ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2005) 2 ΑΑΔ 713

21 Δεκεμβρίου, 2005

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ν

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΟΜΑ,

Εφεσιβλήτoυ.

(Ποινική Έφεση Αρ. 151/2005)

 

Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω επικίνδυνης πράξης ― Δεν οφείλετο σε συνειδητή παραγνώριση κινδύνου αλλά ήταν το αποτέλεσμα στιγμιαίας απροσεξίας ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Μεταμέλεια ― Προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις ― Επιβολή προστίμου £1.500, στέρηση δικαιώματος κατοχής άδειας οδηγού για περίοδο ενός έτους και πέντε βαθμοί ποινής στην άδεια οδήγησης ― Δεν κρίθηκε ως εσφαλμένη επί θέματος αρχής ούτε ως έκδηλα υπερβολική.

Στις 9:15μ.μ της 9/11/2003, ο εφεσείων είχε σταθμευμένο διπλοκάμπινο αυτοκίνητο σε δρόμο στη Λάρνακα, κατά το ένα μέρος του στο πεζοδρόμιο. Είχε αναμμένα τα φώτα του και κινήθηκε προς τα πίσω αφού προηγουμένως ήλεγξε το δρόμο. Αφού κάλυψε μικρή απόσταση άκουσε κτύπημα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Είδε το θύμα να είναι πεσμένο στην άσφαλτο πίσω από το αυτοκίνητο του. Πώς βρέθηκε εκεί το θύμα δεν μπορούσε να πεί ούτε και από την υπόλοιπη μαρτυρία προέκυψε κάποια εξήγηση αναφορικά με το πώς, αφού προφανώς η ταχύτητα του ήταν πολύ μικρή και ο δρόμος φωτιζόταν, το θύμα, όπως φαίνεται δεν είχε αντιδράσει. Στο αυτοκίνητο δεν υπήρχαν ίχνη από το κτύπημα και το θανατηφόρο τραύμα στην κεφαλή του θύματος προκλήθηκε από την πτώση του στην άσφαλτο, αφού κτυπήθηκε στο πόδι από το αυτοκίνητο.

Ο εφεσίβλητος βρέθηκε ένοχος για πρόκληση του θανάτου με επικίνδυνη πράξη, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε. Επίσης, για παράνομη στάθμευση αυτοκινήτου στο πεζοδρόμιο και για οδήγηση του προς τα πίσω σε απόσταση πέραν της απαιτούμενης. Για την πρώτη κατηγορία, που κρίθηκε ότι κάλυπτε και τα γεγονότα της τρίτης, του επιβλήθηκε πρόστιμο £1.500, στέρηση του δικαιώματος να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδηγού για περίοδο ενός χρόνου και πέντε βαθμοί ποινής στην άδεια οδήγησής του. Για τη δεύτερη κατηγορία του επιβλήθηκε πρόστιμο £150.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την ποινή που επιβλήθηκε στην πρώτη κατηγορία ως έκδηλα ανεπαρκή. Ο δικηγόρος που τον εκπροσωπούσε υποστήριξε ότι η ποινή θα έπρεπε να αντικατασταθεί με ποινή φυλάκισης παρά την αναγνώριση πως, πράγματι, όπως σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, συνέτρεχαν υπέρ του εφεσίβλητου ελαφρυντικοί παράγοντες όπως: Το λευκό ποινικό του μητρώο στην ηλικία των 46 ετών ενώ ήταν από χρόνια οδηγός αυτοκινήτου. Η μεταμέλειά του και συναφώς το γεγονός ότι επέστρεψε από την Αγγλία όπου τώρα διαμένει για να είναι παρών στη δίκη του. Οι προσωπικές του περιστάσεις, ιδίως η οικονομική ενίσχυση που παρέχει στην οικογένεια του και το γεγονός ότι βρίσκεται στο στάδιο έναρξης δικής του επιχείρησης στην Αγγλία. Εν τέλει, ο χρόνος που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος στις 9/11/03 μέχρι την επιβολή της ποινής στις 24/5/05. Επίσης, παρά τον ορθό προσδιορισμό από το πρωτόδικο δικαστήριο των παραγόντων οι οποίοι, σε υποθέσεις αυτής της φύσης, συνυπολογίζονται. Ειδικά της τετραετούς φυλάκισης που προβλέπεται απο το Νόμο, της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σ' αυτής της φύσης τα αδικήματα και το κατά πόσο το δυστύχημα ήταν αποτέλεσμα στιγμιαίας αβλεψίας ή απροσεξίας και αντιστρόφως αν ήταν το αποτέλεσμα εγωιστικής συμπεριφοράς ή αδιαφορίας για την ασφάλεια των άλλων.

Αποφασίστηκε ότι:

Ο εφεσίβλητος δεν επέδειξε εγωιστική συμπεριφορά, όπως την αποτιμά ο εφεσείων. Δεν υπήρχε άλλη κίνηση στο δρόμο και από τα στοιχεία που υπάρχουν δεν είναι εκτός πραγματικότητας η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως η συμπεριφορά του εφεσίβλητου, ο οποίος εκινείτο υπό την αντίληψη ότι ο δρόμος πίσω του ήταν καθαρός, δεν είχε "στοιχείο συνειδητής αδιαφορίας ή συνειδητής παραγνώρισης κινδύνου".

Η έφεση απορρίφθηκε.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 6177/04) ημερομηνίας 24/5/05, με την οποία στην κατηγορία της πρόκλησης θανάτου με επικίνδυνη πράξη, δηλαδή οδήγηση κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα του επιβλήθηκε πρόστιμο £1.500, στέρηση του δικαιώματος κατοχής άδειας οδηγού για ένα χρόνο και πέντε βαθμοί ποινής στην άδεια οδήγησής του.

Π. Ευθυβούλου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ζαχαρίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Ο εφεσίβλητος βρέθηκε ένοχος για πρόκληση του θανάτου του Κωνσταντίνου Αθανασίου με επικίνδυνη πράξη, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε.  Επίσης, για παράνομη στάθμευση αυτοκινήτου στο πεζοδρόμιο και για οδήγησή του προς τα πίσω σε απόσταση πέραν της απαιτούμενης.  Για την πρώτη κατηγορία, που κρίθηκε ότι κάλυπτε και τα γεγονότα της τρίτης, του επιβλήθηκε πρόστιμο £1.500, στέρηση του δικαιώματος να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδηγού για περίοδο ενός χρόνου και πέντε βαθμοί ποινής στην άδεια οδήγησής του.  Για τη δεύτερη κατηγορία του επιβλήθηκε πρόστιμο £150.

Η έφεση αφορά στην ποινή που επιβλήθηκε στην πρώτη κατηγορία.  Κατά την εισήγηση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα ήταν εκδήλως ανεπαρκής και θα πρέπει να αντικατασταθεί με ποινή φυλάκισης, παρά την αναγνώριση πως, πράγματι, όπως σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, συνέτρεχαν υπέρ του εφεσίβλητου ελαφρυντικοί παράγοντες όπως:  Το λευκό ποινικό του μητρώο στην ηλικία των 46 ετών ενώ ήταν από χρόνια οδηγός αυτοκινήτου.  Η μεταμέλειά του και συναφώς το γεγονός ότι επέστρεψε από την Αγγλία όπου τώρα διαμένει για να είναι παρών στη δίκη του.  Οι προσωπικές του περιστάσεις, ιδίως η οικονομική ενίσχυση που παρέχει στην οικογένειά του και το γεγονός ότι βρίσκεται στο στάδιο έναρξης δικής του επιχείρησης στην Αγγλία.  Εν τέλει, ο χρόνος που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος στις 9.11.03 μέχρι την επιβολή της ποινής στις 24.5.05.  Επίσης, παρά τον ορθό προσδιορισμό από το πρωτόδικο δικαστήριο των παραγόντων οι οποίοι, σε υποθέσεις αυτής της φύσης, συνυπολογίζονται. Ειδικά, της τετραετούς ποινής φυλάκισης που προβλέπεται από το Νόμο, μετά από σχετικά πρόσφατη τροποποίηση, ενδεικτική της σοβαρότητας που αποδίδεται στην πρόκληση θανάτου.  Περαιτέρω, της συχνότητας με την οποία διαπράττονται αδικήματα αυτής της φύσης και της επισημανθείσας ανάγκης να έχει η ποινή, στην κατάλληλη περίπτωση, αποτρεπτικό χαρακτήρα.  Εν τέλει, στο κατά πόσο το δυστύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία ή απροσεξία και αντιστρόφως αν ήταν το αποτέλεσμα εγωϊστικής συμπεριφοράς ή αδιαφορίας για την ασφάλεια των άλλων.  Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε επ' αυτών από σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και αγγλικών, παραθέτοντας και εκτεταμένα αποσπάσματα, σε σχέση με την κάθε πτυχή.

Στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας υπέρ της έφεσης βρίσκεται η διαφορετική εκτίμηση αναφορικά με τη φύση και τη σοβαρότητα της συμπεριφοράς του εφεσίβλητου που οδήγησε στην πρόκληση του θανάτου. Το πρωτόδικο δικαστήριο εκτίμησε ως ακολούθως:

«Από τα γεγονότα που συνθέτουν το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης κρίνω ότι η οδική συμπεριφορά του Κατηγορουμένου που οδήγησε στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου δεν εμπεριέχει οποιοδήποτε στοιχείο συνειδητής αδιαφορίας ή συνειδητής παραγνώρισης κινδύνου. Έχω την άποψη πως στην παρούσα υπόθεση η παραγνώριση του κινδύνου που δημιουργήθηκε από την οδήγηση του Κατηγορουμένου ήταν μάλλον ουσιαστικά στιγμιαία.  Και αν ακόμη η παράλειψη αντίληψης της παρουσίας του πεζού δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως καθαρά στιγμιαία αβλεψία συνιστά εν πάση περιπτώσει ενέργεια απέχουσα από τη χαρακτηριστική περίπτωση συνειδητής αδιαφορίας.  (βλ. Νίκος Χ"Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 453).»

Ο εφεσείων θεωρεί πως, στην πραγματικότητα, ο εφεσίβλητος επέδειξε εγωιστική συμπεριφορά η οποία, στο πλαίσιο και των υπόλοιπων παραμέτρων, μόνο με ποινή φυλάκισης θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί.

Στις 9.15 μ.μ. της  9.11.2003, ο εφεσείων είχε σταθμευμένο το διπλοκάμπινο αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής WL 663 στην αριστερή πλευρά της οδού Κεφαλληνίας στη Λάρνακα, κατά το ένα μέρος του στο πεζοδρόμιο.  Πρόθεσή του ήταν να κινηθεί στην κάθετη κύρια οδό Ζακύνθου και επιχείρησε να ευθυγραμμιστεί κινούμενος προς τα πίσω.  Κατά τη διάρκεια αυτής της κίνησης, με αναμμένα τα φώτα του, αφού κάλυψε μικρή απόσταση, άκουσε κτύπημα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του.  Είχε προηγουμένως ελέγξει το δρόμο μέσα από τα καθρεφτάκια του αυτοκινήτου του, δεν είχε αντιληφθεί οτιδήποτε και σταμάτησε αμέσως για να δει τι είχε συμβεί. Είδε το ατυχές θύμα να είναι πεσμένο στην άσφαλτο πίσω από το αυτοκίνητό του στο κέντρο περίπου της συμβολής των δυο οδών.  Πώς βρέθηκε εκεί το θύμα δεν μπορούσε να πει ούτε και από την υπόλοιπη μαρτυρία προέκυψε κάποια εξήγηση αναφορικά με το πώς, αφού προφανώς η ταχύτητά του ήταν πολύ μικρή και ο δρόμος φωτιζόταν, το θύμα, όπως φαίνεται, δεν είχε αντιδράσει.  Η αναφορά από τον εφεσίβλητο σε ιατρική έκθεση πως μύριζε αλκοόλ με την περαιτέρω επεξήγηση "πήρε ένα brandy sour" δεν μπορεί να είναι συμπερασματική.  Σημειώνουμε πως στο αυτοκίνητο δεν υπήρχαν οποιαδήποτε ίχνη από το κτύπημα και πως το θανατηφόρο τραύμα στην κεφαλή του θύματος προκλήθηκε από την πτώση του θύματος στην άσφαλτο, αφού κτυπήθηκε στο πόδι από το αυτοκίνητο.

Αναμφιβόλως ο εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητό του προς τα πίσω, ενέργεια από μόνη της απαγορευμένη στην περίπτωση και που, πάντως, απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή, χωρίς να είχε στο οπτικό του πεδίο όλο το χώρο που θα καταλάμβανε.  Αυτό, όμως, ενώ στοιχειοθετεί το αδίκημα δεν αποκαλύπτει αφ' εαυτού και εγωϊστική συμπεριφορά, όπως την αποτιμά ο εφεσείων.  Δεν υπήρχε άλλη κίνηση στο δρόμο και από τα στοιχεία που υπάρχουν δεν είναι εκτός πραγματικότητας η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως η συμπεριφορά του εφεσίβλητου, ο οποίος εκινείτο υπό την αντίληψη ότι ο δρόμος πίσω του ήταν καθαρός, δεν είχε "στοιχείο συνειδητής αδιαφορίας ή συνειδητής παραγνώρισης κινδύνου".

H πρωτόδικη απόφαση δεν ελέγχεται ως εσφαλμένη επί θέματος αρχής και, κάτω από τις ιδιαίτερες περιστάσεις, η ποινή δεν καταδεικνύεται ως έκδηλα ανεπαρκής.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η�έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο