ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 593
4 Νοεμβρίου, 2005
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΕΡΑΣΜΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 177/2005)
Ποινή ― Συνωμοσία ― Κλοπή επιταγών ― Πλαστογραφία και κυκλοφορία των κλοπιμαίων επιταγών ― Απόσπαση χρημάτων ή αγαθών με ψευδείς παραστάσεις ― Διάρρηξη ― Εφεσείουσα ηλικίας 17 ετών κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, είχε λευκό ποινικό μητρώο, ομολόγησε ευθέως και συνεργάστηκε πλήρως με την Αστυνομία ― Η συγκατηγορούμενη της εφεσείουσας έτυχε, με προεδρική χάρη, μείωσης της ποινής της «ώστε να αποφυλακιστεί αμέσως» λόγω σφάλματος στην πρωτόδικη απόφαση ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης ενός έτους για κάθε ένα από τα αδικήματα πλην της πλαστογραφίας στην οποία επιβλήθηκε ποινή διετούς φυλάκισης ― Μειώθηκαν κατ' έφεση σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 μηνών και 9 μηνών αντίστοιχα.
Ποινή ― Χορήγηση χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε συγκατηγορούμενη της εφεσείουσας η οποία καταδικάστηκε όπως και αυτή σε φυλάκιση ― Κατά πόσο αποτελεί λόγο για μείωση της ποινής της εφεσείουσας.
Η εφεσείουσα ομολόγησε στην Αστυνομία πως έκλεψε μεγάλο αριθμό επιταγών κατοίκων της Περιστερώνας που αφορούσαν συντάξεις και ειδικές χορηγίες του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τις οποίες αφού πλαστογραφούσε, τις κυκλοφορούσε αποσπώντας χρήματα και αγαθά. Επίσης πως διέπραξε και αριθμό διαρρήξεων και κλοπών. Ως προς τις επιταγές, με τη συνεργασία της συγκατηγορούμενης της, η οποία επίσης παραδέχθηκε και επιπρόσθετη κατηγορία για διάρρηξη και κλοπή. Από το σύνολο των £3,959, που ήταν το προϊόν της παράνομης δραστηριότητάς τους, η εφεσείουσα μπόρεσε να επιστρέψει £215. Και οι δύο παραδέχθηκαν ενοχή ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο τους επέβαλε τις πιο πάνω συντρέχουσες ποινές φυλάκισης.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μετά από εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα, ασκώντας την εξουσία του δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος, μείωσε την ποινή της συγκατηγορούμενης της εφεσείουσας «ώστε να αποφυλακιστεί αμέσως», λόγω σφάλματος στην πρωτόδικη απόφαση. Όπως επισημάνθηκε, ο περί Προστασίας Ανηλίκων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Υπόπτων μητέρων Νόμος του 2005 (Ν.33(Ι)/05) δεν επέτρεπε την επιβολή φυλάκισης στην συγκατηγορούμενη της εφεσείουσας αφού ήταν «έγκυος στον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης της και μητέρα δύο ανήλικων παιδιών ηλικίας 1 και 5 ετών».
Η εφεσείουσα υποστήριξε κατ' έφεση πως ορθή αξιολόγηση των δεδομένων επέβαλλε σαφώς επιεικέστερη μεταχείρισή της.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η επιβολή ποινής φυλάκισης αισθητά μικρότερης έκτασης θα εξυπηρετούσε όλους τους σκοπούς, χωρίς και τον κίνδυνο της ιδρυματοποίησης της τόσο νεαρής εφεσείουσας, η οποία εκτός των άλλων μετριαστικών παραγόντων που ίσχυαν στην περίπτωση της, ήταν εμφανώς η ανώριμη σε σχέση με την συγκατηγορούμενη της.
2. Η μεταγενέστερη μείωση της ποινής της συγκατηγορούμενης της εφεσείουσας αποκτά σημασία και προσεγγίζεται, βεβαίως υπό το πρίσμα της Ιωάννου ν. Αστυνομίας ( Αρ. 2) (1997) 2 Α.Α.Δ. 267.
Η έφεση επιτράπηκε. Οι ποινές του ενός έτους μειώθηκαν σε 6 μήνες και των δύο ετών σε 9 μήνες.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540,
Περικλέους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 397,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Χατζημιτσή (2005) 2 Α.Α.Δ. 101,
Ιωάννου ν. Αστυνομίας (Αρ. 2) (1997) 2 Α.Α.Δ. 267,
Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από την εφεσείουσα η οποία ομολόγησε στην Αστυνομία ότι έκλεψε μεγάλο αριθμό επιταγών τις οποίες αφού πλαστογραφούσε, τις κυκλοφορούσε αποσπώντας χρήματα και αγαθά και πως διέπραξε και αριθμό διαρρήξεων και κλοπών εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 391/05) ημερομηνίας 14/6/05 με την οποία της επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός έτους για τα αδικήματα της συνομωσίας, της κλοπής των επιταγών, της κυκλοφορίας τους, της απόσπασης χρημάτων ή αγαθών με ψευδείς παραστάσεις και των διαρρήξεων και δυο ετών για τα αδικήματα της πλαστογραφίας, ως ποινών έκδηλα υπερβολικών, υπό τις περιστάσεις.
Γ. Μυλωνάς, για την Eφεσείουσα.
Ο. Σοφοκλέους, για την Εφεσίβλητη.
Η Εφεσείουσα είναι παρούσα.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Μετά από καταγγελίες κατοίκων της Περιστερώνας πως δεν παρέλαβαν τις επιταγές τους από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για συντάξεις και ειδικές χορηγίες, η εφεσείουσα κλήθηκε στην Αστυνομία και ομολόγησε πως έκλεψε μεγάλο αριθμό επιταγών τις οποίες αφού πλαστογραφούσε, τις κυκλοφορούσε αποσπώντας χρήματα και αγαθά. Επίσης πως διέπραξε και αριθμό διαρρήξεων και κλοπών. Ως προς τις επιταγές, με τη συνεργασία της συγκατηγορούμενης της, η οποία επίσης παραδέχθηκε και επιπρόσθετη κατηγορία για διάρρηξη και κλοπή.
Η εφεσείουσα και η συγκατηγορούμενή της συνεργάστηκαν με την αστυνομία, από το σύνολο των £3,959, που ήταν το προϊόν της παράνομης δραστηριότητάς τους, η εφεσείουσα μπόρεσε να επιστρέψει £215 και, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, παραδέχθηκαν την ενοχή τους. Τρίτο πρόσωπο, φίλος της εφεσείουσας και κατά την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής συνεργάτης τους, αρνήθηκε ενοχή και η εναντίον του υπόθεση εξακολουθεί να εκκρεμεί.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στην, πράγματι, μεγάλη σοβαρότητα των αδικημάτων και την ανάγκη για αποτρεπτικές ποινές, όπως τονίστηκε και στις υποθέσεις Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540, Περικλέους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 397 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Χατζημιτσή (2005) 2 Α.Α.Δ. 101 στις οποίες παρέπεμψε, επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός έτους για τα αδικήματα της συνομωσίας, της κλοπής των επιταγών, της κυκλοφορίας τους, της απόσπασης χρημάτων ή αγαθών με ψευδείς παραστάσεις και των διαρρήξεων και δυο ετών για τα αδικήματα της πλαστογραφίας.
Στις 12.7.05, με εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ασκώντας την εξουσία του δυνάμει του άρθρου 53.4 του Συντάγματος, μείωσε την ποινή της συγκατηγορούμενης της εφεσείουσας "ώστε να αποφυλακιστεί αμέσως", λόγω σφάλματος στην πρωτόδικη απόφαση. Ο λόγος για τον οποίο δεν επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί το θέμα με την προσφερόμενη για τέτοιο σκοπό διαδικασία της έφεσης, δεν συζητήθηκε. Σημειώνουμε όμως πως, όπως επισημάνθηκε, ο περί Προστασίας Ανηλίκων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Υπόπτων μητέρων Νόμος του 2005 (Ν. 33(Ι)/05) δεν επέτρεπε την επιβολή φυλάκισης στην συγκατηγορούμενη της εφεσείουσας αφού ήταν "έγκυος στον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης της και μητέρα δυο ανηλίκων παιδιών ηλικίας 1 και 5 ετών".
Η εφεσείουσα κατανοεί, όπως δήλωσε, τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε όπως και την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Θεωρεί όμως πως ορθή αξιολόγηση των δεδομένων επέβαλλε σαφώς επιεικέστερη μεταχείρισή της. Συμμεριζόμαστε αυτή την προσέγγιση και, αντίθετα προς την εισήγηση της εφεσίβλητης, καταλήγουμε πως επιβάλλεται να παρέμβουμε.
Η εφεσείουσα διέπραξε τα αδικήματα στο μικρό σχετικά διάστημα των τριών μηνών, από τον Οκτώβριο μέχρι Δεκέμβριο 2004 όταν ήταν μόλις 17 ετών. Είχε λευκό ποινικό μητρώο και, για να μην αναφερθούμε στον τρίτο κατά την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής συνένοχο, ήταν εμφανώς η ανώριμη σε σχέση με την συγκατηγορούμενή της. Ομολόγησε ευθέως, συνεργάστηκε με την αστυνομία πλήρως και, με την παράλληλη διαπίστωση πως δεν ήταν βεβαίως σκληρός εγκληματίας, η φυλάκισή της για δυο χρόνια αναδεικνύεται έκδηλα υπερβολική. Και υπό το δεδομένο ότι η ποινή της φυλάκισης ήταν αναπόφευκτη στην περίπτωση, φυλάκιση αισθητά μικρότερης έκτασης θα εξυπηρετούσε όλους τους σκοπούς, χωρίς και τον κίνδυνο της ιδρυματοποίησης της τόσο νεαρής εφεσείουσας.
Προσθέτουμε πως και η μεταγενέστερη μείωση της ποινής της συγκατηγορούμενής της αποκτά σημασία. Την προσεγγίζουμε, βεβαίως, υπό το πρίσμα της Ιωάννου ν. Αστυνομίας (Αρ. 2) (1997) 2 Α.Α.Δ. 267 (βλ. και Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546 στη σελ. 569) αλλά σημειώνουμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο ρητά συνάρτησε τη μεταχείριση της εφεσείουσας και προς το αναπόφευκτο της φυλάκισης της συγκατηγορούμενής της, όπως βεβαίως αντιλαμβανόταν το θέμα.
Η έφεση επιτυγχάνει. Οι ποινές του ενός έτους μειώνονται σε 6 μήνες και των δυο ετών σε 9 μήνες.
Η�έφεση επιτρέπεται. Οι ποινές του ενός έτους μειώνονται σε 6 μήνες και των δύο ετών σε 9 μήνες.