ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 29
27 Ιανουαρίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
EUROFREIGHT LOGISTICS LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 96/2005)
Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.25(Ι)/2003 ― Κατά πόσο η «επιταγή» στο Άρθρο 305Α σημαίνει μόνο την εξ αρχής επιταγή, ή κατά πόσο περιλαμβάνει και τη μεταχρονολογημένη επιταγή.
Ερμηνεία νομοθετημάτων ― Έκφραση άποψης βουλευτή κατά τη διάρκεια εργασιών της Βουλής, οι οποίες οδηγούν στην ψήφιση νόμου ― Δεν λαμβάνεται υπόψη στην ερμηνεία νομοθετήματος.
Λέξεις και Φράσεις ― «Επιταγή» στο Ν.164(Ι)/03 ― Καλύπτει σε όλες τις περιπτώσεις και τις μεταχρονολογημένες επιταγές.
Η υπό συζήτηση κατηγορία στην παρούσα υπόθεση αφορά επιταγή η οποία εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2003. Το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ότι επρόκειτο περί μεταχρονολογημένης επιταγής. Έκρινε ως εκ τούτου ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία και την απέρριψε. Θεώρησε ότι η έννοια της επιταγής στο εδάφιο (1) του Άρθρου 305Α παρέμεινε, με το Ν.25(Ι)/03 αναλλοίωτη μέχρι που, σε χρόνο μεταγενέστερο της κατηγορίας, θεσπίστηκε ο Ν.164(Ι)/03.
Οι εφεσείοντες υποστήριξαν κατ' έφεση ότι, ως αποτέλεσμα της τροποποίησης του Άρθρου 305Α με το Ν.25(Ι)/03, η έννοια της επιταγής συμπεριλάμβανε πια και τη μεταχρονολογημένη επιταγή σε σχέση όχι μόνο με το αδίκημα του εδαφίου (2) όπου ρητά αναφέρεται η περίπτωση αλλά και του εδαφίου (1), γιατί καθώς εισηγήθηκαν, δεν είναι νοητή η διαφορετική ρύθμιση μεταξύ τους. Επιπλέον, προς ενίσχυση της άποψης τους, παρέπεμψαν σε μέρος των πρακτικών της συνεδρίασης της Ολομέλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερ. 16 Ιανουαρίου 2003, όπου βουλευτής εξέφρασε την άποψη ότι το νέο Άρθρο 305Α κάλυπτε και τις μεταχρονολογημένες επιταγές.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο ορισμός της «επιταγής», ο οποίος εισήχθη στον Ποινικό Κώδικα με τον Ν.164(Ι)/03, καλύπτει, σε όλες τώρα τις περιπτώσεις και τις μεταχρονολογημένες επιταγές. Το κατά πόσο αυτός ο ορισμός συνάδει ή όχι με την ως τότε νομολογιακή αντίληψη περί της έννοιας της επιταγής δεν έχει σημασία. Απόκειται στο νομοθέτη να ορίσει και να μεταβάλει για το μέλλον το αντικείμενο της ποινικής απαγόρευσης. Ανεπίτρεπτο θα ήταν αν ο νομοθέτης επιχειρούσε να ερμηνεύσει προηγούμενο νομοθέτημα - αναλαμβάνοντας έτσι έργο δικαστικο - χωρίς στην πραγματικότητα να το τροποποιήσει. Έπειτα, το κατά πόσο ο Ν.164(Ι)/03 θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ερμηνευτικά, με οποιονδήποτε τρόπο, δεν έχει σημασία στην προκειμένη περίπτωση αφού και χωρίς αναφορά σε αυτόν, η κατάληξη είναι πως πριν από τη θέσπισή του, το εδάφιο (1) του Άρθρου 305Α δεν περιλάμβανε τη μεταχρονολογημένη επιταγή.
2. Το αδίκημα του εδαφίου 2 του Άρθρου 305Α, αφορά σε διαφορετική περίπτωση από το αδίκημα του εδαφίου (1) του ίδιου άρθρου. Ως προς το αδίκημα του εδαφίου (1) ο νομοθέτης, με τη θέσπιση του Ν. 25(Ι)/03, θέλησε να διατηρήσει την ποινική ευθύνη για μόνο την εξ αρχής επιταγή, πράγμα που δεν έπραξε και για το αδίκημα του εδαφίου (2). Εξ άλλου, ως θέμα αρχής, οι ποινικές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά, ασχέτως υπάρξεως δυνατότητας ευρύτερης ερμηνείας.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Davis v. Johnson [1979] AC 264,
Diagoras Development v. National Bank (1985) 1 C.L.R. 581.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από τους εφεσείοντες - κατήγορους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 5626/02) ημερομηνίας 16/3/05, με την οποία ο εφεσίβλητος αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από την κατηγορία.
