ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 22
27 Ιανουαρίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΝΤΕΛΗ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7879)
Ποινικά Δικαστήρια ― Δικαιοδοσία ― Καταχώρηση ποινικής υπόθεσης εναντίον κατηγορουμένου για παράλειψη πληρωμής των εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων ― Κατά την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης εκκρεμούσε ιεραρχική προσφυγή του κατηγορουμένου κατά της σχετικής απόφασης καταβολής των ποσών των οφειλόμενων εισφορών και κατά την ακρόαση της ποινικής υπόθεσης εκκρεμούσε προσφυγή του στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της απόφασης για απόρριψη της ιεραρχικής του προσφυγής ― Κατά πόσο ήταν δυνατή η στοιχειοθέτηση και πρόσφορη η καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης.
Κοινωνικές Ασφαλίσεις ― Παράλειψη πληρωμής εισφορών ― Άρθρο 77 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων ― Καθορίζει πως η διοικητική απόφαση επί του ζητήματος, εφόσον δεν παραμένει πλέον σε εκκρεμότητα αμφισβήτησή της, καθίσταται τελεσίδικη ως απόδειξη ως προς το αντίστοιχο στοιχείο της κατηγορίας.
Ο εφεσίβλητος, Διευθυντής του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καταχώρησε ποινική υπόθεση κατά του εφεσείοντος για παράλειψη πληρωμής των εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων σε σχέση με εργοδοτούμενή του. Ο εφεσείων είχε προηγουμένως ασκήσει ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά της σχετικής απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος με την οποία εκαλείτο να καταβάλει τα ποσά των οφειλόμενων εισφορών, και η οποία εκκρεμούσε όταν καταχωρήθηκε η πιο πάνω ποινική υπόθεση εναντίον του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την υπόθεση κατά του εφεσείοντος στη βάση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του κατηγόρου και της αναξιοπιστίας της μαρτυρίας της υπεράσπισης. Σχετικά με το εγερθέν θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση το Δικαστήριο έκρινε ότι η έκδοση διοικητικής απόφασης δεν συνιστά προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, δεδομένου ότι το αδίκημα είναι η παράλειψη πληρωμής εισφορών.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση, στηρίζοντας ουσιαστικά την έφεσή του στο θέμα της δικαιοδοσίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Κατά την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης, εκκρεμούσε η ιεραρχική προσφυγή εναντίον της απόφασης του Διευθυντή. Συμφώνως δε προς το Άρθρο 77 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων, αυτό καθιστούσε μη τελεσίδικη την απόφαση του Διευθυντή, ώστε να συνιστούσε γεγονός προς στήριξη της κατηγορίας.
2. Κατά την ακρόαση της υπόθεσης δεν εκκρεμούσε πλέον ιεραρχική προσφυγή παρά μόνο προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής μετά από επανεξέταση. Συμφώνως δε προς το Άρθρο 77, εφ' όσον εκκρεμούσε διοικητική διαδικασία του καθορισμού της υποχρέωσης, πάλι δεν ήταν τελεσίδικη η απόφαση του Υπουργού με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η στοιχειοθέτηση, ούτε και πρόσφορη η καταχώρηση ποινικής υπόθεσης. Εξ άλλου, τέτοια πορεία θα ήταν καταπιεστική για τον κατηγορούμενο και μη συνάδουσα με την αντίληψη του κράτους δικαίου.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον της Δημοκρατίας.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Θαλασσινός (1998) 1 Α.Α.Δ. 239,
Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 493,
Αγρόκτημα Λανίτης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225,
Ηλία ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 137,
Peter ν. Δήμου Αγίου Αθανασίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 612,
Χριστοδούλου ν. Επάρχου Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 128.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της καταδικαστικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 2449/02), ημερομηνίας 12/11/04.
Γ. Γιάλλουρος, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Καταγγελία της Ελένης Ανδρονίκου, περιγραφόμενης στην υπόθεση ως της Παραπονούμενης, κατά του Εφεσείοντα για παράλειψη του να καταβάλει εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων σε σχέση με εργοδότηση της στην ταβέρνα του οδήγησε στη διερεύνηση του θέματος από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με κατάληξη τη διαπίστωση ότι, αντίθετα με την εκδοχή του Εφεσείοντα, η Παραπονούμενη όντως εργοδοτήθηκε από τον Εφεσείοντα ώστε ο Εφεσείων να είχε υποχρέωση καταβολής των εν λόγω εισφορών και άλλων συναφών, την οποία και παρέλειψε να εκπληρώσει. Ο Εφεσείων δεν απεδέχθηκε την κατάληξη αυτή και άσκησε ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά της εν λόγω σχετικής απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος η οποία του κοινοποιήθηκε και με την οποία εκαλείτο να καταβάλει τα ποσά των οφειλόμενων εισφορών όπως είχαν υπολογισθεί. Πριν εκδοθεί απόφαση επί της ιεραρχικής προσφυγής, ο Διευθυντής κατεχώρησε ποινική υπόθεση κατά του Εφεσείοντα για παράλειψη πληρωμής των εν λόγω εισφορών. Διεξήχθη τότε δίκη, με επίκεντρο τη διερεύνηση του κατά πόσο όντως ο Εφεσείων είχε εργοδοτήσει την Παραπονούμενη, όπως αυτή ισχυρίζετο, ή όχι, όπως ισχυρίζετο ο Εφεσείων λέγοντας ότι αυτή απλώς ήρχετο στην ταβέρνα του για να συναντά πελάτες. Κρίθηκε λοιπόν η υπόθεση κατά του Εφεσείοντα στη βάση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του κατηγόρου και της αναξιοπιστίας της μαρτυρίας της υπεράσπισης.
Ετέθη βεβαίως πρωτοδίκως και το θέμα της δικαιοδοσίας του ποινικού δικαστηρίου στη βάση του ότι η όλη υπόθεση συναρτάτο προς διοικητική απόφαση, την απόφαση του Διευθυντή στα πλαίσια του άρθρου 76 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων, στη νομιμότητα της οποίας και μόνο θα μπορούσε να εδράζεται η οποιαδήποτε ποινική ευθύνη του Εφεσείοντα και η νομιμότητα της οποίας μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορούσε να ελεγχθεί στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής δεν εδέχθη όμως την εισήγηση αυτή, εκλαμβάνοντας, με αναφορά στην υπόθεση Γρηγόρης Θαλασσινός (1998) 1 Α.Α.Δ. 239, και την εκεί αναφερόμενη υπόθεση Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 493, την αρχή ως έχουσα ότι η έκδοση διοικητικής απόφασης δεν συνιστά προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, δεδομένου ότι το αδίκημα είναι η παράλειψη πληρωμής εισφορών, παρατηρώντας ότι (σ. 8):
"Αξίζει να σημειωθεί με έμφαση ότι η Κατηγορούσα Αρχή στην παρούσα υπόθεση δεν βασίστηκε προς απόδειξη της υπόθεσης της σε οποιαδήποτε απόφαση του Διευθυντή, αλλά παρέθεσε τα πρωτογενή γεγονότα ώστε το ποινικό δικαστήριο να αποφασίσει τα συστατικά στοιχεία του υπό κρίση αδικήματος από μόνο του."
Σε αυτό είναι που βασίσθηκε και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία για να υποστηρίξει την εφεσιβαλλόμενη απόφαση. Η όλη άποψη του θέματος όμως διέπεται από παρανόηση των πραγμάτων και ορθώς ο Εφεσείων οικοδομεί ουσιαστικά την έφεση του στο θέμα της δικαιοδοσίας. Η παρανόηση συναρτάται προς την απομόνωση της αναφοράς στην Ιωάννου ότι (σ. 498): "Ο νόμος (Ν. 41/81) [ορθώς 41/80] δεν καθιστά την έκδοση διοικητικής απόφασης, για την υποχρέωση για ασφάλιση, προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης". Το πλήρες κείμενο όμως του αποσπάσματος στο οποίο γίνεται η αναφορά αυτή δίδει και την ορθή διάσταση (σ. 497-498):
"Βάσει του Κυπριακού Συντάγματος η αρμοδιότητα για αναθεώρηση εκτελεστής πράξης, απόφασης ή παράλειψης, ανήκει αποκλειστικά στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπως ορίζει το άρθρο 146.1. Δεν παρέχεται παράλληλη αρμοδιότητα για την αναθεώρησή της σε οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο, περιλαμβανομένου και του ποινικού Δικαστηρίου. Η επενέργεια του άρθρου 146.1 στην απονομή της αστικής δικαιοσύνης, και κατ΄αναλογία και της ποινικής δικαιοσύνης, και ο διαχωρισμός των αντίστοιχων τομέων δικαιοδοσιών, εξηγούνται σε έκταση στην Αγρόκτημα Λανίτης Λτδ και 4 Άλλοι ν. Γενικού Εισαγγελέα και Άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 225). Ο νόμος (Ν. 41/81) [ορθώς 41/80] δεν καθιστά την έκδοση διοικητικής απόφασης, για την υποχρέωση για ασφάλιση, προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης. Ό,τι συνιστά αδίκημα είναι η παράλειψη καταβολής των νενομισμένων εισφορών. Εξυπακούεται όμως από τη φύση της πράξης για τον καθορισμό υποχρέωσης για την καταβολή εισφορών (εκτελεστή πράξη), και από τις διατάξεις του άρθρου 77, ότι η επίλυση οποιουδήποτε θέματος που αφορά τον προσδιορισμό υποχρέωσης για την καταβολή εισφορών ανήκει αποκλειστικά στην αρμόδια διοικητική Αρχή (το Διευθυντή, και σε περίπτωση ιεραρχικής προσφυγής στον Υπουργό), αποκλειομένου του ποινικού Δικαστηρίου το οποίο δεσμεύεται από την απόφαση του Διευθυντή. Η διάκριση στην οποία προέβη ο νομοθέτης συνάδει με το διαχωρισμό τον οποίο θεμελιώνει το Σύνταγμα μεταξύ της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας και των άλλων δικαστικών δικαιοδοσιών."
Αλλά και η Θαλασσινός ουδόλως υποστηρίζει τη θέση της Δημοκρατίας. Ήταν με δεδομένο ότι η αρμοδιότητα απόφασης επί του κατά πόσο υπάρχει υποχρέωση καταβολής εισφορών ανήκει στο Διευθυντή και ότι η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής ελέγχεται μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο ως διοικητική απόφαση, που υπεδείχθη ότι κατά τα λοιπά απόδειξη της ποινικής υπόθεσης είναι ευθύνη του ποινικού δικαστηρίου. Όπως το έθεσε ο Νικολάου, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση (σ. 242):
"Το άρθρο 77 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου καθορίζει πως η διοικητική απόφαση επί του ζητήματος, εφόσον δεν παραμένει πλέον σε εκκρεμότητα αμφισβήτησή της, καθίσταται τελεσίδικη ως απόδειξη ως προς το αντίστοιχο στοιχείο της κατηγορίας. Τίποτε από ό,τι αναφέρεται στο άρθρο 77 δεν μειώνει τη δικαιοδοσία του ποινικού δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης για να κρίνει αναφορικά με το κατά πόσο η κατηγορία εν τέλει αποδείχθηκε."
Καλά καθιερωμένη είναι η νομολογία επί του θέματος, αρκεί δε να αναφερθούμε στις υποθέσεις Αγρόκτημα Λανίτης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225, Ηλία ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 137, James Peter ν. Δήμου Αγίου Αθανασίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 612, Χριστοδούλου ν. Επάρχου Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 128.
Το θεμελιακό όσο και το σαφές του πράγματος εξηγούν την έκπληξη που εκφράσαμε κατά την ακρόαση της έφεσης ως προς τη στήριξη που παρείχε η Δημοκρατία στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση. Η εκ βάθρων λανθασμένη αντίληψη του δικαστηρίου οδήγησε σε ουσιαστική ακρόαση επί θέματος που δεν ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του. Η προσφυγή του στο ότι η Δημοκρατία δεν εβασίζετο στην απόφαση του Διευθυντή αλλά στην πρωτογενή απόδειξη των στοιχείων των αδικημάτων διέστρεψε το πραγματικό επίδικο θέμα που ήταν ότι το στοιχείο που αφορούσε την υποχρέωση καταβολής εισφορών δεν μπορούσε να κριθεί πρωτογενώς από το ποινικό δικαστήριο παρά μόνο σε συνάρτηση προς απόφαση του μόνου αρμόδιου Διευθυντή, η νομιμότητα της απόφασης του οποίου και υπόκειτο στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Κατά την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης υπήρχε βεβαίως η απόφαση του Διευθυντή. Είχε όμως ασκηθεί κατ' αυτής ιεραρχική προσφυγή η οποία και δεν είχε κριθεί ακόμα, το δε άρθρο 77 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων που καθιστά την απόφαση του Διευθυντή τελεσίδικη προβλέπει "εκτός εάν εκκρεμεί ιεραρχική προσφυγή ................ εναντίον της αποφάσεως". Κατά το χρόνο της καταχώρισης της ποινικής υπόθεσης λοιπόν η απόφαση του Διευθυντή δεν είχε καταστεί τελεσίδικη ώστε να συνιστούσε γεγονός προς στήριξη κατηγορίας.
Είναι ασφαλώς ορθό ότι κατά την ακρόαση της υπόθεσης δεν εκκρεμούσε πλέον ιεραρχική προσφυγή παρά μόνο προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της δεύτερης απόφασης του Υπουργού για απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής μετά από επανεξέταση. Το άρθρο 77 όμως προβλέπει περαιτέρω ότι και η απόφαση του Υπουργού είναι τελεσίδικη "εκτός εάν εκκρεμεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου εναντίον της αποφάσεως αυτού". Ακόμα και τότε λοιπόν το επίδικο γεγονός στο οποίο μπορούσε να στηρίζετο η κατηγορία δεν ήταν γεγονός εφ΄όσον δεν είχε οριστικοποιηθεί η υποχρέωση του Εφεσείοντα για καταβολή εισφορών ώστε να συνέτρεχε η ανάλογη προϋπόθεση για ύπαρξη ποινικής ευθύνης λόγω παράλειψης εκπλήρωσης της εν λόγω υποχρέωσης. Το άρθρο 77, συνεπές προς την εμπλεκόμενη και συνταγματικά προκύπτουσα αρχή του διοικητικού δικαίου, διασφαλίζει αποτελεσματικά τη λογική κατάληξη των συνεπειών της αρχής εκείνης προνοώντας ουσιαστικά ότι δεν είναι δυνατή η στοιχειοθέτηση, ούτε και πρόσφορη η καταχώρηση, ποινικής υπόθεσης εφ΄όσον εκκρεμεί η διοικητική διαδικασία του καθορισμού της υποχρέωσης. Εξ άλλου, τέτοια πορεία θα ήταν καταπιεστική για τον κατηγορούμενο και μη συνάδουσα με την αντίληψη του κράτους δικαίου.
Η έφεση επιτυγχάνει και η εφεσιβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση όπως και οι επιβληθείσες ποινές παραμερίζονται. Ο Εφεσείων απαλλάσσεται των κατηγοριών. Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα του Εφεσείοντα.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον της Δημοκρατίας.