ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 98
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Αίτηση Αρ. 3/2005)
23 Φεβρουαρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΤΑΣΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
__________________________________
Γ. Παπαϊωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ο εφεσείων επιζητεί την τροποποίηση της ειδοποίησης έφεσης που έχει καταχωρίσει εναντίον της ποινής, ούτως ώστε να συμπεριλάβει και λόγους έφεσης κατά της καταδίκης.
(α) Τα γεγονότα.
Ως αποτέλεσμα παραδοχής του σε διάφορες κατηγορίες που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, συνομωσία προς καταδολίευση, πλαστογραφία επιταγών, κυκλοφορία πλαστών εγγράφων και απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, κατόπιν νομικής συμβουλής του δικηγόρου του, σε φυλάκιση 5 χρόνων από τις 18/1/2005.
Στις 25/1/2005 ο εφεσείων καταχώρισε προσωπικά έφεση κατά της ποινής, αναφέροντας ως λόγο έφεσης τη φράση "Υπερβολική ποινή".
Πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας της έφεσης κατά της ποινής ο εφεσείων καταχώρισε αίτηση, η οποία αποτελεί και το επίδικο θέμα της παρούσας διαδικασίας, με την οποία ζητά παράταση της προθεσμίας για "καταχώριση έφεσης κατά της καταδίκης για 5 (πέντε) μέρες από την ημερομηνία επίδοσης του διατάγματος, ή διαφορετικά, διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να εγκρίνεται όπως η καταχωρηθείσα ειδοποίηση έφεσης κατά της ποινής θεωρηθεί και ως έφεση κατά της καταδίκης με λόγους αυτούς που παρατίθενται στο συνημμένο, στην ένορκη δήλωση, παράρτημα Α."
Τα γεγονότα πάνω στα οποία βασίζεται η παρούσα αίτηση, όπως φαίνονται στην επισυναφθείσα ένορκη δήλωση είναι περιληπτικά τα πιο κάτω: Ο εφεσείων είχε παραδεχθεί τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ως αποτέλεσμα νομικής συμβουλής. Στις 18/1/2005 όταν είχε επιβληθεί η ποινή φυλάκισης ο δικηγόρος του δεν είχε εμφανισθεί στο Δικαστήριο και παρά τα μηνύματα που του είχε αφήσει από τις Κεντρικές Φυλακές όπου είχε μεταφερθεί μετά την επιβολή της ποινής για να επικοινωνήσει μαζί του, ο δικηγόρος του δεν ανταποκρίθηκε. Επειδή δεν είχε καμιά επαφή με το δικηγόρο του, καταχώρισε επτά μέρες μετά από την επιβολή της ποινής στις 25/1/2005, έφεση κατά της ποινής. Όταν πληροφορήθηκε ότι η έφεση του είχε οριστεί για ακρόαση στις 23/9/2005, κατόπιν διαβουλεύσεων που είχε με τη γυναίκα του και τον αδελφό του, αποφάσισε να διορίσει έναν άλλο δικηγόρο. Ο νέος δικηγόρος που είχε προσεγγιστεί, ζήτησε χρόνο για να μελετήσει τα πρακτικά της δίκης και ακολούθως θα πληροφορούσε τον εφεσείοντα αν θα τον εκπροσωπούσε. Κατόπιν μελέτης των στοιχείων της υπόθεσης από το νέο δικηγόρο, ο εφεσείων συμφώνησε να διορίσει το νέο δικηγόρο, εξουσιοδοτώντας τον να λάβει όλα εκείνα τα μέτρα που ο νέος δικηγόρος θα έκρινε κατάλληλα. Το αποτέλεσμα της πιο πάνω εξουσιοδότησης ήταν η καταχώριση της παρούσας αίτησης, με την οποία ζητείται η τροποποίηση της ειδοποίησης έφεσης που έχει καταχωρηθεί από τον εφεσείοντα εναντίον της έκτασης της ποινής, έτσι ώστε να συμπεριλάβει και λόγους έφεσης κατά της καταδίκης.
Η εφεσίβλητη Δημοκρατία ενίσταται στην αποδοχή της αίτησης, ισχυριζόμενη ότι ο εφεσείων θα μπορούσε να είχε συμπεριλάβει στην ειδοποίηση έφεσης ως λόγο έφεσης "την αθωότητά του" που θα του επέτρεπε να προβάλει τους λόγους που επιζητεί να συμπεριλάβει τώρα στην ειδοποίηση έφεσης. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι η καθυστέρηση που έχει παρατηρηθεί από την επιβολή της ποινής (25/1/2005) μέχρι την καταχώριση της παρούσας αίτησης (14/9/2005) είναι πολύ μεγάλη, με αποτέλεσμα να πλήττεται ο κανόνας της τελεσιδικίας.
(β) Η νομική πλευρά.
Η αίτηση βασίζεται στο άρθρο 134 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 154), το οποίο προνοεί ότι,
"Εξαιρουμένης της περιπτώσεως καταδίκης συνεπαγομένης την θανατικήν ποινήν, ο χρόνος εντός του οποίου ειδοποίησις εφέσεως ή αίτησις δι' άδειαν εφέσεως δύναται να δοθεί δύναται, επί τη αποδείξει βασίμου λόγου, να παραταθή υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθ' οιονδήποτε χρόνον."
Οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου έχουν ερμηνευθεί επανειλημμένα από τα Δικαστήρια. (Βλ. Attorney-General v. Hadjiconstanti (1968) 2 C.L.R. 113, Niki Andreou v. The Republic (1971) 2 Α.Α.Δ. 4, Papadopoulos v. Police (1982) 2 C.L.R. 217, Αδελφοί Λαμπριανίδη κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 374, Λάππα ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 228, Επί τοις αφορώσι την αίτηση του Mohamed Ahmed Saad Menwer (1990) 2 Α.Α.Δ. 245, Επί τοις αφορώσι την αίτηση της Φυτούλας Ιωάννου (1997) 2 Α.Α.Δ. 387, Eurohouse Finance Ltd. ν. Αστυνομικού Διευθυντή Επαρχίας Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 52, Επί τοις αφορώσι την αίτηση των Somediff Foods Ltd. κ.ά. (2003) 2 Α.Α.Δ. 506).
Τα χρονικά νομοθετικά πλαίσια μέσα στα οποία θα πρέπει να καταχωρηθεί μια έφεση συνδέονται άμεσα με την τελεσιδικία των δικαστικών αποφάσεων η οποία επιβάλλει την αυστηρή τήρηση των καθορισμένων χρονικών προθεσμιών. Παράταση για την καταχώριση έφεσης επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όταν αποδεικνύεται ουσιαστική αδυναμία του εφεσείοντος να ενεργήσει μέσα στα επιτρεπόμενα χρονικά πλαίσια για την καταχώριση της έφεσης (Komurgu και άλλος ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 83).
Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κυριάκου ((2003) 2 Α.Α.Δ. 479),
"Μόνο όπου καταδεικνύεται ουσιαστικά αδυναμία άσκησης έφεσης μέσα στην καθορισμένη περίοδο και για όσο χρόνο συντρέχει μετά την εκπνοή της, μπορεί δικαιολογημένα να παραταθεί ο χρόνος για την άσκηση έφεσης."
Το ίδιο ακριβώς θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Αφοί Λαμπριανίδη και άλλοι ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 374. Στην πιο πάνω υπόθεση η ποινή επιβλήθηκε στις 23/11/88 και η έφεση κατά της ποινής καταχωρήθηκε στις 2/12/88. Πριν από την ακρόαση της έφεσης η εφεσείουσα καταχώρισε αίτηση για την τροποποίηση των λόγων έφεσης, ώστε να καταστεί δυνατή η προσβολή εκτός από την ποινή και της καταδίκης. Η καθυστέρηση στην καταχώριση της έφεσης κατά της καταδίκης οφειλόταν στις θέσεις που είχαν προβληθεί από το δικηγόρο της εφεσείουσας που είχε αναλάβει μετά την επιβολή της ποινής την εκπροσώπηση της εφεσείουσας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι εφαρμόζονται αυστηρότατα κριτήρια για την παράταση χρόνου για την υποβολή έφεσης και ότι η τήρηση των προβλεπόμενων χρονικών προθεσμιών δεν είναι θέμα τύπου αλλά ουσίας, απέρριψε την αίτηση τονίζοντας τα ακόλουθα:
"Παράταση των χρονικών ορίων για την υποβολή έφεσης ενάντια στην καταδίκη επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν οφείλεται σε ουσιαστική αδυναμία του εφεσείοντα. Η αδυναμία πρέπει να συντρέχει όχι μόνο στο διάστημα των δέκα ημερών, το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να ασκηθεί η έφεση, αλλά και για το χρόνο που διαρρέει μέχρι την υποβολή της αίτησης για παράταση."
Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων δεν έχει επικαλεσθεί οποιαδήποτε αδυναμία που τον καθιστούσε ανίκανο να καταχωρίσει έγκαιρα έφεση κατά της καταδίκης του. Η μη ανταπόκριση του δικηγόρου του να επικοινωνήσει μαζί του στις Κεντρικές Φυλακές δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αδυναμία που θα συνιστούσε ικανοποιητικό λόγο για την έγκριση της αιτούμενης παράτασης. Ο εφεσείων θα μπορούσε να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες άλλου δικηγόρου αν πραγματικά αισθανόταν έντονα και επιθυμούσε να αμφισβητήσει την καταδίκη του. Αντίθετα περιόρισε την έφεση που καταχώρισε ο ίδιος προσωπικά μόνο εναντίον της ποινής και η παρούσα αίτηση είναι το αποτέλεσμα νομικής συμβουλής από το δικηγόρο που είχε διορίσει εννέα μήνες μετά την καταδίκη του. Τόσο η μη ύπαρξη ουσιαστικής αδυναμίας, όσο και η καθυστέρηση που είχε παρατηρηθεί, συνηγορούν υπέρ της απόρριψης της αίτησης.
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω κατάληξη η εξέταση του αιτήματος για την καταχώρηση έφεσης κατά της καταδίκης ή την έκδοση διατάγματος για τη θεώρηση της έφεσης κατά της ποινής και ως έφεση κατά της καταδίκης κρίνεται ως μη αναγκαία.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