ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 438
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 143/2006)
20 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΚΑΤΤΗΣ,
Εφεσείοντας,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_________________________
Μ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.
Αθ. Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής
Νικολάτος.
____________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, από το πρωτόδικο δικαστήριο, στις κατηγορίες 1, 4 και 5 οι οποίες αφορούσαν συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β και προμήθεια ελεγχομένου φαρμάκου, τάξεως Β σε άλλο πρόσωπο, αντίστοιχα.
Με την παρούσα έφεση η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται για το ότι έγινε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και κατ΄ επέκταση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε σε λανθασμένα συμπεράσματα με αποτέλεσμα η καταδίκη του εφεσείοντος να είναι επισφαλής και λανθασμένη. Συγκεκριμένα με τον πρώτο λόγο εφέσεως αμφισβητείται ότι το πρόσωπο που είδε ο Μ.Κ.2 να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο ΑΑΧ 724, από τη θέση του συνοδηγού, και να αφήνει σακούλι με ναρκωτικά σε συγκεκριμένο σημείο, ήταν ο εφεσείων.
Με τους συμπληρωματικούς λόγους εφέσεως προβάλλεται πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε αίτημα της υπεράσπισης για αναβολή της υπόθεσης ενόψει της απουσίας του δικηγόρου του εφεσείοντος στο εξωτερικό και λανθασμένα επέτρεψε σε άλλο δικηγόρο να προβεί στην εκπροσώπηση του εφεσείοντος, παρά τη θέληση του, με αποτέλεσμα να στερηθεί ο εφεσείων του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Με δεύτερο συμπληρωματικό λόγο εφέσεως προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως λανθασμένη επειδή το δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.2 αναφορικά με την αναγνώριση του εφεσείοντα, χωρίς να έχει προηγηθεί αναγνωριστική παράταξη. Αυτό το γεγονός, κατά τον εφεσείοντα, καθιστά τη μαρτυρία του Μ.Κ.2 αναξιόπιστη και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη.
Ουσιαστικά τα θέματα που τίθενται με την παρούσα έφεση είναι: (α) εκείνο της αναγνώρισης του εφεσείοντα ως του προσώπου που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν συνοδηγός στο αυτοκίνητο ΑΑΧ 724 και που σε κάποια στιγμή κατέβηκε απ΄ αυτό και άφησε σακούλι με ναρκωτικά, σε συγκεκριμένο σημείο, και (β) το θέμα της απόρριψης του αιτήματος της υπεράσπισης για αναβολή της υπόθεσης ενόψει της απουσίας του τότε δικηγόρου του εφεσείοντα και της εκπροσώπησης του εφεσείοντα στην ακροαματική διαδικασία που ακολούθησε, από άλλη δικηγόρο, «παρά τη θέληση» του εφεσείοντα, όπως αυτός ισχυρίζεται.
Τον εφεσείοντα αναγνώρισαν δύο μάρτυρες, ο Μ.Κ.2 και ο Μ.Κ.4. Ο Μ.Κ.2, Αστυφύλακας 3006 Πέτρος Πέτρου, είπε, μεταξύ άλλων, στη μαρτυρία του ότι είδε τη φιγούρα του προσώπου που κατέβηκε από τη θέση του συνοδηγού του προαναφερόμενου αυτοκινήτου, είδε το ανάστημα του, αλλά δεν είδε το πρόσωπο του καθότι ήταν βράδυ. Ο Μ.Κ.4, Αναπληρωτής Λοχίας 1627 Κυριάκος Μούζουρος, για το θέμα αυτό είπε ότι στις 9.12.2002 από τις 19.00 περίπου μετέβη στην Ορμήδεια με σκοπό να παρακολουθήσει τον εφεσείοντα και τον κατηγορούμενο 3 για τους οποίους είχε κάποιες πληροφορίες. Έξω από την οικία του εφεσείοντα (που στο πρωτόδικο δικαστήριο ήταν ο τέταρτος κατηγορούμενος) ήταν σταθμευμένο το προαναφερόμενο αυτοκίνητο το οποίο ο Μ.Κ.4 γνώριζε ότι ανήκει στον κατηγορούμενο 3. Στις 19.30 είδε τον κατηγορούμενο 3 να κάθεται στη θέση του οδηγού του προαναφερομένου αυτοκινήτου και τον εφεσείοντα να κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Μετά από στάθμευση του αυτοκινήτου, ο Μ.Κ.4 συνέχισε την παρακολούθηση και στις 21.15 πάλι είδε τον κατηγορούμενο 3 να μπαίνει στο αυτοκίνητο, στη θέση του οδηγού και τον εφεσείοντα στη θέση του συνοδηγού. Όταν σε κάποιο σημείο του δρόμου Ξυλοφάγου-Λιοπετρίου το προαναφερόμενο αυτοκίνητο σταμάτησε στην αριστερή πλευρά του δρόμου ο μάρτυρας συνέχισε την πορεία του. Στο σημείο όμως που σταμάτησε το προαναφερόμενο αυτοκίνητο βρισκόταν ο Μ.Κ.2 με σκοπό την παρακολούθηση του μέρους.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής στην απόφαση του σχολιάζει τη μαρτυρία των Μ.Κ.2 και 4 την οποία έκρινε ως αξιόπιστη. Παρατηρεί ότι ο Μ.Κ.2 είδε μόνο τη φιγούρα και το ανάστημα του προσώπου που κατέβηκε από τη θέση του συνοδηγού του προαναφερόμενου αυτοκινήτου στο συγκεκριμένο σημείο και συμπεραίνει πως η μαρτυρία του Μ.Κ.2 από μόνη της δεν θα ήταν ικανοποιητική για να οδηγήσει το δικαστήριο σε ασφαλές συμπέρασμα για την ταυτότητα του προσώπου που κατέβηκε από το αυτοκίνητο και άφησε το σακούλι με τα ναρκωτικά στο συγκεκριμένο σημείο, αν δεν υπήρχε και η μαρτυρία του Μ.Κ.4. Έκρινε όμως, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, πως ο συνδυασμός της μαρτυρίας των Μ.Κ.2 και 4 δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας ότι το πρόσωπο που κατέβηκε από τη θέση του συνοδηγού στο προαναφερόμενο αυτοκίνητο και άφησε το σακούλι με τα ναρκωτικά στο συγκεκριμένο σημείο, ήταν ο εφεσείων. Παρατηρεί συγκεκριμένα το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο Μ.Κ.4 είχε θέσει υπό παρακολούθηση το προαναφερόμενο αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν ο τρίτος κατηγορούμενος στη θέση του οδηγού και ο εφεσείων στη θέση του συνοδηγού, το παρακολουθούσε συνεχώς μέχρι τη στιγμή που το αυτοκίνητο σταμάτησε στον προαναφερόμενο χώρο και δεν υπήρξε οποιαδήποτε μεταβολή στα πρόσωπα που επέβαιναν του αυτοκινήτου. Στο σημείο όμως που σταμάτησε το προαναφερόμενο αυτοκίνητο (και ο Μ.Κ.4 συνέχισε την πορεία του με το δικό του αυτοκίνητο) βρισκόταν κρυμμένος ο Μ.Κ.2 ο οποίος είδε το ίδιο αυτοκίνητο να σταθμεύει στον προαναφερόμενο χώρο και το συνοδηγό του να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και να τοποθετεί το σακούλι μα τα ναρκωτικά σε συγκεκριμένο σημείο. Ο Μ.Κ.2 είδε τη φιγούρα του συνοδηγού και αντελήφθηκε ότι επρόκειτο για τον εφεσείοντα.
Από τη συνδυασμένη δράση των Μ.Κ. 2 και 4 δεν υπήρξε οποιοδήποτε κενό στην παρακολούθηση του αυτοκινήτου και των επιβαινόντων σ΄ αυτό και ως εκ τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως το πρόσωπο που είδε ο Μ.Κ.2 να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής ΑΑΧ 724 από τη θέση του συνοδηγού, ήταν ο εφεσείων.
Το δικαστήριο αναφέρθηκε στην υπόθεση Ρωσσίδης ν. Δημοκρατίας (1983) 2 Α.Α.Δ. 391 στην οποία υιοθετήθηκαν οι αρχές της υπόθεσης R. v. Turnbull (1976) 3 All E.R. 549. Στην υπόθεση Turnbull (ανωτέρω) καθορίστηκαν κατευθυντήριες γραμμές, από το Αγγλικό Ποινικό Εφετείο, στις περιπτώσεις όπου η υπόθεση εναντίον ενός κατηγορουμένου εξαρτάται καθ΄ ολοκληρίαν ή εν μέρει από την ορθότητα μιας ή περισσοτέρων αναγνωρίσεων του κατηγορουμένου την οποία ή τις οποίες η υπεράσπιση ισχυρίζεται ότι είναι λανθασμένες. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι υποχρέωση του δικαστηρίου να προειδοποιήσει τους ενόρκους (εκεί όπου υπάρχουν) ή τον εαυτό του για τον κίνδυνο λανθασμένης αναγνώρισης. Προς τούτο το Αγγλικό Ποινικό Εφετείο έθεσε κατευθυντήριες γραμμές που σχετίζονται με την ποιότητα της μαρτυρίας αναγνώρισης του κατηγορουμένου ως του προσώπου που ενέχεται στην υπόθεση.
Στην προκείμενη περίπτωση παρατηρούμε πως η υπεράσπιση ουδέποτε έθεσε στο Μ.Κ.4 ζήτημα μη ορθής αναγνώρισης του εφεσείοντα. Κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.4 από τον κ. Πιττάτζη, ο οποίος εκπροσωπούσε προσωπικά τον εφεσείοντα κατ΄ εκείνη την ακροαματική διαδικασία, ουδέποτε τέθηκε στο μάρτυρα ότι δεν γνώριζε τον εφεσείοντα από πριν, αλλά αντίθετα υποβλήθηκε στο μάρτυρα πως σε έρευνα που είχε γίνει λίγα χρόνια προηγουμένως στο σπίτι του εφεσείοντα είχε γίνει «θερμό επεισόδιο» μεταξύ του μάρτυρα και του εφεσείοντα και ο εφεσείων είχε κτυπήσει το μάρτυρα. Υποβλήθηκε στο μάρτυρα πως εξαιτίας του προαναφερομένου επεισοδίου αυτός είχε προηγούμενα με τον εφεσείοντα και ότι δεν ήταν αντικειμενικός. Είναι όμως γεγονός ότι στο Μ.Κ.2 τέθηκε, κατά την αντεξέταση, ζήτημα ποιότητας της αναγνώρισης του εφεσείοντα από αυτόν.
Με βάση τα ενώπιόν μας στοιχεία θεωρούμε ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε λάθος στην απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου αναφορικά με την αναγνώριση του εφεσείοντα από τους Μ.Κ.2 και 4. ΄Ηταν αδιαμφισβήτητο ότι ο Μ.Κ.4 γνώριζε από προηγουμένως τον εφεσείοντα και κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία τον παρακολούθησε, τον είδε να εξέρχεται από την οικία του και να μπαίνει σε συγκεκριμένο αυτοκίνητο όπου καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Στη συνέχεια ο Μ.Κ.4 είδε το αυτοκίνητο να σταματά για κάποιο χρονικό διάστημα και μετά να ξαναξεκινά με τον εφεσείοντα και πάλι να κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Μετά ο Μ.Κ.4 είδε το αυτοκίνητο να σταματά σε συγκεκριμένο σημείο του δρόμου στο οποίο ήταν κρυμμένος ο Μ.Κ.2 με σκοπό να παρακολουθήσει τα διαδραματιζόμενα. Ο Μ.Κ.2 είδε στο συγκεκριμένο σημείο το συνοδηγό να κατεβαίνει από το προαναφερόμενο αυτοκίνητο και να τοποθετεί σακούλι με ναρκωτικά σε συγκεκριμένο σημείο το οποίο στη συνέχεια μάζεψαν οι κατηγορούμενοι 1 και 2. Είναι προφανές, από την προαναφερόμενη μαρτυρία, ότι χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε αλλαγή στο πρόσωπο που καθόταν στη θέση του συνοδηγού του προαναφερόμενου αυτοκινήτου και το οποίο ο Μ.Κ.4 είδε ότι ήταν ο εφεσείων, το πρόσωπο αυτό ήταν εκείνο που τοποθέτησε το σακούλι με τα ναρκωτικά σε συγκεκριμένο σημείο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Κ.2.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αξιολόγησε τη μαρτυρία των Μ.Κ.2 και 4 και κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα. Δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών που τέθησαν στην Turnbull (ανωτέρω), ενόψει του ότι η υπεράσπιση, στην προκείμενη περίπτωση, δεν αμφισβήτησε τη μαρτυρία του Μ.Κ.4 ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτός αναγνώρισε τον εφεσείοντα, αλλά ισχυρίστηκε ότι ο Μ.Κ.4 ήταν προκατειλημμένος εναντίον του εφεσείοντα ένεκα προηγουμένου επεισοδίου που συνέβηκε μεταξύ τους. Αναφορικά με τη μαρτυρία του Μ.Κ.2 το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αποφάνθηκε πως από μόνη της δεν θα ήταν επαρκής για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το πρόσωπο που είδε, υπό κακές συνθήκες ορατότητος, ο Μ.Κ.2 ήταν ο εφεσείων, όμως, σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του Μ.Κ.4, το συμπέρασμα της αναγνώρισης του εφεσείοντα ως του προσώπου που βγήκε από τη θέση του συνοδηγού κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα, ήταν αναπόφευκτο.
Η θέση ότι για να είναι αξιόπιστη η μαρτυρία του Μ.Κ.2 θα έπρεπε να είχε προηγηθεί αναγνωριστική παράταξη, είναι ανυπόστατη.
Το άλλο θέμα που απασχόλησε ήταν εκείνο της απόρριψης αιτήματος της υπεράσπισης για αναβολή. Στις 6.12.2005 τον εφεσείοντα εκπροσώπησε ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου η κα. Πασή, η οποία ανέφερε στο δικαστήριο ότι την υπόθεση χειριζόταν ο κ. Φ. Πιττάτζης, ο οποίος απουσίαζε στο εξωτερικό για προσωπικούς λόγους και ότι θα επέστρεφε την επομένη το απόγευμα. Η Κατηγορούσα Αρχή έφερε ένσταση στο αίτημα για αναβολή, που υπέβαλε η υπεράσπιση, για τον προαναφερόμενο λόγο και στη συνέχεια η κα. Πασή ανέφερε στο δικαστήριο πως έκαμε πρόταση στους κατηγορούμενους να χειριστεί η ίδια δύο μάρτυρες, κατά την ακροαματική διαδικασία της 6.12.2005, αλλά ο εφεσείων και οι συγκατηγορούμενοι του επιθυμούσαν να έχουν τις υπηρεσίες του ίδιου του κ. Πιττάτζη, όπως ρητά ανέφερε στο δικαστήριο και ο ίδιος ο εφεσείων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού παρατήρησε ότι η υπόθεση ήταν παλιά, εκκρεμούσε στο Πινάκιο του δικαστηρίου από τις 29.9.2004, και ότι κατά την προηγούμενη δικάσιμο στις 11.11.2005 και πάλι είχε υποβληθεί αίτημα για αναβολή από την υπεράσπιση, το οποίο το δικαστήριο ενέκρινε, έκρινε πως ο λόγος για τον οποίο ζητείτο η αναβολή δεν ήταν επαρκής και κατά συνέπεια το αίτημα απορρίφθηκε, αλλά μετά από προφορικό αίτημα της κας Πασή για διάλειμμα 10 λεπτών το δικαστήριο διέκοψε για λίγο και στη συνέχεια διεξήχθη ακροαματική διαδικασία στην οποία ο Μ.Κ.1, Αστυφύλακας 2230 Γιάννος Ιωάννου, παρουσίασε διάφορα έγγραφα ως τεκμήρια, μεταξύ των οποίων τις γραπτές καταθέσεις των κατηγορουμένων και κάποιων μαρτύρων. Κατά την προαναφερόμενη διαδικασία, για τον εφεσείοντα και τους άλλους κατηγορούμενους εμφανίστηκε η κα. Πασή η οποία δεν ήγειρε ενστάσεις στην παρουσίαση των τεκμηρίων 1-15. Είναι στην ακροαματική διαδικασία της 9.12.2005 που έδωσαν μαρτυρία οι προαναφερόμενοι Μ.Κ. 2 και 4 και που παρουσιάστηκαν ως τεκμήρια 16 και 18 οι καταθέσεις τους και παρατηρούμε πως στην ακροαματική διαδικασία της 9.12.2005 για τον εφεσείοντα παρουσιάστηκε ο ίδιος ο κ. Φ. Πιττάτζης, ο οποίος δεν ήγειρε ένσταση στην παρουσίαση των τεκμηρίων 16 και 18 και ο οποίος αντεξέτασε τους Μ.Κ. 2 και 4.
Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό ή το μη ορθό στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε το αίτημα αναβολής στις 6.12.2005, το πρωτόδικο δικαστήριο. Η υπόθεση ήταν ορισμένη σε εκείνη την ημερομηνία για ακρόαση και η ημερομηνία της ακρόασης είχε δοθεί από τις 11.11.2005. Η υπόθεση ήταν παλιά εφόσον εκκρεμούσε ενώπιον του δικαστηρίου για περίπου 15 μήνες και ο λόγος για τον οποίο ζητήθηκε η αναβολή, ότι δηλαδή ο συνήγορος του εφεσείοντα απουσίαζε για προσωπικούς λόγους στο εξωτερικό δεν ήταν επαρκής, όπως ορθά έκρινε και το πρωτόδικο δικαστήριο. Επομένως ορθά απορρίφθηκε το αίτημα για αναβολή και ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε σε ακροαματική διαδικασία στην οποία ο εφεσείων δεν εκπροσωπείτο μεν από το δικηγόρο της επιλογής του, επειδή ο δικηγόρος της επιλογής του (κ. Πιττάτζης) απουσίαζε στο εξωτερικό για προσωπικούς λόγους, εκπροσωπείτο όμως από δικηγόρο και συγκριμένα από την κα. Πασή, η οποία είχε εμφανιστεί εκ μέρους του κ. Πιττάτζη και υπέβαλε και το αίτημα αναβολής γι΄ αυτόν.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έκαμε αναφορά και στην υπόθεση Βύρωνας Βύρωνος ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 175/2005/22.6.2006. Στην υπόθεση εκείνη επιβεβαιώθηκε η αρχή ότι μια καταδίκη είναι δυνατόν να ακυρωθεί λόγω των χειρισμών του δικηγόρου υπεράσπισης μόνον όταν ο χειρισμός του δικηγόρου αποκαλύπτει έκδηλα ανίκανη δικηγορία η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κακή απονομή της δικαιοσύνης ή ότι το όλο θέμα δημιουργεί αμφιβολίες, έκδηλες ή υποβόσκουσες.
Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει τέτοιου είδους χειρισμό της υπόθεσης από τους δικηγόρους υπεράσπισης του εφεσείοντα ούτε και προκύπτει θέμα κακής απονομής της δικαιοσύνης.
Με τα προαναφερόμενα δεδομένα και έχοντας κατά νου ότι η ουσιώδης μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντα δόθηκε στην ακροαματική διαδικασία της 9.12.2005, στην οποία ο εφεσείων εκπροσωπείτο από τον κ. Πιττάτζη και στην οποία κατατέθηκαν οι καταθέσεις των Μ.Κ.2 και 4, δόθηκε και η μαρτυρία τους και αντεξετάστηκαν από τον κ. Πιττάτζη, είμαστε ικανοποιημένοι πως κανένα δικαίωμα του εφεσείοντα δεν παραβιάστηκε και ότι η δίκη που διεξήχθη ήταν δίκαιη και διεξήχθη σύμφωνα με τους ισχύοντες δικονομικούς κανόνες.
Για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε κανένας από τους λόγους εφέσεως δεν ευσταθεί και κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.