ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Kορέλλης Aχιλλέας ν. Γενικού Eισαγγελέα της Δημοκρατίας (1998) 1 ΑΑΔ 1718
PANTELIS VRAKAS AND ANOTHER ν. THE REPUBLIC (1973) 2 CLR 139
KYRIACOS NICOLA KOUPPIS ν. THE REPUBLIC (1977) 2 CLR 361
FOURRI & OTHERS ν. REPUBLIC (1980) 2 CLR 152
Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 ΑΑΔ 232
Παναγιώτου Ευγένιος και Άλλος ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191
Βασιλείου Αντώνης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 104
Kυριάκου Kυριάκος ν. Aστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 316
Christou Myrianthi P ν. Panayiotis Christou (1964) 1 CLR 336
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Ανδρέου Μάριος ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 1147, ECLI:CY:AD:2016:B529
ΧΡΙΣΤΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 46/2017, 19/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:B334
ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥΜΑΖΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πoινική΄Εφεση αρ. 142/2014, 17/12/2015, ECLI:CY:AD:2015:D834
Τουμάζου Χρίστος ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 904, ECLI:CY:AD:2015:D834
MAΡΙΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ , Ποινική Έφεση Αρ. 182/2015, 18/11/2016, ECLI:CY:AD:2016:B529
(2005) 2 ΑΑΔ 515
28 Σεπτεμβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7655)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Επέμβαση Εφετείου ― Έφεση κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες του αδικήματος επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης επί των οποίων και θεμελιώθηκε η καταδίκη του εφεσείοντος για τη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου.
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης ― Εφετείο επεμβαίνει επί των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου εάν αυτές είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατες ή παράλογες, ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία, που το ίδιο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.
Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Όταν οι αντιφάσεις στη μαρτυρία δεν είναι ουσιώδεις σε βαθμό που θα μπορούσαν να κλονίσουν την αξιοπιστία μάρτυρα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.
Απόδειξη ― Μαρτυρία στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης ― Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της μαρτυρίας στο στάδιο αυτό, αλλά περιορίζεται σε γενική θεώρησή της με σκοπό να διαπιστώσει εάν υπάρχουν στη μαρτυρία θεμελιακές αντιφάσεις ή είναι η μαρτυρία καταφανώς αναξιόπιστη, ώστε να μην μπορεί να στηριχτεί σ' αυτή ― Ούτε είναι αναγκαίο να σχολιάσει επιχειρήματα της Υπεράσπισης.
Απόδειξη ― Ανώμοτη δήλωση κατηγορουμένου ― Δεν παραμερίζεται η αξία της, η οποία είναι πειστική μάλλον παρά αποδεικτική.
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα κατηγορουμένου να έχει συνήγορο της εκλογής του ― Κατοχυρώνεται από τα Άρθρα 12.5(γ) και 30.3(δ) του Συντάγματος ― Το δικαίωμα διορισμού δικηγόρου της εκλογής του κατηγορουμένου δεν παραβιάσθηκε όπου ο δικηγόρος του επέλεξε να μην εμφανιστεί στη δίκη, η οποία και συνεχίστηκε στην απουσία του, μετά από αναβολές που δόθηκαν κατ' επανάληψη και ο κατηγορούμενος είχε δικηγόρο σε όλες τις εμφανίσεις του.
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα για δίκαιη δίκη ― Ισχυρισμός για μη δίκαιη δίκη δεν κρίνεται αποσπασματικά ούτε και με τρόπο αφηρημένο ― Ο κατηγορούμενος πρέπει να αποδείξει ότι πράγματι έχει επηρεαστεί δυσμενώς.
Στις 12.6.2001, η παραπονούμενη η οποία είναι Ρωσίδα παντρεμένη με Ρώσο και είναι κάτοικος Λεμεσού από το 1993 με την οικογένεια της, πήγε με τη φίλη της Ναταλία σε ένα από τα σπίτια της οικογένειας της στην περιοχή Αγίου Αθανασίου στη Λεμεσό, με σκοπό να ελέγξει τις εργασίες του κηπουρού, δηλαδή του εφεσείοντος, ο οποίος ανέλαβε να περιποιείται τον κήπο και να καθαρίζει το σπίτι έναντι του ποσού των £150,00 το μήνα. Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όταν η παραπονούμενη υπέδειξε στον εφεσείοντα ότι ο κήπος και το σπίτι ήταν απεριποίητα, ο τελευταίος άρχισε να διαμαρτύρεται ότι δεν είναι καθήκον του να καθαρίζει το σπίτι και ότι του οφείλουν λεφτά. Ο εφεσείων την εξύβρισε λέγοντας της ότι είναι «πουτάνα». Η παραπονούμενη απάντησε ότι «εάν εγώ είμαι πουτάνα, η γυναίκα σου τι είναι;». Προς στιγμή ο παραπονούμενος απομακρύνθηκε, για να επιστρέψει όμως αμέσως, κρατώντας κάτι μεταλλικό και άρχισε να κτυπά την παραπονούμενη προκαλώντας της εκδορές και εκχυμώσεις στο δεξιό βραχίονα, μώλωπα στον αριστερό βραχίονα και αμυχές στο αριστερό αντιβράχιο.
Για την Κατηγορούσα Αρχή, εκτός από την παραπονούμενη κατέθεσαν ο Αστυνομικός, ο οποίος πήρε ανακριτική κατάθεση από τον εφεσείοντα, ο Μ.Κ. 4 φίλος της παραπονούμενης, ο οποίος βρισκόταν στο χώρο όπου εξελίχθηκαν τα γεγονότα και ο κυβερνητικός γιατρός, ο οποίος εξέτασε την παραπονούμενη και διαπίστωσε τις πιο πάνω κακώσεις.
Ο εφεσείων, μετά που κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να υιοθετήσει το περιεχόμενο της κατάθεσης του στην Αστυνομία και να δηλώσει ότι είναι αθώος.
Ο εφεσείων έδωσε διαφορετική εκδοχή στην οποία ανέφερε ότι το όλο επεισόδιο προκλήθηκε εξ υπαιτιότητος της παραπονούμενης, η οποία, κατά τον ισχυρισμό του, του επιτέθηκε για να του αποσπάσει επιστολή που η ίδια του είχε δώσει προηγουμένως στην οποία αναφέρονταν διάφορα ποσά ότι τα εισέπραξε, ενώ στην πραγματικότητα, ποτέ δεν τα είχε εισπράξει. Στην προσπάθεια του να μην του πάρει την επιστολή, τράβηξε το χέρι του και πιθανόν, να γδάρθηκε από το ρολόι του.
Το Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστους τους μάρτυρες κατηγορίας, παρά το γεγονός ότι η παραπονούμενη ορισμένες φορές αναφερόταν σε θέματα άσχετα με το επίδικο, πάντοτε όμως μέσα στο πλαίσιο των σχέσεων της συμφωνίας, που αυτή και ο σύζυγος της είχαν με τον εφεσείοντα για τις εργασίες που θα διεκπεραίωνε.
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος για επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Με την παρούσα έφεση, προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:
1. To πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και τα ευρήματα στα οποία προέβη.
2. Ο εφεσείων στερήθηκε του δικαιώματος διορισμού δικηγόρου, γεγονός που επηρέασε το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη.
3. Η απόφαση του Δικαστηρίου στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν είναι αιτιολογημένη.
4. Το δικαίωμα του να προβεί σε ανώμοτη κατάθεση σχολιάστηκε δυσμενώς από το Δικαστήριο.
5. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν κάλεσε ως μάρτυρα τον ανακριτή της υπόθεσης.
Οι νομικές αρχές που ανέλυσε και εφάρμοσε το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την έφεση, φαίνονται επαρκώς στις πιο πάνω περιληπτικές σημειώσεις.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κυριάκου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 316,
Kouppis v. Republic (1977) 2 C.L.R. 361,
Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,
Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1 Α.Α.Δ. 1718,
Παναγιώτου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191,
Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104,
Vrakas a.o. v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 2305/02) ημερ. 18/3/05, με την οποία κρίθηκε ένοχος διάπραξης του αδικήματος της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Σ. Μ. Πατσαλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ηλ. Στεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Ο Εφεσείων είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, ο οποίος κρίθηκε ένοχος διάπραξης του αδικήματος της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154, προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης με οκτώ λόγους έφεσης, στους οποίους θα αναφερθούμε, αφού πρώτα παραθέσουμε τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως προκύπτουν από τα ευρήματα του Δικαστηρίου.
Η παραπονούμενη, Μ.Κ.1, είναι Ρωσίδα, παντρεμένη με Ρώσο και μητέρα τριών παιδιών. Κατοικούσε με την οικογένειά της στη Λεμεσό από το 1993. Στις 12/6/2001, πήγε μαζί με τη φίλη της Ναταλία σε ένα από τα σπίτια της οικογένειάς της, στην περιοχή του Αγίου Αθανασίου στη Λεμεσό, με σκοπό να ελέγξει τις εργασίες του κηπουρού, δηλαδή του εφεσείοντα, ο οποίος ανέλαβε να περιποιείται τον κήπο και να καθαρίζει το σπίτι, έναντι του ποσού των £150,00 το μήνα. Ήταν γύρω στις πέντε το απόγευμα, όταν συνάντησε τον εφεσείοντα και μαζί επιθεώρησαν το σπίτι, εσωτερικά και εξωτερικά. Όταν του υπέδειξε ότι το σπίτι και ο κήπος ήταν απεριποίητα, ο εφεσείων άρχισε να διαμαρτύρεται ότι δεν είναι στα καθήκοντά του να καθαρίζει το σπίτι και ότι του οφείλουν χρήματα. Φώναζε ότι συνεχώς τον ελέγχει και ότι, αν δεν τον πληρώσει, έχει φίλους και θα την βάλει φυλακή. Σε κάποια στιγμή στη συζήτηση την εξύβρισε, λέγοντάς της ότι είναι «πουτάνα». Του απάντησε ότι «εάν εγώ είμαι πουτάνα, η γυναίκα σου τι είναι;» Προς στιγμή τότε ο εφεσείων απομακρύνθηκε, για να επιστρέψει όμως αμέσως, κρατώντας στα χέρια του κάτι μεταλλικό και, τρέχοντας προς την παραπονούμενη, άρχισε να την κτυπά. Ο Κώστας Βαλανίδης, Μ.Κ.4, φίλος της παραπονούμενης, ο οποίος ήταν επίσης εκεί, προσπάθησε να την προστατεύσει, για να μην πέσει από τη βεράντα όπου βρισκόταν όταν την κτυπούσε ο εφεσείων. Αποτέλεσμα της επίθεσης ήταν η παραπονούμενη να υποστεί εκδορές και εκχυμώσεις στο δεξιό βραχίονα, μώλωπα στον αριστερό βραχίονα και αμιχές στο αριστερό αντιβράχιο, όπως διαπίστωσε ο κυβερνητικός γιατρός, Μ.Κ.2, ο οποίος εξέτασε την παραπονούμενη λίγο μετά το επεισόδιο.
Για την Κατηγορούσα Αρχή, εκτός από την παραπονούμενη, κατέθεσαν ο Αστυνομικός, ο οποίος πήρε ανακριτική κατάθεση από τον εφεσείοντα, ο Κώστας Βαλανίδης, ο οποίος βρισκόταν στο χώρο όπου εξελίχθηκαν τα γεγονότα και ο κυβερνητικός γιατρός.
Ο εφεσείων, μετά που κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να υιοθετήσει το περιεχόμενο της κατάθεσής του στην Αστυνομία και να δηλώσει ότι είναι αθώος.
Σύμφωνα με τη δική του εκδοχή, πήγε στο σπίτι της παραπονουμένης, μετά που η ίδια τον είχε καλέσει. Από την πρώτη στιγμή, η παραπονούμενη αναζητούσε αφορμή για να δημιουργηθούν προβλήματα. Αρνήθηκε να κάνει χειραψία μαζί του και συνεχώς, με τρόπο αυθάδη, ερωτούσε για την πισίνα και πού ήταν το νερό της πισίνας. Ο ίδιος συνέχισε να της μιλά με καλό τρόπο, αυτή όμως συνεχώς τον προκαλούσε, με επίκεντρο τα καθήκοντά του. Του έδωσε επιστολή, στην οποία αναφέρονταν διάφορα ποσά ότι τα εισέπραξε, ενώ, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν τα είχε εισπράξει. Όταν αντελήφθη ότι η παραπονούμενη άρχισε να δημιουργεί προβλήματα, της ανέφερε ότι θα σταματήσει να εργάζεται γι' αυτή και το σύζυγό της. Αμέσως αυτή άρχισε να χειρονομεί άπρεπα, οπόταν της δήλωσε ότι θα πάρει την επιστολή και θα υποβάλει παράπονο στην Αστυνομία. Προσπάθησε να απομακρυνθεί, η παραπονούμενη όμως του επιτέθηκε για να του αποσπάσει την επιστολή και, όπως φαίνεται, στην προσπάθειά του να μην του πάρει την επιστολή, τράβηξε το χέρι του και, πιθανόν, να γδάρθηκε από το ρολόι του.
Το Δικαστήριο αποδέχτηκε ως αξιόπιστους τους μάρτυρες κατηγορίας, παρά το γεγονός ότι η παραπονούμενη ορισμένες φορές αναφερόταν σε θέματα άσχετα με το επίδικο, πάντοτε όμως μέσα στο πλαίσιο των σχέσεων της συμφωνίας, που αυτή και ο σύζυγός της είχαν με τον εφεσείοντα για τις εργασίες που θα διεκπεραίωνε.
Την εντύπωσή του το Δικαστήριο για την παραπονούμενη την περιέγραψε με μεγάλη λεπτομέρεια. Μεταξύ άλλων, σημείωσε και τα εξής:-
«Κανένα σημείο της μαρτυρίας της δεν διαφοροποιήθηκε ένεκα της αντεξέτασης του Κατηγορουμένου ούτε κλονίσθηκε η εκδοχή της. Δεν διαπίστωσα να υπάρχουν αντιφάσεις στη μαρτυρία της ή να διαφοροποιεί η ίδια κάποιους ισχυρισμούς της. Για παράδειγμα της είχε τεθεί από τον Κατηγορούμενο κατά την αντεξέταση ότι ενώ αρχικά είχε πει ότι τον περίμενε στο σπίτι, στη συνέχεια το άλλαξε και είπε ότι καθυστέρησε να πάει η ίδια στο σπίτι γιατί είχε κίνηση. Εκείνο το οποίο η Παραπονούμενη είχε πει ήταν ότι ο Κατηγορούμενος την περίμενε στο αυτοκίνητο του στο parking του σπιτιού και ότι στη συνέχεια αφού η Παραπονούμενη και η φίλη της Ναταλία είχαν πάει στα σκαλιά και τον περίμεναν ήλθε σε λίγο εκείνος. Ήταν πιστεύω σαφής η αναφορά της Παραπονούμενης και δεν συμφωνώ ότι διαφοροποίησε την εκδοχή της επί του σημείου αυτού.
Αξιολογώντας τη μαρτυρία της στο σύνολο της σε συνδυασμό με την όλη της συμπεριφορά από τη θέση του μάρτυρα (ύφος και τρόπος που κατέθετε) είναι η κρίση μου ότι η Παραπονούμενη κατέθεσε τα πραγματικά γεγονότα επί των αμφισβητουμένων της υπόθεσης σημείων και συνεπώς αποδέχομαι τη μαρτυρίας της.»
Η μαρτυρία του κυβερνητικού γιατρού, η οποία και δεν αμφισβητήθηκε, έγινε πλήρως αποδεκτή. Παραδοξότητες, που υπήρξαν στη μαρτυρία του Αστυνομικού, αντιμετωπίστηκαν ως εξής:-
«Ο μάρτυρας αυτός, πρέπει να σημειωθεί, είχε βοηθήσει στην ανάκριση της παρούσας υπόθεσης. Επομένως ο ρόλος του ήταν περιορισμένος στην παρούσα υπόθεση και συνεπώς τα όσα κατέθεσε για την παραπονούμενη και ότι την είχε δει στο Σταθμό τον Αύγουστο και αν ήταν τραυματισμένη πρέπει να ιδωθούν υπ' αυτό το φακό και σ' αυτό το πλαίσιο. Τα ζητήματα αυτά ο Μ.Κ.3 δεν φαινόταν να τα θυμάται ιδιαίτερα ούτε φαινόταν να είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία. Επαναλαμβάνω αποδέχομαι τη μαρτυρία του καθ' όσον αφορά τις δικές του ενέργειες και εμπλοκή στην υπόθεση όπως την έχω καθορίσει πιο πάνω.»
Τη μαρτυρία του Κώστα Βαλανίδη, ο οποίος βρισκόταν στη σκηνή του επεισοδίου, την αξιολόγησε με μεγάλη λεπτομέρεια και αιτιολόγησε γιατί την αποδέχεται, παρά το γεγονός ότι μερικές απαντήσεις του μάρτυρα έδιδαν άλλη εικόνα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:-
«Κατά την αντεξέταση σε κάποιο στάδιο όταν ρωτήθηκε για κάποιο απόσπασμα της κατάθεσης που έδωσε στην Αστυνομία ανέφερε ότι δεν γνωρίζει τη λέξη 'πουτάνα' στα αγγλικά, ούτε αν η λέξη 'πουτάνα' είναι στ' αγγλικά. Σ' αυτό το σημείο ο Μ.Κ.4 δεν ήταν πιστεύω ειλικρινής. Πρέπει όμως οι απαντήσεις του και οι αναφορές του για το ζήτημα αυτό να ιδωθούν στο πλαίσιο της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης και της έντασης που δημιουργήθηκε σε κάποια στάδια κατά την αντεξέταση του από το συνήγορο υπεράσπισης που έδιναν ξεκάθαρα στο Δικαστήριο την εικόνα μιας έντονης και φορτισμένης κατάστασης ανάμεσα στο συνήγορο υπεράσπισης και του μάρτυρα. Μάλιστα όλα αυτά επακολούθησαν μετά που το Δικαστήριο ρώτησε κατά πόσο θα ήταν καλύτερα να διακοπεί για λίγα λεπτά η ακροαματική διαδικασία για να επέλθει ηρεμία.»
Θα εξετάσουμε, στη συνέχεια, τους λόγους έφεσης, με τη σειρά που προβάλλονται.
Με τους λόγους 1 - 4 προβάλλεται ότι το Δικαστήριο έσφαλλε ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και τα ευρήματα στα οποία προέβη. Οι διάφορες ελλείψεις και αντιφάσεις επί ουσιωδών γεγονότων, θεωρήθηκαν, καθώς εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος, αντιφάσεις σε επουσιώδη γεγονότα, και μας παρέπεμψε για το σκοπό αυτό σε συγκεκριμένα αποσπάσματα της μαρτυρίας της παραπονουμένης.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο, στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, παρακολουθεί τους μάρτυρες. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει επί των διαπιστώσεων του δικαστηρίου, εκτός εάν αυτές είναι, εξ αντικειμένου, ανυπόστατες ή παράλογες, ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία, που το ίδιο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.
Έχουμε διεξέλθει όχι μόνο τα σημεία στα οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντα αλλά και τη μαρτυρία στο σύνολό της. Οι αντιφάσεις δεν διέλαθαν της προσοχής του Δικαστηρίου, το οποίο αιτιολόγησε με επάρκεια γιατί αυτές δεν επιδρούν στην αξιοπιστία των μαρτύρων. Μικροαντιφάσεις στη μαρτυρία, σε υποθέσεις που εξελίσσονται αναπάντεχα, είναι αναμενόμενες και αναπόφευκτες. Πρόκειται, άλλωστε, για αποσπασματικές αναφορές σε επουσιώδη γεγονότα, που δε βρίσκουμε να επιδρούν και να επηρεάζουν το βασικό άξονα της μαρτυρίας που κρίθηκε αξιόπιστη. Ειδικότερα, σ' ό,τι αφορά το Μ.Κ.4, η μαρτυρία του οποίου παρουσίαζε μια ιδιαιτερότητα, λόγω του τρόπου που αυτός απαντούσε σε μερικές ερωτήσεις κατά την αντεξέταση, αυτές αντιμετωπίστηκαν από το Δικαστήριο:-
«... στο πλαίσιο της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης και της έντασης που δημιουργήθηκε σε κάποια στάδια κατά την αντεξέταση του από το συνήγορο υπεράσπισης που έδιναν ξεκάθαρα στο Δικαστήριο την εικόνα μιας έντονης και φορτισμένης κατάστασης ανάμεσα στο συνήγορο υπεράσπισης και του μάρτυρα.»
Εξετάσαμε όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιόν μας. Δε διαπιστώνουμε οτιδήποτε, που θα δικαιολογούσε επέμβασή μας.
Οι λόγοι έφεσης 1 - 4 δεν ευσταθούν.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι ο εφεσείων στερήθηκε του δικαιώματος διορισμού δικηγόρου, γεγονός που επηρέασε το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη.
Σημειώνουμε ότι ο εφεσείων, από την πρώτη φορά που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο - 13/3/2002 - για να απαντήσει στην κατηγορία, εκπροσωπείτο από δικηγόρο. Και τις επτά φορές, που η υπόθεση αναβλήθηκε για ακρόαση - οι τέσσερις οφείλονταν σε αδυναμία της Υπεράσπισης - αυτός εκπροσωπείτο από δικηγόρο. Στις 17/12/2003, ημερομηνία που ήταν και πάλι ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση, η Υπεράσπιση υπέβαλε νέο αίτημα αναβολής, για το λόγο ότι ο συνήγορος του εφεσείοντα, που χειριζόταν την υπόθεση, ήταν απασχολημένος σε άλλο Δικαστήριο. Υπήρξε ένσταση από τη Κατηγορούσα Αρχή και το αίτημα απορρίφθηκε. Ο εφεσείων αρνήθηκε να εκπροσωπηθεί από τη συνήγορο, η οποία υπέβαλε το αίτημα αναβολής, και η συνήγορος, με άδεια του Δικαστηρίου, αποσύρθηκε. Στη συνέχεια, δόθηκε χρόνος στον εφεσείοντα, κατόπιν αιτήματός του, για να διευθετήσει και να εκπροσωπηθεί από άλλο συνήγορο. Δεν είχε αποτέλεσμα η προσπάθειά του και υπέβαλε νέο αίτημα αναβολής για να ασκήσει, καθώς ανέφερε, το δικαίωμα διορισμού δικηγόρου. Υπήρξε ένσταση και το Δικαστήριο αποφάσισε ότι:-
«Το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εκδικάζει μια υπόθεση εντός εύλογου χρόνου, ήδη έχει γίνει αναφορά, στα πλαίσια αιτήματος αναβολής που υπεβλήθη προηγουμένως, στο ζήτημα αυτό και στις αναβολές που έχουν κατ' επανάληψη δοθεί σ' αυτή την υπόθεση που καταχωρήθηκε το Φεβρουάριο του 2002 και δεν έχει ακόμα εκδικαστεί. Επομένως το Δικαστήριο δεν αποστερεί από τον Κατηγορούμενο σε καμιά περίπτωση το συνταγματικό του δικαίωμα να διαλέξει δικηγόρο της επιλογής του το έχει ήδη εξασκήσει, είχε δικηγόρο σε όλες τις εμφανίσεις του μέχρι σήμερα. Αν ο δικηγόρος του επέλεξε να μην εμφανιστεί μετά από τόση καθυστέρηση δεν είναι πρόβλημα του Δικαστηρίου και το Δικαστήριο μ' αυτό τον τρόπο δεν στερεί τον Κατηγορούμενο του συνταγματικού του δικαιώματος. Το είχε και το εξάσκησε. Θα συνεχίσουμε.»
Είναι, από τα πιο πάνω, ξεκάθαρο ότι ο εφεσείων δε στερήθηκε του δικαιώματος διορισμού συνηγόρου. Τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Κυριάκου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 316, εφαρμόζονται ανάλογα και στην παρούσα υπόθεση. Τα παραθέτουμε:- (σελ. 320-321)
«Το εν λόγω δικαίωμα κατοχυρώνεται από το άρθρο 12.5(γ)* του Συντάγματος. Το άρθρο 30.3.(δ)**του Συντάγματος καλύπτει κατά κύριο λόγο τα δικαιώματα διαδίκων σε αστικές υποθέσεις. Κρίθηκε ωστόσο, ότι η συγκεκριμένη διάταξη τυγχάνει εφαρμογής και σε ποινικές υποθέσεις. Βλ. Varnava Fourri and Others v. The Republic (1980) 2 C.L.R. 152 και Myrianthi P. Christou v. Panayiotis Crhistou (1964) C.L.R. 336. Το δικαίωμα διορισμού δικηγόρου της εκλογής του κατηγορούμενου δεν είναι απεριόριστο, υπό την έννοια ότι η άσκηση αυτού του δικαιώματος δεν μπορεί να απομονωθεί ή να διαχωριστεί από τη δίκη ή να οδηγήσει τη δίκη σε αποτελμάτωση. Είναι προφανές ότι η διεξαγωγή της δίκης δεν εξαρτάται από την κατά βούληση άσκηση του δικαιώματος διορισμού δικηγόρου της εκλογής του κατηγορούμενου γιατί αν ίσχυε το αντίθετο η άσκηση αυτού του δικαιώματος θα μετατρεπόταν σε προϋπόθεση για τη διεξαγωγή της δίκης. Βλ. Fourri and Others (ανωτέρω). Ο εφεσείων άσκησε αυτό το δικαίωμα και εκπροσωπήθηκε σε όλα τα στάδια της διαδικασίας από δικηγόρο της εκλογής του. Επομένως, ούτε εδώ υπάρχει ο,τιδήποτε το οποίο να συνιστά παραβίαση αυτού του δικαιώματος του εφεσείοντα.»
Ούτε το γεγονός ότι, κατά την πρώτη ημέρα της δίκης, δύο από τους μάρτυρες κατηγορίας αντεξετάστηκαν από τον εφεσείοντα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επηρεάστηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη. Ισχυρισμός για μη δίκαιη δίκη δεν κρίνεται αποσπασματικά ούτε και με τρόπο αφηρημένο. Ο κατηγορούμενος πρέπει να αποδείξει ότι πράγματι έχει επηρεαστεί δυσμενώς - (βλ. Kyriacos Nicola Kouppis v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 361, Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232 και Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1 Α.Α.Δ. 1718).
Δεν ευσταθεί, λοιπόν, ούτε ο πέμπτος λόγος έφεσης.
Σ' ό,τι αφορά το αναιτιολόγητο της απόφασης στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, υποστηρίχθηκε ότι η απουσία από τα πρακτικά της αγόρευσης του συνηγόρου του εφεσείοντα και η λακωνική απόφαση του Δικαστηρίου δείχνουν ότι δεν απασχόλησαν τα όσα εισηγήθηκε η Υπεράσπιση.
Τα όσα επισημαίνονται στο λόγο αυτό της έφεσης πρέπει να ιδωθούν μέσα στο πλαίσιο των αρχών που διέπουν το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και του έργου που έχει το Δικαστήριο να επιτελέσει. Στο στάδιο αυτό, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της μαρτυρίας - (βλ. Παναγιώτου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191, 196) - αλλά περιορίζεται σε γενική θεώρησή της, με σκοπό να διαπιστώσει εάν υπάρχουν στη μαρτυρία θεμελιακές αντιφάσεις ή είναι η μαρτυρία καταφανώς αναξιόπιστη, ώστε να μην μπορεί να στηριχτεί σ' αυτή. Ούτε είναι αναγκαίο να σχολιάσει επιχειρήματα της Υπεράσπισης - (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104, 136).
Ορθά, στην ενδιάμεση απόφασή του, το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με λεπτομέρειες της μαρτυρίας, έργο που έχει να επιτελέσει στο τελικό στάδιο. Έχουμε ήδη αναφερθεί στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, στα πλαίσια των λόγων έφεσης 1-4. Επαναλαμβάνουμε και εδώ τα όσα έχουμε αναφέρει σχετικά με τις αντιφάσεις στη μαρτυρία.
Δεν ευσταθεί ούτε ο λόγος 6 της έφεσης.
Ο λόγος έφεσης 7 αφορά στη σημασία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα. Εισηγήθηκε ο συνήγορός του ότι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να προβεί σε ανώμοτη δήλωση σχολιάστηκε δυσμενώς από το Δικαστήριο.
Δε βρίσκουμε ούτε αυτός ο λόγος να ευσταθεί.
Η ανώμοτη δήλωση αξιολογήθηκε όπως ακριβώς η νομολογία προδιαγράφει, δηλαδή δεν παραμερίζεται η αξία της, η οποία είναι πειστική μάλλον παρά αποδεικτική - (βλ. Pantelis Vrakas and Another v. The Republic (1973) 2 C.L.R. 139).
Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά στο ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν κάλεσε ως μάρτυρα τον ανακριτή της υπόθεσης. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, αυτό οφειλόταν στην παρατεταμένη ασθένειά του. Η μη κλήση του μάρτυρα, εισηγήθηκε ο συνήγορος, στέρησε τον εφεσείοντα της ευκαιρίας να αντεξετάσει την παραπονούμενη επί του περιεχομένου της κατάθεσής της και να την παρουσιάσει στο Δικαστήριο.
Δε συμφωνούμε με τον εφεσείοντα. Με τον ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση, οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας δόθηκαν στην Υπεράσπιση, η οποία γνώριζε το περιεχόμενο της κατάθεσης της παραπονουμένης και, εάν ήθελε, θα μπορούσε να αντεξετάσει επ' αυτού, οπόταν, σε περίπτωση αντιφάσεων, η παρουσίαση της κατάθεσης ήταν δυνατή. Δεν το έπραξε.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης βρίσκουμε να ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.