ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2006) 2 ΑΑΔ 198

22 Μαΐου, 2006

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 7881)

ΣΑΒΒΑΣ JEFREY DAVIS,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7882)

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΑΒΡΑΑΜ,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7881, 7882)

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση βιασμού και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό της ετυμηγορίας του Κακουργιοδικείου ότι οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Απόδειξη ― Κατάθεση ― Ομολογία υπόπτου προς την Αστυνομία ότι διέπραξε το αδίκημα ― Η υποχρέωση για απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας της θεληματικότητας της κατάθεσης βρίσκεται στην πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής.

Απόδειξη ― Επιστημονική μαρτυρία ― Ταυτοποίηση δειγμάτων της παραπονούμενης με δείγματα ενός εκ των δύο κατηγορουμένων σε υπόθεση βιασμού και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου ― Η απουσία ύπαρξης δειγμάτων και του άλλου κατηγορούμενου στην παραπονούμενη δεν οδήγησε στην απαλλαγή και αθώωσή του στις κατηγορίες.

Δικηγόροι ― Εξασφάλιση υπηρεσιών δικηγόρου στο στάδιο διερεύνησης ποινικής υπόθεσης και λήψης καταθέσεων από υπόπτους ― Κατά πόσο, υπό τις συνθήκες της υπόθεσης, ο αστυνομικός ανακριτής είχε καθήκον να μεριμνήσει για την παρουσία δικηγόρου κατά την ανάκριση υπόπτων για διάπραξη βιασμού και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου.

Οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι μετά από ακροαματική διαδικασία σε κατηγορία για βιασμό για την οποία το Κακουργιοδικείο τους επέβαλε ποινή πενταετούς φυλάκισης και σε κατηγορία για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου για την οποία δεν τους επέβαλε ποινή αφού στηριζόταν στα ίδια γεγονότα. Θύμα των αδικημάτων, ηλικίας τότε 15 ετών, είναι η Emma Wagstaff από την Αγγλία, η οποία βρισκόταν στην Κύπρο για διακοπές με τη μητέρα της.

Τα γεγονότα διαδραματίστηκαν τον Οκτώβριο του 2000 σε μικρό σπίτι στο Λιοπέτρι όπου οι εφεσείοντες μετέφεραν την παραπονούμενη, την οποία είχαν συναντήσει σε δισκοθήκη στην Αγία Νάπα. Προηγουμένως διασκέδαζαν μαζί καταναλώνοντας διάφορα ποτά.

Οι εφεσείοντες συνελήφθηκαν στις 24/4/02, μετά από παράπονο που υπέβαλε η παραπονούμενη και η μητέρα της στην Υπάτη Αρμοστεία του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο Γεώργιος Π. Αβραάμ είπε αρχικά πως δεν θυμόταν τέτοιο πράγμα. Αργότερα την ίδια μέρα σε γραπτή κατάθεση ανέφερε πως «το έκαμε» με το φίλο του Σάββα Davis υποστηρίζοντας όμως πως δεν ήταν βιασμός και ότι πρώτα ήλθε σε συνουσία με την κοπέλα ο Davis και μετά εκείνος. Όταν τελείωσαν την άφησαν στη Σωτήρα γιατί εκεί κατάλαβε ο Davis ότι διέμενε.

Την ίδια μέρα συνελήφθη και ο εφεσείων Σάββας Jefrey Davis. Αρχικά αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη και αργότερα έδωσε και εκείνος γραπτή κατάθεση. Ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι υπολόγιζε ότι η παραπονούμενη ήταν 18 ετών, ότι πήγαν στο σπιτάκι, άκουσαν μουσική, ήπιαν και άλλα ποτά και ήλθαν σε συνουσία μαζί της διαδοχικά και έφυγαν. Κατά την επιστροφή η παραπονούμενη «άρκεψεν τζιαι αντέδραν τζιαι εφάκκαν μας τζιαι εκλώτσαν μας γι' αυτό τζιαι εξαπόλυσα την μες τη Σωτήρα».

Η παραπονούμενη κατέθεσε ως πρώτη μάρτυρας κατηγορίας, έδωσε τη δική της εκδοχή ως προς τα γεγονότα και ανέφερε πως ήταν χωρίς την θέληση της που οι εφεσείοντες είχαν μαζί της συνουσία. Άλλοι μάρτυρες κατηγορίας ήταν ο ιατροδικαστής Σ. Σοφοκλέους, ο Μ. Καριόλου του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής και η Κ. Κονάρη υπεύθυνη του Εργαστηρίου Δικανικής Χημείας του Γενικού Χημείου. Ο Μ. Καριόλου διαπίστωσε ταύτιση γενετικού υλικού από δείγμα αίματος του Αβραάμ με σπερματικά κύτταρα που λήφθηκαν από την παραπονούμενη ενώ αυτό δεν συνέβηκε σε σχέση με τον Davis.

Η γραμμή της υπεράσπισης, όπως εκδηλώθηκε κατά την προσαγωγή της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και εντέλει, με την ένορκη μαρτυρία των εφεσειόντων δεν ήταν εκείνη των γραπτών τους καταθέσεων προς την Αστυνομία. Αμφισβήτησαν τη θεληματικότητα όχι μόνο των συμπληρωματικών καταθέσεων που εισήγαγαν κάποια στοιχεία για αντίδραση της παραπονούμενης, έστω κατά την εξέλιξη της συνουσίας, αλλά και τις κύριες καταθέσεις τους που δεν ήταν, βέβαια ενοχοποιητικές. Υποστήριξαν επίσης ότι δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να συναντηθούν με δικηγόρο όπως ζήτησαν στο στάδιο της ανάκρισής τους από τους αστυνομικούς ανακριτές.

Σε δίκη εντός δίκης που διεξάχθηκε οι καταθέσεις τους κρίθηκαν θεληματικές και όχι προϊόν απειλών, υποσχέσεων και παροτρύνσεων από τους αστυνομικούς ανακριτές.

Το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε την εκδοχή της παραπονούμενης. Δεν απέδωσε οποιαδήποτε σημασία στην εντύπωση της παραπονούμενης πως οι βιαστές της ήταν Ισπανοί, ή σε σχέση με ορισμένες διαφορές μεταξύ της μαρτυρίας της παραπονούμενης και της μητέρας της, που κρίθηκαν ως αναφερόμενες σε εντελώς επουσιώδεις λεπτομέρειες. Το Κακουργιοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό της υπεράσπισης πως η παραπονούμενη είχε κίνητρα ενοχοποίησης των εφεσειόντων σε μια προσπάθεια απόσπασης αποζημίωσης από ασφαλιστική εταιρεία.

Πάνω στη βάση της μαρτυρίας που δέκτηκε το Κακουργιοδικείο βρήκε ένοχους τους εφεσείοντες στην κατηγορία για βιασμό και τους καταδίκασε σε πενταετή φυλάκιση και στην κατηγορία για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου για την οποία δεν τους επέβαλε ποινή αφού στηριζόταν στα ίδια γεγονότα.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την καταδίκη τους εγείροντας θέματα αξιοπιστίας της μαρτυρίας και επαναφέροντας και το ζήτημα του δικηγόρου. Χωρίς όμως αναφορά στις αιτιολογημένες ενδιάμεσες αποφάσεις του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους προέκυπτε πως, χωρίς αμφιβολία, ήταν θεληματικές.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι εφεσείοντες δεν είχαν ζητήσει δικηγόρο στην πραγματικότητα και, ούτως ή άλλως, δεν μπορούσε να συνδεθεί αυτό το ζήτημα προς όσα αφορούσαν στις καταθέσεις και την αναμφιβόλως, στο πλαίσιο του συνόλου, θεληματικότητά τους.

2.  Έχουν εξεταστεί όλα τα στοιχεία και δεν διαπιστώνεται λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να ανατραπούν οι ενδιάμεσες αποφάσεις του Κακουργιοδικείου. Κάτω από τις περιστάσεις, δεν είχε ο ανακριτής καθήκον να μεριμνήσει για την παρουσία δικηγόρου κατά τη λήψη των γραπτών καταθέσεων των εφεσειόντων.

3.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι έργο του Κακουργιοδικείου που είχε την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες. Ο ρόλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την πάγια νομολογία μας, συνίσταται στον έλεγχο μήπως αυτή η αξιολόγηση βρίσκεται εκτός λογικής και ακραίων ορίων, μήπως κατά την αξιολόγηση εμφιλοχώρησε σφάλμα αρχής και μήπως, εν τέλει, συγκρούεται προς ή παραγνωρίζει τη μαρτυρία.

4.  Η προσαχθείσα μαρτυρία εξετάστηκε, αναλύθηκε και αξιολογήθηκε λεπτομερώς και σε κάθε πτυχή της από το Κακουργιοδικείο.

5.  Η εκτίμηση της μαρτυρίας του Κακουργιοδικείου είναι ορθή και δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος που να δικαιολογεί την παρέμβαση Εφετείου προς ανατροπή των σχετικών ευρημάτων του Κακουργιοδικείου συμπεριλαμβανομένου και του καταληκτικού ευρήματός του για ενοχή των εφεσειόντων.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 4262/02), ημερομηνίας 5/11/04.

Μ. Ξ. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 7881.

Α. Ιντιάνος, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 7882.

Ε. Κλεόπα, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κωνσταντινίδης, Δ..

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Περί την 6.45 π.μ. της 26.10.00, σε δρόμο της Σωτήρας, η Δ. Ακρίτα, οδηγώντας προς το ξενοδοχείο Τάκκας στην Αγία Νάπα όπου εργαζόταν, συνάντησε την παραπονούμενη Emma Wagstaff "να κάνει auto stop".  Ήταν κλαμένη, αναστατωμένη και φοβισμένη. Έτρεμε και είδε αίμα να τρέχει από τη μύτη της. Τη ρώτησε πώς βρέθηκε εκεί και της απάντησε πως τη βίασαν δυο άνδρες που πίστευε ότι ήταν Ισπανοί σε ένα σπιτάκι στα χωράφια.  Ήταν ένοικος στο ξενοδοχείο Τάκκας και τη μετέφερε στο δωμάτιό της. Η μαρτυρία της Εlizabeth Mak, μητέρας της παραπονουμένης, ήταν ταυτόσημη. Η παραπονούμενη, ηλικίας τότε 15 ετών, της ανέφερε πως τη βίασαν δυο άντρες αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς βρέθηκε στο χώρο του βιασμού.  Τα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα, γύρω από τη μύτη της υπήρχε φρέσκο αίμα, το κάτω χείλος της ήταν μελανιασμένο και φουσκωμένο και είδε μικρά σημάδια, σαν κοκκινίλες στο λαιμό της. Φαινόταν να είχε κλάψει, τα ρούχα της ήταν λερωμένα και τα παπούτσια της λασπωμένα.

Ειδοποίησαν την αστυνομία και την υπάλληλο του τουριστικού τους γραφείου και οδηγήθηκαν στον αστυνομικό σταθμό.  Για να φύγουν όμως από εκεί, ώρες μετά, και αφού προηγήθηκε η μεταφορά της παραπονουμένης στο νοσοκομείο όπου της λήφθηκε δείγμα αίματος και κολπικά επιχρίσματα, χωρίς την υποβολή επίσημου παραπόνου. Αντ' αυτού, με υπογραμμένες από αυτές καταθέσεις σύμφωνα με τις οποίες δεν επιθυμούσαν περαιτέρω προώθηση του θέματος και ήσαν ευχαριστημένες με τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε το θέμα η αστυνομία.  Αυτό, όμως, όπως εξήγησαν, ως αποτέλεσμα της απαράδεκτης στάσης των αστυνομικών οι οποίοι και ετοίμασαν τις καταθέσεις που κλήθηκαν να υπογράψουν, όπως εκείνοι ήθελαν. Τις λεπτομέρειες τις καταγράφει το Κακουργιοδικείο. Ήταν δύσπιστοι, περιφρονητικοί προς την παραπονούμενη και εντελώς απρόθυμοι να προχωρήσουν σε διερεύνηση.  Χωρίς περιστροφές τους είπαν πως θα ήταν χάσιμο χρόνου και πως προώθηση της καταγγελίας θα σήμαινε άσκοπη παραμονή τους στην Κύπρο για μήνες.  Αυτά τα δέχτηκε, εν τέλει, και ο ένας από τους αστυνομικούς, ο Αναπληρωτής Υπαστυνόμος πλέον Χαράλαμπος Ζαχαρίου.  Παραδέχτηκε πως ενώ τήρησε τις διαδικασίες κατά τύπο, δεν λειτούργησε επαγγελματικά.  Η παραπονούμενη φαινόταν πάρα πολύ ταλαιπωρημένη αλλά, πράγματι, αντί να την ενθαρρύνει  με στόχο το σωστό χειρισμό της υπόθεσης, ήταν σχεδόν εχθρικός, πιεστικός ακόμα και σαρκαστικός.  Την αποθάρρυνε να προχωρήσει και αυτό ήταν εν τέλει το αποτέλεσμα.  Εξήγησε δε τη συμπεριφορά του με αναφορά  στην τότε εκτίμησή του σε σχέση με τις δυνατότητες εξιχνίασης της υπόθεσης. Αντίθετα ο λοχίας Π. Παρασκευά που πήρε την κατάθεση της μητέρας της παραπονουμένης.  Δεν της άσκησε οποιαδήποτε πίεση και ήταν η δική της επιλογή να τη δώσει.

Δεν άφησαν εκεί το θέμα η παραπονούμενη και η μητέρα της.  Απευθύνθηκαν στην Υπάτη Αρμοστεία του Ηνωμένου Βασιλείου και παραπονέθηκαν.  Αφού δε μετέβηκαν στην Αγγλία, όπως εξηγείται στην πρωτόδικη απόφαση, το ζήτημα αναβίωσε. Οι δυο αστυνομικοί που αναφέρθηκαν και ο υπαστυνόμος Κωστάκης Παναγιώτου διώχθηκαν πειθαρχικά, για να ανασταλεί όμως στη συνέχεια η διαδικασία ενόψει της καλής συμπεριφοράς που γενικά στο μεταξύ είχαν επιδείξει. Ως προς την υπόθεση την ίδια, στις 24.4.02 συνελήφθη ο εφεσείων Γεώργιος Προδρόμου Αβραάμ του οποίου η αστυνομία είχε δείγμα DNA από άλλη υπόθεση.  Η πρώτη του απάντηση στον αναπληρωτή Υπαστυνόμο Σ. Αριστείδου ήταν πως δεν θυμόταν τέτοιο πράγμα.  Για να προχωρήσει όμως αργότερα την ίδια μέρα σε γραπτή κατάθεση στην οποία, όπως ανέφερε, έλεγε την αλήθεια. Ήταν, λοιπόν, αλήθεια πως «το έκαμε» με το φίλο του Σάββα Davis.  Δεν ήταν βιασμός όμως.  Συναντήθηκαν με την παραπονούμενη σε μπυραρία στην Αγία Νάπα και διασκέδασαν μαζί πίνοντας διάφορα ποτά. Υπολόγισε ότι ήταν 17-18 χρονών, τους αγκάλιαζε, έδειχνε ότι «ήθελε έρωτα» και με αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Davis κατευθύνθηκαν προς ένα σπιτάκι φίλου του σε περιβόλι στο Λιοπέτρι. Η παραπονούμενη καθόταν δίπλα από τον Davis και ο ίδιος πίσω.  Γύριζε, τον αγκαλιάζε και τον φιλούσε και, με τη συγκατάθεσή της στο σπιτάκι ήλθαν σε συνουσία μαζί της.  Εξ' όσων θυμόταν, πρώτα ο Davis και μετά εκείνος ενώ περίμενε ο ένας τον άλλο έξω από το σπιτάκι.  Την άφησαν στη Σωτήρα γιατί εκεί κατάλαβε ο Davis ότι διέμενε.