Μ. Κυριακίδης, για τους Εφεσείοντες.
Αλ. Φυλακτού για Ν. Ε. Νεοκλέους, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από τον Δικαστή Γ. Νικολάου.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Το άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, το οποίο αφορά ειδικά στις απλήρωτες επιταγές, εισήχθη κατά πρώτο με τον Ν. 186/86. Εν συνεχεία, με τον Ν. 36(Ι)/97, η διάταξη αντικαταστάθηκε από την ακόλουθη, αυστηρότερη μεν αλλά στην ίδια γραμμή:
«305Α.-(1) Πρόσωπο το οποίο εκδίδει επιταγή η οποία, κατά ή μετά την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη πληρωτέα, παρουσιάζεται στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε, δεν εξοφλείται λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της και παραμένει απλήρωτη για περίοδο επτά ημερών από της εν λόγω παρουσιάσεως, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο ποινές:
Νοείται ότι σχετική σφράγιση ή σημείωση της εν λόγω τράπεζας επί της επιταγής αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου.
(2) Πρόσωπο το οποίο, χωρίς εύλογη αιτία προκαλεί με οποιαδήποτε πράξη τη μη εξόφληση επιταγής που εκδόθηκε απ' αυτό, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο ποινές.
(3) Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται για οποιαδήποτε επιταγή από την οποία δεν προκύπτει αγώγιμο δικαίωμα κατά του εκδότη της.»
Αργότερα, με τον Ν. 25(Ι)/2003 ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 31 Ιανουαρίου 2003, αντικαταστάθηκε και η δεύτερη διάταξη με τρίτη, εκτενέστερη, προφανώς με στόχο την αποτελεσματικότερη ρύθμιση του θέματος. Παραθέτουμε τα πρώτα δύο εδάφια:
«305Α.-(1) Πρόσωπο το οποίο εκδίδει επιταγή η οποία, κατά ή μετά την ημερομηνία κατά την οποία αυτή κατέστη πληρωτέα, παρουσιάζεται στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε, δεν εξοφλείται λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της ή λόγω του ότι ο τραπεζικός λογαριασμός του εκδότη ήταν κλειστός κατά το χρόνο της παρουσίασης της επιταγής και παραμένει απλήρωτη για περίοδο δεκαπέντε ημερών από την παρουσίασή της, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή και στις δύο ποινές.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) ανωτέρω, πρόσωπο το οποίο, χωρίς εύλογη αιτία προκαλεί με οποιαδήποτε πράξη τη μη εξόφληση επιταγής που εκδόθηκε από αυτό καθ' οιονδήποτε χρόνο προ ή κατά την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή και στις δύο ποινές:
...........................»
Στο εδάφιο (1) η βασική φυσιογνωμία του αδικήματος έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα διατηρήθηκε αμετάβλητη και δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε τις επί μέρους αλλαγές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το αδίκημα στο εδάφιο (2) όπου, σε σχέση με πράξη με την οποία προκαλείται η μη εξόφληση επιταγής, γίνεται για πρώτη φορά λόγος περί επιταγής που εκδόθηκε «προ ή κατά την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέα».
Ο ουσιώδης για την παρούσα υπόθεση χρόνος ήταν ο Μάρτιος του 2003, αφού τότε ήταν που εκδόθηκε η επιταγή στην οποία αφορούσε η υπό συζήτηση κατηγορία. Το Επαρχιακό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι επρόκειτο περί μεταχρονολογημένης επιταγής. Έκρινε ως εκ τούτου ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία και την απέρριψε. Βασίστηκε στην Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 387, η οποία επικροτήθηκε στη Χαραλαμπίδης ν. Δρουσιώτη (2004) 2 Α.Α.Δ. 114. Θεώρησε ότι η έννοια της επιταγής στο εδάφιο (1) του άρθρου 305Α παρέμεινε, με τον Ν. 25(Ι)/03, αναλλοίωτη μέχρι που, σε χρόνο μεταγενέστερο της κατηγορίας, θεσπίστηκε ο Ν. 164(Ι)/03.
Η Ερμογένους - το ίδιο και η Χαραλαμπίδης - αφορούσε περίπτωση προγενέστερη του Ν. 25(Ι)/03. Το Εφετείο έκρινε εκεί ότι το άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα είχε ως αντικείμενο την έκδοση επιταγής αμέσως πληρωτέας, όχι και μεταχρονολογημένης. Η βασική σκέψη βρίσκεται στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Το κρίσιμο εν προκειμένω ερώτημα, το οποίο δεν απασχόλησε πρωτοδίκως - η υπεράσπιση δεν έθεσε καθόλου ζήτημα μεταχρονολόγησης - είναι το κατά πόσο "επιταγή" στο άρθρο 305Α σημαίνει μόνο την εξαρχής επιταγή, ή κατά πόσο περιλαμβάνει και τη "μεταχρονολογημένη επιταγή" ήτοι την επιταγή στην οποία μετατρέπεται η συναλλαγματική επί τραπεζίτη όταν επέλθει ο χρόνος πληρωμής. Βέβαια, ακόμα και όταν πρόκειται περί συναλλαγματικής που μετατρέπεται σε επιταγή, ενώ αρχικά εκδόθηκε συναλλαγματική, έχουμε εν τέλει, σε δεύτερο στάδιο, εκδοθείσα επιταγή. Αλλά σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, "έκδοση" σημαίνει "την πρώτη παράδοση συναλλαγματικής, γραμματίου ή επιταγής, συμπληρωμένης κατά τύπο σε πρόσωπο το οποίο λαμβάνει αυτή ως κάτοχος". Μας φαίνεται λοιπόν πως στην περίπτωση μεταχρονολόγησης, η "πρώτη παράδοση" αφορά την παράδοση συναλλαγματικής και όχι επιταγής. Γι' αυτό η "έκδοση", βάσει του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα δεν μπορεί να αφορά παρά μόνο την εξαρχής επιταγή. Πρόκειται άλλωστε περί ποινικής διάταξης και επομένως, όπου θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να υπάρξουν εναλλακτικές λύσεις, η διάταξη ερμηνεύεται περιοριστικά.»
Προστέθηκε όμως και το εξής:
«Η πρόσφατη εκ βάθρων και πάλι τροποποίηση του άρθρου 305Α με τον Ν.25(Ι)/2003, με την οποία στο νέο εδάφιο (2) γίνεται αναφορά σε επιταγή που εκδόθηκε "προ ή κατά την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέα", έτσι που να περιλαμβάνει και τη μεταχρονολόγηση, αντανακλά ίσως και την από πλευράς του Νομοθέτη αντίληψη ότι η προηγούμενη διάταξη καθιστούσε αναπόφευκτη τη λύση στην οποία καταλήξαμε.»
Οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν το τελευταίο απόσπασμα για να υποστηρίξουν ότι, ως αποτέλεσμα της τροποποίησης του άρθρου 305Α με τον Ν. 25(Ι)/03, η έννοια της επιταγής συμπεριλάμβανε πια και τη μεταχρονολογημένη σε σχέση όχι μόνο με το αδίκημα του εδαφίου (2) όπου ρητά αναφέρεται η περίπτωση αλλά και του εδαφίου (1) γιατί, καθώς εισηγήθηκαν, δεν είναι νοητή η διαφορετική μεταξύ τους ρύθμιση. Επιπλέον, προς ενίσχυση της άποψης τους, παρέπεμψαν σε μέρος των πρακτικών της συνεδρίασης της Ολομέλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερ. 16 Ιανουαρίου 2003, όπου βουλευτής εξέφρασε την άποψη ότι το νέο άρθρο 305Α κάλυπτε και τις μεταχρονολογημένες επιταγές. Ως προς το τελευταίο, σημειώνουμε τη γενική αρχή ότι υπό αυτές τις περιστάσεις οι εργασίες της Βουλής, οι οποίες οδηγούν στη ψήφιση νόμου, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ερμηνεία νομοθετήματος. (Βλ. Davis v. Johnson [1979] AC 264). Όμως, ούτως ή άλλως η μεμονωμένη άποψη ενός βουλευτή δεν θα μπορούσε να έχει ερμηνευτική αξία.
Με τον Ν. 164(Ι)/03, που τέθηκε σε ισχύ στις 24 Οκτωβρίου 2003, προστέθηκε, στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, ορισμός της «επιταγής» ώστε για τους σκοπούς του άρθρου 305Α να σημαίνει:
«γραπτή εντολή του εκδότη προς Τράπεζα για πληρωμή καθορισμένου ποσού σε ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή σε δικαιούχο κομιστή, ανεξάρτητα από το αν καθίσταται πληρωτέα σε μεταγενέστερο χρόνο από την ημερομηνία έκδοσής της ή/και παράδοσής της και περιλαμβάνει δίγραμμη επιταγή.»
Το Επαρχιακό Δικαστήριο σημείωσε αυτή την τελευταία εξέλιξη μάλλον ως ένδειξη πως μέχρι τότε ο νομοθέτης θεωρούσε ότι σε σχέση με το άρθρο 305Α(1) η έννοια της επιταγής δεν συμπεριλάμβανε τη μεταχρονολογημένη. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων εξέφρασε την άποψη ότι ο εν λόγω τροποποιητικός νόμος δεν άλλαξε τίποτε. Εισηγήθηκε, έχοντας υπόψη την Ερμογένους, ότι «ο Ν. 164(Ι)/03 ήταν ουσιαστικά ψευδοερμηνευτικός, δηλαδή ερμήνευε προγενέστερο νόμο υιοθετώντας ερμηνεία που ήταν ήδη δεκτή από τη νομολογία».
Δεν συμμεριζόμαστε αυτή την άποψη για τον Ν. 164(Ι)/03. Είναι προφανές ότι πρόκειται για νόμο με τον οποίο εισήχθη στον Ποινικό Κώδικα, κατά τον ορθόδοξο τρόπο, ο ορισμός της «επιταγής». Καλύπτει, σε όλες τώρα τις περιπτώσεις, και τις μεταχρονολογημένες επιταγές. Το κατά πόσο αυτός ο ορισμός συνάδει ή όχι με την ως τότε νομολογιακή αντίληψη περί της έννοιας της επιταγής δεν έχει σημασία. Απόκειται στο νομοθέτη, οποτεδήποτε το θελήσει, να ορίσει και να μεταβάλει για το μέλλον το αντικείμενο της ποινικής απαγόρευσης. Ακόμα και πλεονασματικά. Ανεπίτρεπτο θα ήταν αν επιχειρούσε ο νομοθέτης να ερμήνευε προηγούμενο νομοθέτημα - αναλαμβάνοντας έτσι έργο δικαστικό - χωρίς στην πραγματικότητα να το τροποποιήσει, όπως π.χ. συνέβηκε με το άρθρο 2 του περί Ανακουφίσεως Οφειλετών (Προσωρινές Διατάξεις) (Τροποποιητικού) Νόμου του 1984 (Ν. 92/84): βλ. Diagoras Development v. National Bank (1985) 1 C.L.R. 581. Έπειτα, το κατά πόσο ο Ν. 164(Ι)/03 θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ερμηνευτικά, με οποιονδήποτε τρόπο, δεν έχει εν προκειμένω σημασία αφού και χωρίς αναφορά σε αυτόν καταλήγουμε πως πριν από τη θέσπιση του το εδάφιο (1) του άρθρου 305Α δεν περιλάμβανε τη μεταχρονολογημένη επιταγή.
Με τον Ν. 25(Ι)/03 περιλήφθηκε στο εδάφιο (2) του άρθρου 305Α πρόνοια ότι το εκεί αδίκημα κάλυπτε και την περίπτωση της μεταχρονολογημένης επιταγής. Υπενθυμίζουμε ότι το αδίκημα του εδαφίου (2) αφορά την περίπτωση όπου η εξόφληση ματαιώνεται ένεκα πράξης μεταγενέστερης της έκδοσης. Εκλαμβάνει πως υπήρχαν ως τότε διαθέσιμα κεφάλαια. Ο νομοθέτης επέβαλε με αυτό τον τρόπο ποινική ευθύνη όχι μόνο για την εξαρχής επιταγή αλλά και για την εν συνεχεία μετατραπείσα, δηλαδή τη μεταχρονολογημένη. Εξηγείται έτσι γιατί στο εδάφιο (1) του άρθρου 305Α ο Ν. 25(Ι)/03 δεν επέφερε αντίστοιχη διαφοροποίηση αφήνοντας το, από αυτή την άποψη, άθικτο. Αν άλλωστε πρόθεση του νομοθέτη ήταν η ταυτοσημία, θα μπορούσε να πρόσθετε ειδικό ορισμό, όπως έπραξε αργότερα. Συμπεραίνουμε, επομένως, ότι ως προς το αδίκημα του εδαφίου (1) ο νομοθέτης ηθέλησε να διατηρήσει την ποινική ευθύνη για μόνο την εξαρχής επιταγή. Πρόκειται άλλωστε για ποινική διάταξη σε σχέση με την οποία, ακόμα και αν παρεχόταν η δυνατότητα ευρύτερης ερμηνείας, εντούτοις για λόγους αρχής ορθό είναι να προκρίνεται η πιο περιοριστική. Καθίστατο λοιπόν αναπόφευκτη η απόρριψη της κατηγορίας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.