ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 255
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.109/2006)
14 Ιουνίου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
- - - - - -
Εφεσείων παρών.
Η. Στεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
- - - - - -
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κωνσταντινίδη.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η (EX - TEMPORE)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου σε σχέση με τη διάπραξη σειράς αδικημάτων, δώδεκα τον αριθμό, για συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, πλαστογραφία επιταγών, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις. Η απόφαση για την παραπομπή εκδόθηκε στις 8.5.2006 και ορίστηκε να εμφανιστεί ο εφεσείων ενώπιον του Κακουργιοδικείου την 1.6.2006. Η κατηγορούσα αρχή ενέστη στην απόλυση του εφεσείοντα και το Δικαστήριο διέταξε την κράτησή του μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία. Ο εφεσείων στρέφεται κατά της απόφασης για την κράτησή του.
Δύο ήταν οι λόγοι για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως θα έπρεπε να κρατηθεί ο εφεσείων. Ο πρώτος αφορούσε στον κίνδυνο να μην εμφανιστεί κατά τη δίκη του και θα λέγαμε ότι ευλόγως σήμερα ο κ. Στεφάνου δεν υποστήριξε ιδιαίτερα αυτή την πτυχή της πρωτόδικης απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθηκε στη σοβαρότητα αδικημάτων και στην πιθανότητα καταδίκης του εφεσείοντα χωρίς, όμως, όπως προκύπτει, να αιτιολογήσει την εκτίμησή του με περαιτέρω αναφορά σε άλλα συναφή στοιχεία. Επισημαίνουμε, επί του προκειμένου, πως ενώπιόν μας ο εφεσείων παρέπεμψε στο γεγονός ότι, κατ΄ επανάληψη, αφέθη ελεύθερος και ήδη τελούσε ελεύθερος σε σχέση με υποθέσεις που αφορούσαν παρόμοια αδικήματα, υπό όρους τους οποίους πάντοτε τηρούσε, εμφανιζόμενος, εν τέλει, ενώπιον του Δικαστηρίου. Διακρίνουμε, επομένως, βάση στα επιχειρήματα του εφεσείοντα αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως στοιχειοθετήθηκε, ως αυτοτελής λόγος για την κράτησή του, ο κίνδυνος μη προσέλευσής του.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε την κράτηση του εφεσείοντα, τον οποίο και ο κ. Στεφάνου χαρακτήρισε ενώπιόν μας ως τον βασικό, αφορούσε στην πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων. Ο εφεσείων τόνισε το τεκμήριο της αθωότητας στο οποίο δικαιούται. Με την εισήγηση πως, εφόσον μόνο σε μια περίπτωση, το 2004, είχε καταδικαστεί για παρόμοια αδικήματα, δεν εδικαιολογείτο να θεωρηθεί ότι υπήρχε κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων απλώς επειδή εκκρεμούσαν άλλες παρόμοιες υποθέσεις εναντίον του. Θα έπρεπε, όπως εισηγήθηκε, να προϋπήρχαν και άλλες καταδίκες του, πέραν της μίας που αναφέρθηκε, ενώ, αντιθέτως, σε κάποιες άλλες υποθέσεις είχε αθωωθεί. Ο κ. Στεφάνου υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, τονίζοντας ιδιαίτερα το γεγονός ότι, πέραν των τεσσάρων άλλων ποινικών υποθέσεων για παρόμοιας φύσης αδικήματα που παραδέχεται και ο εφεσείων ότι εκκρεμούν εναντίον του, φέρεται να διέπραξε τα αδικήματα για τα οποία τώρα παραπέμφθηκε σχεδόν αμέσως μετά την επιτυχία του στην έφεση 23/2006. Είχε και εκεί το πρωτόδικο Δικαστήριο διατάξει κράτηση του εφεσείοντα για όμοιο λόγο αλλά, με την απόφασή μας ημερομηνίας 3.3.2006, κρίναμε πως προέκυπτε ζήτημα όχι σε σχέση με την ουσία του θέματος αλλά σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα δεν κρατήθηκε αλλά αφέθηκε ελεύθερος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σε νομολογία (βλ. Χαράλαμπος Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6297, 14.5.1997, Κώστας Ευστρατίου Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6315, 6.5.1997 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρένου Κυριάκου κ.ά, Ποινική Έφεση 7084, 24.5.2001) σε σχέση με την προσέγγιση του ζητήματος της πιθανότητας της διάπραξης άλλων αδικημάτων ως λόγου για την κράτηση υποδίκου. Δεν αποτελεί προϋπόθεση η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών αλλά μπορεί να συνσταθμιστεί και η εκκρεμότητα άλλων ποινικών υποθέσεων. Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στη Matznetter v. Austria, A. 10, P. 33, (1969).
Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχει λόγος για παρέμβασή μας σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε το ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σημειώνουμε και εμείς το γεγονός ότι, πέραν από την εκκρεμότητα τεσσάρων άλλων υποθέσεων παρόμοιας φύσης, τα αδικήματα που στην παρούσα υπόθεση αντιμετωπίζει ο εφεσείων φέρονται να διαπράχθηκαν μεταξύ της 27.3.2006 και 7.4.2006, δηλαδή λίγο μετά την ακύρωση προηγούμενης διαταγής για κράτησή του, όπως έχουμε ήδη αναφέρει.
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΧΤΘ