ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 302
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 123/2005)
4 Ιουλίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (ΆΛΛΩΣ «ΠΟΜΠΟΣ»),
Εφεσείοντας,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,
Εφεσίβλητη.
_________________________
Χρ. Χατζηλοϊζου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Σταυρινίδου (κα.), για την Εφεσίβλητη.
__________________________
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής
Νικολάτος.
____________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ο οποίος ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος στην Υπόθεση 2397/04 ενώπιον του Κακουργιοδικείου που συνεδρίαζε στη Λάρνακα, αντιμετώπισε κατηγορία ένοπλης ληστείας κατά παράβαση των άρθρων 282, 283 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Η υπόθεση για την Κατηγορούσα Αρχή ήταν ότι ο εφεσείων και ένα άλλο πρόσωπο, στις 26.2.2004, οπλισμένοι με πιστόλι έκλεψαν από το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Εργαζομένων Κύπρου (ΣΤΕΚ) στη Λάρνακα το ποσό των £440.- και κατά, αμέσως πριν ή αμέσως μετά την κλοπή χρησιμοποίησαν ή απείλησαν να χρησιμοποιήσουν πραγματική βία εναντίον της ΄Αντρης Μιχαήλ, Ταμία του ΣΤΕΚ, με σκοπό να αποκτήσουν ή να κατακρατήσουν το προαναφερόμενο ποσό.
Το Κακουργιοδικείο, αφού εξέτασε με προσοχή την ενώπιον του μαρτυρία την οποία και αξιολόγησε, έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο για το αδίκημα για το οποίο κατηγορείτο και αθώωσε και απάλλαξε τον δεύτερο κατηγορούμενο από την κατηγορία που αντιμετώπιζε.
Οι λόγοι εφέσεως είναι οι ακόλουθοι:
1. Το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων ήταν ο ένας από τους δύο δράστες της ληστείας που έλαβε χώραν την 26.2.2004 στο ΣΤΕΚ Λάρνακας και συγκεκριμένα ότι ήταν το πρόσωπο που πρόταξε το πιστόλι, είναι λανθασμένο. Ουσιαστικά αμφισβητείται, με τον πρώτο λόγο εφέσεως, το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ως προς την ταυτότητα του ενός από τους δύο δράστες.
2. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων προέβαλε ψευδές άλλοθι το οποίο ενίσχυσε τη μαρτυρία της Άντρης Μιχαήλ για την αναγνώριση του ως ενός από τους δύο δράστες της ληστείας, είναι λανθασμένο.
3. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα πως εγκατέλειψε το αυτοκίνητο υπ΄ αρ. εγγραφής ΖΗΧΤ 169 το βράδυ τις 25.2.2004 στο δρόμο Λάρνακας-Δεκέλειας επειδή χάλασε ο δεξιός πισινός τροχός, ήταν κατασκεύασμα και προσπάθεια του να αποστασιοποιηθεί από την κατοχή του προαναφερομένου αυτοκινήτου, είναι λανθασμένο.
4. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η εξήγηση που έδωσε ο εφεσείων ότι το γενετικό υλικό του που βρέθηκε σε αντικείμενα που βρίσκονταν σκορπισμένα στο προαναφερόμενο αυτοκίνητο, ήταν αποτέλεσμα του ότι ο εφεσείων όταν παρέλαβε το αυτοκίνητο μετακίνησε τα προαναφερόμενα αντικείμενα με τα χέρια του, είναι εκ των υστέρων σκέψεις του εφεσείοντα για να δικαιολογήσει την ανεύρεση γενετικού υλικού στα προαναφερόμενα αντικείμενα, είναι λανθασμένο.
5. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να παρουσιάσει ως μάρτυρα κατηγορίας την Κατερίνα Ποροπίοβα για εξέταση δεν επηρέασε δυσμενώς την Υπεράσπιση του εφεσείοντα, είναι λανθασμένο, και
6. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι το προαναφερόμενο αυτοκίνητο χρησιμοποιήθηκε από τους δράστες της ληστείας για να διαφύγουν, αμέσως μετά τη ληστεία, είναι λανθασμένο.
Αφού το Κακουργιοδικείο έκρινε πως το αδίκημα της ληστείας είχε στοιχειοθετηθεί εξέτασε με πολλή προσοχή το κατά πόσο οι δύο κατηγορούμενοι ήταν οι δράστες της ληστείας και κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο εφεσείων ήταν ο ένας από τους δράστες ενώ για τον κατηγορούμενο 2 δεν μπορούσε να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα ως προς την εμπλοκή του και τον αθώωσε. Ως προς την αναγνώριση και την ταυτότητα του εφεσείοντα έδωσε μαρτυρία η Μ.Κ. 3, ΄Αντρη Μιχαήλ. Αφού το Κακουργιοδικείο εξέτασε το ζήτημα της αναγνώρισης-ταυτότητας του εφεσείοντα με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που έθεσε η υπόθεση R. v. Turnbull (1976) 3 All E.R. 549, οι οποίες υιοθετήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό αποφάσεων του, εξέτασε εξονυχιστικά, θα λέγαμε, τη μαρτυρία της Μ.Κ. 3 ΄Αντρης Μιχαήλ και αφού στάθμισε ορθά τις αδυναμίες της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και κάποιες αντιφάσεις, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ποιότητα της μαρτυρίας αναγνώρισης της Άντρης Μιχαήλ ήταν καλή σε βαθμό που δεν άφηνε περιθώριο για κίνδυνο λάθους. Αφού το δικαστήριο προειδοποίησε τον εαυτό του για τον κίνδυνο να βασιστεί στην αναγνώριση που έγινε χωρίς άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία, έκρινε ότι η μαρτυρία αναγνώρισης από την Άντρη Μιχαήλ ήταν τέτοια που, χωρίς οποιοδήποτε δισταγμό, μπορούσε να βασιστεί με ασφάλεια στην αναγνώριση στην οποία η μάρτυρας προέβη, ακόμη και στην απουσία οποιασδήποτε ενισχυτικής μαρτυρίας.
Η μαρτυρία της Άντρης Μιχαήλ, την οποία το Κακουργιοδικείο έκρινε ως αξιόπιστη, ήταν ότι το άγνωστο σ΄ αυτήν πρόσωπο, που εισήλθε στο ΣΤΕΚ στις 26.2.2004, διάνυσε την απόσταση των 2-3 μέτρων από την είσοδο του ΣΤΕΚ μέχρι τον πάγκο εξυπηρέτησης όπου αυτή καθόταν, στάθηκε μπροστά της, πρόταξε όπλο εναντίον της και με το χέρι του της υπέδειξε το συρτάρι στο οποίο βρισκόταν το ταμείο, ήταν ο εφεσείων. Τη στιγμή που ο εφεσείων εισήλθε στο ΣΤΕΚ η μάρτυρας μιλούσε στο τηλέφωνο. Όμως στη συνέχεια αυτή είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει τα χαρακτηριστικά του για 20 με 25 δευτερόλεπτα περίπου, από πολύ κοντινή απόσταση περίπου 30 εκατοστών και η οπτική επαφή που είχε με το δράστη της ληστείας ήταν ανεμπόδιστη ενώ ο φωτισμός στο υποκατάστημα ήταν καλός και η μάρτυρας δεν είχε οποιοδήποτε πρόβλημα όρασης. Παρά την ταραχή της Άντρης Μιχαήλ, το δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία της ως θετική και πειστική και δεν απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο ότι ο εφεσείων, όταν συνελήφθη, είχε μεγάλο γένι ενώ η μάρτυρας τον είχε περιγράψει απλά ως αξύριστο, δεδομένου ότι η σύλληψη του εφεσείοντα έγινε 3 μέρες μετά τη διάπραξη της ληστείας. Ο εφεσείων αρνήθηκε να λάβει μέρος σε αναγνωριστική παράταξη, αλλά αναγνωρίστηκε από την προαναφερόμενη μάρτυρα, ως ο δράστης της ληστείας, σε γραφείο του ΤΑΕ, στην απουσία άλλου υπόπτου.
Δεν έχουμε οποιαδήποτε αμφιβολία πως το Κακουργιοδικείο ενήργησε κατευθυνόμενο ορθά από τις νομικές αρχές που αφορούν στο ζήτημα της αναγνώρισης υπόπτων, εξονύχισε την ενώπιον του μαρτυρία λαμβάνοντας δεόντως υπόψη και τις αδυναμίες της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και κατέληξε σε ορθά και ασφαλή συμπεράσματα ως προς την ταυτότητα του εφεσείοντα ως ενός από τους δράστες της ληστείας.
Ως προς το ζήτημα του ψευδούς άλλοθι, το οποίο το Κακουργιοδικείο θεώρησε ως ενισχυτική μαρτυρία, παρατηρούμε και πάλι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από τις αποφάσεις Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, Παφίτης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 102 και Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα όσα ο εφεσείων ανέφερε για τις κινήσεις του κατά τον ουσιώδη χρόνο στις 26.2.2004 ήταν μυθεύματα που είχαν ως στόχο τη δημιουργία παραπλανητικών εντυπώσεων για τις ενέργειες του κατά τον κρίσιμο χρόνο της ληστείας και υπό τις περιστάσεις ορθά το δικαστήριο θεώρησε πως το ψευδές άλλοθι του εφεσείοντα και τα άλλα ψεύδη τα οποία είπε συνιστούσαν ενισχυτική μαρτυρία της αναγνώρισής του ως του δράστη της ληστείας, από την ΄Αντρη Μιχαήλ.
Το δεύτερο ψέμα του εφεσείοντα, σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο, ήταν ότι ενώ στις 25.2.2004 ο εφεσείων οδηγούσε το προαναφερόμενο αυτοκίνητο, τρύπησε το λάστιχο και το εγκατέλειψε. Το Κακουργιοδικείο παρατήρησε ότι ενώ ο εφεσείων είχε ισχυριστεί πως κλείδωσε το προαναφερόμενο αυτοκίνητο δεν μπορούσε να απαντήσει στην ερώτηση πού βρίσκονταν τα κλειδιά. Όταν ρωτήθηκε ποιο λάστιχο του αυτοκινήτου είχε τρυπήσει ο εφεσείων απάντησε «ήμουν πίττα, δεν θυμούμαι». Το τρίτο ψέμα του εφεσείοντα, το οποίο το Κακουργιοδικείο θεώρησε ως εκ των υστέρων σκέψεις, ήταν ότι τα αντικείμενα που υπήρχαν στο προαναφερόμενο αυτοκίνητο, όπως σκουφάκια, κουκούλες, γάντια, μαχαίρι και αναπτήρας, στα οποία βρέθηκε γενετικό υλικό του εφεσείοντα, βρίσκονταν ήδη μέσα στο αυτοκίνητο όταν αυτό του παραδόθηκε στην αρχή της περιόδου ενοικιάσεως. Όπως πολύ ορθά παρατήρησε το Κακουργιοδικείο κάτι τέτοιο δεν είχε υποβληθεί στο μάρτυρα ο οποίος παρέδωσε το ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο στον εφεσείοντα και ως εκ τούτου το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και πάλι εψεύδετο ο εφεσείων με σκοπό να αποσυνδεθεί από την κατοχή του προαναφερομένου αυτοκινήτου αλλά και να εξηγήσει πώς βρέθηκε το γενετικό του υλικό στα προαναφερόμενα αντικείμενα.
Αναφορικά με την παράλειψη της Κατηγορούσης Αρχής να παρουσιάσει ως μάρτυρα την Κατερίνα Ποροπίοβα, το Κακουργιοδικείο παρατήρησε τα εξής: Η μάρτυρας αυτή δεν θα στήριζε, με τη μαρτυρία της, το άλλοθι του εφεσείοντα, όπως ισχυρίστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ενώπιον του Κακουργιοδικείου, εφόσον η Ποροπίοβα παρουσιαζόταν αβέβαιη για το πού βρισκόταν ο εφεσείων κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η απάντηση που είχε δώσει η προαναφερόμενη μάρτυρας στην κατάθεση της ήταν: «Νομίζω ότι ο Δημήτρης ήταν μαζί μου στο κρεβάτι». Σε ότι αφορά την απέλαση της μάρτυρος, το Κακουργιοδικείο παρατήρησε πως η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε ενεργήσει με οποιαδήποτε σκοπιμότητα αλλά αντιθέτως ότι κατέβαλε ανεπιτυχείς προσπάθειες να την εντοπίσει και να την καλέσει ως μάρτυρα. Υπό τις περιστάσεις θεωρούμε πως η μη κλήση της προαναφερόμενης μάρτυρος ενώπιον του δικαστηρίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε σαν αποτέλεσμα να καταστεί η δίκη του εφεσείοντα, ενώπιον του Κακουργιοδικείου, μη δίκαιη. Ούτε και μπορεί να καταλογιστεί εις βάρος της Κατηγορούσας Αρχής η μη προσέλευση της μάρτυρος στο Κακουργιοδικείο.
Σε σχέση με τον τελευταίο λόγο έφεσης ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο συμπέρανε πως το προαναφερόμενο αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΖΗΧΤ 169 ήταν αυτό που χρησιμοποιήθηκε από τους δράστες της ληστείας για να διαφύγουν αμέσως μετά τη ληστεία, παρατηρούμε τα εξής: Υπήρχε ενώπιον του Κακουργιοδικείου αξιόπιστη μαρτυρία ότι οι δράστες, κατά το χρόνο της ληστείας, φορούσαν κουκούλες τις οποίες συνέχισαν να κατέχουν όταν επιβιβάστηκαν στο προαναφερόμενο αυτοκίνητο. Το αυτοκίνητο εκείνο θεάθηκε να σταθμεύει σε σχετικά μικρή απόσταση από το χώρο όπου διαπράχθηκε η ληστεία και σε χρόνο σύντομα μετά τη ληστεία. Πλησίον του σημείου στο οποίο στάθμευσε το αυτοκίνητο, σε χώρο στάθμευσης του Δήμου Λάρνακας, βρέθηκαν δύο κουκούλες της ιδίας περιγραφής με αυτές που φορούσαν οι δράστες. Θεωρούμε ότι η μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Κακουργιοδικείο και η οποία κρίθηκε ως αξιόπιστη ήταν επαρκής για να συμπεράνει το Κακουργιοδικείο, με ασφάλεια, πως το προαναφερόμενο αυτοκίνητο ήταν εκείνο που χρησιμοποιήθηκε από τους δράστες της ληστείας για να διαφύγουν αμέσως μετά τη ληστεία.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλους τους λόγους εφέσεως και θεωρούμε ότι είναι όλοι αβάσιμοι. Το Κακουργιοδικείο εξέτασε με πολλή προσοχή την ενώπιον του μαρτυρία, καθοδηγήθηκε ορθά με βάση θεμελιωμένες αρχές δικαίου και κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα. Δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για επέμβαση του Εφετείου στα συμπεράσματα και την κατάληξη του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την εμπλοκή του εφεσείοντα στην ένοπλη ληστεία που διαπράχθηκε στο ΣΤΕΚ στη Λάρνακα στις 26.2.2004. Επίσης δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος για τον οποίο το Εφετείο να μπορεί να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι η δίκη που διεξήχθη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, για την προαναφερόμενη υπόθεση, δεν ήταν δίκαιη και δεν διεξήχθη μέσα στα ορθά πλαίσια.
Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ. Δ.