ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 167
19 Απριλίου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΤΣΑΠΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 224/2005)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση μαστροπείας και εκμετάλλευσης πόρνης ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου ― Το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας και η κατάληξη σε ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο, εάν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή εάν δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.
Απόδειξη ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Μαστροπεία και εκμετάλλευση πόρνης ― Προειδοποίηση Δικαστηρίου ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Εφαρμοστέες αρχές.
Ποινικός Κώδικας ― Εκμετάλλευση πόρνης, κατά παράβαση των Άρθρων 164(1)(α)(3) και 29 του Ποινικού Κώδικα ― Στοιχειοθετήθηκε στη βάση της μαρτυρίας της παραπονούμενης και του μάρτυρα που ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της επί πληρωμή, με τη μεσολάβηση του κατηγορουμένου.
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Το γεγονός ότι μάρτυρας επαναλαμβάνει στο Δικαστήριο όσα αναφέρει στην κατάθεσή του στην Αστυνομία, δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο για την αξιοπιστία του.
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας μετά από ακροαματική διαδικασία σε δύο κατηγορίες, ήτοι, σε κατηγορία μαστροπείας και σε κατηγορία εκμετάλλευσης πόρνης και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 9 μηνών σε κάθε κατηγορία.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως διαπιστώθηκαν στη βάση της μαρτυρίας των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείων εργοδοτούσε την Solvita Ozolina, ΜΚ1 από τη Λετονία στην μπυραρία του στον Αστρομερίτη από τις 27/9/2004 για να πλένει πιάτα και να σερβίρει ποτά σε πελάτες. Ο εφεσείων της ζήτησε επίσης να έλθει σε σεξουαλική επαφή με πελάτες, επί πληρωμή, αλλά αυτή αρνήθηκε. Στις 29/9/2004 όταν αρνήθηκε να έχει σεξουαλική επαφή με πελάτη, της είπε ότι έπρεπε να το κάμει, εάν ήθελε χρήματα. Είχε ανάγκη από χρήματα και, έτσι , αναγκάστηκε να κάνει έρωτα με πελάτες, όταν το διευθετούσε ο εφεσείων, ο οποίος της έδιδε κάθε φορά £20.00. Αυτό γινόταν σχεδόν καθημερινά. Στις 17/12/2004 επισκέφθηκε τη μπυραρία ο ΜΚ2, ο οποίος της κέρασε ποτά. Όταν της ζήτησε να κάμουν σεξ αυτή αρνήθηκε. Ο ΜΚ2 μίλησε τότε στον εφεσείοντα, ο οποίος της δήλωσε ότι αν δεν πήγαινε, δεν θα της έδινε χρήματα. Γύρω στις 3.00 η ώρα το πρωί ο ΜΚ2 πλήρωσε τον εφεσείοντα για τα ποτά και £50.00 για το σεξ που θα είχε μαζί της, και πήγαν με το αυτοκίνητο του ΜΚ2, σε ξενοδοχείο στην Κακοπετριά όπου έκαμαν έρωτα. Τη διαμονή τους στο ξενοδοχείο τη διευθέτησε ο εφεσείων, ο οποίος, μαζί με τη γυναίκα του, έλεγχαν τις κινήσεις της.
Ο εφεσείων αρνήθηκε ότι περιόρισε ποτέ τις κινήσεις της Solvita και ότι της ζήτησε να πηγαίνει για σεξ με πελάτες έναντι πληρωμής. Κατέθεσε ότι ήταν ελεύθερη να πάει όπου ήθελε μέχρι τις 6.30 μ.μ., επειδή στις 7.00 μ.μ ξεκινούσε η εργασία στην μπυραρία, όπου σέρβιρε ποτά και, εάν ήθελαν, οι πελάτες την κερνούσαν, οπότε και της έδινε προμήθεια. Η Solvita είχε πολύ καλές σχέσεις μαζί του και με την οικογένεια του, διέμενε, μάλιστα , στο σπίτι τους σε χωριστό δωμάτιο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος και των μαρτύρων του, αφού διαπίστωσε ότι προσπάθεια του πρώτου ήταν να συγκαλύψει τα πραγματικά γεγονότα και των τελευταίων να βοηθήσουν τον φίλο τους.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο προειδοποίησε τον εαυτό του για τον κίνδυνο να στηριχθεί η καταδίκη στη μαρτυρία της ΜΚ1, χωρίς ενίσχυση, η οποία, στην περίπτωση του αδικήματος του αποζήν από κέρδη πορνείας - Άρθρο 164(1)(α)(β) του ΚΕΦ. 154 - λειτουργεί ως κανόνας πρακτικής. Έκρινε, όμως, ότι είχαν δημιουργηθεί "στερεά εσωτερικά ερείσματα ασφάλειας", τα οποία του επέτρεπαν να στηριχθεί στη μαρτυρία της, χωρίς αναζήτηση ενίσχυσης. Στηριζόμενο σ' αυτή κατέληξε ότι η ΜΚ1 έκαμε σεξ επί πληρωμή με πελάτη. Από τον κάθε πελάτη έπαιρνε από τον εφεσείοντα, ο οποίος την παρακινούσε στην πορνεία, £20.00. Τον πελάτη της τον εύρισκε ο εφεσείων. Στις 18/12/2004, η μάρτυς δεν πρόλαβε να πληρωθεί, αφού συνελήφθη από την Αστυνομία.
Στη βάση και πάλι της μαρτυρίας της ΜΚ1, το Δικαστήριο κατέληξε ότι δημιουργήθηκε το νομικό μαχητό τεκμήριο του Άρθρου 164(3), δηλαδή ότι ο εφεσείων, εν γνώσει του, αποζούσε από κέρδη πορνείας. Με την απόρριψη της μαρτυρίας του, ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος, το οποίο με το τεκμήριο είχε τεθεί στους ώμους του, και κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της εκμετάλλευσης πόρνης.
Παρά την κατάληξή του για την ενοχή του εφεσείοντος στη βάση και μόνο της μαρτυρίας της ΜΚ1, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναζήτησε και ενισχυτική μαρτυρία, όχι για να δώσει αξία ή αξιοπιστία στη μαρτυρία της, αλλά για να επιβεβαιώσει και να στηρίξει αυτή, η οποία ήταν ικανοποιητική και αξιόπιστη αναφορικά με τη διάπραξη του αδικήματος από τον εφεσείοντα.
Σ' ότι αφορά το αδίκημα του Άρθρου 164(1)(α), αυτό στοιχειοθετήθηκε στη βάση της μαρτυρίας της ΜΚ1 και της ενισχυτικής μαρτυρίας του ΜΚ2. Η μαρτυρία κατέδειξε ότι η ΜΚ1, στις 18/12/2004, επί πληρωμή, ήλθε σε σεξουαλική επαφή με τον ΜΚ2, με τη μεσολάβηση του εφεσείοντος, τον οποίο ο ΜΚ2 πλήρωσε £50.00.
Ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητώντας την αξιοπιστία της μαρτυρίας που έκαμε αποδεκτή το πρωτόδικο Δικαστήριο, λόγω της ύπαρξης αντιφάσεων. Αμφισβητεί επίσης την καταδίκη του, για το λόγο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε και παρασύρθηκε από γεγονότα, που χρονικά προηγούνταν της ημερομηνίας του κατηγορητηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξηγεί με λεπτομέρεια και εύλογα τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος και του ΜΥ1. Για την απόρριψή της, βασίστηκε στη λογικότητα των όσων αυτοί πρόβαλαν, με βάση την ανθρώπινη πείρα και συμπεριφορά.
2. Η καταδίκη του εφεσείοντος δε στηρίχθηκε στα γεγονότα που προηγήθηκαν και συμπλήρωναν την εικόνα της υπόθεσης αλλά στα γεγονότα που αποδείχθηκαν και τα οποία στοιχειοθετούσαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων των κατηγοριών στις οποίες αυτός κρίθηκε ένοχος.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοσθένους κ.ά. ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 129,
C & A Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273,
Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 2522/04), ημερομηνίας 8/9/05 και 12/9/05.
Στ. Στυλιανού, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Ο Εφεσείων είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπιζε, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, τέσσερις κατηγορίες. Αφορούσαν:
(α) Σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκου, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(1)(α)(ι)(2)(α) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000, (Ν. 3(Ι)/00).
(β) Μαστροπεία, κατά παράβαση των Άρθρων 157(β) και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
(γ) Εκμετάλλευση πόρνης, κατά παράβαση των Άρθρων 164(1)(α)(3) και 29 του Ποινικού Κώδικα.
(δ) Προαγωγή διαφθοράς γυναίκας με απειλές, κατά παράβαση των Άρθρων 159(α) και 35 του Ποινικού Κώδικα.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, ο εφεσείων, στις 18/12/2004, στον Αστρομερίτη, ενώ ήταν ιδιοκτήτης της μπυραρίας με την επωνυμία «Άγγελοι του Παραδείσου» και εργοδότης της Solvita Ozolina, από τη Λετoνία, με σκοπό το κέρδος, μέσω απειλής, την ανάγκασε να έλθει σε σεξουαλική επαφή με πελάτη. Την προήγαγε, επίσης, σε κοινή πορνεία, αποζών, εν γνώσει του, μερικώς από τα κέρδη της πορνείας.
Μετά από ακροαματική διαδικασία, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο σε δύο μόνο κατηγορίες - της μαστροπείας και της εκμετάλλευσης πόρνης - καταδικάζοντάς τον σε ποινή φυλάκισης 9 μηνών σε κάθε κατηγορία.
Με την παρούσα έφεση, προσβάλλεται από τον εφεσείοντα η καταδίκη του από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως διαπιστώθηκαν στη βάση της μαρτυρίας των έξι μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν, σε γενικές γραμμές, ως εξής:-
Η Solvita Ozolina ήλθε στην Κύπρο από τη Λετονία και, από τις 27/9/2004, εργαζόταν ως σερβιτόρα στην μπυραρία του εφεσείοντα - «Άγγελοι του Παραδείσου» - στον Αστρομερίτη. Τα καθήκοντά της, όπως καθορίστηκαν από τον εφεσείοντα, ήταν να πλένει πιάτα και να σερβίρει ποτά σε πελάτες. Ο εφεσείων της ζήτησε, επίσης, να έρχεται σε σεξουαλική επαφή με πελάτες της μπυραρίας, επί πληρωμή, αλλά αυτή δε δέχτηκε. Δύο μέρες μετά - (στις 29/9/2004) - όταν αρνήθηκε να έχει σεξουαλική επαφή με πελάτη, της είπε ότι έπρεπε να το κάμει, εάν ήθελε χρήματα. Είχε ανάγκη από χρήματα και, έτσι, αναγκάστηκε να κάνει έρωτα με πελάτες, όταν το διευθετούσε ο εφεσείων, ο οποίος και της έδιδε κάθε φορά £20,00. Σχεδόν καθημερινά της διευθετούσε και πήγαινε με πελάτες για σεξ. Στις 17/12/2004, επισκέφθηκε την μπυραρία ο Μ.Κ.2, ο οποίος την κέρασε ποτά. Της ζήτησε να κάμουν σεξ και αυτή αρνήθηκε. Ο Μ.Κ.2 μίλησε με τον εφεσείοντα, ο οποίος της δήλωσε ότι, αν δεν πήγαινε, δε θα της έδινε χρήματα. Φοβήθηκε ότι θα έχανε το μεροκάματό της και δέχτηκε. Γύρω στις 3.00 η ώρα το πρωί, αφού ο Μ.Κ.2 πλήρωσε στον εφεσείοντα το λογαριασμό που δημιούργησε στην μπυραρία και £50,00 για το σεξ που θα είχε μαζί της, πήγαν, με το αυτοκίνητο του Μ.Κ.2, στο ξενοδοχείο Pine Hill, στην Κακοπετριά. Προγευμάτισαν και, στη συνέχεια, ανέβηκαν στο δωμάτιο με αρ. 23 και έκαμαν έρωτα. Μαζί τους προγευμάτισαν ο Μ.Υ.1 και η άλλη κοπέλα η οποία εργαζόταν στην μπυραρία, οι οποίοι, επίσης, πήγαν στο ξενοδοχείο. Τη διαμονή τους στο ξενοδοχείο την διευθέτησε ο εφεσείων, ο οποίος, μαζί με τη γυναίκα του, έλεγχαν τις κινήσεις της. Διακινείτο μόνο με την άδειά του. Τρεις φορές, που πήγε εκτός Αστρομερίτη, ήταν και πάλι με την άδειά του και συνοδευόταν από το Μ.Υ.2 - Αντρέα Βοσκού, ο οποίος είναι κουμπάρος του.
Η εκδοχή του εφεσείοντα είναι ότι αυτός ποτέ δεν περιόρισε τις κινήσεις της Solvita και ούτε της ζήτησε να πηγαίνει για σεξ με πελάτες έναντι πληρωμής. Ήταν ελεύθερη να πάει όπου ήθελε μέχρι τις 6.30 μ.μ., επειδή στις 7.00 μ.μ. ξεκινούσε η εργασία στην μπυραρία, όπου σέρβιρε ποτά και, εάν ήθελαν, οι πελάτες την κερνούσαν, οπότε και της έδινε προμήθεια. Οι σχέσεις της μαζί του και με την οικογένειά του ήταν πολύ καλές. Έμενε, μάλιστα, στο ίδιο σπίτι μαζί τους, σε χωριστό δωμάτιο. Για το συγκεκριμένο βράδυ, ο Στέλιος Χριστοδούλου, Μ.Κ.2, τον ρώτησε εάν επιτρέπει στη Solvita να βγει μαζί του για φαγητό, όπως ακριβώς τον ρώτησε και ο Αντρέας Σολωμού, Μ.Υ.1, για την άλλη κοπέλα που είχε στην μπυραρία. Τούς παρέπεμψε στις κοπέλες, για να αποφασίσουν οι ίδιες. Οι πελάτες πλήρωσαν τα ποτά τους και έφυγαν μαζί με τις δύο κοπέλες. Αρνήθηκε ότι πήρε £50,00 από τους Μ.Κ.2 και Μ.Υ.1, όπως αρνήθηκε ότι, κάθε φορά που η Solvita έκανε σεξ με πελάτη, της έδινε £20.00. Τα όσα κατέθεσε η Solvita εναντίον του, ήταν αποτέλεσμα πίεσης που αυτή δέχτηκε από την Αστυνομία και αυτό, είπε, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι έκλαιγε μετά που έδωσε την κατάθεσή της. Άλλωστε, εάν ήταν αλήθεια όσα κατέθεσε, δε θα πήγαινε τα Χριστούγεννα στο σπίτι του, σε οικογενειακό τραπέζι, στο οποίο προσκάλεσε και τον Αντρέα Σολωμού, για να μην είναι μόνος του, αφού ήταν διαζευγμένος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφασή του, αναφέρεται στο σύνολο της μαρτυρίας και πραγματεύεται τις νομικές αρχές που διέπουν την αξιολόγησή της, με αναφορά στη σχετική νομολογία*. Χαρακτήρισε τη Μ.Κ.1 αξιόπιστη μάρτυρα, σημειώνοντας ότι:-
«Η μαρτυρία της ήταν τόσο ζωντανή και θετική, οι απαντήσεις της χαρακτηρίζονται από φυσικότητα και γενικά μου μετέδωσε την απαραίτητη βεβαιότητα αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Επίσης, στη μαρτυρία της δεν βρίσκω να υπάρχει οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση παρά την εξαντλητική και πολύωρη αντεξέτασή της.»
Στο ίδιο εύρημα κατέληξε και για την αξιοπιστία του Μ.Κ.2 - Στέλιου Χριστοδούλου. Ισχυρισμό της Υπεράσπισης - ότι ο Μ.Κ.2 είχε συνεννοηθεί εκ των προτέρων με την Αστυνομία - τον απέρριψε, για το λόγο ότι, από κανένα σημείο της μαρτυρίας, δεν μπορεί να συναχθεί τέτοιο συμπέρασμα.
Τη μαρτυρία του εφεσείοντα και των μαρτύρων του την απέρριψε και λόγω της εντύπωσης που άφησαν στο Δικαστήριο αλλά και αξιολογώντας, στο πλαίσιο των γεγονότων της υπόθεσης, τις απαντήσεις που αυτοί έδωσαν. Η προσπάθεια του εφεσείοντα, όπως έκρινε, ήταν «... να συγκαλύψει τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης λέγοντας αναλήθειες». Το ίδιο και οι μάρτυρες Υπεράσπισης 1 και 2, η προσπάθεια των οποίων ήταν να βοηθήσουν το φίλο τους.
Καθοδηγούμενο, στη συνέχεια, από τη νομολογία*, προειδοποίησε τον εαυτό του για τον κίνδυνο να στηριχθεί η καταδίκη στη μαρτυρία της Μ.Κ1, χωρίς ενίσχυση, η οποία, στην περίπτωση του αδικήματος του αποζήν από κέρδη πορνείας - Άρθρο 164(1)(α)(β) του ΚΕΦ. 154 - λειτουργεί ως κανόνας πρακτικής. Έκρινε, όμως, ότι είχαν δημιουργηθεί «στέρεα εσωτερικά ερείσματα ασφάλειας», τα οποία του επέτρεπαν να στηριχθεί στη μαρτυρία της, χωρίς αναζήτηση ενίσχυσης. Στηριζόμενο σ' αυτή, κατέληξε ότι η Μ.Κ.1 διέπραξε πορνεία, δηλαδή έκαμε σεξ επί πληρωμή με πελάτη. Από τον κάθε πελάτη έπαιρνε από τον εφεσείοντα, ο οποίος την παρακινούσε στην πορνεία, £20,00. Τον πελάτη τής τον έβρισκε ο εφεσείων. Στις 18/12/2004, η μάρτυς δεν πρόλαβε να πληρωθεί, αφού συνελήφθη από την Αστυνομία.
Στη βάση και πάλι της μαρτυρίας της Μ.Κ.1, το Δικαστήριο κατέληξε ότι δημιουργήθηκε το νομικό μαχητό τεκμήριο του Άρθρου 164(3), δηλαδή ότι ο εφεσείων, εν γνώσει του, αποζούσε από κέρδη πορνείας. Με την απόρριψη της μαρτυρίας του, ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος, το οποίο με το τεκμήριο είχε τεθεί στους ώμους του, και κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της εκμετάλλευσης πόρνης.
Παρά την κατάληξη του για την ενοχή του εφεσείοντα στη βάση και μόνο της μαρτυρίας της Μ.Κ.1, το πρωτόδικο Δικαστήριο, επειδή πρόκειται για σεξουαλικό αδίκημα, αναζήτησε και ενισχυτική μαρτυρία, όχι για να δώσει αξία ή αξιοπιστία στη μαρτυρία της, αλλά για να επιβεβαιώσει και να στηρίξει αυτή, η οποία ήταν ικανοποιητική και αξιόπιστη, αναφορικά με τη διάπραξη του αδικήματος από τον εφεσείοντα - (βλ. Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224.).
Σ' ό,τι αφορά το αδίκημα του Άρθρου 164(1)(α), αυτό στοιχειοθετήθηκε στη βάση της μαρτυρίας της Μ.Κ.1 και της ενισχυτικής του Μ.Κ.2. Η μαρτυρία κατέδειξε ότι η Μ.Κ.1, στις 18/12/2004, επί πληρωμή, ήλθε σε σεξουαλική επαφή με το Μ.Κ.2, με τη μεσολάβηση του εφεσείοντα, τον οποίο ο Μ.Κ.2 πλήρωσε £50,00.
Προβάλλεται, με τους λόγους έφεσης 1, 2 και 4, ότι η ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι επισφαλής, για το λόγο ότι αυτή στηρίχθηκε, κυρίως αν όχι αποκλειστικά, στη μαρτυρία της Μ.Κ.1 και του Μ.Κ.2, η οποία είναι αναξιόπιστη, λόγω αντιφάσεων.
Ως αντιφάσεις, ο συνήγορος υπέδειξε τα εξής: Ενώ ο Μ.Κ.2 ανέφερε στη γραπτή του κατάθεση ότι μιλούσε με τη Μ.Κ.1 Αγγλικά, η ίδια η μάρτυς κατέθεσε ότι δε μιλά Αγγλικά, εκτός από μία ή δύο λέξεις. Η Μ.Κ.1, ενώ, από τη μια, ισχυρίστηκε ότι φοβόταν μήπως δεν της δώσει ο εφεσείων το μεροκάματό της, από την άλλη, κατέθεσε ότι τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του της συμπεριφέρονταν ως μέλος της οικογένειάς τους. Επίσης, οι μαρτυρίες της Μ.Κ.1 και του Μ.Κ.2 ήταν όμοιες, σε βαθμό που έπρεπε να προβληματίσουν το Δικαστήριο και να μη γίνουν πιστευτές, ενόψει, μάλιστα, των όσων η Μ.Κ.1 είπε αντεξεταζόμενη - ότι, δηλαδή, για να δώσει κατάθεση, απειλήθηκε από την Αστυνομία. Εσφαλμένα, επίσης, θεωρήθηκε ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.2 ενισχύει τη μαρτυρία της Μ.Κ.1, η οποία έδωσε τη γραπτή κατάθεσή της στην Αστυνομία μετά που της υποδείχθηκε η κατάθεση του Μ.Κ.2.
Σ' ό,τι αφορά το ποσό των £50,00, το οποίο ανέφερε ο Μ.Κ.2 ότι έδωσε στον εφεσείοντα, δεν υπάρχει μαρτυρία που να ενισχύει τη θέση του αυτή και δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτό, αφού η Μ.Κ.1 δεν είδε να δίδεται το ποσό αυτό.
Σύμφωνα με το συνήγορο του εφεσείοντα, ο Μ.Υ.1 εσφαλμένα κρίθηκε αναξιόπιστος. Ο μάρτυρας αυτός - (συνελήφθη με τον εφεσείοντα) - λίγες ώρες μετά τη σύλληψή του, έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία. Παρά το γεγονός ότι πιέστηκε από την Αστυνομία για να καταθέσει εναντίον του εφεσείοντα, δεν το έπραξε. Ήταν μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία, όμως, δεν τον κάλεσε.
Ο συνήγορος υποστήριξε, επίσης, με έμφαση, τη θέση ότι δε δικαιολογείται το εύρημα ότι ο Μ.Υ.1 ήταν φίλος με τον εφεσείοντα και, υπό αυτήν του την ιδιότητα, προσπάθησε να τον βοηθήσει, αφού έγινε δεκτό από το Δικαστήριο ότι η φιλία τους άρχισε από το τραπέζι των Χριστουγέννων, δηλαδή μετά τις 18/12/2004. Το εύρημα αυτό θα ήταν ορθό, σύμφωνα με το συνήγορο, εάν ο Μ.Υ.1 κατέθετε οτιδήποτε διαφορετικό απ' ό,τι ανέφερε στη γραπτή του κατάθεση. Το σημαντικό, όμως, εισηγήθηκε, για το Μ.Υ.1, το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά, είναι το γεγονός ότι αυτός, τόσο στη γραπτή του κατάθεση στην Αστυνομία όσο και στο Δικαστήριο, ανέφερε τα ίδια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε ως δεδομένο ότι ο Μ.Υ.1 είχε πάρει την άλλη κοπέλα - (Τατιάνα) - που εργαζόταν με τη Solvita για έρωτα επί πληρωμή, πράγμα, όμως, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με ό,τι ο Μ.Υ.1 είπε, δηλαδή, ότι δεν πρόλαβε να μιλήσει με την Τατιάνα, για να την πληρώσει.
Οι αρχές, με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, είναι καλά γνωστές. Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο, με την ευκαιρία που έχει στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, είναι σε πλεονεκτική θέση να αξιολογήσει την αξιοπιστία τους. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο, εάν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική, ή εάν δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.
Έχουμε εξετάσει με προσοχή όχι μόνο τα σημεία της μαρτυρίας στα οποία αναφέρθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα, με σκοπό να πλήξει την αξιολόγησή της, αλλά και τη μαρτυρία στο σύνολό της. Δε βρίσκουμε ότι δικαιολογείται επέμβασή μας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξηγεί με λεπτομέρεια και εύλογα, κατά την άποψή μας, τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του Μ.Υ.1. Για την απόρριψή της, βασίστηκε στη λογικότητα των όσων αυτοί πρόβαλαν, με βάση την ανθρώπινη πείρα και συμπεριφορά. Ειδικότερα, για το Μ.Υ.1, εύλογη είναι η παρατήρησή του, η οποία και οδήγησε στην απόρριψη της μαρτυρίας του. Την παραθέτουμε:-
«... είπε στην κατάθεσή του, τεκμήριο 14, ότι 'εγώ ως τζιην την ώρα δεν επρόλαβα να μιλήσω με την Τατιάνα για να την πληρώσω. Ούτε η ίδια μου το ζήτησε. Θα την πλήρωνα το πρωί'. Εάν είναι δυνατό! Να παίρνει μια κοπέλα από την μπυραρία, να πηγαίνουν για συγκεκριμένο σκοπό, έρωτα επί πληρωμή, και μην μιλήσουν προηγουμένως για την τιμή. Επίσης εάν η Τατιάνα δεν ήταν κάτω από τον πλήρη έλεγχο του κατηγορουμένου γιατί ζήτησε την άδεια του να επιτρέψει δηλαδή στην Τατιάνα να πάει μαζί του έξω;»
Ειδικά, όσον αφορά την αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας της Μ.Κ.1 και του Μ.Κ.2, σε σχέση με την Αγγλική γλώσσα, από εξέταση της μαρτυρίας, προκύπτει ότι ο Μ.Κ.2, κατά την αντεξέτασή του, ήταν σαφής ότι ούτε ο ίδιος γνωρίζει καλά Αγγλικά και ότι η συνεννόησή με τη Μ.Κ.1 γινόταν, ουσιαστικά, με λίγα Αγγλικά και νοήματα.
Ούτε το παράπονο του εφεσείοντα - ότι ο Μ.Υ.1, ενώ έδωσε κατάθεση από την πρώτη στιγμή, δεν κλήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή - ευσταθεί. Η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε όσους μάρτυρες έκρινε αναγκαίους για την υπόθεσή της, χωρίς να αποκρύψει από την Υπεράσπιση το γεγονός ότι και ο Μ.Υ.1 είχε δώσει κατάθεση. Ο εφεσείων επέλεξε να τον καλέσει, ως είχε δικαίωμα, και αξιολογήθηκε η μαρτυρία του, όπως και η μαρτυρία κάθε άλλου μάρτυρα. Το γεγονός ότι ο Μ.Υ.1 επανέλαβε στο Δικαστήριο όσα ανέφερε στην κατάθεσή του δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο για την αξιοπιστία του.
Σ' ό,τι αφορά το ζήτημα της δυνατότητας της Μ.Κ.1 ανάγνωσης της Ρωσικής γλώσσας, στην οποία δόθηκε η κατάθεσή της - Τεκμήριο 1 - με πιστή μετάφραση στα Ελληνικά - Τεκμήριο 2 - η μάρτυς ήταν σαφής ότι την κατέγραψε η διερμηνέας στη μητρική της γλώσσα και μετά της την διάβασε και συμφώνησε.
Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 απορρίπτονται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η καταδίκη του εφεσείοντα, για το λόγο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχτηκε και παρασύρθηκε από γεγονότα, που χρονικά προηγούνταν της ημερομηνίας του κατηγορητηρίου. Αποδεχόμενο το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα, την εκδοχή της Μ.Κ.1 σε σχέση με γεγονότα που προηγήθηκαν της 18/12/2004, επηρεάστηκε, με αποτέλεσμα να αποδεχτεί τη μαρτυρία της.
Ούτε αυτός ο λόγος βρίσκουμε να ευσταθεί. Η Μ.Κ.1 κρίθηκε αξιόπιστη. Η καταδίκη του εφεσείοντα δε στηρίχθηκε στα γεγονότα που προηγήθηκαν και συμπλήρωναν την εικόνα της υπόθεσης αλλά στα γεγονότα που αποδείχθηκαν και τα οποία στοιχειοθετούσαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων των κατηγοριών 2 και 3.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίφθηκε.