ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 373
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 7874)
18 Ιουλίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΗΡΟΔΟΤΟΥ,
Εφεσείοντας,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Α. Γιωρκάτζης, για τον Εφεσείοντα.
Ο Σοφοκλέους (κα), για την Εφεσίβλητη.
H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Την 14.10.2003 ο εφεσείων είχε μεταβεί στο Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού. Εκεί ήδη ήταν η σύζυγος του όπου είχε μεταβεί για να υποβάλει κάποιο παράπονο εναντίον του. Συνάντησε τη γυναίκα του σε κάποιο διάδρομο του Σταθμού, έξω από το γραφείο παραπόνων. Ο εφεσείων άρχισε να φωνάζει. Επενέβη ο αστυφύλακας 5259 Γ. Γεωργίου και του συνέστησε να ηρεμήσει και να μη φωνάζει γιατί προκαλεί ανησυχία. Ο εφεσείων δεν υπάκουσε και τότε ο αστυφύλακας τον συνέλαβε για το αδίκημα της ανησυχίας. Ο εφεσείων αντέδρασε και έσπρωξε τον αστυφύλακα.
Προσήφθησαν εναντίον του εφεσείοντα τρεις κατηγορίες, της απλής επίθεσης κατά του αστυφύλακα, της επίθεσης κατά οργάνου της τάξεως κατά τη δέουσα εκτέλεση του καθήκοντος του και της ανησυχίας κατά παράβαση των άρθρων 242, 244(β) και 95 του Ποινικού Κώδικα αντίστοιχα.
Στην ακροαματική διαδικασία στο πρωτόδικο Δικαστήριο κατέθεσαν για την Κατηγορούσα Αρχή δύο αστυφύλακες, ο παραπονούμενος αστυφύλακας και ένας άλλος αστυφύλακας που κατηγόρησε γραπτώς τον εφεσείοντα και παρουσίασε αυτή τη γραπτή κατηγορία. Για την Υπεράσπιση κατέθεσε ο ίδιος ο εφεσείων και ο γιος του ηλικίας 15 χρόνων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας. Αποδέχθηκε, για τους λόγους που αναφέρει, ως ορθή και αληθή τη μαρτυρία του παραπονούμενου αστυφύλακα στην ολότητα της και απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα και δεκαπεντάχρονου γιου του. Κατέληξε δε στα πιο κάτω ευρήματα, όπως τα καταγράφει στην απόφαση του:-
«Είναι εύρημα μου ότι ο Κατηγορούμενος μαζί με τον δεκαπεντάχρονο γιο του το απόγευμα της 14ης Οκτωβρίου 2003 μετέβησαν στον κεντρικό αστυνομικό σταθμό στη Λεμεσό όπου υπηρετούσε ο Μ.Κ.2. Εκεί αφού κατεγράφησαν τα στοιχεία του και στη συνέχεια αφού του επετράπη να εισέλθει εντός του χώρου του Αστυνομικού Σταθμού και ευρισκόμενος σε κάποιο διάδρομο του, άρχισε να φωνάζει απευθυνόμενος στη σύζυγο του η οποία είχε φθάσει λίγη ώρα προηγουμένως για να κάμει κάποιο παράπονο εναντίον του. Ο Μ.Κ.2 μέσα στα πλαίσια των καθηκόντων του αφού αρχικά συνέστησε στον κατηγορούμενο να σταματήσει να φωνάζει στη συνέχεια και αφού αυτός εξακολουθούσε να φωνάζει σε έξαλλη κατάσταση και αφού του εξήγησε ότι διέπραττε το αδίκημα της ανησυχίας προσπάθησε να τον θέσει υπό σύλληψη οπότε ο κατηγορούμενος αντέδρασε σπρώχνοντας τον. Με τη βοήθεια και άλλων αστυνομικών στη συνέχει έθεσαν τον κατηγορούμενο υπό σύλληψη και αφού παρέμεινε υπό την επιτήρηση άλλων αστυνομικών, συναδέλφων του Μ.Κ.2, αυτός αποσύρθηκε σε άλλο γραφείο για να ετοιμάσει την κατάθεση του, το Τεκμήριο 2.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τα ευρήματα του, αθώωσε τον εφεσείοντα στην κατηγορία της κοινής επίθεσης, γιατί, κατά την άποψή του, δεν αποδείχθηκε συστατικό στοιχείο του αδικήματος, ήτοι σε ποιο τρίτο πρόσωπο επετέθη ο εφεσείων. Βρήκε όμως ένοχο τον εφεσείοντα στις κατηγορίες (α) της επίθεσης κατά οργάνου της τάξεως κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του και (β) της ανησυχίας.
Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση. Προβάλλονται δύο λόγοι έφεσης, ένας για κάθε κατηγορία.
Είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι λανθασμένα αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του παραπονούμενου αστυφύλακα και απέρριψε από την άλλη τη μαρτυρία του δεκαπεντάχρονου γιου του. Είναι γνωστές οι αρχές οι οποίες έχουν διατυπωθεί επανειλημμένα από τη νομολογία με βάση τις οποίες το Εφετείο μπορεί να επέμβη και να ανατρέψει τα συμπεράσματα πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας. Είναι διαχρονική θέση της νομολογίας ότι, σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντιπαράθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Τα συμπεράσματα των πρωτόδικων Δικαστηρίων δεν είναι ανατρέψιμα αν είναι δικαίως επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία και ήταν αδύνατο να λεχθεί ότι ήταν λανθασμένα (Βλέπε: Νεοφύτου ν. Επάρχου Πάφου, Ποιν. Έφ. 7856, ημερ. 16.12.2005).
Στην παρούσα υπόθεση έχουμε μελετήσει όσα αναφέρονται στο λόγο έφεσης και στο διάγραμμα του δικηγόρου του εφεσείοντα. Δεν έχουμε πεισθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας όσον αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων. Τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου είναι εύλογα και σύμφωνα με τη μαρτυρία.
Παραπονείται επίσης ο εφεσείων ότι, με δεδομένη την απαλλαγή και αθώωση στην κατηγορία της κοινής επίθεσης δεν ήταν δυνατή η καταδίκη του για το αδίκημα της επίθεσης κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του. Και τούτο γιατί και οι δύο κατηγορίες βασίζονται στα ίδια γεγονότα και η επίθεση έγινε κατά του ίδιου προσώπου του αστυφύλακα-παραπονούμενου.
Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε σαφές εύρημα το οποίο και καταγράφει μάλιστα δύο φορές στην απόφαση του ότι ο εφεσείων έσπρωξε τον αστυφύλακα όταν ο τελευταίος προσπάθησε να τον θέσει υπό σύλληψη. Όσον αφορά την κατηγορία της κοινής επίθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναζήτησε τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος μεταξύ των οποίων περιέγραψε το ένα ως «να διαπράττει επίθεση εναντίον κάποιου άλλου». Και κατέληξε ότι «δεν έχει αποδειχθεί καθότι δεν αποδείχθηκε ότι διαπράχθηκε οποιαδήποτε επίθεση εναντίον οποιουδήποτε τρίτου προσώπου.....». Διέλαθε, φαίνεται, του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι και η κοινή επίθεση έγινε εναντίον του αστυφύλακα και αναζήτησε «τρίτο πρόσωπο». Από την απαλλαγή, για το λανθασμένο λόγο, στην κατηγορία της κοινής επίθεσης δεν είναι δυνατό να επωφεληθεί ο εφεσείων.
Ο λόγος έφεσης, κατά συνέπεια, απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι δεν αποδείχθηκε συστατικό στοιχείο του αδικήματος της ανησυχίας δηλαδή ότι ο θόρυβος και η ταραχή δυνατό να οδηγούσε τους περιοίκους σε ανησυχία ή να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης νοουμένου ότι ο αστυνομικός σταθμός δεν είναι δημόσιο μέρος.
Δεν συμφωνούμε με τους πιο πάνω ισχυρισμούς του εφεσείοντα. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Με τα γεγονότα όπως απεδείχθησαν από την Κατηγορούσα Αρχή προκύπτει σαφώς ότι ο εφεσείων φώναζε με έξαλλο τρόπο σε διάδρομο του αστυνομικού σταθμού έξω από το γραφείο παραπόνων όπου το κοινό έχει ελεύθερη πρόσβαση. Από τη μαρτυρία προέκυψε ότι από τις φωνές και την ανησυχία που προκάλεσε ο εφεσείων εξήλθαν από τα γραφεία τους οι παριστάμενοι ανήσυχοι. Περαιτέρω, είμαστε της γνώμης, ότι το γραφείο παραπόνων αστυνομικού σταθμού, όπου έχει ελεύθερη πρόσβαση το κοινό, αποτελεί δημόσιο χώρο με την έννοια που αποδίδεται στον Ποινικό Νόμο, Κεφ. 154. Στην υπόθεση Νετζιήν ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1, στη σελίδα 6 αναφέρονται τα εξής:-
«Το γραφείο παραπόνων της Αστυνομίας αποτελεί δημόσιο χώρο με την έννοια που ενέχει ο όρος στο Κεφ. 154 (Άρθρο 4), δεδομένου ότι επιτρέπεται η είσοδος του κοινού για την υποβολή παραπόνων. Η εισήγηση του εφεσείοντα περί του αντιθέτου, που είναι και ο μόνος λόγος αμφισβήτησης της καταδίκης στη δεύτερη κατηγορία, στερείται ερείσματος.»
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.
Δ
Δ.
Δ.
/ΕΠσ