ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 2 ΑΑΔ 411

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

[ΠΟΙΝΙΚΗ  ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 139/2005]

 

8 Σεπτεμβρίου, 2006

 

[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

TINKER PAUL MICHAEL,

 

Εφεσείοντας,

 

ν.

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

 

Εφεσίβλητης.

 

----------------------------------------

 

Α. Χαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα.

Φ. Τιμοθέου, για την Εφεσίβλητη.

 

----------------------------------------

 

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων είναι Άγγλος υπήκοος και υπηρετούσε ως στρατιωτικός στην Αγγλική Βάση της Δεκέλειας. Περί την 1:00 π.μ. της 20.5.04, μαζί με τη σύζυγό του και το παιδί τους, βρίσκονταν στην αίθουσα αναχώρησης του αεροδρομίου Πάφου απ΄ όπου θα αναχωρούσαν για το αεροδρόμιο Stansted της Αγγλίας. Είχε μαζί του, ως μόνη αποσκευή, μια βαλίτσα και οι ενδείξεις από τον ακτινοσκοπικό της έλεγχο δημιούργησαν στον ειδικό αστυφύλακα Στ. Κόνωνα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, υποψία πως ενδεχομένως περιείχε εκρηκτικά. Αυτές συνίσταντο στο κυλινδρικό σχήμα των αντικειμένων που περιείχε, στη μεγάλη ποσότητά τους και στο πορτοκαλί χρώμα, σημάδι οργανικής ουσίας ή και εκρηκτικών, με το οποίο τα απέδιδε το ειδικό μηχάνημα.

 

Ο ειδικός αστυφύλακας ρώτησε τον εφεσείοντα αν μπορούσε να ανοίξει τη βαλίτσα του. Ο εφεσείων πρόθυμα την άνοιξε και αποκαλύφθηκε σε αυτήν ελάχιστος ρουχισμός και μεγάλος αριθμός κούτων τσιγάρων. Έκρινε πως θα έπρεπε να αναλάβει τελωνειακός λειτουργός, με παράκλησή του ο εφεσείοντας έκλεισε τη βαλίτσα και σε 5 λεπτά περίπου έφθασε ο εξεταστής τελωνείων Δημ. Κωνσταντινίδης, που ειδοποιήθηκε. Ο Δημ. Κωνσταντινίδης ενημερώθηκε από τον ειδικό αστυφύλακα, άνοιξε τη βαλίτσα, είδε τις κούτες των τσιγάρων, άνοιξε μια και διαπίστωσε ότι τα πακέτα σε αυτή δεν έφεραν την προβλεπόμενη από τη νομοθεσία σήμανση για το βλαβερό του καπνίσματος. Κάλεσε και το συνάδελφό του Μ. Μηνά, συνόδευσε τον εφεσείοντα στο γραφείο του και εκεί, αφού διαπίστωσε τα ίδια από το άνοιγμα και άλλων κούτων, καταμέτρησε την ποσότητα. Επρόκειτο για 100 ομοιόμορφες κούτες τσιγάρων μάρκας Number 1. Ο εφεσείων, αφού του γνωστοποιήθηκαν και τα δικαιώματά του, ισχυρίσθηκε πως αγόρασε τα τσιγάρα, έναντι £2.000, από υπαίθρια αγορά (Sunday market) στο δρόμο μεταξύ της Λάρνακας και της Δεκέλειας, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν αφορολόγητα. Στις 1:55 π.μ. ο Δημ. Κωνσταντινίδης συνέλαβε τον εφεσείοντα και κατέσχε τη βαλίτσα.

 

Προσάφθηκαν κατά του εφεσείοντα 5 κατηγορίες: Για κατοχή αδασμολογήτων και αφορολογήτων εμπορευμάτων και για δόλια αποφυγή καταβολής δασμού, φόρων κατανάλωσης και φόρου προστιθέμενης αξίας, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 (Ν.94(Ι)/04), του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004 (Ν.91(Ι)/04) και του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν.95(Ι)/00, όπως τροποποιήθηκε).  Ο εφεσείων αρνήθηκε ενοχή. Με τη συμπλήρωση της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή επέλεξε τη σιωπή και, με μια εξαίρεση στην οποία θα αναφερθούμε, κατ΄ επίκληση της ίδιας της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, εισηγήθηκε πως θα έπρεπε να αθωωθεί. Με την άποψη πως η μαρτυρία που προσάχθηκε ήταν απαράδεκτη ως εξασφαλισθείσα παρανόμως και κατά παραβίαση των συνταγματικών του δικαιωμάτων. Και, περαιτέρω, πως δεν αποδείχθηκε πως ο εφεσείων γνώριζε ότι τα τσιγάρα ήταν αδασμολόγητα ή αφορολόγητα ή ότι είχε δόλο.

 

Δεν δέχθηκε αυτές τις εισηγήσεις το Πρωτόδικο Δικαστήριο και με την απόφασή του, η οποία, αντίθετα προς τις εκτιμήσεις του εφεσείοντα ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα σε όλες τις κατηγορίες. Με την έφεση, που αφορά μόνο στην καταδίκη, επαναφέρονται τα ίδια.

 

Κατά την πρώτη εισήγηση, αφού δεν μπορούσε να τίθεται τότε θέμα αυτόφωρου αδικήματος, ήταν παράνομη και αντισυνταγματική η έρευνα της βαλίτσας από τον ειδικό αστυφύλακα. Εναλλακτικά, αν δηλαδή δεν είναι μόνο στην περίπτωση αυτόφωρου αδικήματος που είναι νόμιμη η διεξαγωγή έρευνας, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 83 του Ν.94(Ι)/04, 25 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και 28 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν.73(Ι)/04), πως απαιτείται εύλογη υποψία για διάπραξη αδικήματος η οποία αντικειμενικά έλειπε ακόμη και κατά την έρευνα από τον Δημ. Κωνσταντινίδη, μετά δηλαδή από την πρώτη αποκάλυψη των τσιγάρων. Κατά την τρίτη εισήγηση, ο εφεσείων στην πραγματικότητα είχε συλληφθεί κατά παράβαση των Νόμων και του Συντάγματος εξ αρχής, όταν δηλαδή αφέθηκε να περιμένει 5 λεπτά μέχρι την άφιξη του Δημ. Κωνσταντινίδη αλλά και στη συνέχεια όταν οδηγήθηκε στο γραφείο. Και κατά την τέταρτη εισήγηση, παραβιάστηκαν οι Δικαστικοί Κανόνες αφού «δεν επέστησε την προσοχή του στο Νόμο» είτε ο ειδικός αστυφύλακας είτε ο Δημ. Κωνσταντινίδης, εξ αρχής.

 

Το διάγραμμα της αγόρευσης για τον εφεσείοντα είναι πολυσέλιδο, με εκτεταμένη αναφορά σε νομολογία, δική μας, Αγγλική και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά, σε συμφωνία με την εισήγηση της εφεσίβλητης, τα απλά γεγονότα δεν δικαιολογούν τις θεωρητικές αναζητήσεις που επιχειρήθηκαν. Είναι λανθασμένη η αντίληψη, ενόψει των προνοιών των άρθρων 25 του Κεφ. 155, 28 του Ν.73(Ι)/04 και 83 του Ν.94(Ι)/04, πως μόνο στην περίπτωση που θα εθεωρείτο ότι ήταν, από την πρώτη στιγμή, αυτόφωρο το αδίκημα, δικαιολογείτο η διεξαγωγή έρευνας. Παρέχεται από αυτά τα άρθρα εξουσία για διεξαγωγή έρευνας, γενικά στη βάση εύλογης υποψίας και η διασύνδεση του θέματος με το Σύνταγμα, ιδιαίτερα του Άρθρου 11, είναι άστοχη. Πέρα από το απαραβίαστο της κατοικίας που κατοχυρώνει το Άρθρο 16 του Συντάγματος, δεν υπόκειται σε συνταγματικό περιορισμό έρευνα αντικειμένων, διεξαγόμενη βεβαίως στη βάση Νόμου. Εδώ, δε, σαφώς ο ειδικός αστυφύλακας ενήργησε ενόψει υποψίας που του δημιουργήθηκε. Αυτή η υποψία ήταν αντικειμενικά εύλογη, φυσιολογικά ο ειδικός αστυφύλακας θέλησε να δει τι ακριβώς περιείχε η βαλίτσα και δεν υπήρχε τίποτε το παράνομο ή το αντισυνταγματικό στην ερώτηση προς τον εφεσείοντα αν μπορούσε να ανοίξει τη βαλίτσα, όπως και έγινε. Και αυτό, ανεξάρτητα και από την εισήγηση της εφεσίβλητης, με αναφορά στην Psaras & Another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132 πως, όπως διαπίστωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ο εφεσείοντας ο ίδιος που άνοιξε τη βαλίτσα χωρίς δηλαδή να χρειαστεί επίκληση εξουσίας από τον ειδικό αστυφύλακα. Επίσης, αναφερόμαστε στο ζήτημα της υποψίας χωρίς να υπεισερχόμαστε στο μη συζητηθέν θέμα της δυνατότητας για άνοιγμα αποσκευής στο πλαίσιο της γενικής διαδικασίας συνήθους ελέγχου κατά την αναχώρηση επιβάτη στο εξωτερικό, μη αμφισβητηθείσα έκφανση της οποίας ήταν, άλλωστε και ο ακτινοσκοπικός έλεγχος. Σημειώνουμε συναφώς και την αναφορά των εφεσίβλητων στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 411, στην οποία αποδοκιμάστηκαν μηχανιστικές προσεγγίσεις που θα απομάκρυναν από την ουσία και θα μετέτρεπαν τα κεφαλαιώδη ζητήματα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και της εξιχνίασης των εγκλημάτων σε ζητήματα τύπου. Και αυτό, με την υπενθύμιση πως στην Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186, εξηγήθηκε ότι στην περίπτωση κατά την οποία, κατά την εξασφάλιση μαρτυρίας, παρατηρείται παράβαση Νόμου και όχι παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία αποδοχής της.

 

Φυσιολογική δε και νόμιμη ήταν, στη συνέχεια, και η έρευνα της βαλίτσας από τον Δημ. Κωνσταντινίδη σε σχέση με την οποία, με αναφορά στη σαφώς διακρινόμενη Case of Fox, Campbell and Hartley, 30 August 1990, Series A: Judgments and Decisions Vol. 182, προδήλως εσφαλμένα ο εφεσείων υποστηρίζει έλλειψη στοιχείων που θα δικαιολογούσαν δική του υποψία, κατά παραγνώριση της σημασίας του γεγονότος ότι ο ειδικός αστυφύλακας τον ενημέρωσε για τις παρατηρήσεις του.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε και το υπόβαθρο της υποψίας ενόψει της οποίας ο ειδικός αστυφύλακας κατάθεσε ότι ενήργησε. Αυτό επειδή στη γραπτή του κατάθεση αναφέρθηκε σε υποψία για τσιγάρα και όχι για εκρηκτικά. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε συζήτηση αναφορικά με τη σημασία της διαφοράς. Ούτως ή άλλως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε όλα τα δεδομένα, δέχθηκε τις εξηγήσεις του ειδικού αστυφύλακα και αποδέχθηκε την ένορκή του μαρτυρία ως αληθινή. Ήταν εύλογα επιτρεπτή η προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν διαπιστώνουμε αιτία που να δικαιολογεί παρέμβασή μας για ανατροπή της εκτίμησής του αναφορικά με την αξιοπιστία του ειδικού αστυφύλακα.

 

Αφήσαμε τελευταία τα ζητήματα της κατ΄ ισχυρισμόν σύλληψης του εφεσείοντα και της προειδοποίησης για τα δικαιώματά του αφού και τα δύο, στην πραγματικότητα, δεν συναρτώνται προς το κρίσιμο που είναι η αποκάλυψη του περιεχομένου της βαλίτσας, στη βάση του οποίου θεμελειώθηκαν οι κατηγορίες. Αυτό δεν σημαίνει πως δεχόμαστε ότι ο εφεσείων τέθηκε υπό σύλληψη επειδή αφέθηκε να περιμένει 5 λεπτά περίπου μέχρι την άφιξη του Δημ. Κωνσταντινίδη ή επειδή συνοδεύτηκε στη συνέχεια στο γραφείο. Αυτές ήταν φυσιολογικές, διαδικαστικής φύσης ενέργειες, με τον εφεσείοντα να συνεργάζεται και να τις αποδέχεται στο πλαίσιο της ανάγκης που τα περιστατικά δημιούργησαν. Κατά την αυστηρότερη προσέγγιση επάγονταν κάποιο περιορισμό κινήσεων, στον οποίο αναφέρθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, επιτρεπτό και μη αναγόμενο σε σύλληψη, όπως εξηγήθηκε με αναφορά και στη Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Δημοκρατία ν. Kirnouyan κ.α. (1996) 2 Α.Α.Δ. 126.

 

Ούτως ή άλλως, τα τσιγάρα αποκαλύφθηκαν μόλις ο εφεσείων άνοιξε τη βαλίτσα. Ούτε αυτό, ούτε οτιδήποτε από αυτά που ακολούθησαν σε σχέση με την περαιτέρω εξέταση του περιεχομένου της βαλίτσας ήταν αιτιωδώς συνδεδεμένο προς ό,τι ο εφεσείων εκλαμβάνει ως σύλληψή του ώστε να μπορούσε και να υποστηριχτεί πως η ανεύρεσή τους, ως στοιχείου μαρτυρίας, ήταν το αποτέλεσμα της παραβίασης του δικαιώματος της ατομικής του ελευθερίας. Επισήμανση που μας φέρνει και στο τελευταίο από τα θέματα που εγέρθηκαν, εκείνο της προειδοποίησης του εφεσείοντα, κατ΄ επίκληση των Δικαστικών Κανόνων. Δεν υπάρχει εδώ θέμα κάποιας δήλωσης του εφεσείοντα για την οποία δεν προστατεύθηκε με την κατάλληλη προειδοποίηση και θα ήταν υπερβολικό να παρακολουθούσαμε τους συλλογισμούς που αναπτύχθηκαν σε σχέση με το πότε και ποιο καθήκον επιβάλλεται συναφώς. Οι μόνες προφορικές δηλώσεις του εφεσείοντα, στις οποίες έγινε αναφορά από τους μάρτυρες, ακολούθησαν την προειδοποίησή του και, πάντως, ουδέποτε ο εφεσείων τις αποκήρυξε με οποιοδήποτε τρόπο ή ενέστη στην αναφορά τους. Αντίθετα, όπως θα δούμε, τις επικαλέστηκε κιόλας.

 

Έχουμε συμπληρώσει την αναφορά μας στις εισηγήσεις που συνδέθηκαν με την αποδοχή της μαρτυρίας. Δεν έχουμε αναφερθεί στον κάθε ένα από τους λόγους της έφεσης ξεχωριστά αλλά έχουμε καλύψει την ουσία τους, περιλαμβανομένου και του παραπόνου για την απαγόρευση, ως υποθετικής ερώτησης αναφορικά με το τι θα έκαμνε ο Δημ. Κωνσταντινίδης αν αρνείτο ο εφεσείων να τον ακολουθήσει στο γραφείο, το οποίο, απ΄ όσα έχουμε ήδη εξηγήσει, δεν αφορά σε θέμα που θα ήταν δυνατό να διαφοροποιήσει την κατάληξη.

 

Η δεύτερη ενότητα των επιχειρημάτων του εφεσείοντα αφορά στο στοιχείο της γνώσης και του δόλου. Θεωρεί πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένα και χωρίς να προβληματιστεί ή να έχει δεύτερες σκέψεις αδιαφόρησε για το γεγονός πως ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε για το αφορολόγητο των τσιγάρων και θεώρησε πως το βάρος απόδειξης σε σχέση με το στοιχείο της γνώσης είχε μετατοπιστεί στον εφεσείοντα». Και αναφέρθηκε, συναφώς, στην Hodfield v. Διευθύντριας Τμημ. Τελωνείων (2002) 2 Α.Α.Δ. 414, στην οποία αναλύεται το θέμα με παραπομπή και στην Δ/ντής Τμημ. Τελωνείων ν. Καλλή (1996) 2 Α.Α.Δ. 55, όπου διατυπώθηκαν επιφυλάξεις αναφορικά με το κατά πόσο το άρθρο 177(2) του περί Τελωνείων και Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 1967 (Ν.82/67) όπως τροποποιήθηκε, «όπως είναι διατυπωμένο, δημιουργεί μαχητό τεκμήριο εκτός από το αδασμολόγητο των εμπορευμάτων και ότι το γεγονός ήταν εν γνώσει του κατόχου». Με την τελική εισήγηση πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο «παρερμήνευσε τα στοιχεία» και πως, από το σύνολο, τουλάχιστον παρέμενε υποβόσκουσα αμφιβολία.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξ αρχής εξήγησε πως το θέμα εγειρόταν ενόψει των ισχυρισμών του εφεσείοντα προς τους μάρτυρες κατηγορίας πως δεν γνώριζε ότι τα τσιγάρα ήταν αφορολόγητα. Κατέγραψε το παραδεκτό γεγονός πως ο εφεσείων κατείχε τα τσιγάρα και πως αυτά ήταν αφορολόγητα και προσδιόρισε το θέμα που ετίθετο. Συνίστατο στο κατά πόσο, ελλείψει άμεσης μαρτυρίας, υπήρχαν στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που να οδηγούσαν σε συμπέρασμα γνώσης και δόλου, αποκλειομένου κάθε άλλου ενδεχομένου. Η απάντησή του ήταν καταφατική στη βάση των στοιχείων που προέκυπταν από τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και τα παραδεκτά γεγονότα, και μεταφέρουμε όσα εξειδικεύτηκαν:

 

«(α)     Η μεγάλη ποσότητα τσιγάρων (100 κούτες Χ 200 τσιγάρα).

 

(β)       Το γεγονός ότι αποτελούσαν το βασικό περιεχόμενο της αποσκευής του κατηγορούμενου (τεκμήριο 2).

 

(γ)        Το γεγονός ότι εκτός από τον κατηγορούμενο, ταξίδευε μαζί του η σύζυγος και το παιδί τους και το τεκμήριο 2, αποτελούσε τη μοναδική αποσκευή για όλους.

 

(δ)       Η απουσία της προειδοποιητικής σήμανσης του Υπουργείου Υγείας, για το βλαβερό του καπνίσματος στις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας.

 

(ε)        Η αδυναμία του κατηγορουμένου να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις και σαφείς απαντήσεις στους ΜΚ3 και 4, αναφορικά με το χρόνο, τόπο και τρόπο αγοράς των τσιγάρων.

 

(στ)      Η γενική και αόριστη αναφορά του σε Market ή Sunday Market, ως το μέρος από το οποίο αγόρασε τα τσιγάρα, χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις, προφανώς για σκοπούς αποπροσανατολισμού των τελωνειακών αρχών, για ευνόητους λόγους.

 

(ζ)        Η παράλειψη του κατηγορούμενου να δηλώσει τη διακίνηση τσιγάρων στις τελωνειακές αρχές και η απουσία επίδειξης τιμολογίου, ή απόδειξης ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου στους ΜΚ3 και 4, όταν του ζητήθηκαν.

 

(η)        Η συνολική αξία δασμού, φόρων κατανάλωσης και ΦΠΑ (£1.649,00.-).

 

(θ)       Το παραδεχτό γεγονός ότι τα τσιγάρα δεν αγοράστηκαν από τα καταστήματα αδασμολογήτων προϊόντων για Άγγλους στρατιώτες «NAAFI» (Navy Army and Air Forces Institutes), παρά το γεγονός ότι διατίθενται στα εν λόγω καταστήματα τέτοια τσιγάρα, μάρκας Number 1.

 

(ι)         Το επίσης παραδεχτό γεγονός (βλ. τεκμήριο 6) ότι τα εν λόγω τσιγάρα ούτε εισήλθαν μα ούτε και διανεμήθηκαν στην Κύπρο από τον αποκλειστικό αντιπρόσωπο εισαγωγής και διανομής τους στην Κύπρο.

 

(κ)        Το γεγονός τέλος, ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος θα αναχωρούσε οικογενειακώς για την Αγγλία, για το γάμο του αδελφού του και θα επέστρεφε σε 3 μέρες, δεν είχε λογικά, κανένα λόγο να μεταφέρει μαζί του για τόσο μικρό χρονικό διάστημα, 100 κούτες τσιγάρα. Εν πάση περιπτώσει, η ανυπαρξία συν τοις άλλοις, οποιασδήποτε εξήγησης από τον κατηγορούμενο, για τον προορισμό των τσιγάρων, εύλογα δημιουργεί στο μυαλό κάθε αντικειμενικού κριτή της συμπεριφοράς του κατηγορούμενου, ότι, πρόθεσή του, ήταν να τα μεταφέρει στο εξωτερικό, για να αποκομίσει αθέμιτο όφελος, εν γνώσει του ότι αυτά ήταν και αφορολόγητα και αδασμολόγητα, σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.»

 

Ούτε αδιαφόρησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο για τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ούτε παρέλειψε να προβληματιστεί όπως αδικαιολόγητα εισηγείται ο εφεσείων. Και, περαιτέρω, κατέληξε στο ενοχοποιητικό συμπέρασμα όχι στηριγμένο σε οποιοδήποτε τεκμήριο ή μεταφέροντας βάρος απόδειξης στους ώμους του εφεσείοντα. Στηρίχθηκε στη μαρτυρία που προσάχθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή και σε παραδεκτά γεγονότα και, σε πλήρη συμφωνία μαζί του, θεωρούμε και εμείς πως, πράγματι, από το σύνολο, σαφώς αποδείχθηκε πέρα από κάθε αμφιβολία πως ο εφεσείων και γνώριζε και είχε δόλο.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

                                                      Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.

 

 

                                                      Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

/ΜΗ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο