ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 314
16 Μαΐου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 7702)
AHMET CERKEZ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7703)
GENGIZ KARASHAHIM,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7702, 7703)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα Άρθρα 3.1, 3.2 και 3.4 ― Γλώσσα επισήμων εγγράφων και δικαστικής διαδικασίας ― Κατά πόσο παραβιάσθηκαν τα πιο πάνω Άρθρα του Συντάγματος λόγω της μη χρήσης της Τουρκικής γλώσσας κατά τη διαδικασία σε ποινική υπόθεση εναντίον Τουρκοκυπρίων με αποτέλεσμα να έχει επηρεαστεί το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη ― Υιοθέτηση σκεπτικού και κατάληξης του Εφετείου στην Kasapoglou v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 301.
Δίκαιο της ανάγκης ― Παρέκκλιση από το Σύνταγμα, δικαιολογείται από το δίκαιο της ανάγκης ― Διατύπωση επισήμων εγγράφων στην Τουρκική γλώσσα ― Άρθρο 3.1 του Συντάγματος ― Δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής ενόψει του δικαίου της ανάγκης.
Ποινή ― Ναρκωτικά ― Προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β από άλλο πρόσωπο και κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθειά του σε άλλο πρόσωπο ― Επιβολή ποινής συντρέχουσας φυλάκισης 3 χρόνων και 4½ χρόνων αντίστοιχα σε κάθε κατηγορία.
Ποινική Δικονομία ― Έφεση κατά της καταδίκης μετά από παραδοχή ενοχής στην πρωτόδικη διαδικασία ― Άρθρο 135(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς τη δυνατότητα άσκησής της.
Οι εφεσείοντες που είναι Τουρκοκύπριοι καταδικάστηκαν μετά από παραδοχή τους σε κατηγορίες προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β από άλλο πρόσωπο και κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο και τους επιβλήθηκε ποινή συντρέχουσας φυλάκισης 3 χρόνων και 4½ χρόνων αντίστοιχα σε κάθε κατηγορία.
Οι εφεσείοντες υπέβαλαν τις παρούσες εφέσεις προσωπικά, προβάλλοντας, ο μεν εφεσείων στην έφεση 7703 ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, ο δε εφεσείων στην έφεση 7702 ότι είναι αθώος. Οι λόγοι έφεσης αφορούν τη γλώσσα της διεξαγωγής της διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου η οποία και οδήγησε σε κατ' ισχυρισμό παραβίαση των Άρθρων 3.1, 3.2 και 3.4 του Συντάγματος. Υποβλήθηκε επίσης ότι παραβιάσθηκε το Άρθρο 3.8 του Συντάγματος αφού δεν δόθηκαν οδηγίες όπως χρησιμοποιηθεί η Τουρκική γλώσσα στο Δικαστήριο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η έφεση 7702 δεν μπορεί να εξεταστεί ως έφεση εναντίον της καταδίκης αφού δεν στηρίζεται στις διατάξεις του Άρθρου 135(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Εν πάση περιπτώσει, με βάση τους λόγους έφεσης δεν είναι δυνατή η υπαγωγή της υπόθεσης στις πρόνοιες του Άρθρου 135(β) του Κεφ. 155.
2. Στην έφεση 7703 δεν έχει προωθηθεί θέμα υπερβολικής υπό τις περιστάσεις, ποινής και φαίνεται ότι τέτοια θέση έχει εν πάση περιπτώσει εγκαταλειφθεί.
3. Αναφορικά με τα συνταγματικά θέματα που προωθήθηκαν στις εφέσεις από τις θέσεις που προέβαλαν οι εφεσείοντες, υιοθετείται το σκεπτικό και η κατάληξη του Εφετείου στην Kasapoglou v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 301 που μόλις έχει εκδοθεί.
4. Και εδώ όπως και στην Kasapoglou το Δικαστήριο μερίμνησε για την μετάφραση της όλης διαδικασίας στην Τουρκική γλώσσα, έτσι που να μην έχει παραβιαστεί οποιοδήποτε συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των εφεσειόντων και τα εχέγγυα για δίκαιη δίκη. Και εδώ σε κανένα στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας δεν ηγέρθη θέμα γλώσσας της διαδικασίας.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ορφανίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 168,
Ματθαίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 149,
Kasapoglou v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 301,
Attorney General v. Ibrahim (1964) C.L.R. 195,
The United Bible Societies (Gulf) v. Χατζηκακού (1990) 1 Α.Α.Δ. 395.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες-Τουρκοκυπρίους, εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 5041/04) ημερ. 7/5/04, με την οποία βρέθηκαν ένοχοι, κατόπιν παραδοχής, σε κατηγορίες προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β από άλλο πρόσωπο και κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο και τους επιβλήθηκε ποινή συντρέχουσας φυλάκισης 3 χρόνων και 4½ χρόνων αντίστοιχα σε κάθε κατηγορία.
Μ. Γεωργίου, για τους Εφεσείοντες.
Η. Στεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 7703 και ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 7702 ήταν αντίστοιχα κατηγορούμενοι 1 και 3 στην Ποινική Υπόθεση 5041/2004 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας. Μετά από παραδοχή τους, οι εφεσείοντες-κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε κατηγορίες προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β από άλλο πρόσωπο και κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο και τους επιβλήθηκε ποινή συντρέχουσας φυλάκισης 3 χρόνων και 4½ χρόνων αντίστοιχα σε κάθε κατηγορία.
Ο μεν εφεσείων στην 7703 εκπροσωπείτο από ελληνοκύπριο δικηγόρο, τον οποίο άλλαξε σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας και πάλι με ελληνοκύπριο και ο εφεσείων στην 7702 εκπροσωπείτο από τουρκοκύπριο δικηγόρο.
Μετά την καταδίκη τους και οι δύο κατηγορούμενοι υπέβαλαν τις παρούσες εφέσεις προσωπικά.
Αναφορικά με τους λόγους της έφεσης στην μεν έφεση 7703 αναφέρεται «EXESSIVE Sentence» (υπερβολική ποινή), εις δε την έφεση 7702 «I' am inoccent» (είμαι αθώος). Επισημαίνεται σε αυτό το στάδιο πως από τους λεπτομερείς λόγους έφεσης που κατατέθηκαν αργότερα από το συνήγορο και των δύο εφεσειόντων, δεν γίνεται καμμιά αναφορά σε υπερβολική ποινή όσον αφορά τον εφεσείοντα στην 7703, που ήταν όπως αναφέραμε και ο μόνος λόγος της έφεσης του.
Οι λόγοι που προβλήθηκαν στην 7703 και υιοθετήθηκαν και αναπτύχθηκαν και για την Ποινική Έφεση 7702 αφορούν τη γλώσσα της διεξαγωγής της διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Παραπονείται ο συνήγορος των εφεσειόντων εκ μέρους τους ότι η διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν άκυρη, γιατί δεν χρησιμοποιήθηκε ως γλώσσα της διαδικασίας η Τουρκική, που είναι μία από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας και όφειλε να χρησιμοποιηθεί, αφού οι κατηγορούμενοι ήταν Τουρκοκύπριοι. Περαιτέρω, παραπονείται γιατί το κατηγορητήριο και οι καταθέσεις δεν είχαν δοθεί στους κατηγορούμενους συνταγμένες στην Τουρκική γλώσσα. Ισχυρίζεται έτσι, ότι υπήρξε παραβίαση των Άρθρων 3.1, 3.2 και 3.4 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υπήρξε επίσης, όπως υπέβαλε, παραβίαση του Άρθρου 3.8, αφού δεν δόθηκαν οδηγίες όπως χρησιμοποιηθεί η Τουρκική γλώσσα στο Δικαστήριο.
Περαιτέρω, αναφορικά με τον εφεσείοντα στην 7703, κατηγορούμενο 1 στην υπόθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου, υπάρχει ισχυρισμός ότι δεν καταγράφηκε ορθά η απάντηση του στην κατηγορία, η οποία στην ουσία ήταν άρνηση της κατηγορίας και ότι το πρακτικό είναι ελλιπές και λανθασμένο επί του προκειμένου. Επί του σημείου τούτου παρατηρούμε πως το πρακτικό φαίνεται να είναι πλήρες και ουδέποτε πρωτόδικα ηγέρθη τέτοιο θέμα και εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί ένας απλός ισχυρισμός στο εφετήριο ή στην αγόρευση του δικηγόρου να συνιστά βάση αμφισβήτησης της ορθότητας του πρακτικού και αλλοίωσης του επίσημου αυτού πρακτικού, που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου. Παρατηρούμε επίσης, επί του προκειμένου, ότι μετά την απάντηση που είχε δώσει ο κατηγορούμενος στις 6.5.2004, για την οποία παραπονείται ο συνήγορος, αργότερα στις 7.5.04, μετά από τροποποίηση του κατηγορητηρίου, οι εφεσείοντες-κατηγορούμενοι ξανακατηγορήθηκαν και έδωσαν και πάλιν απάντηση παραδοχής. Ως εκ τούτου ο λόγος αυτός της έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Σύμφωνα με το άρθρο 135(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 πρόσωπο που καταδικάστηκε κατόπιν ομολογίας ενοχής δικαιούται μόνο να ζητήσει άδεια για άσκηση έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της καταδίκης του για το λόγο ότι τα γεγονότα που εκτίθενται στο κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο και τα οποία αυτός παραδέχθηκε, δεν αποκαλύπτουν ποινικό αδίκημα. Ο συνήγορος των εφεσειόντων δεν βασίζει την έφεση του στις διατάξεις του πιο πάνω άρθρου, αλλά, εν πάση περιπτώσει, με βάση τους λόγους έφεσης δεν είναι δυνατή η υπαγωγή της υπόθεσης στις πρόνοιες του Άρθρου 135(β) του Κεφ. 155. (Σχετικά με το θέμα δέστε και Ορφανίδης και Άλλοι ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 168 και Ματθαίου και Άλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 149).
Έτσι, η έφεση 7702 δεν μπορεί να εξεταστεί ως έφεση εναντίον της καταδίκης, στη δε 7703 δεν έχει προωθηθεί θέμα υπερβολικής υπό τις περιστάσεις ποινής και φαίνεται ότι έχει εν πάση περιπτώσει εγκαταλειφθεί τέτοια θέση.
Παρόλα τα πιο πάνω, επειδή οι θέσεις που προωθήθηκαν στις εφέσεις αφορούν συνταγματικά θέματα και επειδή αν αυτές οι θέσεις ευσταθούν, δυνατόν να οδηγούν σε ακυρότητα της διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου, θα πρέπει να εξεταστούν και να απαντηθούν.
Στην Κasapoglou ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 301 που μόλις έχουμε εκδώσει, εγέρθηκαν μεταξύ άλλων και αποφασίστηκαν πανομοιότυπα θέματα. Παραπέμπουμε στην απόφαση αυτή και επαναλαμβάνουμε και υιοθετούμε τα όσα εκεί παρατηρούμε, καθώς και την κατάληξή μας επί του προκειμένου. Σε συντομία αναφέρουμε πως εν όψει του δικαίου της ανάγκης, όπως αρχικά εκφράστηκε στην Attorney General v. Mustafa Ibrahim (1964) C.L.R. 195 και σε νομολογία που ακολούθησε, δεν είναι δυνατόν πια Τουρκοκύπριοι να δικάζονται από Τουρκοκύπριο Δικαστή και ούτε μπορεί να τύχει εφαρμογής το Άρθρο 3.1 του Συντάγματος που προνοεί για τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας και συνεπώς ούτε τα επίσημα έγγραφα δεν μπορεί να διατυπώνονται στην Τουρκική γλώσσα, όπως λέχθηκε στην The United Bible Societies (Gulf) v. Χατζηκακού (1990) 1 Α.Α.Δ. 395.
Και εδώ παρατηρούμε πως το Δικαστήριο μερίμνησε να γίνει το μέγιστο δυνατό που στην περίπτωση ήταν και πάλι να μεταφράζεται η όλη διαδικασία στην Τουρκική γλώσσα, έτσι που να μην έχει παραβιαστεί οποιοδήποτε συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των εφεσειόντων, καθώς και τα εχέγγυα για δίκαιη δίκη. Επισημαίνουμε και εδώ πως σε κανένα στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας δεν ηγέρθη θέμα γλώσσας της διαδικασίας.
Με το ίδιο σκεπτικό και με την ίδια κατάληξη, όπως και στην υπόθεση Kasapoglou (πιο πάνω) καταλήγουμε πως οι εφέσεις πρέπει να απορριφθούν.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.