ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 2 ΑΑΔ 434

7 Ιουλίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

SENER ERBEKCI,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 25/2005)

 

Απόδειξη ―  Ποινική διαδικασία ―  Η απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που την συνιστά βαρύνει εξ ολοκλήρου την Κατηγορούσα αρχή ―  Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και αν είναι ―  Κατηγορούσα αρχή απέδειξε τις κατηγορίες εναντίον κατηγορουμένου για κατοχή ναρκωτικών (χαπιών ecstasy) με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλο πρόσωπο ―  Εφετείο επικύρωσε την καταδικαστική απόφαση.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Τροποποίηση του πρώτου πίνακα του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου δια της προσθήκης της ουσίας ΜDΜΑ ως ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αντί με νόμο από τη Βουλή ―  Κατά πόσο η εν λόγω τροποποίηση έγινε κατά παράβαση του Συντάγματος.

Διερμηνέας ―  Δικαίωμα κατηγορουμένου να έχει δωρεάν συμπαράσταση διερμηνέως, εφ' όσον δεν δύναται να κατανοεί ή ομιλεί τη γλώσσα η οποία χρησιμοποιείται κατά τη διαδικασία ― Σύνταγμα, Άρθρο 30.3(ε) ―  Κατά πόσο παραβιάστηκε το πιο πάνω άρθρο του Συντάγματος κατά τη διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας εναντίον Τουρκοκύπριου κατηγορουμένου.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ―  Δίκαιη δίκη ―  Κατά πόσο παραβιάσθηκε το δικαίωμα κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη λόγω της εθνικής και/ή φυλετικής καταγωγής του.

Παγίδευση κατηγορουμένου ―  Κατά πόσο ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις δημιουργίας παγίδευσης Τουρκοκύπριου κατηγορουμένου σε υπόθεση κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλο πρόσωπο.

Κράτηση κατηγορουμένου ―  Τόπος κράτησης κατηγορουμένου ―  Βρίσκεται εκτός της αρμοδιότητας του εκδικάζοντος Δικαστηρίου.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ―  Κατά πόσο σημειώθηκε παραβίαση των Άρθρων 114 και 113 του Συντάγματος λόγω του περιορισμού των κινήσεων του κατηγορουμένου για μικρό χρονικό διάστημα από την Αστυνομία σε υπόθεση ναρκωτικών.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος κατά πλειοψηφία από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε δύο κατηγορίες που αφορούσαν στην κατοχή 889 χαπιών ecstasy και στην κατοχή της ίδιας ποσότητας χαπιών με σκοπό την προμήθεια τους σε άλλο πρόσωπο. Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης που αφορά την καταδίκη.

Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι εν συντομία τα ακόλουθα:

Το βράδυ της 8.2.04 άνδρες της Αστυνομίας εντόπισαν ύποπτο αυτοκίνητο με τουρκοκυπριακές πινακίδες σε χώρο στάθμευσης απέναντι από την Ελληνική Πρεσβεία στη Λευκωσία και είδαν ένα πρόσωπο να πλησιάζει τον οδηγό και να συνομιλεί μαζί του. Ο αστυφύλακας Μ.Κ.3 πλησίασε και είδε από το ανοικτό παράθυρο του αυτοκινήτου δύο άσπρες κάλτσες τυλιγμένες σε κυλινδρικό σχήμα τοποθετημένες δίπλα από το μοχλό ταχυτήτων. Ρώτησε τον οδηγό «what is this» και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο εφεσείων, που ήταν το πρόσωπο που βρισκόταν έξω από το αυτοκίνητο, προσπάθησε να διαφύγει. Ο Μ.Κ.3 άνοιξε τη μια από τις δύο κάλτσες και διαπίστωσε ότι σ' αυτή υπήρχε πλαστικό σακούλι με μεγάλο αριθμό χαπιών ecstasy. Συνολικά μέσα στα δύο σακούλια των δύο καλτσών υπήρχαν 889 χάπια ecstasy.

Σε θεληματική κατάθεση στην Αστυνομία και άλλη ανακριτική, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι είναι οδηγός ταξί στα κατεχόμενα και ότι ανέλαβε να μεταφέρει από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές 889 χάπια και να τα παραδώσει σε κάποιο Κρις σε προκαθορισμένο σημείο. Προμηθευτής των ναρκωτικών ήταν κάποιος Χουσεΐν. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι τα εν λόγω χάπια ήταν ψεύτικα, ότι δηλαδή δεν ήταν γνήσια χάπια ecstasy, όπως σχετικά τον πληροφόρησε ο Χουσεΐν πριν από το επεισόδιο. Αμφισβητήθηκαν επίσης οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαδραματίστηκαν τα γεγονότα εκείνο το βράδυ και ο ρόλος της Αστυνομίας.

Υποστηρίχθηκε από πλευράς εφεσείοντος ότι η επιχείρηση της Αστυνομίας ήταν σκευωρία εναντίον του και ότι ο Κρις χρησιμοποιήθηκε από τους αστυνομικούς για να τον παγιδεύσουν.

Ένας από τους άξονες της υπεράσπισης ήταν ότι τα χάπια ecstasy δεν είχαν σχέση με τα ισάριθμα χάπια που μετέφερε ο εφεσείων από τα κατεχόμενα μέσα στις δύο κάλτσες και παρέλαβε η Αστυνομία στη σκηνή του επεισοδίου το βράδυ της 8.2.04. τα εν λόγω χάπια ήταν ψεύτικα και αλλάχθησαν με αληθινά από την Αστυνομία με σκοπό να τον ενοχοποιήσουν.

Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε το αποτέλεσμα της ανάλυσης των χαπιών, σύμφωνα με το οποίο τα χάπια ήταν τύπου ecstasy απαγορευμένα από το νόμο. Ούτε και προβλήθηκε οποιαδήποτε ένσταση στην κατάθεση των γνησίων χαπιών ecstasy (τεκμ. 2Α και τεκμ. 2Β) και των απομιμήσεών τους (τεκμ. 3) που ο εφεσείων, καθώς ο ίδιος ομολόγησε, είχε στην κατοχή του και παραλήφθηκαν από την Αστυνομία κατά το επεισόδιο, το βράδυ της 8.2.04.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος επιφύλαξε το δικαίωμά του να εισηγηθεί στο κατάλληλο στάδιο ότι τα χάπια, τεκμήρια πλέον της υπόθεσης, ήταν προϊόν παγίδευσης.

Συνυφασμένη με την υπεράσπιση της παγίδευσης που προώθησε ο εφεσείων με κύριο στόχο τον αποκλεισμό των χαπιών από το μαρτυρικό υλικό είναι και η θέση της υπεράσπισης ότι η Αστυνομία ενήργησε με αλλότρια κίνητρα αναγόμενα σε πολιτικούς λόγους επειδή ο εφεσείων και ο αδελφός του ήταν τουρκοκύπριοι.

Το Κακουργιοδικείο, διαφωνούντος του Προέδρου, ο οποίος εξηγεί στη δική του διϊστάμενη απόφαση, ότι διαπίστωσε κενό στη μαρτυρία που αφορούσε στη φύλαξη των χαπιών από την Αστυνομία κατά το χρονικό διάστημα από το βράδυ της 8.2.04 μέχρι τις 10.30 π.μ. της 9.2.04 και ως εκ τούτου κατέληξε σε αθωωτική ετυμηγορία, έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα.

Ο εφεσείων προώθησε τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

1) Υπήρχε αγεφύρωτο κενό στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής που αφορούσε στη φύλαξη και διακίνηση των τεκμηρίων.

2) Σημειώθηκαν λάθη και παραλείψεις κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

3) Δεν έτυχε δίκαιης δίκης γιατί «η όλη διαδικασία δεν έγινε στην επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας την οποία θα ήταν σε θέση να κατανοήσει δηλαδή την τουρκική και λόγω του ότι δεν έτυχε την παροχή υπηρεσίας διερμηνέα η οποία να κατανοεί την τουρκική γλώσσα και να μεταφράζει με επάρκεια τα διαβοώμενα στον κατηγορούμενο.»

4) Η σύλληψη, κράτηση και μεταφορά του από τη σκηνή του επεισοδίου έγιναν κατά παράβαση των Άρθρων 113 και 114 του Συντάγματος, η δε μαρτυρία που λήφθηκε στη συνέχεια ήταν προϊόν παρανομίας και συνεπώς εσφαλμένα λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο.

5) Η τροποποίηση του πρώτου πίνακα του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου δια της προσθήκης της ουσίας MDMA ως ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α, έγινε κατά παράβαση του συντάγματος επειδή η εν λόγω προσθήκη, έγινε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που δημοσιεύτηκε στην ΚΔΠ 4/96 αντί με νόμο από τη Βουλή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε το αδιάσπαστο της μαρτυρίας που αφορούσε στην ασφαλή φύλαξη των χαπιών που παρέλαβε η Αστυνομία από τη σκηνή του επεισοδίου και κατ' επέκταση της ταυτοσημίας τους μέχρι την παράδοσή τους την επόμενη μέρα για χημική εξέταση. Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εισήγηση της υπεράσπισης περί του αντιθέτου με αποτέλεσμα να παραμείνει χωρίς έρεισμα ο ισχυρισμός ότι έγινε ανταλλαγή των ψεύτικων χαπιών με αληθινά

2.  Η παράλειψη του Μ.Κ.2 να καταθέσει σχολαστικά για το θέμα της φύλαξης και της διακίνησης των τεκμηρίων, ήταν αχρείαστη και εν πάση περιπτώσει δεν δημιούργησε κενό στην αλυσίδα της μαρτυρίας που αφορούσε το συγκεκριμένο θέμα.

3.  Τα θέματα στα οποία αναφέρεται ο λόγος έφεσης για ισχυριζόμενη εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της υπόθεσης.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέθεσε ικανούς μεταφραστές καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας για μετάφραση από τα ελληνικά στα τουρκικά και αντίστροφα. Το δικαίωμα του κατηγορούμενου να έχει μετάφραση σε κατανοητή γλώσσα, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.3(ε) του Συντάγματος, δεν έχει καθόλου παραβιαστεί.

5.      Ο περιορισμός των κινήσεων του εφεσείοντος για μικρό χρονικό διάστημα δεν ισοδυναμούσε με σύλληψη ώστε να τίθεται θέμα παραβίασης δικαιωμάτων κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα.

6.  Η Βουλή με βάση το Άρθρο 3 του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου παραχώρησε στο Υπουργικό Συμβούλιο την εξουσία να τροποποιεί το μέρος IV του Πρώτου Πίνακα του νόμου. Η παραχώρηση της συγκεκριμένης εξουσίας από τη Βουλή προς το Υπουργικό Συμβούλιο συνάδει με τις πρόνοιες του Άρθρου 54(ζ) του Συντάγματος.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363,

Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143,

Kasapoglou v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 301,

Cerkez κ.ά. v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 314,

Al-Hamat κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117,

Δημοκρατία ν. Kirnouyan κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 126,

Police v. Hondrou a.o. 1 (R.S.C.C.) 82,

Nakoka Ltd v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 471.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 592/04) ημερομηνίας 18/1/05, με την οποία κρίθηκε κατά πλειοψηφία ένοχος σε δυο κατηγορίες που αφορούσαν στην κατοχή 889 χαπιών ecstasy (MDMA) και στην κατοχή της ίδιας ποσότητας χαπιών με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλο πρόσωπο κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου και των σχετικών κανονισμών και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3½ και 4½ χρόνων αντίστοιχα.

Μ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής  Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων κρίθηκε κατά πλειοψηφία ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε δυο κατηγορίες που αφορούσαν στην κατοχή 889 χαπιών ecstasy (MDMA) και στην κατοχή της ίδιας ποσότητας χαπιών με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλο πρόσωπο κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου και των σχετικών κανονισμών. Στον εφεσείοντα επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3½ και 4½ χρόνων αντίστοιχα. Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης που αφορά στην καταδίκη.

Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι ότι στις 8.2.04 άνδρες της αστυνομίας επιβαίνοντες υπηρεσιακού αυτοκινήτου χωρίς διακριτικά, αντιλήφθηκαν γύρω στις 8.30 μ.μ. αυτοκίνητο με τουρκοκυπριακές πινακίδες να κινείται ύποπτα σε χώρο στάθμευσης απέναντι από την Ελληνική Πρεσβεία στη Λευκωσία. Σε κάποια στιγμή το αυτοκίνητο σταμάτησε στο χώρο στάθμευσης και ένα πρόσωπο θεάθηκε να πλησιάζει τον οδηγό και να συνομιλούν μεταξύ τους. Εκείνη την ώρα, το αυτοκίνητο της αστυνομίας εισήλθε στο χώρο στάθμευσης και σταμάτησε με τα φώτα αναμμένα πίσω από το ύποπτο αυτοκίνητο. Ο αστυφύλακας Ιωάννου (ΜΚ3) το πλησίασε και έδειξε στους αγνώστους την αστυνομική του ταυτότητα. Αφού αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για τουρκοκύπριους, τους ρώτησε στα αγγλικά «what are you doing here?», χωρίς όμως να πάρει οποιαδήποτε απάντηση.  Ο μάρτυρας είδε από το ανοικτό παράθυρο του αυτοκινήτου δυο άσπρες κάλτσες τυλιγμένες σε κυλινδρικό σχήμα που ήταν τοποθετημένες μεταξύ των μπροστινών καθισμάτων, δίπλα από το μοχλό ταχυτήτων. Ρώτησε τον οδηγό «what is this» και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο εφεσείων, που ήταν το πρόσωπο που στεκόταν έξω από το αυτοκίνητο, προσπάθησε να διαφύγει. Η προσπάθειά του απέτυχε αφού σε μικρή απόσταση, ανακόπηκε από τον αστυφύλακα Παναγιώτου (ΜΚ4). Ο αστυφύλακας Ιωάννου (ΜΚ3),  άνοιξε τη μια από τις δυο κάλτσες και διαπίστωσε ότι σ' αυτή υπήρχε ένα πλαστικό σακούλι δεμένο στην άκρη και σ' αυτό, μεγάλος αριθμός χαπιών που στην επιφάνειά τους είχαν χαραγμένο σχήμα χελώνας, χαρακτηριστικό των χαπιών ecstasy. Επειδή ο μάρτυρας υποψιάστηκε ότι επρόκειτο για απαγορευμένα χάπια ecstasy, προειδοποίησε τους ύποπτους σύμφωνα με το νόμο. Ο εφεσείων δεν έδωσε απάντηση ενώ ο άλλος, που καθώς διαπιστώθηκε είναι αδελφός του εφεσείοντα, απάντησε «Turkish». Στο μεταξύ έφθασαν στη σκηνή και άλλα μέλη της ΥΚΑΝ, ανάμεσα τους και ο αστυφύλακας Βασιλείου (ΜΚ2), ο οποίος ανέλαβε την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης. Ο εν λόγω μάρτυρας στην παρουσία των υπόπτων, παρέλαβε τις κάλτσες με το περιεχόμενό τους και τις έκλεισε σε φάκελο επί του οποίου ο εφεσείων έθεσε την υπογραφή του ενώ ο αδελφός του αρνήθηκε να υπογράψει. Οι δυο ύποπτοι, οικειοθελώς και χωρίς χειροπέδες μεταφέρθηκαν στα γραφεία της ΥΚΑΝ όπου  συνελήφθηκαν με δικαστικά εντάλματα. Στις 10.30 της επόμενης ημέρας (9.2.04) ο αστυφύλακας Βασιλείου (ΜΚ2) παρέδωσε τον σφραγισμένο φάκελο στον αστυφύλακα Ανδρέου (ΜΚ1) ο οποίος, στις 11.20 της ίδιας ημέρας, τον παρέδωσε στη χημικό Αυξεντίου (ΜΚ5) για ανάλυση των χαπιών. Η εν λόγω μάρτυρας άνοιξε το σφραγισμένο φάκελο στην παρουσία του Ανδρέου (ΜΚ1) και από την κάθε κάλτσα, έβγαλε ένα σακουλάκι με το περιεχόμενό του. Οι κάλτσες σημειώθηκαν από τη χημικό με τα γράμματα Α και Β, τα δε σακουλάκια με τα χάπια που βρέθηκαν στην κάθε κάλτσα, σημειώθηκαν ως Α1 και Β1 αντίστοιχα. Τα χάπια καταμετρήθηκαν και βρέθηκε ότι το σακουλάκι που σημειώθηκε ως Α1 περιείχε 419 χάπια και το σακουλάκι που σημειώθηκε ως Β1 περιείχε 470 χάπια. Η χημικός κράτησε τα χάπια για ανάλυση και επανατοποθέτησε τις κάλτσες και τα σακουλάκια στο φάκελο που αποσφράγισε. Ο φάκελος παραλήφθηκε από τον αστυφύλακα Ανδρέου (ΜΚ1) ο οποίος στις 13.00 της ίδιας ημέρας τον παρέδωσε στον Δρα Καριόλου του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου για εξετάσεις DNA.

Μετά τη συμπλήρωση των αναλύσεων, η χημικός Αυξεντίου (ΜΚ5) παρέδωσε τα χάπια στον αστυφύλακα Ανδρέου στις 4.3.04 ο οποίος τα είχε υπό τη φύλαξή του μέχρι την ημέρα που τα κατάθεσε στο πρωτόδικο δικαστήριο και είναι τα τεκμήρια 2Α και 2Β.

Ο εφεσείων έδωσε θεληματική κατάθεση στην αστυνομία στις 10.2.04 και άλλη, ανακριτική, στις 12.2.04. Οι καταθέσεις και οι αντίστοιχες μεταφράσεις τους στα ελληνικά, κατατέθηκαν στο δικαστήριο και είναι τεκμήρια της υπόθεσης. Ισχυρίστηκε ότι είναι οδηγός ταξί στα κατεχόμενα και ότι μέσω κάποιου Κυριάκου, ο οποίος είναι πελάτης του, γνώρισε τον Κρις. Αυτοί του ζήτησαν ναρκωτικά, και για να τους εξυπηρετήσει, σύστησε στον Κυριάκο κάποιο Χουσεΐν ο οποίος ανέλαβε να τους προμηθεύσει τα ναρκωτικά που ήθελαν. Ο Χουσεΐν έφερε 889 χάπια τα οποία ο εφεσείων, με οδηγίες του Κυριάκου, ανέλαβε να μεταφέρει από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές και να τα παραδώσει στον Κρις σε προκαθορισμένο σημείο. Αποτέλεσε γεγονός παραδεκτό από πλευράς υπεράσπισης ότι τα χάπια που βρέθηκαν στις δυο άσπρες κάλτσες στη σκηνή του επεισοδίου το βράδυ της 8.2.04 ήταν τα χάπια που ο εφεσείων μετέφερε από τα κατεχόμενα για να τα παραδώσει στον Κρις. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι τα εν λόγω χάπια ήταν ψεύτικα με την έννοια ότι δεν ήταν γνήσια χάπια ecstasy, όπως σχετικά τον πληροφόρησε ο Χουσεΐν πριν από το επεισόδιο. Αμφισβητήθηκαν επίσης οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαδραματίστηκαν τα γεγονότα εκείνο το βράδυ και ο ρόλος της αστυνομίας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, ο Κρις ήρθε κοντά στο αυτοκίνητό του και αυτός (ο εφεσείων) του παρέδωσε τα χάπια που ήταν τοποθετημένα στο πίσω κάθισμα. Ο Κρις τηλεφώνησε κάπου και στη συνέχεια επενέβηκε η αστυνομία. Οι αστυνομικοί του έδειξαν (του εφεσείοντα) τα χάπια, που προφανώς πήραν από τον Κρις και αφού τον έριξαν στο έδαφος του έβαλαν χειροπέδες και τον μετέφεραν στον αστυνομικό σταθμό.

