδολογήσει". Δεν βλέπουμε γιατί θα έπρεπε να επέμβουμε σε αυτή την αξιολόγηση.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΥ1 παθολόγου, Ανδρέα Χρίστου, και του ΜΥ3 ψυχιάτρου, Κώστα Κυριακίδη.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Ορθά το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι, ο μεν Ανδρέας Χρίστου δεν ήταν ειδικός για το ζήτημα για το οποίο κατέθεσε και, επομένως, η μαρτυρία του δεν είχε αποδεικτική αξία, η δε μαρτυρία του Κώστα Κυριακίδη δεν είχε, επίσης, αποδεικτική αξία, εφόσον αυτός εξέτασε τον εφεσείοντα μία και μοναδική φορά, οκτώ περίπου μήνες μετά τον ουσιώδη χρόνο, συγκεκριμένα στις 30.9.2005, όσα δε κατέθεσε κινούνταν σε θεωρητικό επίπεδο αναφορικά με ενδεχόμενες επιπλοκές σε περίπτωση μη λήψης φαρμάκων από ψυχικά ασθενείς, όπως ο εφεσείων, για βδομάδες ή και μήνα.
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο στις δύο κατηγορίες για άσεμνη επίθεση εναντίον της θυγατέρας του, εφόσον "πουθενά στη μαρτυρία δεν αναφέρεται ή υπήρχε υπαινιγμός περί έλλειψης συγκατάθεσης".
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Από την όλη μαρτυρία της παραπονουμένης είναι πρόδηλο ότι αυτή υπέκυπτε στις ορέξεις του πατέρα της μη έχουσα άλλη εκλογή. Εάν δε η υπεράσπιση του εφεσείοντος ήθελε να εγείρει θέμα συγκατάθεσης της παραπονουμένης στις άσεμνες εναντίον της επιθέσεις θα έπρεπε, αφενός, να της υποβάλει, κατά την αντεξέταση, ότι είχε συγκατατεθεί, αφετέρου δε, να επικαλεσθεί τη συγκατάθεση, έστω και με την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντος. Ούτε το ένα έπραξε ούτε το άλλο.
Η ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι η ποινή της πενταετούς φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα για τα αδικήματα της αιμομιξίας είναι έκδηλα υπερβολική για το λόγο ότι δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη οι κανόνες ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, η σχιζοφρένεια του εφεσείοντος, ο χαμηλός δείκτης νοημοσύνης του, το ότι δεν υπήρξε ιδιαίτερα επιθετικός με τη θυγατέρα του και, τέλος, το ότι για τρεις ολόκληρους μήνες οι κοινωνικοί νοσηλευτές δεν τον επισκέφθηκαν.
Οι αρχές στη βάση των οποίων επεμβαίνει το Εφετείο για μείωση των ποινών που επιβάλλονται από τα πρωτόδικα δικαστήρια είναι γνωστές. Επέμβαση χωρεί μόνο εφόσον κρίνεται ότι η ποινή που επιβλήθηκε είναι έκδηλα υπερβολική. Προκειμένου περί σεξουαλικών αδικημάτων, η ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών για το λόγο ότι, αφενός, στρέφονται κατά των ηθών και, αφετέρου, προσβάλλουν την προσωπικότητα του θύματος, έχει τονισθεί επανειλημμένα από τη νομολογία. Ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Στην περίπτωση του εφεσείοντος το Κακουργιοδικείο, αφού έλαβε υπόψη όλες τις παραμέτρους της υπόθεσης, τόνισε, ορθά κατά την άποψή μας, ότι το κύριο στοιχείο που την χαρακτήριζε ήταν ότι, "ο κατηγορούμενος, το πρόσωπο που με την σύζυγο του έπρεπε να φροντίζει και να προστατεύει την Γ.Α., εκμεταλλεύτηκε την ψυχική και πνευματική της κατάσταση, την εκ των πραγμάτων διαπιστωθείσα αδυναμία της για άμεση και δυναμική αποτρεπτική αντίδραση, για να ικανοποιήσει την σεξουαλική του διαστροφή.". Δεν θεωρούμε ότι δικαιολογείται η επέμβασή μας για μείωση της ποινής του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.