Την ίδια μέρα συνελήφθη και ο εφεσείων Σάββας Jefrey Davis.  Μετά την αρχική άρνησή του πως είχε οποιαδήποτε ανάμειξη, έδωσε και εκείνος γραπτή κατάθεση, αργότερα την ίδια μέρα.  Και στην περίπτωσή του η αλήθεια ήταν πως, μετά από διασκέδαση σε μπυραρία, κατέληξαν στο σπιτάκι φίλου σε περιβόλι στο Λιοπέτρι.  Οδηγούσε ο ίδιος το αυτοκίνητο.  Ο Αβραάμ και η παραπονούμενη, που υπολόγιζε να ήταν 18 ετών, καθόταν πίσω και αντιλήφθηκε ότι «άρχισαν να φιλιούνται και να ξυντίνονται».  Στο σπιτάκι άκουσαν μουσική, ήπιαν και άλλα ποτά «τζιαι φιλούσαμεν την τζιαι εγλείφαμεν την τζιαι εφίλαν μας τζιαι τζείνη». Με σειρά που δεν μπορούσε να θυμηθεί, με τη συγκατάθεσή της, είχαν συνουσία μαζί της διαδοχικά και έφυγαν.  Κατά την επιστροφή η παραπονούμενη «άρκεψεν τζιαι αντέδραν τζιαι εφάκκαν μας τζιαί εκλώτσαν μας γι' αυτό τζιαι εξαπόλυσα την μές τη Σωτήρα».

Την επομένη, στις 25.4.02, υπέδειξαν στην αστυνομία τις σκηνές, ο καθένας μόνος του. Την μπυραρία, το σπιτάκι και το κρεβάτι όπου, κατά τις δηλώσεις τους που καταγράφηκαν ενώ φωτογραφήθηκαν κιόλας, έκαμαν έρωτα με την παραπονούμενη. Για να ακολουθήσουν και συμπληρωματικές τους καταθέσεις την ίδια μέρα. Κατά τη συμπληρωματική κατάθεση του Αβραάμ η αλήθεια ήταν πως «την ώρα που κάμναμε έρωτα πάνω στο κρεβάτι σαν που να μεν της άρεσκε».  Εξήγησε ότι η παραπονούμενη  μουρμουρούσε και τον έσπρωχνε πίσω αλλά ο ίδιος συνέχισε μέχρι που τέλειωσε.  Κατά τη συμπληρωματική κατάθεση του Davis , «σε κάποια φάση όταν πήγαμε στο σπίτι και της έκαμα έρωτα δεν ήθελε και αντιστάθηκε».  Συνέχισε όμως.  Το ίδιο απόγευμα κατηγορήθηκαν γραπτώς και ο Αβραάμ απάντησε ως εξής:  «Δεν δέχομαι ότι την απήγαγα, εν με το κέφι της που ήλθε και είπε μου ότι ήταν πιο μεγάλη τζιαί ήθελέν τα».  Και ο Davis, «δεν παραδέχομαι, ό,τι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο».

Οι Αβραάμ και Davis κατηγορήθηκαν γι' απαγωγή, διαφθορά νεαρής γυναίκας, βιασμό και σεξουαλική εκμετάλλευση ανήλικου.  Για την απαγωγή κατατέθηκε αναστολή ποινικής δίωξης ενώ για τη διαφθορά αθωώθηκαν επειδή, όπως δέχθηκε το Κακουργιοδικείο, είχαν εύλογη αιτία να πιστεύουν ότι η παραπονούμενη ήταν ηλικίας 16 χρονών και άνω.

Η παραπονούμενη ήταν η πρώτη μάρτυρας κατηγορίας.  Αναφέρθηκε στη διαδρομή της, πρώτα μαζί με δυο φίλες της και μετά μόνη, σε μπυραρίες ή δισκοθήκες στην Αγία Νάπα, σε ποτά που κατανάλωσε και σε συνάντησή της με Ισπανούς, όταν ξύπνησε σε δωμάτιο στο οποίο υπήρχαν δυο άγνωστοί της άντρες.  Πώς κατέληξε εκεί δεν μπορούσε να θυμηθεί, είχε υποστεί, κατά τον όρο που χρησιμοποίησε, «black out».  Μεταφέρουμε τη σύνοψη της μαρτυρίας της από το Δικαστήριο για όσα ακολούθησαν μέχρι τη συνάντησή της με τη Δ. Ακρίτα:

«Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό αλλά όχι εντελώς σκοτεινό.  Έμπαινε φως απ' έξω. Περιέγραψε τους δύο άντρες τους οποίους  αναγνώρισε ως τους Κατηγορούμενους. Αναγνώρισε τον Κατηγορούμενο 1 ως τον άντρα που φορούσε τότε άσπρη φανέλα και τον Κατηγορούμενο 2 ως τον άντρα που φορούσε τότε σαξ πουκάμισο.

Η Emma ένιωθε σαν να είχε ξυπνήσει από ύπνο. Πανικοβλήθηκε.  Άρχισε να αντιστέκεται στον άντρα με το πουκάμισο (Κατηγορούμενο 2) που στεκόταν μπροστά της. Ο τελευταίος, στο στάδιο εκείνο καθόταν στις φτέρνες του ενώ η ίδια ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι.  Φώναζε στον Κατηγορούμενο 2 και του έλεγε να φύγει από πάνω της. Εκείνος όμως αντιπαλευόταν, μιλούσε στη γλώσσα του και φώναζε.  Τη φώναξε «Τρελή σκύλα» στα αγγλικά και την κτύπησε 4-5 φορές στο κεφάλι και το πρόσωπο με γροθιά.  Ήταν τρομοκρατημένη, φοβισμένη και έτρεμε.  Ούρλιαζε.  Τότε ο Κατηγορούμενος 2 πήρε ένα μαξιλάρι, το έβαλε πάνω από το πρόσωπο της και το έσπρωξε δυνατά.  Ένιωθε ότι έχανε τις αισθήσεις της. Ο Κατηγορούμενος 1 φώναξε θυμωμένα στον Κατηγορούμενο 2 και ο τελευταίος σήκωσε το μαξιλάρι από το πρόσωπό της.

Στη συνέχεια, οι Κατηγορούμενοι πέρασαν στο μέρος του δωματίου που ήταν η τραπεζαρία όπου μιλούσαν και φώναζαν στη γλώσσα τους. Ακολούθως την προσέγγισε ο Κατηγορούμενος 2 κάνοντας χειρονομίες οι οποίες υποδήλωναν ότι ήθελε να έρθει σε συνουσία μαζί της.  Του είπε «όχι» και ότι αν την άγγιζε, θα τον σκότωνε ο πατριός της.  Τότε ο Κατηγορούμενος 2 της είπε ότι θα την σκότωνε.  Φοβήθηκε ότι θα την σκότωναν και ένιωθε ότι έπρεπε να κάνει ό,τι της έλεγαν. Έτρεμε, έκλαιγε και πονούσε το κεφάλι της. Ο Κατηγορούμενος 2 της ζήτησε να του κάνει στοματικό έρωτα.  Αυτή αρνήθηκε.  Της ζήτησε σεξ. Πάλι του είπε όχι.  Συνέχισε να του λέει όχι. Αυτός γνώριζε ότι εννοούσε το όχι. Ο Κατηγορούμενος 1 έβλεπε χωρίς όμως να κάνει προσπάθεια για να εμποδίσει οτιδήποτε. Ο Κατηγορούμενος 2 τότε τράβηξε τη φούστα της και της είπε «Βγάλ' τα». Αυτή απάντησε «όχι» αλλά μετά ενέδωσε και έβγαλε τη φούστα και το σλιπ (μπικίνι) της. Στη συνέχεια και ενώ ήταν καθισμένη στην άκρια του κρεβατιού, ο Κατηγορούμενος 2 άνοιξε το παντελόνι του και χωρίς να το βγάλει ανέβηκε στο κρεβάτι, την έσπρωξε κάτω στο κρεβάτι και άρπαξε τους αστράγαλους της και τους έβαλε πανω στους ώμους του. Η Εmma έκλαιγε και πάλευε χωρίς όμως αποτέλεσμα.  Είπε στον Κατηγορούμενο 2 ότι ήταν μόνο 15 χρονών.  Αυτός έσπρωξε το πέος του μέσα στον κόλπο της.  Πονούσε πολύ, ούρλιαζε και έκλαιγε. Αυτός συνέχισε να σπρώχνει το πέος του μέσα στον κόλπο της. Τον παρακαλούσε να σταματήσει διότι της προκαλούσε πόνο και ήθελε να χρησιμοποιήσει και την τουαλέτα. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Απλά έκλεισε τα μάτια της.  Στη συνέχεια ο Κατηγορούμενος 2 κατέβηκε από το κρεβάτι.  Εξ όσων γνώριζε ο Κατηγορούμενος 2 δεν είχε χρησιμοποιήσει προφυλακτικό. Δεν ήταν βέβαιη αν αυτός είχε εκσπερματώσει.

Στη συνέχεια, ο Κατηγορούμενος 1 έκανε ακριβώς το ίδιο όπως ο Κατηγορούμενος 2. Δηλαδή, ανέβηκε στο κρεβάτι μετά που του φώναξε ο Κατηγορούμενος 2 να ανεβεί.  Άρπαξε τα πόδια της με τον ίδιο τρόπο και έβαλε το πέος του μέσα στον κόλπο της.  Ένιωθε αβοήθητη και αδύναμη.  Είπε στον Κατηγορούμενο 1 ότι ήθελε να πάει στην τουαλέτα, αλλά δεν αντέδρασε κανένας από τους Κατηγορούμενους. Συνέχισε να λέει στον Κατηγορούμενο 1 να σταματήσει.  Κατά το χρονικό διάστημα που ο Κατηγορούμενος 1 ήρθε σε συνουσία μαζί της, ο Κατηγορούμενος 2 στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι στα δεξιά της και προσπαθούσε να βάλει το πέος του μέσα στο στόμα της αλλά αυτή γύριζε το κεφάλι της και έκλεισε το στόμα της. Όταν ο Κατηγορούμενος 1 σταμάτησε, σταμάτησε και ο δεύτερος. Εξ όσων γνώριζε, ο Κατηγορούμενος 1 δεν φορούσε προφυλακτικό και δεν αντιλήφθηκε κατά πόσο είχε εκσπερματώσει. Ο Κατηγορούμενος 2 ήταν θυμωμένος μαζί της διότι δεν του έκανε στοματικό έρωτα.

Στη συνέχεια, οι δύο Κατηγορούμενοι άρχισαν να μιλούν ενώ η ίδια καθόταν στο κρεβάτι και κουνούσε το κορμί της μπροστά και πίσω και έκλαιγε.  Ένιωθε ότι αιμορραγούσε και φώναζε συνέχεια «Αιμορραγώ, αιμορραγώ», όμως δεν υπήρχε αίμα. Οι Κατηγορούμενοι άρχισαν να καπνίζουν.  Τους ζήτησε τσιγάρο.  Της έδωσαν εντολή να φορέσει τα ρούχα της και της έδωσαν τσιγάρο. Στάθηκε με το τσιγάρο στο στόμα.  Οι Κατηγορούμενοι γελούσαν και μετά το άναψαν.  Κάπνισε το τσιγάρο και της είπαν να κάνει γύρο του τραπεζιού για να τους δώσει ένα σταχτοδοχείο.  Αυτοί νόμιζαν ότι ήταν αστείο, η ίδια όμως ένιωθε εξευτελισμένη. Στη συνέχεια οι Κατηγορούμενοι βγήκαν έξω από το δωμάτιο, έκλεισαν την πόρτα πίσω τους και την κλείδωσαν.  Νόμιζε ότι θα την άφηναν στο δωμάτιο αλλά μετά από λίγα λεπτά επέστρεψαν και της είπαν να πάει μαζί τους.  Κατέβηκαν τη σκάλα και τους ζήτησε να πάει στην τουαλέτα. Της υπέδειξαν να ουρήσει δίπλα από μια ψηλή, στενή αποθήκη και την παρακολουθούσαν. Όταν τέλειωσε, της έδωσαν οδηγίες να επιβιβαστεί σε ένα αυτοκίνητο το οποίο ήταν σταθμευμένο σε απόσταση δύο μέτρων.  Κάθισε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.  Ο Κατηγορούμενος 2 κάθισε στη θέση του συνοδηγού και ο Κατηγορούμενος 1 κάθισε στη θέση του οδηγού και άρχισε να οδηγά το αυτοκίνητο. Κατά τη διαδρομή οι Κατηγορούμενοι την ρώτησαν που έμενε και αυτή τους είπε στα διαμερίσματα Τάκκας στην Αγία Νάπα.  Ακολούθως σταμάτησαν το αυτοκίνητο και τους ευχαρίστησε που την άφησαν να φύγει. Της υπέδειξαν ότι το διαμέρισμα της ήταν στους πρόποδες του λόφου.  Επειδή ήταν φοβισμένη τους είπε ότι δεν θα έλεγε οτιδήποτε σε κανένα.  Άρχισε να περπατά, έτρεμε, είχε πάθει σοκ και η μύτη της αιμορραγούσε.  Το μόνο πράγμα που σκέφτηκε ήταν να κάνει ωτοστόπ».

Η αντεξέτασή της ήταν μακρά και κάλυπτε κάθε πτυχή της εξιστόρησής της. Στα ιδιαίτερα σημεία της που συνδέθηκαν με τη τελική εκδοχή των εφεσειόντων και τη δική της αξιοπιστία, θα αναφερθούμε στο κατάλληλο στάδιο. Σημειώνουμε τώρα πως πέραν των άλλων μαρτύρων κατηγορίας στους οποίους  έχουμε ήδη αναφερθεί, κατέθεσαν ως μάρτυρες κατηγορίας ο ιατροδικαστής Σ. Σοφοκλέους, ο Μ. Καριόλου του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής και η Κ. Κονάρη υπεύθυνη του Εργαστηρίου Δικανικής Χημείας και Τοξικολογίας του Γενικού Χημείου.

Ο Σ. Σοφοκλέους δεν θυμόταν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες, ούτε καν την παραπονούμενη.  Οδηγός του ήταν η έκθεση που είχε ετοιμάσει στις 26.10.00 στην οποία σημείωσε ως εξωτερική παρατήρηση την ύπαρξη ξηρού αίματος «στο δεξιό ρώθωνα χωρίς οίδημα των μαλακών μορίων της μύτης».  Το μεγαλύτερο μέρος της εξέτασης και αντεξέτασής του αφορούσε στο χρονικό διάστημα εξαφάνισης ερυθροτήτων στο δέρμα και στο αναμενόμενο ή μη της δημιουργίας εξωτερικών κακώσεων από κτυπήματα, όπως γροθιές.  Η γενική θέση ήταν πως όλα εξαρτώντο από την ένταση.

Ο Μ. Καριόλου σύγκρινε τα δεδομένα και από τις διαπιστώσεις του προέκυψε πως το γενετικό προφίλ του DNA που απομονώθηκε από ανθρώπινα κύτταρα στα κολπικά επιχρίσματα - σπερματικά κύτταρα που λήφθηκαν από την παραπονούμενη, ταυτιζόταν με το γενετικό προφίλ του DNA που απομονώθηκε από το δείγμα αίματος του Αβραάμ και, περαιτέρω, πως δεν είχαν προκύψει οποιαδήποτε στοιχεία που να συνδέουν τον Davis με την παραπονούμενη.

Η Κ. Κονάρη εντόπισε στο δείγμα αίματος που λήφθηκε από την παραπονούμενη 17 mg ανά 100 χιλιοστόλιτρα αίμα αιθυλική αλκοόλη και τετραϋδροκανναβινόλη που είναι το δραστικό συστατικό της κάνναβης.  Εξήγησε πως δεν ήταν δυνατό να καθοριστεί πότε η παραπονούμενη κατανάλωσε κάνναβη αφού δεν της είχε γίνει ανάλυση ούρων.  Περαιτέρω, ότι συμπτώματα από ταυτόχρονη ύπαρξη των δυο ουσιών είναι πιο έντονα, όπως εξήγησε στη συνέχεια περιλαμβάνουν και πιθανή απώλεια μνήμης και αντίληψης και η τετραϋδροκανναβινόλη δεν είναι κλασσικό παραισθησιογόνο ναρκωτικό.

Η γραμμή της υπεράσπισης, όπως εκδηλώθηκε κατά την προσαγωγή της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και, εν τέλει, με την ένορκη μαρτυρία των εφεσειόντων, δεν ήταν εκείνη των γραπτών τους καταθέσεων προς την αστυνομία. Στο πλαίσιό της δε, αποκτούσαν σημασία τα γνωστά πλέον επιστημονικά ευρήματα.  Αμφισβήτησαν τη θεληματικότητα όχι μόνο των συμπληρωματικών καταθέσεων που εισήγαγαν κάποια στοιχεία για αντίδραση της παραπονουμένης, έστω κατά την εξέλιξη της συνουσίας, αλλά και τις κύριες καταθέσεις τους που δεν ήταν, βέβαια, ενοχοποιητικές.  Θυμίζουμε πως ήταν σ' αυτές η βασική τους θέση πως ήλθαν και οι δυο σε συνουσία με την παραπονούμενη, αλλά με τη θέλησή της.

Διεξάχθηκε δίκη εντός δίκης για την κάθε μια από τις καταθέσεις και τις δηλώσεις όταν υποδείκνυαν τις σκηνές, αυτές κρίθηκαν ως θεληματικές αλλά οι εφεσείοντες, με την ένορκη μαρτυρία τους, επέμεναν. Κυρίως στον ισχυρισμό τους πως αυτές ήταν προϊόν πρωτοβουλίας του Σ. Αριστείδου που άλλα του έλεγαν και άλλα έγραφε. Δεν έγραψε, βέβαια, οτιδήποτε ενοχοποιητικό, ιδίως στις αρχικές καταθέσεις τους, δεν έπλασε ο ίδιος την παραδεχτή συνάντησή τους με την παραπονούμενη και τη μετάβασή τους στο σπιτάκι αλλά ήταν δική του επινόηση να αναφερθεί σε σεξουαλική επαφή εκεί, μάλιστα και από τους δυο.  Οι φωτογραφίες δε που τους έδειχναν να δείχνουν το κρεβάτι στο σπιτάκι, όπως ισχυρίστηκε ο Αβραάμ, δεν σήμαιναν τίποτε.  Δεν είπε πως σ' αυτό έκαμαν έρωτα αλλά απλώς ο αστυνομικός του είπε να το δείξει, όπως και έκαμε. Στην πραγματικότητα, όπως του λέχθηκε ειδικά από τον Αβραάμ αλλά δεν το έγραψε, αυτός ήλθε σε συνουσία με την παραπονούμενη στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Davis, κατά τη διαδρομή τους προς το σπιτάκι. Σε χρόνο, δηλαδή, για τον οποίο η παραπονούμενη δεν είχε ανάμνηση. Στο σπιτάκι ουσιαστικά δεν έγινε τίποτε.  Ήπιαν μερικά ποτά και ο Αβραάμ έμεινε έξω αφήνοντας μόνους την παραπονούμενη και τον Davis στο σπιτάκι.  Ομοίως και ο Davis.  Κατά τη διαδρομή προς το σπιτάκι η παραπονούμενη πήδησε από το μπροστινό στο πίσω κάθισμα και την είδε από το καθρεπτάκι πρώτα να φιλιέται με τον Αβραάμ και μετά «να κάθεται πάνω του».  Στο σπιτάκι άκουσαν μουσική και χόρευαν, στη συνέχεια ο Αβραάμ βγήκε από το σπίτι και οι δυο αποκοιμήθηκαν στον καναπέ. Δεν είχε ούτε μπορούσε να είχε σεξουαλική επαφή μαζί της επειδή ήταν μεθυσμένος και ούτε καν τη φίλησε επειδή «βρωμούσε το στόμα της από το ποτό».  Την άφησαν στη Σωτήρα, κατά τον Αβραάμ επειδή τους είπε ότι εκεί διέμενε ενώ κατά τον Davis επειδή τον κτυπούσε.  Πρόσθεσε μάλιστα ο Davis πως αφού μετέφερε τον Αβραάμ στο σπίτι του στη Δερύνεια επέστρεψε για να την παραλάβει αλλά δυστυχώς δεν τη βρήκε.

Ως μάρτυρας υπεράσπισης κλήθηκε ο Γενικός Χειρούργος Π. Θεολογίδης.  Η μαρτυρία του αφορούσε γενικά τις κακώσεις που αναμένονται από γροθιά ή χαστούκι στο πρόσωπο.  Και θα δούμε το σχολιασμό της από το Κακουργιοδικείο στη συνέχεια.

Το Κακουργιοδικείο δεν είχε κανένα ενδοιασμό σε σχέση με την αξιοπιστία της παραπονουμένης. Σημείωσε τη φυσικότητα και την πειστικότητα με την οποία κατέθετε και, συναφώς, την καλή εντύπωση που δημιούργησε. Ήταν ειλικρινής μάρτυρας που δεν δίσταζε να παραδεχτεί και γεγονότα που δεν την τιμούσαν.  Ήταν αξιόπιστη, δεν ήταν κατασκευασμένη η εκδοχή της και, επιπρόσθετα, η μαρτυρία της ενισχυόταν από τα όσα ανέφερε στη Δ. Ακρίτα που στοιχειοθετούσαν πρώτο παράπονο με την έννοια του νόμου και στη συνέχεια προς τη μητέρα της.

Αντιθέτως, οι εφεσείοντες.  Με μακρά αιτιολογία επεξηγήθηκαν οι σοβαρές αδυναμίες στην εκδοχή τους, το αφύσικο των ισχυρισμών τους σε σχέση με καίρια σημεία και, βεβαίως, η αποκήρυξη των γραπτών καταθέσεών τους, με τις εξηγήσεις που έδωσαν όταν ο Σ. Αριστείδου δεν μπορούσε να είχε λόγο ενώ έγραψε μη ενοχοποιητική εξιστόρηση να δημιουργήσει ψεύτικη ιστορία για συνουσία και από τους δυο στο σπίτι.  Χαρακτήρισε επί του προκειμένου το Κακουργιοδικείο ως προφανή την προσπάθεια της Υπεράσπισης να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι η παραπονούμενη δεν θυμόταν τα διατρέξαντα κατά τη διαδρομή προς το σπιτάκι οπότε και δεν θα μπορούσε να υπάρξει αντίλογος στον ισχυρισμό τους πως η συνουσία, με τη θέλησή της, έγινε μέσα στο αυτοκίνητο.  Συνουσία την οποία, βεβαίως, δεν μπορούσε να αρνηθεί ο Αβραάμ ενόψει της επιστημονικής μαρτυρίας ενώ η έλλειψη ανάλογης ως προς τον Davis, άφηνε σ' αυτόν δυνατότητα πλήρους άρνησης της όποιας συνουσίας, οπουδήποτε.

Το Κακουργιοδικείο, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, αναφέρθηκε σε έκταση σε κάθε ένα από τα επιχειρήματα της υπεράσπισης σε σχέση με την αξιοπιστία της. Απέρριψε τον ισχυρισμό πως η παραπονούμενη είχε κίνητρα ενοχοποίησης των εφεσειόντων ή ότι είχε οποιαδήποτε σημασία η έλλειψη επιστημονικής μαρτυρίας αναφορικά με το black out ή τα ευρήματα στο αίμα της ή αναφορικά με την εντύπωση της παραπονουμένης πως οι βιαστές της ήταν Ισπανοί, ή σε σχέση με ορισμένες διαφορές μεταξύ της μαρτυρίας της παραπονουμένης και της μητέρας της και της Δ. Ακρίτα που κρίθηκαν ως αναφερόμενες σε εντελώς επουσιώδεις λεπτομέρειες.  Ειδικότερα, αναφορικά με εισηγήσεις στις οποίες  η Υπεράσπιση προσέδιδε μεγάλη σημασία, εξήγησε τη σχετική επιστημονική μαρτυρία και αξιολόγησε όσα ο Σ. Σοφοκλέους και ο Π. Θεολογίδης κατέθεσαν.  Ο Μ. Καριόλου παρέθεσε σειρά λόγων για τους οποίους, παρά τη συνουσία, δεν εντοπίζεται στον κόλπο ξένο γενετικό υλικό.  Κατ' αρχάς υπάρχει τέτοια περίπτωση όταν δεν υπάρχει εκσπερμάτωση ή όταν ο άντρας φορά προφυλακτικό και υπενθύμισε το Κακουργιοδικείο πως η παραπονούμενη κατέθεσε πως δεν θυμόταν αν ο Davis εκσπερμάτωσε ή κατά πόσο φορούσε προφυλακτικό.  Ούτως ή άλλως, σε περίπτωση διαδοχικής σεξουαλικής επαφής, η εναπόθεση κατά την πρώτη μικρής ποσότητας κυττάρων είναι δυνατό να διασπαρεί εξ αιτίας της δεύτερης και να μην μπορεί να ανιχνευθεί. Υπενθύμισε το Κακουργιοδικείο πως κατά τη μαρτυρία της παραπονουμένης ήταν ο Davis που πρώτος τη βίασε και κατέληξε πως η μη ανίχνευση γενετικού υλικού προερχόμενη από το Davis δεν επηρέαζε την αξιοπιστία της.

Το ίδιο και σε σχέση με τη μαρτυρία του Σ. Σοφοκλέους αναφορικά με τις εξωτερικές κακώσεις σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του Π. Θεολογίδη.  Ο Σ. Σοφοκλέους δεν μπορούσε να θυμηθεί οτιδήποτε το συγκεκριμένο και, με αναφορά στις λεπτομέρειες της μαρτυρίας του, το Κακουργιοδικείο έκρινε πως δεν μπορούσε να δεχθεί το μέρος της σύμφωνα με το οποίο η παραπονούμενη δεν έφερε κακώσεις κατά το χρόνο της εξέτασής της.  Διατύπωσε αμφιβολίες σε σχέση με την ποιότητα της μαρτυρίας του Σ. Σοφοκλέους όπως άλλωστε και η υπεράσπιση όταν εισηγείτο πως ήταν παράλειψή του να μη φροντίσει για φωτογράφιση της παραπονουμένης. Παρεμβάλλουμε εδώ πως το Κακουργιοδικείο έκρινε ως μη ειλικρινή τον Π. Παρασκευά και ως αξιόπιστο τον Χ. Ζαχαρίου για να σημειώσει, σε σχέση με την εισήγηση της υπεράσπισης πως ο δεύτερος πήγε στο Δικαστήριο για να βοηθήσει την υπόθεση της παραπονουμένης, πως ο μάρτυρας προσφέρθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή και πως όσα ανέφερε προέκυψαν από την αντεξέτασή του.  Κριτική άσκησε το Κακουργιοδικείο και στον τρόπο με τον οποίο ο Π. Θεολογίδης, αποφεύγοντας να απαντήσει ευθέως, κατέθετε «έχοντας κατά νου υπόβαθρο που δεν του είχε τεθεί κατά την υποβολή της ερώτησης». Παρέθεσε το Κακουργιοδικείο σχετικά αποσπάσματα από τα πρακτικά και δεν δέχτηκε την αρχική του δήλωση πως αποκλείεται να υπήρχαν γροθιές εφόσον δεν υπήρχαν εξωτερικές κακώσεις.  Σημειώνοντας όμως και την τελική αναγνώριση από τον ίδιο πως ήταν δυνατό να κτυπηθεί κάποιος με τρόπο που να μην του αφήσει εξωτερικές κακώσεις και πως η ένταση είναι καθοριστική.  Ούτως ή άλλως, ενώ η παραπονούμενη αναφέρθηκε σε  γροθιές, δεν είχε δει το σχήμα του χεριού του Davis αλλά απλώς ένιωσε τα κτυπήματα και τα επακόλουθά τους και, πάντως, είχαν ήδη περάσει 4 ώρες από τη μετάβασή τους στον αστυνομικό σταθμό και, βεβαίως, άλλος χρόνος προηγουμένως ως την εξέτασή της από τον Σ. Σοφοκλέους.  Επομένως, ήταν δυνατό τα όποια σημάδια να μην ήταν πλέον εμφανή.

Πάνω στη βάση της μαρτυρίας που  δέχτηκε, το Κακουργιοδικείο βρήκε ένοχους τους εφεσείοντες στην κατηγορία για βιασμό για την οποία τους επέβαλε ποινή πενταετούς φυλάκισης και στην κατηγορία για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου για την οποία δεν επέβαλε ποινή αφού στηριζόταν στα ίδια γεγονότα.  Ο Αβραάμ εφεσίβαλε μόνο την απόφαση για την καταδίκη. Ο Davis, στην ειδοποίηση έφεσης αναφέρθηκε και στην ποινή αλλά με το διάγραμμά του ρητά δήλωσε πως περιόριζε την έφεσή του μόνο στο θέμα της καταδίκης.

Οι γραπτές καταθέσεις των εφεσειόντων στην αστυνομία δεν περιλάμβαναν υλικό που κατά θετικό τρόπο θα ήταν δυνατό να στηρίξει τις κατηγορίες και έτσι ακριβώς προσεγγίστηκαν από το Κακουργιοδικείο.  Ήταν όμως αντιφατικές προς τη βασική εκδοχή των εφεσειόντων όπως την προώθησαν κατά τη δίκη και επαναφέρεται το ζήτημά τους. Πρωτοδίκως, κατά τις δίκες εντός δίκης που διεξάχθηκαν, ήταν η θέση των εφεσειόντων πως ήταν το αποτέλεσμα απειλών, υποσχέσεων και παροτρύνσεων.  Ταυτόχρονα πως ο Σ. Αριστείδου έγραφε ό,τι ήθελε, άλλα από εκείνα που οι ίδιοι έλεγαν και, περαιτέρω, πως αυτές λήφθηκαν χωρίς να τους είχε δοθεί η ευκαιρία να συναντηθούν με δικηγόρο, όπως ζήτησαν.

Ενώπιόν μας στάθηκαν στο ζήτημα του δικηγόρου. Χωρίς όμως αναφορά στις αιτιολογημένες ενδιάμεσες αποφάσεις του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους  προέκυπτε πως, χωρίς αμφιβολία, ήταν θεληματικές.  Όπως και οι δηλώσεις τους κατά το χρόνο που υποδείκνυαν τις διάφορες σκηνές, περιλαμβανομένου και του κρεβατιού. Ο Αβραάμ δέχεται στο περίγραμμά του πως η δική του τελική εκδοχή, την οποία σημείωσε το Κακουργιοδικείο, ήταν πως δεν ήταν ο ίδιος που αναφέρθηκε σε δικηγόρο αλλά ο Σ. Αριστείδου.  Με την εισήγηση πως ανεξάρτητα από αυτά και την άρνησή του, ο Σ. Αριστείδου όφειλε να του εξασφαλίσει τις υπηρεσίες δικηγόρου.  Επίσης στο γεγονός ότι, αφού έδωσε την πρώτη γραπτή του κατάθεση, το βράδυ της 24.4.02, η αστυνομία δεν επέτρεψε να τον δει δικηγόρος που τον επισκέφθηκε, με δικαιολογία το προχωρημένο της ώρας.  Ενώ, σημειώνουμε, την επομένη δεν τον επισκέφθηκε δικηγόρος και ακολούθησαν η υπόδειξη σκηνών και η δεύτερη κατάθεση.  Ο Davis απλώς επισημαίνει την αντίφαση, κατά την εισήγησή του, του υπεύθυνου αστυνομικού από τη μια να επικαλεσθεί ως πάγια τακτική την ενημέρωση των ανακριτών πριν δοθεί άδεια σε δικηγόρο να επισκεφθεί κρατούμενο ενώ «σε μεταγενέστερη περίπτωση είπε ότι επισκέφθηκαν τον κατηγορούμενο οι δικοί του χωρίς να προηγηθεί ενημέρωση στον υπεύθυνο ανακριτή».

Το Κακουργιοδικείο έκρινε πως δεν υπήρχε καν υπόβαθρο για συζήτηση του θέματος της θεληματικότητας των καταθέσεων πάνω σε τέτοια βάση.  Στην πραγματικότητα δεν είχαν ζητήσει δικηγόρο οι εφεσείοντες και, ούτως ή άλλως, δεν μπορούσε να συνδεθεί αυτό το ζήτημα προς όσα αφορούσαν στις καταθέσεις και την αναμφιβόλως, στο πλαίσιο του συνόλου, θεληματικότητά τους.

Εξετάσαμε όλα τα στοιχεία και δεν διαπιστώνουμε λόγο για τον οποίο θα μπορούσε να ανατραπούν οι ενδιάμεσες αποφάσεις του Κακουργιοδικείου.  Κάτω από τις περιστάσεις, δεν είχε ο ανακριτής καθήκον να μεριμνήσει για την παρουσία δικηγόρου και η υποτιθέμενη αντίφαση δεν προωθεί οτιδήποτε σε σχέση με τη θεληματικότητα.

Ήταν η γραμμή της υπεράσπισης πως η παραπονούμενη κατασκεύασε τη μαρτυρία της με κίνητρο. Πρωτόδικα έγινε αναφορά, με εμπλοκή πλέον και της μητέρας της, σε προσπάθεια απόσπασης αποζημίωσης από ασφαλιστική εταιρεία.  Χωρίς, όμως, οποιοδήποτε έρεισμα όπως υπέδειξε το Κακουργιοδικείο, και ενώπιόν μας επανήλθε, ειδικά ο Davis, στη δεύτερη από τις εισηγήσεις του.  Η παραπονούμενη ήταν σοβαρά εκτεθειμένη, λόγω της συμπεριφοράς της, έναντι της μητέρας της. Για να δικαιολογήσει, λοιπόν, την απουσία της όλο το βράδυ, έπλασε το μύθο του βιασμού εισάγοντας σ' αυτό και το black out ώστε να μη χρειάζεται να δώσει εξηγήσεις για όσα προηγήθηκαν.  Αυτά, βεβαίως, ευθύς εξ αρχής, όταν την άφησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη Σωτήρα ή το ενωρίτερο κατά τη διαδρομή από το σπιτάκι ως τη Σωτήρα, αφού ήταν αναντίλεκτη η συνάντησή της με τη Δ. Ακρίτα και το γεγονός ότι της είπε, όπως και στη μητέρα της αμέσως μετά, πως τη βίασαν δυο άντρες.  Ενώ, όμως, δεν αμφισβητείται η μαρτυρία της Δ. Ακρίτα ως προς το κρίσιμο ζήτημα, επικαλείται ο Davis αντιφάσεις που θα έπρεπε να οδηγήσουν σε διαφορετική αξιολόγηση της μαρτυρίας της ως πρώτου παραπόνου, αλλά και της μητέρας της.  Έγινε αναφορά συναφώς στο κατά πόσο η ίδια ή η Δ. Ακρίτα ανέφερε ότι ήταν στο παρελθόν θύμα βιασμού, στο ότι είπε στη Δ. Ακρίτα πως εκτιμούσε ότι ήταν Ισπανοί οι βιαστές, για να προσθέσει μάλιστα στο τέλος και ειδικό λόγο έφεσης σύμφωνα με τον οποίο το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα έκρινε «ότι έγινε σωστή αναγνώριση των κατηγορουμένων από την παραπονούμενη και, επιπλέον, λανθασμένα αποφάσισε ότι το θέμα της αναγνώρισης διαφορετικών προσώπων (Ισπανών) δεν επιδρά στην αξιοπιστία της».  Όπως και το γεγονός ότι η παραπονούμενη «έδωσε λάθος ύψος και για τους δυο κατηγορούμενους».

Ενώ, δε, κατά την εκδοχή των εφεσειόντων, η παραπονούμενη με κίνητρα κατασκεύασε την ιστορία για το βιασμό της, εισηγούνται πως, στη συνέχεια, στην πραγματικότητα, με δική της ανεπηρέαστη απόφαση και της μητέρας της, την ίδια μέρα αποφάσισαν να μην επιμένουν στην καταγγελία, μάλιστα ευχαριστώντας γραπτώς την αστυνομία για το χειρισμό του θέματος.  Όπως κατέθεσε ο Π. Παρασκευάς  τη μαρτυρία του οποίου, όπως εισηγούνται, κακώς δεν δέχτηκε το Κακουργιοδικείο. Ενώ δέχτηκε τη μαρτυρία του Χ. Ζαχαρίου που ήταν και αυτή κατασκευασμένη, για να βοηθήσει στην καταδίκη τους.

Τα τελευταία από τα θέματα που εξειδικεύθηκαν από τους εφεσείοντες αφορούσαν στη μαρτυρία σε σχέση με τις εξωτερικές κακώσεις που έφερε η παραπονούμενη και στην ανυπαρξία γενετικού υλικού του Davis.  Η θέση ήταν πως στη βάση της μαρτυρίας, κυρίως του Σ. Σοφοκλέους, το Κακουργιοδικείο θα έπρεπε να διαπιστώσει πως η παραπονούμενη είχε μόνο ξηραμένο αίμα στη μύτη.  Επομένως, πως ψευδόταν, όπως και η μητέρα της όταν αναφέρονταν σε άλλες κακώσεις και πως, εν πάση περιπτώσει, ήταν αδύνατο να είχε δεχτεί τα κτυπήματα που ανέφερε χωρίς να είχαν προκληθεί εξωτερικές κακώσεις που θα έβλεπε ο Σ. Σοφοκλέους, όπως κατέθεσε και ο Π. Θεολογίδης.

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα επιχειρήματα των εφεσειόντων και τη σχετική μαρτυρία.  Όπως, βεβαίως, και την αντίκρουση από την εφεσίβλητη που επίσης παρέπεμψε στη μαρτυρία αλλά και στην απόφαση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με όσα είχαν υποβληθεί και πρωτοδίκως.

Σημειώνουμε κατ' αρχάς την αδυναμία μας να αντιληφθούμε τη σημασία της επιμονής στο ζήτημα της αναφοράς της παραπονουμένης σε Ισπανούς σε συνάρτηση και προς την αναγνώριση των εφεσειόντων. Η παραπονούμενη αναγνώρισε τους εφεσείοντες στο Δικαστήριο, δεχόμενη μάλιστα και το λάθος της σε σχέση με το ύψος τους, πράγμα που σημείωσε το Κακουργιοδικείο.  Ενώ, από την άλλη, και οι εφεσείοντες παραδέχονται πως ήταν μαζί της στο σπιτάκι.  Επίσης, δεν μπορούμε να συμμεριστούμε την άποψη σε σχέση με τη σημασία του τι λέχθηκε και από ποια σε σχέση με προηγούμενο βιασμό.  Όπως σημείωσε το Κακουργιοδικείο ήταν ζήτημα ασύνδετο προς το παράπονο που αναμφιβόλως έγινε και, προφανώς, για λόγους που εξήγησε, επρόκειτο απλώς για ασυνεννοησία.  Επίσης, αβάσιμα είναι τα επιχειρήματα σε σχέση με την αποδοχή της μαρτυρίας του Χ. Ζαχαρίου αντί του Π. Παρασκευά. Το Κακουργιοδικείο εξήγησε σε έκταση τους λόγους γι' αυτή την αξιολόγηση, με έμφαση στο γεγονός ότι η μαρτυρία του Χ. Ζαχαρίου ήταν ιδιαιτέρως επιβαρυντική για τον ίδιο.  Ενώ, περαιτέρω, δεν είδαμε και οποιασδήποτε μορφής σχολιασμό σε σχέση με την επισήμανση του Κακουργιοδικείου πως τα περί κατασκευής αυτής της μαρτυρίας προς ενίσχυση της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής παραγνώριζαν το γεγονός ότι ο Χ. Ζαχαρίου δεν κλήθηκε αλλά προσφέρθηκε ως μάρτυρας και όσα ανέφερε προέκυψαν από την αντεξέτασή του.

Το ίδιο και ως προς το κίνητρο και το black out.  Ήταν και επ' αυτών αναλυτική η απόφαση του Κακουργιοδικείου.  Υπενθύμισε πως εν τέλει πέρασαν μήνες μέχρι να προβεί σε γραπτή κατάθεση η παραπονούμενη και ακόμα περισσότερος χρόνος μέχρι την κατάθεση στο Δικαστήριο, όταν μάλιστα ενηλικιώθηκε πλέον. Δεν δέχτηκε το Κακουργιοδικείο πως για να αποφύγει, ακόμα και τότε, τον ψόγο της μητέρας της επέμενε στην προώθηση μιας κατασκευασμένης εκδοχής.  Ως προς το black out οι εφεσείοντες συζήτησαν σε έκταση την έλλειψη επιστημονικής μαρτυρίας αναφορικά με το τι πράγματι είναι αυτό και πώς προκαλείται.  Τονίζοντας πως, κατά τη μαρτυρία της Κ. Κονάρη, δεν μπορούσε οι ουσίες που βρέθηκαν στο αίμα της παραπονουμένης να είχαν προκαλέσει απώλεια μνήμης. Το Κακουργιοδικείο, που προβληματίστηκε, όπως σημειώνει, σε σχέση με το θέμα, δεν δέχτηκε την εισήγηση πως χρειάζεται επιστημονική μαρτυρία και ουσιαστικά στηρίχτηκε στη γενική αξιοπιστία της παραπονουμένης.  Όσο και αν, όπως σημείωσε, τα συμπτώματα της αιθυλικής αλκοόλης γενικά επιδεινώνονται όταν συνυπάρχει και τέτραϋδροκανναβινόλη και ένα από αυτά μπορεί να είναι και απώλεια μνήμης και αντίληψης.  Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα του Κακουργιοδικείου.  Αυτό το ζήτημα δεν μπορούσε να έχει αυτοτελώς σημασία.  Αφήνει άθικτη τη μαρτυρία της παραπονουμένης για τα διατρέξαντα στο σπιτάκι και θα μπορούσε να ενταχθεί στην εικόνα ως σημαντικό αν θεωρούσαμε ότι η παραπονούμενη, αφού κατασκεύασε εκ του μη όντως τα περί βιασμού στο σπιτάκι, αντί της εύκολης κατασκευής και κάποιας ιστορίας μέχρι τη μεταφορά της εκεί, μηχανεύθηκε τα περί black out.  Για να υποστηρίζουν εν τέλει οι εφεσείοντες και πως παρέμεινε αναντίλεκτη η μαρτυρία τους, που και γι' αυτό μόνο το λόγο θα έπρεπε να γίνει δεχτή, πως η μόνη σεξουαλική επαφή έγινε μέσα στο αυτοκίνητο, κατά το χρόνο που η η παραπονούμενη έλεγε πως δεν μπορούσε να θυμηθεί.  Δεν μπορούμε να δεχτούμε την εισήγηση των εφεσειόντων πως εξ' αιτίας αυτού του ζητήματος το Κακουργιοδικείο διέπραξε σφάλματα στην προσέγγιση και στην αξιολόγηση της σχετικής μαρτυρίας.

Αναφορικά με την έλλειψη ταύτισης DNA, κατά το σχετικό λόγο έφεσης, το Κακουργιοδικείο, «εσφαλμένα έκρινε ότι η μη ύπαρξης επιστημονικής μαρτυρίας εναντίον του κατηγορουμένου 2 δεν αποτελεί στοιχείο που να δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη μη ενοχή του».  Ενώ, βεβαίως, αν η παραπονούμενη ήταν την αλήθεια που κατέθεσε, δεν θα χρειαζόταν και οποιαδήποτε επιστημονική επιβεβαίωση. Ήταν, συνεπώς, και αυτό το ζήτημα συναρτημένο προς την αξιοπιστία της παραπονουμένης η οποία, βεβαίως, θα επλήττετο αν η επιστημονική μαρτυρία ήταν πως η έλλειψη ταύτισης DNA σήμαινε πως δεν είχε σεξουαλική επαφή με τον Davis.  Δεν ήταν, όμως, τέτοιου περιεχομένου η μαρτυρία του Μ. Καριόλου την οποία κατά τα άλλα επικαλείται ο Davis.  Και δεν είναι ορθό πως το Κακουργιοδικείο  την προσέγγισε, είτε αυτή είτε άλλη, επιφανειακά, όταν κατά το διάγραμμα της αγόρευσης του Davis «δέχθηκε ότι δυνατό να 'διαλύθηκε' το γενετικό υλικό που 'άφησε' ο εφεσείων στην παραπονούμενη».  Ήταν η μαρτυρία του Μ. Καριόλου που άφηνε ανοικτά αυτά τα ενδεχόμενα, όπως έχουμε ήδη σημειώσει κατά τη σύνοψη της απόφασης του Κακουργιοδικείου και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση.

Μένει το ζήτημα των κακώσεων της παραπονουμένης.  Το ζήτημα που εγείρεται το έχουμε ήδη προσδιορίσει και έχουμε επίσης παραθέσει και την κατάληξη του Κακουργιοδικείου.  Περιλαμβανομένης και της κρίσης του αναφορικά με την αξία της μαρτυρίας του Σ. Σοφοκλέους. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην απόφαση του Κακουργιοδικείου.  Δεν μίλησαν οι μάρτυρες κατηγορίας για σοβαρές εξωτερικές κακώσεις και δεν ήταν αυθαίρετη αλλά συνήδε με την ιατρική μαρτυρία πως κάποια σημάδια, με την πάροδο ωρών, μπορούσε να είχαν εξαφανισθεί και ήταν δεδομένο πως πέρασαν ώρες μέχρις ότου η παραπονούμενη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Όπως επίσης συνάδει με την ιατρική μαρτυρία που αποδέχτηκε το Κακουργιοδικείο πως το κατά πόσο κάποια κτυπήματα θα προκαλούσαν εξωτερικές κακώσεις είναι ζήτημα βαθμού. Δεν θα διέψευδε, επομένως, τη μαρτυρία της παραπονουμένης η απουσία άλλων κακώσεων πολύ λιγότερο όταν, όπως εξήγησε, μίλησε για γροθιές χωρίς όμως να είχε δει το σχήμα του χεριού του Davis.  Όπως σημείωσε το Κακουργιοδικείο «απλώς ένοιωσε τα κτυπήματα και τα επακόλουθά τους, δηλαδή είχε την αίσθηση ότι το πρόσωπο της ήταν κοστωμένο και τα χείλη της φουσκωμένα».

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι έργο του Κακουργιοδικείου που είχε την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες.  Ο ρόλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την πάγια νομολογία μας, συνίσταται στον έλεγχο μήπως αυτή η αξιολόγηση βρίσκεται εκτός λογικής και ακραίων ορίων, μήπως κατά την αξιολόγηση εμφιλοχώρησε σφάλμα αρχής και μήπως, εν τέλει, συγκρούεται προς ή παραγνωρίζει τη μαρτυρία.  Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος που να δικαιολογεί παρέμβασή μας και οι εφέσεις απορρίπτονται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο