ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 479
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση αρ. 270/2005
13 Νοεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΔΔ.]
LYUBIMOV KYRILL
Εφεσείων
- εναντίον -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
----------------------
Ν. Κληρίδης με Α. Καρεκλά, για τον εφεσείοντα
Α. Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για την εφεσίβλητη
Εφεσείων παρών.
------------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα
δώσει ο δικαστής Φωτίου
.........................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (ποινική υπόθεση αρ. 7893/04) σε 5 κατηγορίες (1η, 4η, 7η, 13η και 16η) για κατοχή πλαστών χαρτονομισμάτων, σε 5 κατηγορίες (2η, 5η, 8η, 14η και 17η) για κυκλοφορία πλαστών χαρτονομισμάτων και 5 κατηγορίες (3η, 6η, 9η, 15η, 18η) για απόσπαση περιουσίας διά ψευδών παραστάσεων δηλαδή πληρώνοντας αγαθά που αγόραζε με πλαστά χαρτονομίσματα των 100 δολλαρίων. Η συνολική αξία των αγαθών που απέσπασε, σύμφωνα με το κατηγορητήριο ήταν £116.00. Τρεις άλλες παρόμοιες κατηγορίες (10, 11 και 12) αποσύρθηκαν.
Για τα πιο πάνω αδικήματα ο εφεσείων καταδικάστηκε σε 18 μήνες φυλάκιση στις κατηγορίες της κατοχής και κυκλοφορίας πλαστού χαρτονομίσματος και σε 8 μήνες στις κατηγορίες της απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, όλες οι ποινές να συντρέχουν. Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει τόσο την καταδίκη όσο και το ύψος της επιβληθείσας ποινής. Αναφορικά με την καταδίκη στο εφετήριο διατυπώνονται 7 λόγοι έφεσης, η ουσία όμως των οποίων είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι ο εφεσείων όταν κατείχε και κυκλοφορούσε (γεγονός που ήταν παραδεκτό από τον ίδιο) τα 5 χαρατονομίσματα που αναφέρονται στο κατηγορητήριο, γνώριζε ότι αυτά ήσαν πλαστά. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι κατά την εν λόγω περίοδο πούλησε το αυτοκίνητο του σε κάποιο Ρωσοπόντιο ο οποίος τον πλήρωσε με δολλάρια Αμερικής προωθώντας έτσι τη θέση ότι πρέπει να του έδωσε αυτός τα πλαστά δολλάρια χωρίς όμως ο ίδιος να τα αναγνωρίσει.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση τα γεγονότα που ήσαν ενώπιον του, πλείστα από τα οποία κοινώς παραδεκτά, κατάληξε ότι ο εφεσείων είχε γνώση ότι τα χαρτονομίσματα ήσαν πλαστά και τον έκρινε ένοχο. Με βάση τα γεγονότα που αποτελούσαν κοινό έδαφος, περί τα τέλη Μαίου με αρχές Ιουνίου του 2004 ήταν το πανηγύρι του Κατακλυσμού στη λεωφόρο Αθηνών (γνωστή και ως Φοινικούδων) στη Λάρνακα όπου διάφοροι μικροπωλητές είχαν στήσει τα περίπτερα τους. Ο εφεσείων σε 5 περιπτώσεις αγόρασε, στο εν λόγω πανηγύρι, αγαθά μικρής αξίας το καθένα και κάθε φορά έδινε για πληρωμή ένα χαρτονόμισμα Αμερικής των εκατόν δολλαρίων. Συγκεκριμένα στις 31/5/04 σε δυο ξεχωριστές περιπτώσεις (κατηγορίες (7, 8,9 και 13, 14, 15) αγόρασε ένα πίνακα ζωγραφικής αξίας £18 στην μια περίπτωση και οινοπνευματώδη ποτά αξίας £33 στην άλλη, πληρώνοντας κάθε φορά με εκατονταδόλλαρο. Παρομοίως την 1/6/04 σε δυο ξεχωριστές περιπτώσεις (κατηγορίες 4, 5, 6 η μια και 16, 17, 18 η άλλη) αγόρασε από το ίδιο πανηγύρι μια κούκλα αξίας £15 στην μια περίπτωση και ξηρούς καρπούς αξίας £15 την άλλη, πληρώνοντας κάθε φορά με εκατονταδόλλαρο. Η 5η περίπτωση ήταν στις 2/6/04 (κατηγορίες 1, 2 και 3) κατά την οποία αγόρασε ξανά δυο πίνακες ζωγραφικής αξίας £35 τους οποίους επίσης πλήρωσε με 1 εκατονταδόλλαρο. Σημειώνουμε ότι σε κάθε πληρωμή που έκαμνε, έπαιρνε τα ανάλογα ρέστα σε κυπριακές λίρες.
Πρωτόδικα η θέση της υπεράσπισης ήταν ότι ο εφεσείων, ως ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος που ήταν, δεν είχε καμιά ανάγκη να κυκλοφορήσει πλαστά χαρτονομίσματα. Η θέση αυτή αναφορικά με την οικονομική κατάσταση του εφεσείοντα προωθήθηκε με μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντα, του δικηγόρου του Χρίστου Ζαμπά, της Ρόδας Σταυρίδη, υπαλλήλου της Λαϊκής Τράπεζας και της συζύγου του εφεσείοντα.
Αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους όλους τους μάρτυρες της εφεσίβλητης μεταξύ των οποίων και οι παραπονούμενοι, το μάρτυρα του εφεσείοντα κ. Ζαμπά και μερικώς τη σύζυγο του. Με βάση τη μαρτυρία που είχε δεχθεί κατάληξε ότι η οικονομική κατάσταση του εφεσείοντα δεν ήταν τόσο καλή όπως την περιέγραψε ο ίδιος, ότι δηλαδή ήταν ένας Κροίσος, όπως χαρακτηριστικά ανάφερε το πρωτόδικο δικαστήριο. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε να απορρίψει την εκδοχή του εφεσείοντα ότι δεν είχε γνώση ότι ήσαν πλαστά τα χαρτονομίσματα. Όμως ο ευπαίδευτος συνήγορος του (βλ. λόγους έφεσης 2, 3 και 4 του «περιγράμματος»του) έδωσε μεγάλη έμφαση στη διατύπωση αυτή του πρωτόδικου δικαστηρίου ισχυριζόμενος ότι ο εφεσείων ουδέποτε παρουσιάστηκε ως Κροίσος αλλά απλώς ως ένας πολύ εύπορος άνθρωπος.
Εξετάσαμε τους λόγους αυτούς που σχετίζονται με τα όσα ανάφερε το πρωτόδικο δικαστήριο σχετικά με την οικονομική κατάσταση του εφεσείοντα. Κρίνουμε ότι δε βοηθούν την υπόθεση του εφεσείοντα αφού εν πάση περιπτώσει και αν ακόμα ο ίδιος ήταν πράγματι πολύ εύπορος, δεν υπάρχει οποιαδήποτε αρχή ότι ένας εύπορος άνθρωπος δεν διαπράττει αδικήματα. Άλλωστε αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι είχε γνώση ο εφεσείων ότι τα χαρτονομίσματα ήταν πλαστά. Έλαβε περαιτέρω υπόψη την εκ πρώτης όψη κακή ποιότητα των χαρτονομισμάτων (έφευγε εύκολα το χρώμα, ήταν σε λεπτό χαρτί) και τον όλο τρόπο ενέργειας του εφεσείοντα να αγοράζει δηλαδή κάθε φορά μικρής αξίας αντικείμενα ούτως ώστε να παίρνει πάντοτε και ρέστα. Λήφθηκαν επίσης υπόψη οι δικές του γνώσεις περί πλαστών χαρτονομισμάτων, όπως ο ίδιος τις επικαλέστηκε. Ορθά απορρίφθηκε η δικαιολογία που είχε δώσει, ότι δηλαδή έδιδε τα εκατονταδόλλαρα διότι δεν είχε κυπριακά λεφτά. Τούτο θα μπορούσε να ισχύσει μόνο την πρώτη φορά, στις 31/5/04. Στη συνέχεια όμως είχε κυπριακά λεφτά από τα ρέστα που είχε πάρει για την πληρωμή των μικροπραγμάτων που συνέχισε να αγοράζει. Γενικά καταλήγουμε ότι οι λόγοι που εκτίθενται στην εμπεριστατωμένη απόφαση της πρωτόδικου δικαστού οδηγούν στο μόνο λογικό συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε γνώση περί της πλαστότητας των χαρτονομισμάτων.
Με τον πέμπτο λόγο, όπως αυτός διατυπώνεται στο «περίγραμμα» αγόρευσης, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι με το να καταλήξει το πρωτόδικο δικαστήριο ότι είχε γνώση ο εφεσείων ότι τα χαρτονομίσματα ήσαν πλαστά, δεν αποδεικνύονται όλες οι κατηγορίες. Για παράδειγμα όσον αφορά τις κατηγορίες της απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις έπρεπε, σύμφωνα με το συνήγορο, το δικαστήριο να εξετάσει με περισσότερη λεπτομέρεια τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.
Εξετάσαμε και αυτό τον ισχυρισμό. Όπως υποδείξαμε και κατά την ακρόαση, από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι τα χαρτονομίσματα που κατείχε και κυκλοφορούσε ήσαν πλαστά, τότε αποδεικνύετο και η κατηγορία της απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, αφού πλήρωνε με τέτοια χαρτονομίσματα. Απορρίπτεται λοιπόν και αυτός ο λόγος έφεσης.
Από την ενώπιον μας μαρτυρία έχουμε προσέξει ότι στη διατύπωση των λεπτομερειών του αδικήματος της 15ης κατηγορίας υπάρχει γραφικό λάθος ως προς την αξία των 2 ποτών που αγόρασε ο εφεσείων με την κοπέλα που τον συνόδευε. Η μαρτυρία αποκαλύπτει £3.50 και όχι £33.00 (βλ. μαρτυρία Ιωάννη Ιωάννου σε συνδυασμό με το τεκμ. 17). Τροποποιούμε λοιπόν το κατηγορητήριο ούτως ώστε η αξία των ποτών να είναι £3.50 και όχι £33.00. Η συνέπεια είναι ότι η συνολική αξία των αγαθών που απέσπασε ο εφεσείων να μειώνεται κατά £29.50.
Ο επόμενος λόγος αφορά το θέμα της ποινής. Εξετάσαμε με λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε στην επιβολή της ποινής της 18μηνης φυλάκισης στις κατηγορίες της κατοχής και κυκλοφορίας των πλαστών χαρτονομισμάτων. Λαμβάνοντας υπόψη το ύψος της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής (7 χρόνια μέγιστη ποινή) όχι μόνο δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική αλλά αντίθετα κρίνουμε ότι αυτή είναι μάλλον επιεικής. Η σοβαρότητα του αδικήματος κρίνεται πάντοτε με σημείο αναφοράς την προβλεπόμενη από το νόμο μέγιστη ποινή. Απλώς το δικαστήριο σε περίπτωση συνοπτικής δίκης πρέπει να έχει υπόψη ότι το μέγιστο της ποινής που το ίδιο μπορεί να επιβάλει είναι μέχρι 5 χρόνια. (Βλ. μεταξύ άλλων Raymond Elia Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442 και Γλυκερίου ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 18, 20). Σχετικά με το θέμα αυτό στην Κolev v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 197, 206, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Δεν βλέπουμε ακόμα γιατί η συνοπτική εκδίκαση της υπόθεσης αντί της δίκης από το Κακουργιοδικείο να πρέπει να ληφθεί υπ΄όψιν υπέρ του εφεσείοντα. Η επιλογή αυτή της κατηγορούσας αρχής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντικός παράγοντας που προσμετρά στην επιμέτρηση της ποινής.»
Το γεγονός ότι τελικά καταλήξαμε ότι η αξία των εμπορευμάτων που απέσπασε ο εφεσείων είναι κατά £29.50 λιγότερη, δε διαφοροποιεί με οποιοδήποτε τρόπο τη σοβαρότητα των αδικημάτων. Περαιτέρω δε βρίσκουμε να υπάρχει οποιοσδήποτε καλός λόγος που να δικαιολογεί επέμβαση μας στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου να μη διατάξει αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Άλλωστε αν ληφθεί υπόψη ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει από την επιβολή της ποινής, η έκδοση διατάγματος αναστολής στο παρόν στάδιο δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό.
Με βάση όλα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑΣ