ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 653
16 Δεκεμβρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 76/2005)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΣΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 82/2005)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ "ΛΟΥΗΣ",
Εφεσιβλήτου.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 76/2005, 82/2005)
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Διάγνωση ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου εντός εύλογου χρόνου ― Σύνταγμα, Άρθρο 30.2 και Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Άρθρο 6(1) ― Παράγοντες που προσμετρούν στον καθορισμό του μέτρου για το εύλογο του χρόνου για την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας ― Παραβίαση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητά της.
Ποινική Δικονομία ― Επανεκδίκαση ― Επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Εφετείου, η άσκηση της οποίας γίνεται δικαστικά με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης ― Πότε διατάσσεται επανεκδίκαση.
Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Αναβολή ακρόασης δικαστικής υπόθεσης ― Το Δικαστήριο πρέπει να επιδιώκει τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας το συντομότερο δυνατό με τον ορισμό της υπόθεσης σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και όχι να καθορίζει την νέα ημερομηνία ακρόασης με βάση κυρίως τις υποχρεώσεις των δικηγόρων.
Ένταλμα έρευνας ― Ναρκωτικά ― Άρθρο 29(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου (αρ. 29/77) ― Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε χρονικός περιορισμός αναφορικά με την εκτέλεση του εντάλματος.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα, Άρθρο 16 ― Διασφαλίζει την αρχή του απαραβίαστου της κατοικίας ― Κατά πόσο η διεξαγωγή έρευνας από τις Αστυνομικές Αρχές στην οικία κατηγορουμένου για ανεύρεση ναρκωτικών ήταν παράνομη με αποτέλεσμα να έχουν παραβιασθεί οι πρόνοιες του Άρθρου 16 του Συντάγματος.
Η Αστυνομία, μετά από έρευνα στα υποστατικά που διέμενε ο α΄ εφεσίβλητος, μέσα στα οποία βρισκόταν επίσης και ο β΄ εφεσίβλητος, εντόπισε στην κατοχή του α΄ εφεσίβλητου οχτώ δισκία MDMA (τύπου έκσταση) και στην κατοχή του β΄ εφεσίβλητου τρία παρόμοια δισκία. Εντοπίστηκε επίσης μικρή ποσότητα κάνναβης όπως επίσης και μια ζυγαριά ακριβείας, τα οποία κρατήθηκαν από την Αστυνομία. Τόσο ο α΄ όσο και ο β΄ εφεσίβλητος παραδέχθηκαν ότι κατείχαν τα πιο πάνω ναρκωτικά ισχυριζόμενοι ότι ήταν για δική τους χρήση, χωρίς πρόθεση εμπορίας.
Το ένταλμα έρευνας που εξουσιοδοτούσε την διεξαγωγή της πιο πάνω έρευνας εκδόθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ηγέρθη ένσταση από τους συνηγόρους των εφεσιβλήτων στην κατάθεση των ναρκωτικών ως τεκμηρίων επειδή αυτά είχαν εντοπισθεί και κρατηθεί κατά παράβαση νομοθετικών προνοιών, όπως επίσης και κατά παράβαση του συνταγματικού δικαιώματος του απαραβίαστου της κατοικίας.
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την πιο πάνω εισήγηση και απάλλαξε τους εφεσίβλητους. Με την παρούσα έφεση ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ζητά τον παραμερισμό της, με οδηγίες όπως η υπόθεση παραπεμφθεί προς επανεκδίκαση. Πιο συγκεκριμένα ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι,
i. Η έρευνα στα υποστατικά του α΄ εφεσίβλητου είχε διεξαχθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 29(3) του Νόμου 29/77 και όχι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
ii. Έστω και αν το Δικαστήριο δεχθεί ότι η μαρτυρία είχε συλλεχθεί αντικανονικά, η εκτέλεση του εντάλματος ισοδυναμούσε με παραβίαση συγκεκριμένης νομοθετικής και όχι συνταγματικής πρόνοιας, και σε μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να εφαρμοστούν οι αρχές του κοινοδικαίου όπως αυτές έχουν καθοριστεί στην υπόθεση Parris ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 186.
Η άποψη των δύο εφεσιβλήτων είναι ότι τόσο τα Άρθρα 27 και 29(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, όσο και το Άρθρο 29 του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων Νόμου (αρ. 29/77), αποτελούν εξειδικεύσεις του Άρθρου 16 του Συντάγματος και κατ' επέκταση η πρωτόδικη απόφαση ότι υπήρξε παραβίαση του απαραβίαστου της κατοικίας είναι ορθή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε τα θέματα τα οποία εκτίθενται στις πιο κάτω παραγράφους (α) (β) και (γ).
(α) Τη νομική πλευρά
Ο εφεσείων υποστήριξε ότι παρά το ότι στο ένταλμα αναγράφεται ως τίτλος «ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ Αρ. 6, Ένταλμα Έρευνας (Κεφ. 155, Άρθρο 28)», εφόσον το ένταλμα αναφέρεται σε έρευνα αναφορικά με ναρκωτικά, εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου (αρ. 29/77), οι οποίες επιτρέπουν την εκτέλεση ενός εντάλματος «κατά πάντα χρόνο» και κατ' επέκταση ο χρονικός περιορισμός που καθορίζεται στο Άρθρο 29(1) του Κεφ. 155, ότι δηλαδή η έρευνα θα πρέπει να διεξάγεται μεταξύ της πέμπτης πρωινής και όγδοης νυκτερινής, δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση.
Αντίθετα οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων εισηγούνται ότι το ένταλμα είχε εκδοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 29 του Κεφ. 155 και έτσι το ένταλμα έπρεπε να εκτελεσθεί μεταξύ της πέμπτης πρωινής και όγδοης νυκτερινής. Εφόσο δε δεν υπήρξε οποιαδήποτε ρητή αναφορά στο ένταλμα που θα μπορούσε να διαφοροποιήσει την πιο πάνω χρονική περίοδο, η εκτέλεση του εντάλματος γύρω στα μεσάνυχτα ήταν παράνομη.
(β) Τα νομικά επακόλουθα της καθυστέρησης στην εκδίκαση μιας υπόθεσης.
(γ) Την καθυστέρηση στην εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.
Οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων υποστήριξαν ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που έχει παρέλθει από την ισχυριζόμενη διάπραξη των αδικημάτων, αφού σε περίπτωση αποδοχής της έφεσης και έκδοσης διατάγματος επανεκδίκασης θα παραβιαστεί το συνταγματικό δικαίωμα των εφεσιβλήτων να τύχουν εκδίκασης των υποθέσεων τους μέσα σε εύλογο χρόνο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
(α) Με βάση τα στοιχεία της υπόθεσης εξάγεται το συμπέρασμα ότι ανεξάρτητα από την αναφορά στο ένταλμα ότι αυτό βασίζεται στο Άρθρο 28 του Κεφ. 155, από τη στιγμή που το ένταλμα αφορούσε ναρκωτικά, το θέμα διέπεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 29(3) του Νόμου 29/77, στις οποίες δεν υπάρχει οποιοσδήποτε περιορισμός αναφορικά με την εκτέλεση του εντάλματος.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η είσοδος των Αστυνομικών στην κατοικία του α΄ εφεσίβλητου δεν εμπίπτει μέσα στις εξαιρέσεις του Άρθρου 16 του Συντάγματος, το οποίο διασφαλίζει το απαραβίαστο της κατοικίας, και ότι κατ' επέκταση είχε παραβιαστεί το δικαίωμα του απαραβίαστου της κατοικίας του α΄ εφεσίβλητου, είναι ορθή.
(β) Η διάγνωση της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα κατοχυρώνεται με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Το πιο πάνω άρθρο αντιστοιχεί στο Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ελευθεριών. Τα στοιχεία τα οποία λαμβάνονται συνήθως υπόψη στον καθορισμό του εύλογου χρονικού διαστήματος είναι
i. Η πολυπλοκότητα της υπόθεσης
ii. Η συμπεριφορά του αιτητή και
iii. Η συμπεριφορά του δικαστικού οργάνου.
Τα ιδιάζοντα περιστατικά που συνεισφέρουν στην καθυστέρηση της εκδίκασης μιας υπόθεσης πρέπει να αξιολογούνται μέσα στα πλαίσια της έκδοσης ενός διατάγματος για επανεκδίκαση. Οι προεκτάσεις του χρονικού διαστήματος από τη συλλήψη ενός κατηγορουμένου μέχρι την τελική έκβαση της ποινικής υπόθεσης που αντιμετωπίζει, εξετάστηκαν αναλυτικά στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Καψού (2004) 2 Α.Α.Δ. 127, στην οποία κρίθηκε ότι:
«Από την επισκόπηση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου προκύπτει ότι πάροδος περιόδου 3-5 χρόνων από τη σύλληψη του κατηγορουμένου μέχρι την τελική εκδίκαση (και κατ' έφεση) της υπόθεσης θεωρήθηκε ότι παραβίαζε την επιταγή του εύλογου χρόνου του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Και η πάροδος όμως συντομότερου χρόνου είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι παραβιάζει το Άρθρο 6.1 εάν καμιά δικαιολογία δεν δοθεί για την παντελή αδράνεια που παρατηρήθηκε.»
(γ) Στην παρούσα περίπτωση η συνολική καθυστέρηση που παρατηρείται από την ημερομηνία σύλληψης μέχρι την απαλλαγή των εφεσιβλήτων ανέρχεται σε 2½ χρόνια και πιο συγκεκριμένα σε 31 μήνες. Αν η έφεση που έχει ασκηθεί γίνει αποδεκτή, τότε θα πρέπει να παραμερισθεί η αθωωτική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και να διαταχθεί η επανεκδίκασή της. Τα στοιχεία τα οποία προβληματίζουν είναι ότι ο καθορισμός της χρονικής διάρκειας της επανεκδίκασης δεν είναι εύκολο να προσδιορισθεί αφού θα υπάρχουν δύο κατηγορούμενοι, οι κατηγορίες φαίνεται ότι είναι αρκετά σοβαρές και αναμένεται ότι θα προβληθούν οι ίδιες ενστάσεις αναφορικά με την παράθεση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, που θα οδηγήσουν στην διεξαγωγή δικών εντός δίκης. Επιπρόσθετα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο αριθμός των μαρτύρων που θα κληθούν να καταθέσουν τόσο από την Κατηγορούσα Αρχή όσο και από την Υπεράσπιση (εφόσον βεβαίως οι εφεσίβλητοι κληθούν σε απολογία), όπως επίσης και από τα νομικά σημεία που πιθανό να εγερθούν. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η διαταγή για την επανεκδίκαση της υπόθεσης δεν θα απέληγε σε δίκαιη δίκη για τους εφεσίβλητους.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Mills v. Her Majesty's Advocate [2002] 3 W.L.R. 1597,
Allen v. McApline [1968] 2 QB 229,
Ringeisen v. Austria (No.2) [1971] 1 EHRR 455,
Wemhoff v. FRGA7 [1968],
Eckle v. Germany [1982] 51 EHRR,
Neumeister v. Austria (No.1) [1968] 1 EHRR 91,
Corigliano v. Italy A 57 [1982],
Bagetta v. Italy A 119 [1987],
Abdoella v. The Netherlands [1995] 20 EHRR 585,
Orchin v. UK No. 8435/78,
Foti v. Italy A 56 [1982],
Bunkate v. The Netherlands [1995] 19 EHRR 477,
Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουρέα (2004) 2 Α.Α.Δ. 378,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου (2005) 2 Α.Α.Δ. 36,
Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100,
Porter v. Aegis Insurance Co. Ltd. κ.ά. (2005) 2 Α.Α.Δ. 540,
Ζήνωνος ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 71.
Εφέσεις εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Εφέσεις από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του�Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπόθεση Αρ. 7216/01) ημερομηνίας 3/3/05, με την οποία αποδέκτηκε την εισήγηση των δικηγόρων των δύο κατηγορουμένων ότι η έρευνα στην κατοικία του α΄ κατηγορουμένου όπου εντοπίστηκε ποσότητα ναρκωτικών στην κατοχή και των δύο κατηγορουμένων διεξήχθη κατά παράβαση του Άρθρου 16 του Συντάγματος για το απαραβίαστο της κατοικίας και απάλλαξε τους εφεσίβλητους.
Φιλ. Τιμοθέου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα στις Ποινικές Εφέσεις Αρ. 76/05 και 82/05.
Ε. Κορακίδης, για τον Εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση Αρ. 76/05.
Αλ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση Αρ. 82/05.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ως αποτέλεσμα πληροφοριών ότι ο Βασίλης Βάσου από την Πάφο (α΄ εφεσίβλητος) ενεχόταν σε αδικήματα κατοχής και προμήθειας ναρκωτικών, ζητήθηκε από Επαρχιακό Δικαστή στην Πάφο η έκδοση εντάλματος έρευνας της κατοικίας στην οποία διέμενε. Το ένταλμα έρευνας που εκδόθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και έχει κατατεθεί ως τεκμήριο, εξουσιοδοτούσε τη διεξαγωγή έρευνας στο σπίτι του υπόπτου στην οδό Κηφισσού αρ. 5 στην Πάφο. Το πιο πάνω ένταλμα, στο οποίο αναγράφονται τα πιο κάτω,
"ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ Αρ. 6
Ένταλμα Έρευνας
(Κεφ. 155, άρθρο 28)"
δεν καθόριζε μεταξύ ποιών ωρών θα μπορούσε να εκτελεσθεί το ένταλμα έρευνας.
Η Αστυνομία προέβηκε σε έρευνα των υποστατικών στα οποία διέμενε ο α΄ εφεσίβλητος, μέσα στα οποία βρισκόταν επίσης και ο β΄ εφεσίβλητος, και εντόπισε στην κατοχή του α΄ εφεσίβλητου οχτώ δισκία MDMA (τύπου έκσταση) και στην κατοχή του β΄ εφεσίβλητου τρία παρόμοια δισκία. Εντοπίστηκε επίσης μικρή ποσότητα κάνναβης όπως επίσης και μια ζυγαριά ακριβείας, τα οποία κρατήθηκαν από την Αστυνομία. Τόσο ο α΄ όσο και ο β΄ εφεσίβλητος παραδέχθηκαν ότι κατείχαν τα πιο πάνω ναρκωτικά ισχυριζόμενοι ότι ήταν για δική τους χρήση, χωρίς πρόθεση εμπορίας.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης εναντίον των δύο εφεσίβλητων, ηγέρθη από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των δύο εφεσίβλητων ένσταση στην κατάθεση των ναρκωτικών ως τεκμηρίων και τούτο γιατί αυτά είχαν εντοπισθεί και κρατηθεί κατά παράβαση νομοθετικών προνοιών, όπως επίσης και κατά παράβαση του συνταγματικού δικαιώματος του απαραβίαστου της κατοικίας. Το Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε την πιο πάνω εισήγηση, απάλλαξε τους εφεσίβλητους. Με την παρούσα έφεση ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ζητά τον παραμερισμό της, με οδηγίες όπως η υπόθεση παραπεμφθεί προς επανεκδίκαση. Πιο συγκεκριμένα ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι,
(i) Η έρευνα στα υποστατικά του α΄ εφεσίβλητου είχε διεξαχθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 29(3) του Νόμου 29/77 και όχι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 29(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου,
(ii) Έστω και αν το Δικαστήριο δεχθεί ότι η μαρτυρία είχε συλλεχθεί αντικανονικά, η εκτέλεση του εντάλματος ισοδυναμούσε με παραβίαση συγκεκριμένης νομοθετικής και όχι συνταγματικής πρόνοιας, και σε μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να εφαρμοστούν οι αρχές του κοινοδικαίου όπως αυτές έχουν καθοριστεί στην υπόθεση Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186.
Η άποψη των δύο εφεσίβλητων είναι ότι τόσο τα άρθρα 27 και 29(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, όσο και το άρθρο 29 του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων Νόμου (αρ. 29/77), αποτελούν εξειδικεύσεις του άρθρου 16 του Συντάγματος και κατ' επέκταση η πρωτόδικη απόφαση ότι υπήρξε παραβίαση του απαραβίαστου της κατοικίας είναι ορθή.
(α) Η νομική πλευρά.
Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι παρά το ότι στο ένταλμα αναγράφεται ως τίτλος "ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ Αρ. 6, Ένταλμα Έρευνας (Κεφ. 155, άρθρο 28)", εφόσον το ένταλμα αναφέρεται σε έρευνα αναφορικά με ναρκωτικά, εφαρμόζονται οι πρόνοιες του άρθρου 29(1) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου (αρ. 29/77), οι οποίες επιτρέπουν την εκτέλεση ενός εντάλματος "κατά πάντα χρόνο" και κατ' επέκταση ο χρονικός περιορισμός που καθορίζεται στο άρθρο 29(1) του Κεφ. 155, ότι δηλαδή η έρευνα θα πρέπει να διεξάγεται μεταξύ της πέμπτης πρωϊνής και όγδοης νυκτερινής, δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση.
Αντίθετα οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων εισηγούνται ότι το ένταλμα είχε εκδοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 29 του Κεφ. 155 και έτσι το ένταλμα έπρεπε να εκτελεσθεί μεταξύ της πέμπτης πρωϊνής και ογδόης νυκτερινής. Εφόσον δε δεν υπήρξε οποιαδήποτε ρητή αναφορά στο ένταλμα που θα μπορούσε να διαφοροποιήσει την πιο πάνω χρονική περίοδο, η εκτέλεση του εντάλματος γύρω στα μεσάνυκτα ήταν παράνομη.
Το άρθρο 29(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προνοεί ότι,
"29.-(1) Ένταλμα ερεύνης δύναται να εκδοθή και εκτελεσθή καθ' οιανδήποτε ημέραν περιλαμβανομένης της Κυριακής ή δημοσίας αργίας, δέον δε να εκτελήται μεταξύ της πέμπτης πρωϊνής ώρας και της ογδόης νυκτερινής, αλλ' ο δικαστής δύναται, εν τη διακριτική αυτού εξουσία, να εξουσιοδοτήση την καθ' οιανδήποτε ώραν εκτέλεσιν του εντάλματος."
Το άρθρο 29(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων Νόμου προνοεί ότι,
"29.-(3) Εφ' όσον δικαστής ήθελε ικανοποιηθή βάσει ενόρκου καταγγελίας ότι υπάρχει εύλογος υποψία -
(α) ότι οιαδήποτε ελεγχόμενα φάρμακα ευρίσκονται κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε δυνάμει τούτου γενομένων Κανονισμών εν τη κατοχή προσώπου τινός εν οιωνδήποτε υποστατικώ· ή
(β) ........................................................................................................
ούτος δύναται να εκδώση ένταλμα ερεύνης παρέχον εξουσίαν εις το εν τω εντάλματι καθοριζόμενον πρόσωπον όπως κατά πάντα χρόνον εντός ενός μηνός από της ημερομηνίας εκδόσεως του εντάλματος να εισέρχηται, εν ανάγκη και διά της χρήσεως βίας, εις τα εν τω εντάλματι καθοριζόμενα υποστατικά και να ερευνά ταύτα ως και παν πρόσωπον όπερ ευρίσκεται εν τοις υποστατικοίς αν δε υπάρχη εύλογος υποψία ότι διεπράχθη αδίκημά τι εναντίον του παρόντος Νόμου αναφορικώς προς οιαδήποτε ελεγχόμενα φάρμακα άτινα ήθελον ευρεθή εν τοις υποστατικοίς ή εν τη κατοχή παντός τοιούτου προσώπου ή ότι έγγραφον ούτω ευρεθέν είναι έγγραφον εκ των μνημονευομένων εν τη παραγράφω (β) ανωτέρω, παρέχον εξουσίαν όπως κατάσχη και κατακρατήση τα τοιαύτα φάρμακα ή, αναλόγως της περιπτώσεως, έγγραφα."
Από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι η έρευνα είχε διεξαχθεί γύρω στα μεσάνυκτα της 13/7/2001 προς την 14/7/2001. Η ένορκη δήλωση του Λοχία της Αστυνομίας πάνω στην οποία βασίστηκε η αίτηση για την έκδοση του εντάλματος έρευνας, αναφέρεται σε έρευνα για την ανακάλυψη ναρκωτικών ουσιών και ζητά όπως το χρονικό διάστημα το οποίο θα καθόριζε την εκτέλεση του παραμείνει ανοικτό για ένα μήνα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 29(3)(α) και (β) του Νόμου. Εξυπακούεται ότι η πιο πάνω εισήγηση βασίζεται στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο (αρ. 29/77). Με βάση τα δύο πιο πάνω στοιχεία έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ανεξάρτητα από την αναφορά στο ένταλμα ότι αυτό βασίζεται στο άρθρο 28 του Κεφ. 155, από τη στιγμή που το ένταλμα αφορούσε ναρκωτικά, το θέμα διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 29(3) του Νόμου 29/77, στις οποίες δεν υπάρχει οποιοσδήποτε περιορισμός αναφορικά με την εκτέλεση του εντάλματος.
Η εισήγηση του εφεσείοντος ότι η διεξαγωγή της έρευνας δεν συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 16 του Συντάγματος κρίνεται ανεδαφική. Το πιο πάνω άρθρο, το οποίο διασφαλίζει το απαραβίαστο της κατοικίας, επιτρέπει την είσοδο και την έρευνα σε οικία όπως ο Νόμος ορίζει, κατόπιν έκδοσης δικαστικού εντάλματος δεόντως αιτιολογημένου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην α΄ δίκη εντός δίκης που είχε διεξαχθεί αποφάνθηκε ότι η είσοδος των Αστυνομικών στην κατοικία του α΄ εφεσίβλητου δεν εμπίπτει μέσα στις εξαιρέσεις του άρθρου 16 και κατ' επέκταση υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του απαραβίαστου της κατοικίας του α΄ εφεσίβλητου. Η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή. Στην παρούσα περίπτωση η παράνομη είσοδος στην οικία του α΄ εφεσίβλητου συνιστά παραβίαση των προνοιών του άρθρου 16 του Συντάγματος.
(β) Τα νομικά επακόλουθα της καθυστέρησης στην εκδίκαση μιας ποινικής υπόθεσης.
Η διάγνωση της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα κατοχυρώνεται με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Το πιο πάνω άρθρο που αντιστοιχεί στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ελευθεριών προνοεί ότι,
"Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ' αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου."
Το πιο πάνω άρθρο κατοχυρώνει την προστασία του κατηγορουμένου από υπερβολικές καθυστερήσεις στην εκδίκαση μιας υπόθεσης που εκκρεμεί εναντίον του. Και τούτο γιατί όπως τονίζει ο Λόρδος Steyn στην υπόθεση Mills v. Her Majesty's Advocate [2002] 3 W.L.R. 1597, 1604),
"In criminal matters, especially, it is designed to avoid that a person charged could remain too long in a state of uncertainty about his fate."
Σε ελεύθερη μετάφραση,
"Ιδιαίτερα σε ποινικές υποθέσεις έχει σχεδιασθεί για να αποφεύγει ότι ένας κατηγορούμενος θα παραμείνει σε μια κατάσταση αβεβαιότητας για τη μοίρα του για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα."
Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης έχει αποδοκιμαστεί και από πολλούς συγγραφείς. Όπως σημειώνει ο Lord Denning στην υπόθεση Allen v. McApline [1968] 2 QB 229,
"All through the years men have protested at the law's delay and counted it as a grievous wrong, hard to bear. Shakespeare ranks it among the whips and scorns of time. Dickens tells how it exhausts finances, patience, courage, hope. To put right this wrong, we will in this court do all in our power to enforce expedition."
Σε ελεύθερη μετάφραση,
"Δια μέσου των χρόνων οι άνθρωποι έχουν διαμαρτυρηθεί για την καθυστέρηση του νόμου και την έχουν θεωρήσει σαν ένα σοβαρό κακό, που δύσκολα γίνεται ανεκτό. Ο Σαίξπηρ το κατατάσσει μέσα στις μάστιγες και στις περιφρονήσεις της ιστορίας. Ο Ντίκενς περιγράφει πως εξαντλεί τα οικονομικά, την υπομονή, το θάρρος, την ελπίδα. Για να θεραπεύσουμε αυτό το κακό, εμείς σε αυτό το δικαστήριο θα κάμουμε οτιδήποτε βρίσκεται μέσα στη δύναμη μας για να επιβάλουμε επιτάχυνση."
Τα στοιχεία τα οποία λαμβάνονται συνήθως υπόψη στον καθορισμό του εύλογου χρονικού διαστήματος είναι
(i) Η πολυπλοκότητα της υπόθεσης,
(ii) Η συμπεριφορά του αιτητή και
(iii) Η συμπεριφορά του δικαστικού οργάνου.
(Βλ. Harris, Boyle and Warbrick, "Law of the European Convention on Human Rights", σελ. 223)
(i) Η πολυπλοκότητα της υπόθεσης.
Η πολυπλοκότητα μπορεί να οφείλεται στον αριθμό των κατηγοριών και των κατηγορουμένων (Ringeisen v. Austria (No.2) [1971] 1 EHRR 455), στην ανάγκη εξασφάλισης μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων (Wemhoff v. FRG A7 [1968]) και στον όγκο της μαρτυρίας που θα παρουσιαστεί (Eckle v. Germany [1982] 51 EHRR). Στην υπόθεση Ringeisen v. Austria (No.2) [1971] 1 EHRR 455) ο εφεσείων τελούσε υπό κράτηση για μια συνολική περίοδο 2 χρόνων και 4½ μηνών. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι η περίοδος των 5 χρόνων μέχρι τη διάγνωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου δεν ήταν υπερβολική, έχοντας υπόψη την πολυπλοκότητα των κατηγοριών που αναφέρονταν σε δόλο, όπως επίσης και τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Στην υπόθεση Neumeister v. Austria (No.1) [1968] 1 EHRR 91) το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάνθηκε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου που δόθηκε επτά χρόνια μετά την καταχώριση της υπόθεσης δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολική, έχοντας υπόψη την πολυπλοκότητα της υπόθεσης που αφορούσε διάφορες κατηγορίες δόλου.
Η πολυπλοκότητα της υπόθεσης εξετάστηκε επίσης στην υπόθεση Eckle v. Germany (πιο πάνω). Στην πιο πάνω υπόθεση ο αιτητής είχε συστήσει το 1952 μαζί με τη γυναίκα του μια εταιρεία για την προμήθεια ξυλείας, σιδήρου και οικοδομικών υλικών. Η εταιρεία, η οποία δημιούργησε παραρτήματα σε διάφορες πόλεις και απαριθμούσε 120 υπαλλήλους, κάλυπτε τις οικονομικές της ανάγκες με δάνεια από ιδιώτες. Το 1965 τα χρέη της εταιρείας ανέρχονταν σε 10.000.000 μάρκα. Οι δραστηριότητες της εταιρείας αποτέλεσαν το αντικείμενο αστυνομικών ερευνών και εναντίον των αιτητών καταχωρήθηκαν ποινικές κατηγορίες σε τρία διαφορετικά δικαστήρια σε διαφορετικές επαρχίες. Οι διαδικασίες στο δικαστήριο του Τρίερ διάρκεσαν 17 χρόνια και 3 βδομάδες και οι διαδικασίες στο δικαστήριο στην Κολωνία 10 χρόνια και 4 μήνες. Οι ανακρίσεις για τις υποθέσεις στο Τρίερ περιλάμβαναν τη λήψη καταθέσεων από 540 μάρτυρες και την εξέταση 3.000 εγγράφων, ενώ το κατηγορητήριο στο δικαστήριο περιείχε 474 αδικήματα και τα ονόματα 500 μαρτύρων. Το κατηγορητήριο για τις διαδικασίες στο δικαστήριο της Κολωνίας, που καταλάμβανε 432 σελίδες, περιλάμβανε 82 κατηγορίες με 143 μάρτυρες. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αφού τόνισε ότι σε ποινικές υποθέσεις ο "εύλογος χρόνος" του άρθρου 6(1) της Σύμβασης αρχίζει από την ημερομηνία πρόσαψης της κατηγορίας εναντίον του κατηγορουμένου, σημείωσε ότι το εύλογο του χρόνου εξετάζεται μέσα στα πλαίσια των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε περίπτωσης, που περιλαμβάνουν την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, τη συμπεριφορά των διαδίκων, όπως επίσης και τη συμπεριφορά του δικαστηρίου. Το Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη τον ευφυή τρόπο λειτουργίας της επιχείρησης, τον πολύπλοκο χαρακτήρα της υπόθεσης, τις συνεχείς αναβολές που επιζητούσαν οι δικηγόροι των αιτητών, αποφάνθηκε ότι ένας από τους κύριους λόγους της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε ήταν ο τρόπος χειρισμού της διαδικασίας από τις δικαστικές αρχές. Όπως σημειώνεται στη σχετική απόφαση,
"In the light of all these various factors, the Court reaches the conclusion that the difficulties of investigation and the behaviour of the applicants do not on their own account for the length of the proceedings: one of the principal causes therefore is to be found in the manner in which the judicial authorities conducted the case."
Σε ελεύθερη μετάφραση,
"Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω στοιχεία, το δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δυσκολίες στις ανακρίσεις και η συμπεριφορά των αιτητών δεν ευθύνονται από μόνες τους για τη διάρκεια των διαδικασιών· ένας από τους κύριους λόγους ως εκ τούτου βρίσκεται στον τρόπο διεξαγωγής της δικαστικής διαδικασίας."
Με βάση τα πιο πάνω το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6(1) της Σύμβασης.
(ii) Η συμπεριφορά του κατηγορουμένου.
Η συμπεριφορά του κατηγορουμένου στην καθυστέρηση της διεκπεραίωσης μιας ποινικής υπόθεσης δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Αν και ένας κατηγορούμενος δεν έχει την υποχρέωση να "συνεργαστεί ενεργητικά με τις δικαστικές εξουσίες", το κράτος δεν φέρει ευθύνη για καθυστέρηση η οποία σημειώνεται όταν ο κατηγορούμενος αρνείται να διορίσει ένα δικηγόρο (βλ. Corigliano v. Italy A 57 [1982]). Επίσης όταν ο κατηγορούμενος ξεφεύγει από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ή εξαφανίζεται ενόσω εκκρεμεί εναντίον του η εκδίκαση της υπόθεσης, το χρονικό διάστημα που διαρρέει δεν μπορεί να ληφθεί προς όφελος του στον καθορισμό του εύλογου χρόνου.
(iii) Η συμπεριφορά των δικαστικών οργάνων.
Όσον αφορά τη συμπεριφορά των δικαστικών οργάνων πρέπει να λεχθεί ότι η εκδίκαση ποινικών υποθέσεων απαιτεί την όσο το δυνατό πιο σύντομη διεκπεραίωση τους (Bagetta v. Italy A 119 [1987]) και ακόμα πιο αυστηρά κριτήρια εφαρμόζονται όταν ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση. Στην υπόθεση Abdoella v. The Netherlands [1995] 20 EHRR 585 στην οποία είχε σημειωθεί μια καθυστέρηση 4½ χρόνων από τη σύλληψη του κατηγορουμένου μέχρι τη συμπλήρωση της τελευταίας έφεσης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση της επιταγής του εύλογου χρόνου.
Έχουν διαπιστωθεί παραβιάσεις του άρθρου 6 της Σύμβασης σε περιπτώσεις αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην εξιχνίαση μιας ποινικής υπόθεσης (Eckle v. Germany (πιο πάνω)), στην καταχώριση αναστολής δίωξης (Orchin v. UK No. 8435/78), στην αποστολή μιας υπόθεσης από ένα δικαστήριο σε άλλο (Foti v. Italy A 56 [1982]) και στην καθυστέρηση έκδοσης μιας απόφασης μετά τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας. Στην υπόθεση B. v. Austria (A 175 [1990]) κρίθηκε ότι καθυστέρηση για 2 χρόνια και 9 μήνες στην έκδοση της απόφασης μετά τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας κατ' έφεση ενόσω ο εφεσείων τελούσε υπό κράτηση, ισοδυναμούσε με παραβίαση του άρθρου 6(1). Η ίδια προσέγγιση, κάτω όμως από διαφορετικές συνθήκες, υιοθετήθηκε στην υπόθεση Bunkate v. The Netherlands ([1995] 19 EHRR 477). Στην υπόθεση αυτή είχε σημειωθεί μια πλήρης αδράνεια 15 μηνών στην ακροαματική διαδικασία, που οφειλόταν στην καθυστέρηση διαβίβασης του φακέλου της υπόθεσης από το Εφετείο στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η πλήρης αδράνεια στην προώθηση της υπόθεσης παραβίαζε την επιταγή του εύλογου χρόνου.
Το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ταυτίζεται με το άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (όπως έχει επικυρωθεί με το Νόμο 39/62) και οι αρχές όπως έχουν διαμορφωθεί από την Ευρωπαϊκή νομολογία εφαρμόζονται και στην Κύπρο. Όπως έχει τονισθεί από το Δικαστή Πική στην υπόθεση Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203,
"Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υποστηρίζει, όπως υποδεικνύεται, ότι στον καθορισμό του μέτρου για το εύλογο του χρόνου για την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, με αφετηρία την ημέρα σύλληψης του κατηγορουμένου, λαμβάνονται υπόψη τα περιστατικά και το περίπλοκο της υπόθεσης, η συμπεριφορά των ανακριτικών και δικαστικών Αρχών, καθώς και εκείνη του κατηγορουμένου. Οι ίδιες αρχές υποστηρίζονται και από την απόφαση της δικαστικής επιτροπής του αγγλικού Ανακτοβουλίου (P.C.) στην υπόθεση Bell v. DPP of Jamaica [1985] 2 All E.R. 585, στην οποία ερμηνεύθηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 20(1) του Συντάγματος της Ιαμαϊκής που αντιστοιχούν σε μεγάλο βαθμό με εκείνες που κατοχυρώνονται από το άρθρο 30.2 του Κυπριακού Συντάγματος. Άξιες μνείας είναι επίσης οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου στην υπόθεση εκείνη ότι και σύμφωνα με τις αρχές του κοινού Δικαίου τα δικαστήρια έχουν συμφυή δικαιοδοσία να παρεμποδίσουν καθυστερήσεις στην εκδίκαση υποθέσεων που οδηγούν σε καταπιεστική (oppressive) μεταχείριση του κατηγορουμένου."
Η έκδοση διατάγματος για την επανεκδίκαση μιας ποινικής υπόθεσης προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την εξέταση της συνολικής έκτασης του χρονικού διαστήματος το οποίο θα είναι αναγκαίο για τον καθορισμό της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουρέα (2004) 2 Α.Α.Δ. 378, ο εφεσίβλητος αθωώθηκε από κατηγορίες που αφορούσαν κατοχή εκρηκτικών υλών και ρίψη χειροβομβίδας σε χώρο πώλησης μεταχειρισμένων οχημάτων στο Στρόβολο. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 10/11/2000 και η απόφαση του Κακουργιοδικείου εκδόθηκε στις 19/2/2004. Ο εφεσίβλητος αθωώθηκε από τις σχετικές κατηγορίες και στην έφεση που ασκήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αποφάνθηκε ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν λανθασμένη, προβληματίστηκε κατά πόσο θα διέτασσε επανεκδίκαση της υπόθεσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η επανεκδίκαση δεν θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στον εφεσίβλητο, σημειώνοντας ότι,
"Δεν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από το φερόμενο χρόνο της διάπραξης των αδικημάτων και δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι τώρα οποιαδήποτε καθυστέρηση ούτε προβλέπεται ότι η διαδικασία της επανεκδίκασης της υπόθεσης θα είναι χρονοβόρα. Τα γεγονότα είναι απλά και η όποια ταλαιπωρία που ενδεχομένως θα υποστεί ο εφεσίβλητος λόγω της επανεκδίκασης δεν μπορεί να εξουδετερώσει την απαίτηση για εξυπηρέτηση του συμφέροντος για απονομή της δικαιοσύνης."
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου (2005) 2 Α.Α.Δ. 36 στην οποία ο εφεσίβλητος αντιμετώπιζε κατηγορίες αμελούς πράξης και πιο συγκεκριμένα για εκτόξευση βέλους με τόξο που είχε προκαλέσει σωματική βλάβη σε τρίτο πρόσωπο, το χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει από την κατ' ισχυρισμό διάπραξη των αδικημάτων μέχρι τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας ανερχόταν σε 3½ χρόνια. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η επανεκδίκαση θα μπορούσε να συμπληρωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα και διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης. Όμως καθυστέρηση που καλύπτει μια χρονική περίοδο 5 χρόνων από την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης οδηγεί σε συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση της συνταγματικής κατοχύρωσης του εύλογου χρόνου. Στην υπόθεση Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100, η ακροαματική διαδικασία συμπληρώθηκε έξι χρόνια μετά την καταγγελία και πέντε χρόνια από την ημερομηνία καταχώρισης της ποινικής υπόθεσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η πιο πάνω καθυστέρηση συνιστούσε εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης και αρνήθηκε να διατάξει την επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Τα ιδιάζοντα περιστατικά που συνεισφέρουν στην καθυστέρηση της εκδίκασης μιας ποινικής υπόθεσης πρέπει να αξιολογούνται μέσα στα πλαίσια της έκδοσης ενός διατάγματος για επανεκδίκαση. Στην υπόθεση Porter v. Aegis Insurance Co. Ltd. κ.ά. (2005) 2 Α.Α.Δ. 540 ο εφεσείων, που ήταν αλλοδαπός και κατοικούσε εκτός Κύπρου, καταχώρησε μια ιδιωτική ποινική εναντίον των εφεσίβλητων με κατηγορίες συνωμοσίας, απόσπασης χρημάτων με απάτη και ψευδείς παραστάσεις. Οι κατηγορίες σχετίζονταν με την κατάθεση χρημάτων από τον εφεσείοντα στους εφεσίβλητους για σκοπούς επένδυσης στο χρηματιστήριο. Στην έφεση που ασκήθηκε εναντίον της αθωωτικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αποφάνθηκε ότι υπήρχε μαρτυρία εναντίον των εφεσίβλητων 2 και 3 για να κληθούν σε απολογία, προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο θα εδικαιολογείτο η έκδοση διατάγματος επανεκδίκασης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη ότι,
(α) Οι κατηγορίες ήταν αρκετά σοβαρές και το συμφέρον της δικαιοσύνης απαιτούσε την εξιχνίασή τους,
(β) Ο εφεσείων ήταν κάτοικος εξωτερικού και θα ήταν λογικό να αναμένει τις έρευνες της Αστυνομίας για αδικήματα που σχετίζονταν με το χρηματιστήριο,
(γ) Ο εφεσείων είχε καταχωρήσει προηγουμένως μια άλλη ιδιωτική ποινική υπόθεση την οποία απέσυρε, αφού ο Νόμος πάνω στον οποίο είχε βασιστεί ήταν αντισυνταγματικός,
(δ) Οι εφεσίβλητοι δεν είχαν υποστεί οποιαδήποτε ιδιαίτερη ταλαιπωρία εκτός από την καθυστέρηση και ότι δεν θα υφίσταντο μεγάλη ταλαιπωρία σε περίπτωση επανεκδίκασης, αφού η διαδικασία δεν θα ήταν χρονοβόρα λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που διάρκεσε η πρώτη διαδικασία,
(ε) Οποιαδήποτε ταλαιπωρία την οποία δυνατό να υποστούν οι εφεσίβλητοι θα μπορεί να ληφθεί υπόψη σε περίπτωση καταδίκης τους στη νέα διαδικασία,
αποφάνθηκε ότι η ανάγκη της επανεκδίκασης των σοβαρών κατηγοριών που αντιμετώπιζαν οι εφεσίβλητοι υπερακόντιζε την οποιαδήποτε ταλαιπωρία που θα υποστούν, και διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Ο αριθμός των κατηγορουμένων και η φύση των κατηγοριών, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις πλαστογραφίας εγγράφων, κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων και συνομωσίας για τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων, μπορεί να δικαιολογήσει κάποια καθυστέρηση που παρατηρείται στη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας. Στην υπόθεση Ζήνωνος ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 71, ο εφεσείων αντιμετώπιζε με έναν άλλο συγκατηγορούμενο 55 συνολικά κατηγορίες, που αναφέρονταν σε πλαστογραφίες αιτήσεων δανείου και επιταγών, κυκλοφορίας πλαστογραφημένων εγγράφων, συνομωσίας προς καταδολίευση και απόσπασης χρημάτων δια ψευδών παραστάσεων. Τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί μεταξύ Ιουλίου 2000 και Απριλίου 2001. Η ποινική υπόθεση εναντίον του εφεσείοντος καταχωρήθηκε 19 περίπου μήνες αργότερα, στις 11/11/2002. Η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 22/3/2004, ολοκληρώθηκε στις 22/7/2004, η καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε στις 6/8/2004 και στις 13/8/2004 επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 μηνών. Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι ο λόγος της καθυστέρησης της καταχώρισης της ποινικής υπόθεσης οφειλόταν στον περίπλοκο χαρακτήρα του κατηγορητηρίου, που περιλάμβανε 55 κατηγορίες εναντίον δύο κατηγορουμένων και ότι η ποινική ευθύνη του εφεσείοντος διαπιστώθηκε μέσα σε χρονικό διάστημα 2 χρόνων και 7 μηνών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η καθυστέρηση κάτω από τις περιστάσεις δεν ήταν υπερβολική.
Οι προεκτάσεις του χρονικού διαστήματος από τη σύλληψη ενός κατηγορουμένου μέχρι την τελική έκβαση της ποινικής υπόθεσης που αντιμετωπίζει, εξετάστηκαν αναλυτικά στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Καψού (2004) 2 Α.Α.Δ. 127, στην οποία ο Δικαστής Κρονίδης σημείωσε ότι,
"Από την επισκόπηση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου προκύπτει ότι πάροδος περιόδου 3-5 χρόνων από τη σύλληψη του κατηγορουμένου μέχρι την τελική εκδίκαση (και κατ' έφεση) της υπόθεσης θεωρήθηκε ότι παραβίαζε την επιταγή του ευλόγου χρόνου του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Και η πάροδος όμως συντομότερου χρόνου είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι παραβιάζει το άρθρο 6.1 εάν καμιά δικαιολογία δεν δοθεί για την παντελή αδράνεια που παρατηρήθηκε."
(γ) Η καθυστέρηση στην εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.
Έχει υποβληθεί από τους ευπαίδευτους συνήγορους και των δύο εφεσίβλητων στην υπό εξέταση υπόθεση ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που έχει παρέλθει από την ισχυριζόμενη διάπραξη των αδικημάτων, αφού σε περίπτωση αποδοχής της έφεσης και έκδοσης διατάγματος επανεκδίκασης θα παραβιαστεί το συνταγματικό δικαίωμα των εφεσίβλητων να τύχουν εκδίκασης των υποθέσεων τους μέσα σε εύλογο χρόνο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 30.2 του Συντάγματος.
Αντίθετα ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υπέβαλε ότι το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα δεν είναι τόσο μεγάλο που θα δικαιολογούσε την απόρριψη της έφεσης και προς υποστήριξη της θέσης αυτής επικαλέστηκε τις αποφάσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουρέα (πιο πάνω) και Porter v. Aegis Insurance Co. Ltd., Γ. Κυπρή και Π. Σουγλίδης (πιο πάνω) στις οποίες είχε διαταχθεί επανεκδίκαση.
Από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης φαίνεται ότι η έρευνα στα υποστατικά του α΄ εφεσίβλητου είχε γίνει στις 14/7/2001 και η ποινική υπόθεση εναντίον και των δύο εφεσίβλητων καταχωρήθηκε στις 31/7/2001. Η ακροαματική διαδικασία άρχισε στις 8/4/2003 και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε δύο περίπου χρόνια αργότερα στις 3/3/2005.
Η παράθεση της μαρτυρίας των πέντε μαρτύρων κατηγορίας που είχε κλητεύσει η Κατηγορούσα Αρχή άρχισε στις 8/4/2003 και συμπληρώθηκε στις 3/3/2005, δηλαδή μετά πάροδο 23 μηνών. Μέσα στα πλαίσια του εύλογου χρόνου δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε την αναβολή της συνέχισης της ακρόασης για την παραπομπή νομικού σημείου προς γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο (από τις 13/6/2003-31/10/2003), όπως επίσης και τη διεξαγωγή τριών δικών εντός δίκης, αλλά και με αυτά τα στοιχεία δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι η διεξαγωγή της δίκης ήταν η δέουσα υπό τις περιστάσεις. Χαρακτηριστικά σημειώνουμε ότι η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε 46 φορές και η εκδίκαση της γ΄ δίκης εντός δίκης διάρκεσε 6 μήνες (από τις 20/9/2004 μέχρι τις 3/3/2005). Σημειώνουμε ότι το Δικαστήριο αντί να ορίσει την υπόθεση σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και να επιμείνει στη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας το ταχύτερο δυνατό, καθόριζε τη νέα ημερομηνία ακρόασης με βάση κυρίως τις υποχρεώσεις των δικηγόρων, που συμπεριλάμβαναν και υποχρεώσεις εμφάνισης τους σε πολιτικές υποθέσεις.
Ο πιο πάνω χειρισμός της υπόθεσης δεν ήταν ο επιβεβλημένος. Η ακροαματική διαδικασία για τη διάγνωση της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου ιδιαίτερα σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις, όπως η παρούσα, δεν εξαρτάται από τις άλλες υποχρεώσεις που έχει ο δικηγόρος ενός κατηγορουμένου και το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει ως γνώμονα τη συνταγματική κατοχύρωση ότι η ορθή απονομή της δικαιοσύνης προϋποθέτει τη συμπλήρωση μιας δικαστικής διαδικασίας μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Στην παρούσα περίπτωση η συνολική καθυστέρηση που παρατηρείται από την ημερομηνία σύλληψης μέχρι την απαλλαγή των εφεσίβλητων ανέρχεται σε 2½ χρόνια και πιο συγκεκριμένα σε 31 μήνες. Αν η έφεση που έχει ασκηθεί γίνει αποδεκτή, τότε θα πρέπει να παραμερισθεί η αθωωτική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και να διαταχθεί η επανεκδίκασή της. Τα στοιχεία τα οποία μας προβληματίζουν είναι ότι ο καθορισμός της χρονικής διάρκειας της επανεκδίκασης δεν είναι εύκολο να προσδιορισθεί αφού θα υπάρχουν δύο κατηγορούμενοι, οι κατηγορίες φαίνεται ότι είναι αρκετά σοβαρές και αναμένεται ότι θα προβληθούν οι ίδιες ενστάσεις αναφορικά με την παράθεση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, που θα οδηγήσουν στη διεξαγωγή δικών εντός δίκης. Επιπρόσθετα θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τον αριθμό των μαρτύρων που θα κληθούν να καταθέσουν τόσο από την Κατηγορούσα Αρχή όσο και από την Υπεράσπιση (εφόσον βεβαίως οι εφεσίβλητοι κληθούν σε απολογία), όπως επίσης και από τα νομικά σημεία που πιθανό να εγερθούν. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κρίνουμε ότι μια διαταγή για την επανεκδίκαση της υπόθεσης δεν θα απέληγε σε δίκαιη δίκη για τους εφεσίβλητους.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.