ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 361
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 17/2006)
11 Ιουλίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
1. ELFI ENTERTAINMENT LTD,
2. MILAN GARACA,
Εφεσείοντες,
v.
ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΑΣ ΝΑΠΑΣ,
Εφεσίβλητων.
_________________________
Μ. Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες.
Α. Βαλανίδου (κα.), για τους Εφεσίβλητους.
__________________________
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής
Νικολάτος.
____________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες καταδικάστηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο αφού βρέθηκαν ένοχοι κατοχής και χρήσης οικοδομής άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως από την αρμόδια Αρχή, κατά παράβαση του άρθρου 10 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.
Οι εφεσείοντες δεν ήταν ιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά ήσαν ενοικιαστές και κάτοχοι.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, εκτός από το πρόστιμο που επέβαλε στους εφεσείοντες, εξέδωσε και διάταγμα κατεδάφισης των παράνομων οικοδομών, εναντίον τους, κρίνοντας ότι είχε εξουσία να εκδώσει τέτοιο διάταγμα εναντίον των εφεσειόντων δυνάμει των άρθρων 10 και 20 του Κεφ. 96. Δεδομένου πως οι εφεσείοντες βρέθηκαν ένοχοι κατοχής και χρήσης οικοδομής, άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως από την αρμόδια Αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Νόμου και δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 20 του Νόμου, Κεφ. 96 το δικαστήριο δύναται να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο που παραβαίνει το άρθρο 10, να κατεδαφίσει την οικοδομή, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως είχε διακριτική ευχέρεια να εκδώσει τέτοιο διάταγμα εναντίον των εφεσειόντων. Αφού έλαβε υπόψη τα όσα ανέφεραν οι εφεσείοντες, μεταξύ των οποίων ήταν ότι αίτηση για έκδοση πιστοποιητικού εγκρίσεως θα μπορούσαν να υποβάλουν μόνον οι ιδιοκτήτες της οικοδομής και ότι οι ιδιοκτήτες δεν ήταν διατεθειμένοι να υποβάλουν τέτοια αίτηση, προφανώς για δικούς τους σκοπούς, κατέληξε στο συμπέρασμα πως ήταν ορθό και δίκαιο να εκδώσει διάταγμα κατεδάφισης εναντίον των εφεσειόντων, επειδή η άρνηση έκδοσης τέτοιου διατάγματος θα ματαίωνε το σκοπό του Νόμου και θα ισοδυναμούσε με έγκριση της συνέχισης της παρανομίας. Οι τεταμένες σχέσεις των εφεσειόντων με τους ιδιοκτήτες των υποστατικών δεν θεωρήθηκαν καλός λόγος για μή έκδοση του διατάγματος κατεδάφισης.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες,
(1) αμφισβητούν την ορθότητα της έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης των παράνομων οικοδομών, εναντίον τους,
(2) εισηγούνται πως λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε πως δεν εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση η υπεράσπιση της αδυναμίας (impossibility),
(3) εισηγούνται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε πως ήταν περιττή η κατάθεση των αρχιτεκτονικών σχεδίων που θα έδειχναν το μέγεθος της παρανομίας, δηλαδή των παράνομων προσθηκών και μετατροπών που είχαν γίνει στην υφιστάμενη οικοδομή και οι οποίες στερούνταν πιστοποιητικού εγκρίσεως,
(4) ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως η άρνηση του ιδιοκτήτη των υποστατικών να αποταθεί στην αρμόδια Αρχή για έκδοση πιστοποιητικού εγκρίσεως δεν ήρε την ποινική ευθύνη των εφεσειόντων,
(5) ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως είχε εξουσία να εκδώσει διάταγμα κατεδάφισης εναντίον των εφεσειόντων δυνάμει των άρθρων 10 και 20 του Κεφ. 96,
(6) υποβάλλουν ότι το άρθρο 10(1) και (2) του Κεφ. 96 καθώς και ο Κανονισμός 5(1) των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών, που προνοούν ότι μόνον ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης ακινήτου έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για έκδοση πιστοποιητικού εγκρίσεως, αντίκεινται στα άρθρα 25, 26 και 28 του Συντάγματος, και
(7) λέγουν ότι η απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Οι λόγοι εφέσεως 1, 2 και 5 (ανωτέρω) αναφέρονται στην, υπό τις περιστάσεις, ευθύνη των εφεσειόντων να κατεδαφίσουν τα υποστατικά που κατείχαν και χρησιμοποιούσαν άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως από την αρμόδια Αρχή και τη δυνατότητα του δικαστηρίου να εκδώσει τέτοιο διάταγμα εναντίον τους, καθώς επίσης και την ορθότητα της έκδοσης τέτοιου διατάγματος εναντίον τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως με βάση τα ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου γεγονότα οι εφεσείοντες ήταν ένοχοι κατοχής και χρήσης οικοδομής άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως από την αρμόδια Αρχή κατά παράβαση του άρθρου 10 (1) και (2) του Κεφ 96. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία πως δυνάμει του άρθρου 20 του ιδίου Νόμου το δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει διάταγμα κατεδάφισης εναντίον προσώπων που χρησιμοποιούν και κατέχουν οικοδομές άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως, παρά το ότι αυτοί δεν είναι και ιδιοκτήτες.
Στην υπόθεση Σταυρινίδης ν. Δήμου Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 429, τονίστηκε η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης εναντίον οποιουδήποτε προσώπου παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 3, όπως ρητά προνοείται στο άρθρο 20, εν πάση περιπτώσει όταν συνεχίζει να έχει κατοχή της οικοδομής. Στην υπόθεση Αναφορικά με Τρύφωνος (1991) 1 Α.Α.Δ. 1124 το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε την έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition που να ακυρώνουν διάταγμα κατεδάφισης υποστατικού του οποίου ο αιτητής ήταν θέσμιος ενοικιαστής (και όχι ιδιοκτήτης) και τη μετέπειτα καταδίκη του αιτητή για παρακοή του διατάγματος κατεδάφισης.
Το ζήτημα που τίθεται στην προκείμενη περίπτωση είναι το κατά πόσο ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια διατάσσοντας τους εφεσείοντες να κατεδαφίσουν τις παράνομες οικοδομές που κατείχαν και χρησιμοποιούσαν και οι οποίες περιγράφονταν στις λεπτομέρειες των κατηγοριών, εντός δύο μηνών από της εκδόσεως της αποφάσεως, εκτός αν στο μεταξύ εξασφαλιζόταν το απαραίτητο πιστοποιητικό εγκρίσεως.
Κατά την εκτίμηση μας ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια ορθά και διέταξε τους εφεσείοντες να κατεδαφίσουν τις παράνομες οικοδομές με σκοπό τον τερματισμό της συνέχισης της παρανομίας. Το γεγονός ότι μόνον οι ιδιοκτήτες των παράνομων οικοδομών θα μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση για έκδοση του αναγκαίου πιστοποιητικού εγκρίσεως και το ότι οι σχέσεις των εφεσειόντων-ενοικιαστών με τους ιδιοκτήτες ήταν τεταμένες δεν απάλλασσε τους εφεσείοντες από την ποινική τους ευθύνη αλλά ούτε και ήταν λόγος για μη έκδοση του διατάγματος κατεδάφισης εναντίον των εφεσειόντων. Αλλιώτικα αν τα δικαστήρια δεν εξέδιδαν διατάγματα κατεδάφισης οικοδομών, που κατέχονται και χρησιμοποιούνται από ενοικιαστές χωρίς πιστοποιητικό εγκρίσεως, εναντίον των ενοικιαστών, αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα από τους ιδιοκτήτες για να μην κατεδαφίζουν παράνομες οικοδομές τους που κατέχονται και χρησιμοποιούνται από ενοικιαστές. Κατά την εκτίμηση μας ούτε η μή έκδοση διατάγματος κατεδαφίσεως εναντίον των ενοικιαστών θα πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα από τους ιδιοκτήτες αλλά ούτε και η μη έκδοση διατάγματος κατεδαφίσεως εναντίον των ιδιοκτητών θα πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα από τους ενοικιαστές για τη μη κατεδάφιση παράνομων οικοδομών.
Αναφορικά με τον 3ο λόγο εφέσεως, που αφορά στη μη κατάθεση των αρχιτεκτονικών σχεδίων θεωρούμε ότι, ενόψει του συμπεράσματος του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι υπήρχε ενώπιόν του επαρκής προφορική μαρτυρία για το εύρος των παρανόμων προσθηκών και μετατροπών, δεν ήταν απαραίτητη η κατάθεση των αρχιτεκτονικών σχεδίων και ως εκ τούτου και ο 3ος λόγος εφέσεως κρίνεται ως αβάσιμος.
Ο 4ος λόγος εφέσεως είναι επίσης αβάσιμος καθότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η άρνηση του ιδιοκτήτη της οικοδομής να αποταθεί στην αρμόδια αρχή για έκδοση πιστοποιητικού εγκρίσεως δεν αίρει την ποινική ευθύνη των εφεσειόντων. Διαφορετική κατάληξη θα καταστρατηγούσε τις πρόνοιες του άρθρου 10 του Κεφ. 96. Οποιοσδήποτε επιθυμεί την κατοχή και χρήση οικοδομών θα πρέπει πρώτα να βεβαιώνεται ότι αυτές είναι νόμιμες και ότι έχουν και άδεια οικοδομής και πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή.
Ο 6ος λόγος εφέσεως επίσης κρίνεται ως αβάσιμος. Οι εφεσείοντες δεν στοιχειοθέτησαν με οποιοδήποτε τρόπο την κατ΄ ισχυρισμό σύγκρουση του άρθρου 10 (1) και (2) του Κεφ. 96 και του Κανονισμού 5 (1) των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών, με τα άρθρα 25, 26 και 28 του Συντάγματος.
Ο 7ος λόγος εφέσεως είναι επίσης αβάσιμος. Η απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.