Υποστηρίχθηκε από πλευράς εφεσείοντα ότι η επιχείρηση της αστυνομίας ήταν σκευωρία σε βάρος του και ότι ο Κρις χρησιμοποιήθηκε από τους αστυνομικούς για να τον παγιδεύσουν. Αντίθετη βέβαια ήταν η θέση της Κατηγορούσας Αρχής. Ο Κρις και ο Κυριάκος ήταν πρόσωπα άγνωστα στους αστυνομικούς που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση ενώ η κατ' ισχυρισμόν εμπλοκή του Κρις στο επεισόδιο, ήταν ένα ψέμα για να απαλλαγεί ο εφεσείων της ευθύνης. Οι μάρτυρες κατηγορίας που συμμετείχαν στην επιχείρηση της αστυνομίας υποστήριξαν με συνέπεια ότι εκτός από τον εφεσείοντα και τον αδελφό του δεν υπήρχαν άλλα πρόσωπα στη σκηνή, ούτε βέβαια και ο αναφερόμενος Κρις. Σ΄ αυτό το σημείο νομίζουμε πως αξίζει να σημειώσουμε κάποια αντίθεση μεταξύ της μαρτυρίας του εφεσείοντα και της μαρτυρίας του αδελφού του που αφορά στα γεγονότα και επισημαίνεται στην εκκαλούμενη απόφαση. Ο αδελφός του εφεσείοντα Tolgay Erbekci (ΜΥ3), κατέθεσε ότι δεν γνώριζε τους Χουσεΐν και Κυριάκο ενώ τον Κρις τον είδε μόνο για δυο λεπτά κατά την ώρα του επεισοδίου. Και ενώ ο αδελφός του μιλούσε με τον Κρις, ο τελευταίος άνοιξε το αυτοκίνητό τους, άφησε κάτι μέσα, που δεν διέκρινε τί ακριβώς ήταν, και στη συνέχεια είδε τον Κρις που μιλούσε στο κινητό του τηλέφωνο. H αντίθεση εντοπίζεται στο ότι ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι παρέδωσε ο ίδιος στον Κρις τα χάπια, που μέχρι εκείνη την ώρα ήταν τοποθετημένα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου ενώ ο αδελφός του, άφησε να νοηθεί ότι ο Κρις ήταν εκείνος που έφερε τα χάπια και τα άφησε στο αυτοκίνητο.

Δεν έχει αμφισβητηθεί από τον εφεσείοντα ότι σύμφωνα με το αποτέλεσμα της ανάλυσης των χαπιών, επρόκειτο για χάπια τύπου Ecstasy απαγορευμένα από το νόμο. Ένας από τους βασικούς άξονες της υπεράσπισης είναι ότι αυτά τα χάπια δεν είχαν σχέση με τα ισάριθμα χάπια που μετέφερε ο εφεσείων από τα κατεχόμενα μέσα στις δυο κάλτσες και παρέλαβε η αστυνομία στη σκηνή του επεισοδίου το βράδυ της 8.2.04. Τα εν λόγω χάπια ήταν ψεύτικα και αλλάχθηκαν με αληθινά από την αστυνομία με σκοπό την ενοχοποίηση του εφεσείοντα.

Ο ισχυρισμός ότι έγινε ανταλλαγή των ψεύτικων χαπιών με αληθινά τότε μόνο θα αποκτούσε έρεισμα για σκοπούς υπεράσπισης αν γινόταν αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο η εισήγηση ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει το αδιάσπαστο της μαρτυρίας που αφορούσε στην ασφαλή φύλαξη των χαπιών που παρέλαβε η αστυνομία από τη σκηνή του επεισοδίου και κατ' επέκταση της ταυτοσημίας τους μέχρι την παράδοση τους την επόμενη μέρα στη χημικό Αυξεντίου. Το κενό στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής εντοπίζεται, σύμφωνα με την υπεράσπιση, στην απουσία μαρτυρίας ως προς το πού βρίσκονταν τα χάπια μεταξύ των ωρών 21.00 της 8.2.04 και 10.30 της 9.2.04 που αυτά μεταφέρθηκαν και παραδόθηκαν  στη χημικό για ανάλυση. Αυτό ακριβώς το θέμα υπήρξε και η αιτία για την έκδοση διϊστάμενης απόφασης από τον Πρόεδρο του Κακουργιοδικείου ο οποίος, για τους λόγους που εξηγεί, στη δική του χωριστή απόφαση, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού στη μαρτυρία που αφορούσε στη φύλαξη των χαπιών από την αστυνομία κατά το προαναφερόμενο κρίσιμο χρονικό διάστημα. Ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου, θεώρησε ότι η ύπαρξη του κενού στη μαρτυρία είχε  καταλυτικές συνέπειες στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής και ενόψει τούτου, αποφάσισε την αθώωση του εφεσείοντα και στις δύο κατηγορίες. Αντίθετη επί του προκειμένου ήταν η απόφαση της πλειοψηφίας. Σύμφωνα με την απόφαση δεν υπήρχε στη μαρτυρία το κενό που εντόπισε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου.

Ο εφεσείων προώθησε και τους επτά λόγους έφεσης που έχουν συμπεριληφθεί στο εφετήριο. Με τον πρώτο λόγο, υιοθετείται ουσιαστικά η διϊστάμενη απόφαση του Προέδρου του Κακουργιοδικείου που διαπιστώνει την ύπαρξη αγεφύρωτου κενού στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής που αφορούσε στη φύλαξη και διακίνηση των τεκμηρίων. Αυτή  βέβαια είναι και η εισήγηση του εφεσείοντα. Με το δεύτερο λόγο έφεσης καταλογίζονται λάθη και παραλείψεις στο πρωτόδικο δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Αναφέρεται συναφώς ότι εντοπίζονται πέραν των σαρανταπέντε εσφαλμένων σημείων που αφορούν σε ευρήματα αλλά και σε παραλείψεις του δικαστηρίου που καθιστούν επισφαλή και λανθασμένη την απόφαση για καταδίκη. Ο τρίτος, τέταρτος και έβδομος λόγος έφεσης έχουν ως κοινή συνισταμένη την εισήγηση ότι ο εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης ενώ ο πέμπτος λόγος, διαλαμβάνει εισήγηση ότι η σύλληψη, κράτηση και μεταφορά του εφεσείοντα από τη σκηνή του επεισοδίου έγιναν κατά παράβαση των άρθρων 113 και 114 του Συντάγματος, η δε μαρτυρία που λήφθηκε στη συνέχεια, ήταν προϊόν παρανομίας και συνεπώς εσφαλμένα λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο. Με τον έκτο λόγο έφεσης γίνεται εισήγηση ότι η τροποποίηση του πρώτου πίνακα του περί ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου διά της προσθήκης της ουσίας MDMA ως ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α, έγινε κατά παράβαση του συντάγματος επειδή η εν λόγω προσθήκη, έγινε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που δημοσιεύτηκε στην ΚΔΠ 4/96 αντί με νόμο από τη Βουλή.

Ο πρώτος λόγος της έφεσης αφορά στην εισήγηση για ύπαρξη κενού στη μαρτυρία που αναφέρεται στη φύλαξη και διακίνηση των τεκμηρίων 2Α, 2Β και 3 από την αστυνομία, θέμα που άμεσα άπτεται της αμφισβήτησης της ταυτοσημίας των γνήσιων χαπιών ecstasy που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο (τεκμ. 2Α και τεκμ. 2Β) με τα ισάριθμα ψεύτικα (απομιμήσεις) που ο εφεσείων, καθώς ο ίδιος ομολόγησε, είχε στην κατοχή του και παραλήφθηκαν από την αστυνομία κατά το επεισόδιο, το βράδυ της 8.2.04.

Ευθύς εξ αρχής πρέπει να πούμε πως θεωρούμε ορθή την επισήμανση του Κακουργιοδικείου ότι δεν προβλήθηκε οποιαδήποτε ένσταση στην κατάθεση των τεκμηρίων 2Α, 2Β και 3 με σκοπό την αμφισβήτηση της ταυτοσημίας τους με τα ισάριθμα που είχε στην κατοχή του ο εφεσείων. Η επιφύλαξη που ο δικηγόρος του διατύπωσε με δήλωση προτού αυτά κατατεθούν, σαφώς στόχευε στην κατοχύρωση της θέσης της υπεράσπισης ότι τα συγκεκριμένα χάπια, παραλήφθηκαν με τρόπο παράνομο από την αστυνομία, κατόπιν παγίδευσης του εφεσείοντα, και συνεπώς αυτή η μαρτυρία (τεκμήρια 2Α, 2Β και 3) δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο ως μολυσμένη από την παρανομία. Ο συνήγορος υπεράσπισης αφού δήλωσε ρητά πως δεν είχε ένσταση στην κατάθεση των χαπιών, επανέλαβε ότι θα υπέβαλλε εισήγηση στο κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας ότι τα εν λόγω χάπια ήταν προϊόν παγίδευσης και ως τέτοια να μη λαμβάνονταν υπόψη από το δικαστήριο. Αμέσως πιο κάτω θα παραθέσουμε αυτούσια τη δήλωση του δικηγόρου στην οποία έχουμε αναφερθεί καθώς και τις ερωτήσεις - απαντήσεις που προηγήθηκαν της δήλωσης όπως και εκείνων που ακολούθησαν γιατί θεωρούμε, πως η αυτούσια παράθεση των λεχθέντων θα αποβεί  υποβοηθητική στην άμεση αντίληψη και πλήρη κατανόηση τόσο του γράμματος όσο και του πνεύματος της δήλωσης του δικηγόρου και της σημασίας που αυτή ενέχει στην εξέταση του υπό συζήτηση θέματος. Υπενθυμίζουμε ότι η πιο κάτω περικοπή είναι κατά το στάδιο της μαρτυρίας του αστυφύλακα Ανδρέου (ΜΚ1) ο οποίος είχε παραλάβει τα τεκμήρια από το συνάδελφο του Βασιλείου (ΜΚ2) για να τα παρουσιάσει στο δικαστήριο.

«Η κα Ζαχαριάδου συνεχίζει:

Ε.    Και τί τα εκάμετε αυτά τα τεκμήρια;

Α.    Τα έχω και αυτά στην κατοχή μου.

Ε.    Τα είχατε από τότε που τα παραλάβατε μέχρι σήμερα;

Α.    Μάλιστα, τα είχα υπό την ασφαλή φύλαξη μου μέχρι σήμερα και τα έχω στην κατοχή μου τώρα.

Ε.    Να τα παρουσιάσετε παρακαλώ στο Δικαστήριο ένα-ένα. Να παρουσιαστούν πρώτα τα σακουλάκια που έχετε παραλάβει από το Χημείο.

κ. Γεωργίου:- Κύριε Πρόεδρε, στο παρόν στάδιο θα φέρω ένσταση στην κατάθεση τους με την εξής έννοια. Είναι η θέση μας, όπως είναι και η υπεράσπιση μας, ότι ο κατηγορούμενος παγιδεύτηκε από την Αστυνομία. Η νομολογία που ακολουθεί το Ανώτατο Δικαστήριο είναι αυτή που ακολουθεί η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην R. v. Looseley (2001) H.L.R. Εκεί λέει ότι το θέμα της παγίδευσης εγείρεται και επενεργεί με δύο τρόπους. Ο ένας είναι ότι η εισήγηση για αναστολή της διαδικασίας λόγω κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας δεν έχει σχέση με αυτό που κάνει ο μάρτυρας εδώ, και το άλλο, είναι ότι η παρανομία που έχει ληφθεί ως αποτέλεσμα παγίδευσης είναι παράνομα ληφθείσα μαρτυρία και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο. Επειδή δεν θέλω να προκαταλάβω με κανένα τρόπο ποια από τις δυο πτυχές της νομολογίας θα πρέπει να ακολουθήσει το Δικαστήριο, δεν θα με πείραζε να κατατεθούν όλα τα αντικείμενα που έχει ο μάρτυρας και στα οποία αναφέρθηκε, αλλά θα επιφυλάξω το δικαίωμα μου στο κατάλληλο στάδιο να εισηγηθώ ότι είναι προϊόν παγίδευσης του κατηγορούμενου και ως τέτοια δεν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο σας και νομίζω  ότι αυτό είναι το κατάλληλο στάδιο για να θέσω αυτή τη θέση μου για να μην παρεξηγηθώ και να μην εκληφθεί η οποιαδήποτε κατάθεση ως παραδοχή εκ μέρους του κατηγορούμενου.

κα Ζαχαριάδου:- Ενόψει των όσων έχει πει ο συνάδελφος, θα προχωρήσω με την κατάθεση των τεκμηρίων υπό το φως της υπεράσπισης, αλλά να κατατεθούν πρώτα τα σακουλάκια που παρέλαβε από το Χημείο από την κα Μαρία Αυξεντίου για να γίνουν τεκμήρια.

(Ο κ. Γεωργίου βλέπει τα σακουλάκια και διαβουλεύεται με τον κατηγορούμενο και τον κ. Αζίζ)

κ. Γεωργίου:- Κύριε Πρόεδρε, υπό των υπόδειξη των όσων έχω πει, δεν έχω πρόβλημα να κατατεθούν. Θα ήθελα όμως στο κατάλληλο στάδιο να δώσετε οδηγίες να τα δει και ο κατηγορούμενος με την ησυχία του για να μην καθυστερούμε. Δηλαδή μέσα στο Δικαστήριο, στην παρουσία παραγόντων, του μάρτυρα ή του εξεταστή της υπόθεσης. Απλώς να τα δει με την ησυχία του.

κα Ζαχαριάδου:- Παρακαλώ να κατατεθούν, Κύριε Πρόεδρε.

Δικαστήριο:- Δύο σακουλάκια νάιλον που περιέχουν άσπρα δισκία, τα οποία είναι δεμένα μεταξύ τους, με τη γενική αναφορά αρ. Γενικού Χημείου 1691-1732/04 και αρ. Εργαστηρίου Αστυνομίας 466/04(Β), κατατίθενται το πρώτο σακουλάκι το οποίο περιγράφεται ως αρ. Τεκμ. 1(Α) ως τεκμήριο 2Α και το δεύτερο σακουλάκι που περιγράφεται ως 1(Β) ως τεκμήριο 2Β.»

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντα επιφύλαξε το δικαίωμά του να εισηγηθεί στο κατάλληλο στάδιο ότι τα χάπια,  τεκμήρια πλέον της υπόθεσης, ήταν προϊόν παγίδευσης. Διευκρίνισε περαιτέρω πως η κατάθεση των χαπιών (τεκμ. 2Α, 2Β και 3) δεν θα έπρεπε να εκληφθεί ως παραδοχή του πελάτη του στις κατηγορίες. Όταν η δικηγόρος της Δημοκρατίας άρχισε να υποβάλλει ερωτήσεις στο Βασιλείου (ΜΚ2), σχετικές με τα τεκμήρια, παρενέβη ο δικηγόρος του εφεσείοντα ο οποίος δήλωσε τη συναίνεσή του όπως τεθούν μπροστά στο μάρτυρα όλα τα τεκμήρια «..... ώστε να μπορεί με ένα ναι ή ένα όχι για να προχωρούμε». Το νόημα της δήλωσης είναι ότι ο μάρτυρας μπορούσε να απαντά με ένα ναι ή ένα όχι στις ερωτήσεις που αφορούσαν στα τεκμήρια που ο μάρτυρας θα είχε μπροστά του. Ενόψει τούτου, η δικηγόρος της Δημοκρατίας ζήτησε να παρουσιαστούν τα τεκμήρια 2Α και 2Β τα οποία, αφού είδε ο μάρτυρας, αναγνώρισε ότι ήταν εκείνα που βρέθηκαν μέσα στα σακουλάκια που ήταν μέσα στις κάλτσες (τεκμ. 3).

Συνυφασμένη με την υπεράσπιση της παγίδευσης που αρχικά προώθησε ο εφεσείων με κύριο στόχο τον αποκλεισμό των χαπιών από το μαρτυρικό υλικό είναι και η θέση της υπεράσπισης ότι η αστυνομία ενήργησε με αλλότρια κίνητρα αναγόμενα σε λόγους  πολιτικούς επειδή ο εφεσείων και ο αδελφός του είναι τουρκοκύπριοι. Το πρόβλημα παρουσιάστηκε στην πορεία όταν άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι η γραμμή της παγίδευσης δεν είχε προοπτική επιτυχίας ενόψει του ισχυρισμού που πρόβαλε ο εφεσείων στην κατάθεσή του προς την αστυνομία ότι τα χάπια που είχε στην κατοχή του ήταν ψεύτικα. Διαφάνηκε ότι η μια εκδοχή θα εξουδετέρωνε την άλλη αφού η υπεράσπιση της παγίδευσης δεν θα μπορούσε να αποκτήσει έρεισμα αν ο εφεσείων προωθούσε παράλληλα και τον ισχυρισμό ότι τα χάπια ήταν ψεύτικα. Έχουμε επομένως την άποψη ότι η εισήγηση για αγεφύρωτο κενό στη μαρτυρία που αφορά στη φύλαξη και διακίνηση των τεκμηρίων κατά το χρονικό διάστημα από το βράδυ της 8.2.04 μέχρι τις 10.30 π.μ. της 9.2.04 ορθά εξετάστηκε υπό το φως των δηλώσεων και χειρισμών του δικηγόρου της υπεράσπισης λαμβανομένου επίσης υπόψη και όλου του φάσματος των γεγονότων όπως εμφανίζονταν κατά το στάδιο της κατάθεσης των τεκμηρίων.

Σε συμφωνία με την απόφαση της πλειοψηφίας, θεωρούμε ότι η  παράλειψη του Βασιλείου (ΜΚ2) να καταθέσει σχολαστικά για το θέμα της φύλαξης και διακίνησης των τεκμηρίων, ήταν αχρείαστη και εν πάση περιπτώσει δεν δημιούργησε οποιοδήποτε κενό στην αλυσίδα της μαρτυρίας που αφορούσε στο συγκεκριμένο θέμα. Η υπεράσπιση με τη στάση και τη γραμμή που επέλεξε να ακολουθήσει, διαμόρφωσε μια σαφή εικόνα πραγμάτων ως προς τα συγκεκριμένα τεκμήρια που δεν άφηνε στο δικαστήριο περιθώριο για ανεπίτρεπτες υποθέσεις αναφορικά με την προέλευση ή την ταυτότητα τους όπως συνέβηκε στη Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363 και Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143. Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως δεν υποβλήθηκε εισήγηση στον ανακριτή της υπόθεσης ή στους άλλους αστυνομικούς μάρτυρες ότι τα χάπια ήταν ψεύτικα ούτε υποβλήθηκε σ' αυτούς ότι τα χάπια που ο εφεσείων έφερε από τα κατεχόμενα αλλάχθηκαν από τους αστυνομικούς με αληθινά έτσι ώστε η παράλειψη του Βασιλείου (ΜΚ2) να καταθέσει ότι τα είχε υπό την ασφαλή φύλαξή του κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα να δημιουργεί κενό, μοιραίο για την υπόθεση των εφεσιβλήτων.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αναφέρεται σε σωρεία λαθών και παραλείψεων που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και εντοπίζονται σε περισσότερα από 45 σημεία της εκκαλούμενης απόφασης. Ωστόσο, στις λεπτομέρειες που συνοδεύουν τον πιο πάνω λόγο έφεσης καταγράφονται τρία θέματα που κατά την άποψή μας δεν έχουν  ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της υπόθεσης.  Εισηγείται ο εφεσείων ότι η αναφορά στην απόφαση ότι η λεωφόρος Βύρωνος στη Λευκωσία είναι περιοχή υψηλού κινδύνου για διακίνηση ναρκωτικών δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία. Η διαπίστωσή μας είναι ότι η συγκεκριμένη αναφορά βρίσκει έρεισμα στην αξιόπιστη μαρτυρία των Ιωάννου (ΜΚ3) και Παναγιώτου (ΜΚ4). Λέγει επίσης ο εφεσείων ότι είναι αυθαίρετη και η αναφορά  για τις πινακίδες του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο αδελφός του εφεσείοντα. Σχετικά με αυτό το ζήτημα υπάρχει η θετική μαρτυρία των πιο πάνω μαρτύρων ότι το εν λόγω αυτοκίνητο έφερε πινακίδα με αριθμό εγγραφής DN 666. Στην εκκαλούμενη απόφαση δεν υπάρχει διαπίστωση ότι ο εφεσείων και ο αδελφός του βρίσκονταν μέσα στο αυτοκίνητο και ότι πλησίασε τρίτο πρόσωπο πριν από την επέμβαση της αστυνομίας. Σε κανένα σημείο της απόφασης γίνεται λόγος για τρίτο πρόσωπο. Το πρόσωπο που θεάθηκε να συνομιλεί με τον αδελφό του εφεσείοντα, οδηγό του αυτοκινήτου, ήταν ο ίδιος ο εφεσείων ο οποίος στεκόταν έξω από το αυτοκίνητο και προσπάθησε να διαφύγει όταν επενέβηκε η αστυνομία. Επομένως ό,τι άλλο αναφέρεται στον δεύτερο λόγο έφεσης σχετικά με αυτή τη πτυχή της μαρτυρίας δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων διατυπώνει παράπονο ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης γιατί «η όλη διαδικασία δεν έγινε στην επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας την οποία θα ήταν σε θέση να κατανοήσει δηλαδή την τουρκική και λόγω του ότι δεν έτυχε την παροχή υπηρεσίας διερμηνέα η οποία να κατανοεί την τουρκική γλώσσα και να μεταφράζει με επάρκεια τα διαβοώμενα στον κατηγορούμενο.» Η διαπίστωσή μας είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο από την αρχή μέχρι το τέλος της διαδικασίας, έδειξε έμπρακτα το ενδιαφέρον του για μετάφραση από τα ελληνικά στα τουρκικά και αντίστροφα από ικανούς μεταφραστές έτσι ώστε να κατανοεί ο εφεσείων τα διαμειβόμενα στη διαδικασία. Όταν ο συνήγορος του εφεσείοντα ήγειρε θέμα ότι η μετάφραση δεν γινόταν ικανοποιητικά, το δικαστήριο ανέθεσε αμέσως σε άλλο μεταφραστή την εκτέλεση του συγκεκριμένου καθήκοντος προς ικανοποίηση του εφεσείοντα. Ο νέος μεταφραστής ήταν το πρόσωπο που παρακολουθούσε μέχρι εκείνη την ώρα τη μετάφραση και βοηθούσε παράλληλα τον εφεσείοντα. Όταν ο κατηγορούμενος εκπροσωπείται με δικηγόρο και η ενώπιον του δικαστηρίου διαδικασία διεξάγεται σε γλώσσα που δεν μπορεί να κατανοήσει ο κατηγορούμενος, ο δικηγόρος  έχει την ευθύνη να επισύρει την προσοχή του δικαστηρίου και το δικαστήριο καθηκόντως οφείλει να μεριμνήσει ώστε να υπάρχει ικανοποιητική μετάφραση. Το δικαίωμα του κατηγορούμενου να έχει μετάφραση σε κατανοητή γλώσσα κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.3(ε) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και τότε μόνο υπάρχει παραβίαση αυτού του δικαιώματος όταν το δικαστήριο αντιληφθεί ότι η διαδικασία δεν γίνεται ικανοποιητικά αντιληπτή από τον κατηγορούμενο. Βλ. Jemal Kasapoglou v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 301 και Ahmet Cerkez κ.ά. v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 314. Στην προκείμενη περίπτωση το προαναφερόμενο δικαίωμα του εφεσείοντα δεν έχει καθόλου παραβιασθεί. Από την αρχή της διαδικασίας υπήρχε μεταφραστής ο οποίος αντικαταστάθηκε μόλις ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι δεν ήταν απόλυτα ικανοποιητική η μετάφραση.

Γίνεται επίσης εισήγηση ότι το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη παραβιάστηκε λόγω της εθνικής και/ή φυλετικής καταγωγής του. Αναφέρεται συναφώς ότι οι Δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, διαπνέονταν από προκατάληψη και φυλετικό μίσος εναντίον του και «σε μεγάλο βαθμό παρέσυραν και τον Πρόεδρο του Κακουργιοδικείου στο ίδιο άδικο μονοπάτι». Διαβάσαμε προσεκτικά τα πρακτικά της δίκης συμπεριλαμβανομένων των ενδιάμεσων και τελικών αποφάσεων. Δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε που να δικαιολογεί ή να τεκμηριώνει έστω κατ' ελάχιστο το πιο πάνω παράπονο που διατυπώνεται στον τέταρτο λόγο της έφεσης. Τηρήθηκαν όλα τα εχέγγυα και οι κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Σε κανένα σημείο δεν διακρίναμε άδικη μεταχείριση του εφεσείοντα από το δικαστήριο και σε καμιά περίπτωση δεν έχουμε αντιληφθεί ότι τέθηκε σε δυσμενέστερη θέση λόγω της καταγωγής του. Έχουμε επομένως την άποψη ότι η εισήγηση συνιστά σκέψη εκ του πονηρού και η προβολή της  επινοήθηκε μετά τη δίκη. Στα πλαίσια του τέταρτου λόγου έφεσης διαπλέκεται και το θέμα της παγίδευσης του εφεσείοντα από την αστυνομία ως προέκταση της  εισήγησης ότι τα κίνητρα της δίωξης ήταν πολιτικά και ένεκα της καταγωγής του εφεσείοντα. Νομίζουμε πως η συζήτηση πρέπει εδώ να κλείσει εφόσον δεν υπάρχουν στοιχεία προς τεκμηρίωση των όσων αυθαίρετα ισχυρίζεται ο εφεσείων. Θα παραθέσουμε μόνο την πιο κάτω περικοπή από την εκκαλούμενη απόφαση με την οποία δίδεται η πρέπουσα απάντηση στις άδικες κατηγορίες της υπεράσπισης.

«Ο ισχυρισμός δε του συνηγόρου υπεράσπισης ότι υπήρχαν πολιτικά κίνητρα έμεινε ατεκμηρίωτος, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι ο κατηγορούμενος είχε προμηθευτεί τα ναρκωτικά από τον «νεαρό Τούρκο» Huseyin που, όπως ισχυρίστηκε, δεν του είπε την αλήθεια ότι τα χάπια ήταν αληθινά. Αν όντως ο Huseyin του είχε πει ότι τα χάπια είναι ψεύτικα, πώς επικαλείται ο κατηγορούμενος παγίδευση της Αστυνομίας για πολιτικούς λόγους; Εκτός και αν εννοεί ότι στην παγίδευση συμμετείχε και ο φίλος του ο Huseyin, οπότε παραμένει μυστήριο ποιοι είναι οι πολιτικοί λόγοι.»

Ο εφεσείων παραπονείται επίσης ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης για ένα ακόμα λόγο. Λέγει συναφώς ότι δεν του «δόθηκαν επαρκείς διευκολύνσεις και ευχέρεια για να επιμένει επαρκώς στην υπεράσπισή του ενόψει του γεγονότος ότι τελούσε υπό κράτηση στις κεντρικές φυλακές οι οποίες δεν επέτρεψαν στο δικηγόρο του να τον επισκεφθεί το απόγευμα πριν από την ημερομηνία που όρισε το δικαστήριο για να ανοίξει την υπόθεσή της η υπεράσπιση».

Ο εφεσείων κλήθηκε σε απολογία στις 13.12.04. Δηλώθηκε εκ μέρους του ότι θα κατέθετε ενόρκως και θα καλούσε μάρτυρες. Το δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη προσωπικές ανάγκες του δικηγόρου του εφεσείοντα αναπροσάρμοσε την ορισθείσα νέα δικάσιμο και η υπόθεση ορίστηκε για συνέχιση της ακρόασης στις 16.12.04 με προοπτική συνέχισης τις επόμενες ημέρες. Στις 16.12.04 ο δικηγόρος του εφεσείοντα, υπό μορφή παραπόνου, ανέφερε στο δικαστήριο ότι την προηγούμενη μέρα επιδίωξε να συναντήσει τον πελάτη του στις Κεντρικές Φυλακές αλλά ο αξιωματικός υπηρεσίας του εξήγησε ότι μετά τις 6.00 μ.μ. δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί τέτοια συνάντηση. Ο δικηγόρος υπέβαλε στη συνέχεια αίτημα όπως η κράτηση του πελάτη του συνεχιστεί, ενόσω θα διαρκούσε η δίκη, σε οποιοδήποτε άλλο μέρος εκτός από τις φυλακές για να δύναται ανενόχλητα να τον βλέπει την ώρα που θα μπορούσε. Σαν τέτοιους τόπους κράτησης πρότεινε το ξενοδοχείο Χίλτον ή τα σπίτια που «φυλάγονται» οι μάρτυρες στην περιοχή ΡΙΚ ή οποιοδήποτε άλλο μέρος εκτός των Κεντρικών Φυλακών. Καθόσον αφορά το πρώτο θέμα το Κακουργιοδικείο ορθά παρατήρησε πως εκτός από τον αόριστο τρόπο που τέθηκε το θέμα δεν υπήρχε ο,τιδήποτε άλλο ενώπιόν του το οποίο σαφώς να υποδηλώνει ότι ο κατηγορούμενος στερήθηκε πράγματι του δικαιώματος να παρουσιάσει την υπόθεσή του. Προσθέτουμε πως αν πράγματι υπήρχε τέτοιο ζήτημα, το λιγότερο που θα μπορούσε να πράξει ο δικηγόρος του υπό τις περιστάσεις ήταν να ζητήσει αναβολή της ακρόασης, κάτι που δεν έπραξε. Αναφορικά με το δεύτερο θέμα, το δικαστήριο ορθά υπενθύμισε ότι σε κάθε περίπτωση οι κατηγορούμενοι που κρατούνται στις Κεντρικές Φυλακές υπόκεινται στους περιορισμούς που ρυθμίζονται από τους κανονισμούς των φυλακών και ότι το θέμα του τόπου της κράτησης βρίσκεται εκτός της δικής του αρμοδιότητας.

Ο πέμπτος λόγος έφεσης διατυπώνεται ως εξής: «Η σύλληψη, κράτηση και μεταφορά του κατηγορούμενου από την οδό Λόρδου Βύρωνος έγινε με τρόπο που παραβίαζε τα άρθρα 114 και 113 του Συντάγματος και συνακόλουθα όλη η μαρτυρία που λήφθηκε μετά τις 20.30 το βράδυ της 8.2.04 ήταν προϊόν αντισυνταγματικής συμπεριφοράς και ήταν παράνομα ληφθείσα μαρτυρία και εσφαλμένα λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο.

Η εξέταση του θέματος που εγείρεται με τον πιο πάνω λόγο έφεσης πρέπει να γίνει σε συνάρτηση προς τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι υποψίες της αστυνομίας άρχισαν όταν θεάθηκε αυτοκίνητο με τουρκοκυπριακές πινακίδες να κινείται με τρόπο ύποπτο σε περιοχή υψηλού κινδύνου για τη διακίνηση ναρκωτικών. Οι υποψίες αυξήθηκαν όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε στο χώρο στάθμευσης  και ο εφεσείων, όπως και ο αδελφός του, δεν έδωσαν καμιά εξήγηση για την παρουσία τους. Οι υποψίες της αστυνομίας επιβεβαιώθηκαν με την ανεύρεση των χαπιών και την προσπάθεια του εφεσείοντα να διαφύγει. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η αστυνομία ενήργησε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 29(2)(α)(β) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου. Η δράση της ήταν εύλογη και μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας. Βλ. Al-Hamat κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117, Δημοκρατία ν. Kirnouyan κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 126 και Halsubury's Laws of England, 4th Ed., (reissue) vol. 11(1), par. 662. Ο περιορισμός των κινήσεων του εφεσείοντα για μικρό χρονικό διάστημα δεν ισοδυναμούσε με σύλληψη ώστε να τίθεται θέμα παραβίασης  δικαιωμάτων κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα. Ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η αστυνομία δεν υπερέβη τα όρια της αποδεκτής συμπεριφοράς και δράσης για καταστολή της παρανομίας.

Με τον έκτο λόγο έφεσης ο εφεσείων εισηγείται ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η ΚΔΠ 4/96 με την οποία τροποποιήθηκε ο πρώτος πίνακας του νόμου και προστέθηκε η ουσία MDMA ως ελεγχόμενο φάρμακο τάξης Α έγινε με τρόπο συνταγματικό.

Η Βουλή με βάση το άρθρο 3 του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου παραχώρησε στο Υπουργικό Συμβούλιο την εξουσία να τροποποιεί το μέρος ΙV του Πρώτου Πίνακα του νόμου. Η παραχώρηση της συγκεκριμένης εξουσίας από τη Βουλή προς το Υπουργικό Συμβούλιο συνάδει με τις πρόνοιες του άρθρου 54(ζ) του Συντάγματος. Σχετικές επί του προκειμένου είναι οι Police v. Hondrou and Others 1 (R.S.C.C.) 82 και Nakoka Ltd v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 471.

Καταλήγουμε ότι η εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και δεν διακρίνουμε λόγο για επέμβαση.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο