ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2005) 2 ΑΑΔ 301

16 Μαΐου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

DJEMAL KASAPOGLOU,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7760)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα Άρθρα 3.1, 3.2 και 3.4 ― Γλώσσα επισήμων εγγράφων και δικαστικής διαδικασίας ― Κατά πόσο παραβιάσθηκαν τα πιο πάνω Άρθρα του Συντάγματος λόγω της μη χρήσης της Τουρκικής γλώσσας στη σύνταξη του κατηγορητηρίου και κατά την ακροαματική διαδικασία σε ποινική υπόθεση εναντίον Τουρκοκύπριου με αποτέλεσμα να έχει επηρεαστεί το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη.

Δίκαιο της ανάγκης ― Παρέκκλιση από το Σύνταγμα, δικαιολογείται από το δίκαιο της ανάγκης ― Διατύπωση επισήμων εγγράφων στην Τουρκική γλώσσα ― Άρθρο  3.1 του Συντάγματος ― Δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής ενόψει του δικαίου της ανάγκης.

Διερμηνέας ― Δικαίωμα κατηγορουμένου να έχει δωρεάν συμπαράσταση διερμηνέως, εφ' όσον δεν δύναται να κατανοεί ή ομιλεί την γλώσσα η οποία χρησιμοποιείται κατά τη διαδικασία ― Σύνταγμα, Άρθρο 30.3(ε) ― Κατά πόσο παραβιάσθηκε το πιο πάνω Άρθρο του Συντάγματος κατά τη διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας εναντίον Τουρκοκύπριου κατηγορουμένου.

Δικηγόροι ― Ποινική δίκη ― Ο δικηγόρος υπέχει θέση αντιπροσώπου ο οποίος σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις λειτουργεί στην παρουσία του πελάτη του ― Η φωνή και ο λόγος του δικηγόρου είναι η φωνή και ο λόγος του κατηγορουμένου πελάτη του.

Παγίδευση κατηγορουμένου ― Προϋποθέσεις δημιουργίας παγίδευσης κατηγορουμένου και επιπτώσεις της στη διεξαγωγή της δίκης ― Ορθή νομική αρχή διαμορφώθηκε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κανάρη (2005) 2 A.A.Δ. 105.

Αποζείν από κέρδη πορνείας ― Κατά πόσο δεν είναι δυνατή η καταδίκη για το αδίκημα του αποζείν από κέρδη πορνείας ενόψει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι η πορνεία είναι νόμιμη οικονομική δραστηριότητα.

Διεθνείς Συμβάσεις ― Δικαίωμα ελεύθερης επιλογής εργασίας εντός του κυρίαρχου εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ― Άρθρο 39 της Συνθήκης της Ρώμης ― Κατά πόσο έχει εφαρμογή στην περίπτωση εργοδότη πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ο εφεσείων που είναι Τουρκοκύπριος, κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία σε μία κατηγορία για αποζείν από κέρδη πορνείας και σε δύο κατηγορίες για παράνομη εργοδότηση αλλοδαπών.  Καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 μηνών στην κατηγορία του αποζείν από κέρδη πορνείας και σε φυλάκιση 45 ημερών σε κάθε μία από τις άλλες δύο κατηγορίες.  Ο εφεσείων αρχικά εκπροσωπείτο από Ελληνοκύπριο δικηγόρο, στη συνέχεια όμως χειρίσθηκε την υπόθεση αυτοπροσώπως.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση προβάλλοντας μόνο νομικούς λόγους.  Ένας αριθμός αυτών των λόγων αφορούν (α) τη μη χρήση της Τουρκικής γλώσσας κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας και την παράλειψη παροχής σε επτά δικάσιμους των υπηρεσιών διερμηνέα (β) την παράνομη παγίδευσή του, (γ) το ότι εφόσον έχει αποφασισθεί απο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι η πορνεία είναι νόμιμη οικονομική δραστηριότητα δεν θα μπορούσε κάποιος να καταδικαστεί για το αδίκημα του αποζείν από κέρδη πορνείας και (δ) τον ισχυρισμό πως η καταδίκη του για εργοδότηση αλλοδαπών χωρίς άδεια πρέπει να ανατραπεί γιατί αντίκειται προς το Άρθρο 39 της Συνθήκης της Ρώμης.

Αναφορικά με τη γλώσσα της διαδικασίας ο εφεσείων υποστήριξε ότι παραβιάστηκαν τα Άρθρα 3.2 και 3.4 του Συντάγματος και αναφορικά με τη μη ύπαρξη διερμηνέα το Άρθρο 30.3(ε) του Συντάγματος.

Η θέση του εφεσείοντος ήταν ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν μερίμνησε όπως το κατηγορητήριο και οι καταθέσεις δοθούν προς αυτόν στην Τουρκική γλώσσα, ότι επίσης δεν του επετράπη να απευθυνθεί προς το Δικαστήριο στην Τουρκική γλώσσα κατ' εφαρμογή του Άρθρου 3.8 του Συντάγματος και ότι σε επτά δικασίμους δεν του δόθηκαν οι υπηρεσίες διερμηνέα ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τη διαδικασία στο Δικαστήριο, κατά παράβαση των συνταγματικών του δικαιωμάτων.

Αποφασίστηκε ότι:

(α) Η γλώσσα της διαδικασίας

Το Άρθρο 3.1 του Συντάγματος δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής λόγω πρακτικών δυσκολιών και συνεπώς τα επίσημα έγγραφα δεν διατυπώνονται στην Τουρκική γλώσσα. Όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό και όλη τη διαδικασία ο εφεσείων κατανόησε τη σημασία του κατηγορητηρίου, αρνήθηκε ενοχή και προχώρησε στη διεξαγωγή της υπεράσπισής του.  Έτσι, πουθενά δεν φαίνεται να έχει επηρεαστεί το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη αναφορικά με το θέμα αυτό.  Ως εκ τούτου διαπιστώνεται ότι δεν υπήρξε ούτε και παράβαση του Άρθρου 30.3 του Συντάγματος.

Ο ισχυρισμός για παραβίαση του Άρθρου 3.8 του Συντάγματος παραμένει αόριστος και αιωρούμενος και δεν έχει επισημανθεί πότε συνέβη κάτι τέτοιο.

Δεν έχει παραβιαστεί κανένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του εφεσείοντος αναφορικά με τη μη διεξαγωγή της δίκης στην Τουρκική και τη μη ύπαρξη διερμηνέα και υπό το φως των περιστάσεων της υπόθεσης δεν παραβιάστηκαν τα εχέγγυα για δίκαιη δίκη.  Τα θέματα αυτά ποτέ δεν ηγέρθηκαν στη πρωτόδικη διαδικασία, ο δε εφεσείων ποτέ δεν παραπονέθηκε για τη μη ύπαρξη διερμηνέα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, κάθε δε επιθυμία του για μετάφραση σε γλώσσα που ο ίδιος ζητούσε ικανοποιήθηκε από το Δικαστήριο.  Ως εκ τούτου οι λόγοι που αφορούν τη γλώσσα διεξαγωγής της διαδικασίας θα πρέπει να απορριφθούν.

(β) Παγίδευση

Οι ενέργειες του πληροφοριοδότη της αστυνομίας και του υπό κάλυψη αστυνομικού που επισκέφθηκαν το ινστιτούτο μασάζ, και ο πρώτος ήλθε σε σεξουαλική επαφή με συγκεκριμένη αλλοδαπή καλλιτέχνιδα πληρώνοντας £40, είναι φανερό ότι έγιναν κάτω από τον έλεγχο, την καθοδήγηση και την εποπτεία των αρμοδίων αρχών, δηλαδή της αστυνομίας, και είναι προφανές ότι δεν προσφέρθηκε οτιδήποτε που να δελεάσει τον εφεσείοντα για να ενεργήσει διαφορετικά από κάθε άλλη περίπτωση.  Επρόκειτο για συνήθη προσφορά ευκαιρίας τέλεσης του εγκλήματος, που ελεύθερα ακολούθησε και επωφελήθηκε ο εφεσείων, και δεν επρόκειτο για παγίδευσή του, σύμφωνα με τις αρχές της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Κανάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 105 στην οποία έγινε πλήρης ανάλυση της μέχρι σήμερα νομολογίας επί του θέματος.

(γ) Αποζείν από κέρδη πορνείας

Στην περίπτωση μας δεν είναι η άσκηση της πορνείας που τιμωρείται, αλλά το αδίκημα του αποζείν από κέρδη πορνείας, που εμπεριέχει το στοιχείο της εκμετάλλευσης του σώματος γυναικών προς όφελος τρίτων.

(δ) Ελευθερία επιλογής εργασίας

Εκτός από το ότι η εισήγηση δεν είναι εμπεριστατωμένη, τα όσα ανέφερε ο εφεσείων ισχύουν για πολίτες άλλων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι δικαιούνται να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα όπως οι πολίτες της χώρας της Ευρωπαϊκης Ένωσης στην οποία ευρίσκονται, αλλά κάθε κράτος μέλος είναι ελεύθερο να ρυθμίζει τους όρους και συνθήκες εργασίας πολιτών ξένων κρατών.  Εν πάση περιπτώσει, εδώ το θέμα δεν αφορά το δικαίωμα του ξένου εργαζομένου αλλά του εργοδότη, πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Erbekci κ.ά., Αρ. Υπ. 592/04, ημερ. 27.7.04,

Attorney General v. Ibrahim (1964) C.L.R. 195,

The United Bible Societies (Gulf) v. Χατζηκακού (1990) 1 Α.Α.Δ. 395,

Γαβριηλίδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 405,

The State v. Gwonto a.o. [1985] LRC (Const) 890,

Aziz v. Cyprus ημερ. 22.6.04 (Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου�Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων).

Γενικός Εισαγγελέας ν. Κανάρη (2005) 2 A.A.Δ. 105,

Teixeira De Castro v. Portugal 44/1997/828/1034ECHR 533,

R. v. Loosely [2001] 4 All E.R. 897,

Jany a.o. v. Staatssecretaris van Justice (case c-268/99) ημερ. 20.11.2001.

Έφεση εναντίον Καταδικαστικής Απόφασης.

Έφεση από τον εφεσείοντα - Τουρκοκύπριο, εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 5783/04) ημερ. 13/7/04, με την οποία βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία ότι διατηρούσε στη Λεμεσό "ινστιτούτο μασάζ" στα πλαίσια της λειτουργίας του οποίου παρέχονταν υπηρεσίες που συνιστούσαν άσκηση πορνείας από δύο αλλοδαπές, ότι ο ίδιος αποζούσε από τα έσοδα αυτής της δραστηριότητας και επιπρόσθετα, ότι ο εφεσείων-κατηγορούμενος απασχολούσε τις δύο αλλοδαπές στο ινστιτούτο, οι οποίες εργάζονταν χωρίς σχετική άδεια.

Μ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

Η. Στεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Ο Τουρκοκύπριος εφεσείων-κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε αρχικά ενώπιον του πρωτόδικου ποινικού Δικαστηρίου από Ελληνοκύπριο δικηγόρο, τον οποίο είχε ο ίδιος επιλέξει.  Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας όμως υπέβαλε αίτηση για να του παραχωρηθεί νομική αρωγή για να διοριστεί και να συνεχίσει να τον εκπροσωπεί ο ίδιος  δικηγόρος.  Η αίτησή του εγκρίθηκε, αλλά λόγω διαφωνίας που υπήρξε μεταξύ του και του δικηγόρου, ο τελευταίος αποχώρησε μετά από άδεια του Δικαστηρίου, αφού, όπως δηλώθηκε, ο εφεσείων  δεν του είχε πλέον εμπιστοσύνη, λόγω διαφοράς που προέκυψε στον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης. 

Εξηγήθηκε στον εφεσείοντα-κατηγορούμενο ότι θα μπορούσε να επιλέξει άλλο δικηγόρο, αν δε δεν είχε υπόψη του συγκεκριμένο δικηγόρο, θα μπορούσε να επιλεγεί δικηγόρος από σχετικό κατάλογο.  Ο εφεσείων-κατηγορούμενος όμως επέλεξε να χειριστεί ο ίδιος την υπόθεσή του.

Ήταν η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο εφεσείων-κατηγορούμενος διατηρούσε στη Λεμεσό «ινστιτούτο μασάζ» και ότι στα πλαίσια της λειτουργίας του παρέχονταν υπηρεσίες που συνιστούσαν άσκηση πορνείας από δύο αλλοδαπές, και ότι ο ίδιος αποζούσε από τα έσοδα αυτής της δραστηριότητας.  Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή, ο εφεσείων-κατηγορούμενος απασχολούσε τις δύο αλλοδαπές κοπέλες στο ινστιτούτο, οι οποίες εργάζονταν χωρίς τη σχετική άδεια. 

Η εκδοχή του εφεσείοντα-κατηγορούμενου ήταν ότι δεν προσφέρονταν τέτοιου είδους υπηρεσίες πέραν από υπηρεσίες μασάζ και ότι οι δύο κοπέλες δεν εργοδοτούνταν από τον ίδιο. 

Η θέση του εφεσείοντα-κατηγορούμενου, μετά από ακροαματική διαδικασία, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο και έγινε αποδεκτή η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, με αποτέλεσμα ο εφεσείων-κατηγορούμενος να καταδικαστεί σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης στην κατηγορία του αδικήματος του αποζείν από κέρδη πορνείας σε φυλάκιση 15 μηνών και σε δύο κατηγορίες για παράνομη εργοδότηση αλλοδαπών, σε φυλάκιση 45 ημερών στην κάθε μία.

Σημειώνουμε πως τα πραγματικά ευρήματα του Δικαστηρίου δεν αμφισβητούνται στην παρούσα έφεση. Το τι προβάλλεται στο αίτημα του εφεσείοντα-κατηγορούμενου για ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης είναι μόνο νομικοί λόγοι. Ένας αριθμός αυτών των λόγων αφορούν τη μη χρήση της Τουρκικής γλώσσας κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, καθώς και τον ισχυρισμό για παράλειψη παροχής σε ορισμένες δικάσιμους των υπηρεσιών διερμηνέα, το παράπονο ότι η περίπτωση αφορά παράνομη παγίδευση του εφεσείοντα-κατηγορούμενου, το ότι εφόσον έχει αποφασισθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι η πορνεία είναι νόμιμη οικονομική δραστηριότητα δεν θα μπορούσε κάποιος να καταδικαστεί για το αδίκημα του αποζείν από κέρδη πορνείας και τέλος τον ισχυρισμό πως η καταδίκη του εφεσείοντα-κατηγορούμενου για εργοδότηση αλλοδαπών χωρίς άδεια πρέπει να ανατραπεί, γιατί αντίκειται προς το άρθρο 39 της Συνθήκης της Ρώμης, ως παραβιάζον το δικαίωμα ελεύθερης εργασίας.  Ας σημειωθεί ότι τα θέματα αυτά εγείρονται κατ΄έφεση για πρώτη φορά.

(α) Η γλώσσα της διαδικασίας

Αναφορικά με την ομάδα των λόγων που αφορά τη γλώσσα διεξαγωγής της υπόθεσης, προβλήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα-κατηγορούμενου ότι παραβιάστηκαν τα Άρθρα 3.2 και 3.4 του Συντάγματος. Στο Άρθρο 3.4 προνοείται ότι η διαδικασία ενώπιον των Δικαστηρίων διεξάγεται και οι αποφάσεις συντάσσονται στην Τουρκική γλώσσα εάν οι διάδικοι είναι Τουρκοκύπριοι.

Επίσης, ο εφεσείων-κατηγορούμενος αναφέρεται στο άρθρο 30.3(ε) του Συντάγματος, όπου προνοείται ότι ο κάθε κατηγορούμενος δικαιούται να τύχει των υπηρεσιών διερμηνέα εάν δεν αντιλαμβάνεται τη γλώσσα στην οποία διεξάγεται η διαδικασία.

Είναι η θέση του εφεσείοντα-κατηγορούμενου ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν μερίμνησε όπως το κατηγορητήριο και οι καταθέσεις δοθούν στον κατηγορούμενο στην Τουρκική γλώσσα, ότι επίσης δεν επετράπη στον εφεσείοντα-κατηγορούμενο να απευθυνθεί προς το Δικαστήριο στην Τουρκική γλώσσα κατ' εφαρμογή του άρθρου 3.8 του Συντάγματος και τέλος ισχυρίζεται ότι σε επτά δικάσιμους δεν δόθηκαν στον εφεσείοντα-κατηγορούμενο οι υπηρεσίες διερμηνέα, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τη διαδικασία στο δικαστήριο, κατά παράβαση των συνταγματικών του δικαιωμάτων.

Πανομοιότυπα θέματα εγέρθηκαν από το συνήγορο του εφεσείοντα κ. Μ. Γεωργίου και στην υπόθεση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας Δημοκρατία ν. Sener Erbekci και Άλλου Αρ. Υπ. 592/04, ημερ. 27.7.04 (ενδιάμεση απόφαση).  Επισημαίνεται πως ο κ. Γεωργίου, όπως και εκεί, δεν πρόβαλε παραβίαση του Άρθρου 159.2 του Συντάγματος, που απαιτεί σε ποινικές υποθέσεις ο κατηγορούμενος να δικάζεται από Δικαστή ή Δικαστές που ανήκουν στην κοινότητα στην οποία ανήκει ο ίδιος, προφανώς δεχόμενος ότι η παρέκκλιση αυτή από το Σύνταγμα δικαιολογείται από το δίκαιο της ανάγκης στο θέμα.  Αναφορά στο δίκαιο της ανάγκης έγινε κατά πρώτο από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Attorney General v. Mustafa Ibrahim (1964) C.L.R. 195 και αναπτύχθηκε σε σωρεία νομολογίας  που ακολούθησε. 

Αναφορικά με το παράπονο του εφεσείοντα ότι δεν παραδόθηκε το κατηγορητήριο και το άλλο υλικό σε αυτόν στην Τουρκική γλώσσα, παρατηρούμε πως έχει νομολογηθεί ότι το Άρθρο 3.1 του Συντάγματος δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής λόγω πρακτικών δυσκολιών και συνεπώς τα επίσημα έγγραφα δεν διατυπώνονται στην Τουρκική γλώσσα.  (The United Bible Societies (Gulf) v. Χατζηκακού (1990) 1 Α.Α.Δ. 395.)  Όπως τόνισε και το Κακουργιοδικείο στην ενδιάμεση του απόφαση που αναφέραμε πιο πάνω, με την οποία συμφωνούμε, δεν είναι νοητός ο πλασματικός διαχωρισμός ορισμένων προνοιών του Συντάγματος από άλλες, ώστε να απαιτείται η εφαρμογή του Άρθρου 3.4 αλλά όχι εκείνη του Άρθρου 159.2, αφού το δίκαιο είναι ενιαίο και δεν εφαρμόζεται αποσπασματικά. Το κατηγορητήριο προφανώς απαγγέλθηκε στον εφεσείοντα-κατηγορούμενο σε γλώσσα κατανοητή σε αυτόν και από την όλη διαδικασία και τα πρακτικά που έχουμε ενώπιον μας, ο εφεσείων-κατηγορούμενος, που εκπροσωπείτο και από Ελληνοκύπριο δικηγόρο, κατανόησε τη σημασία του, αρνήθηκε ενοχή και προχώρησε στη διεξαγωγή της υπεράσπισής του.  Έτσι, πουθενά δεν φαίνεται να έχει επηρεαστεί το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη, αναφορικά με το θέμα αυτό.  Ως εκ τούτου καταλήγουμε πως δεν υπήρξε ούτε και παράβαση του Άρθρου 30.3 του Συντάγματος.

Ένα άλλο παράπονο του εφεσείοντα, σύμφωνα με το συνήγορο του, είναι ότι του απαγορεύτηκε από το Δικαστήριο να απευθυνθεί προς αυτό στη Τούρκικη γλώσσα κατ΄εφαρμογή του Άρθρου 3.8 του Συντάγματος. 

Παρατηρούμε πως ο ισχυρισμός αυτός παραμένει αόριστος και αιωρούμενος και δεν επισημάνθηκε πότε συνέβη κάτι τέτοιο.  Από τα πρακτικά δεν προκύπτει τέτοιο γεγονός.  Απλώς, ο εφεσείων-κατηγορούμενος, όταν αποφάσισε να συνεχίσει να διεξάγει μόνος του την υπεράσπισή του και απέλυσε το δικηγόρο του, δήλωσε ότι, παρόλο ότι καταλάβαινε ελληνικά, προτιμούσε όπως του επιτραπεί να χρησιμοποιεί την Αγγλική γλώσσα κατά την εξέταση των μαρτύρων και κατά την κατάθεσή του, την οποία κατά τον ισχυρισμό του κατείχε καλά, και το Δικαστήριο του το επέτρεψε, προσφέροντάς του υπηρεσίες μεταφραστή της διαδικασίας στην Αγγλική γλώσσα. 

Περαιτέρω, σχετικά με το θέμα των υπηρεσιών μεταφραστή, μεταξύ των παραπόνων του εφεσείοντα είναι και ο ισχυρισμός ότι σε επτά δικάσιμους δεν του δόθηκαν οι υπηρεσίες διερμηνέα.

Στην απόφαση Γαβριηλίδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 405, μεταξύ άλλων, τονίστηκε πως στην ποινική δίκη τα συνταγματικά δικαιώματα του κατηγορούμενου ασκούνται μέσω του δικηγόρου του και θα συνιστούσε ανεπίτρεπτο εκτροχιασμό της διαδικασίας να εναποτίθεται η υποχρέωση στο Δικαστήριο να βεβαιούται σε κάθε περίπτωση πως εκείνο που δηλώνει ή κάμνει ο δικηγόρος βρίσκεται εντός των πλαισίων της εντολής του. 

Περαιτέρω, στην υπόθεση The State v. Gwonto and Others [1985] LRC (Const) 890 του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Νιγηρίας, με αναφορά στο Άρθρο 33.6(ε) του Συντάγματος της Νιγηρίας, που είναι αντίστοιχο με το Άρθρο 30.3(ε) του Κυπριακού Συντάγματος, λέχθηκε ότι όταν ο κατηγορούμενος εκπροσωπείται με δικηγόρο και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου δεν είναι  κατανοητή σε αυτόν λόγω γλώσσας, η ευθύνη να επισύρει την προσοχή του Δικαστηρίου στο θέμα είναι του δικηγόρου του και κατ΄επέκταση του ιδίου του κατηγορούμενου και θέμα παραβίασης του δικαιώματος να έχει μετάφραση σε κατανοητή σε αυτόν γλώσσα υπάρχει μόνο αν το Δικαστήριο αντιληφθεί ότι η διαδικασία δεν γίνεται αντιληπτή ικανοποιητικά από τον κατηγορούμενο.

Προκύπτει από τα ενώπιον μας πρακτικά ότι ο εφεσείων-κατηγορούμενος είχε δηλώσει ότι καταλαβαίνει Ελληνικά και μπορεί να παρακολουθεί, ισχυρίστηκε όμως πως μπορούσε να εκφραστεί καλύτερα στα Αγγλικά. Σε κάποιο άλλο σημείο των πρακτικών φαίνεται να έχει αναφέρει πως δεν χρησιμοποιεί την Τουρκική γλώσσα και πάντοτε χρησιμοποιεί την Αγγλική για οτιδήποτε «νομικό ή επίσημο» και στη σελίδα 172 των πρακτικών δήλωσε πως δεν μπορούσε να διαβάζει ούτε στα Τούρκικα, ούτε στα Ελληνικά μέρος της κατάθεσής του. Είναι σαφές από τα όσα αναφέραμε και από τα πρακτικά της δίκης που έχουμε ενώπιον μας ότι ουδέποτε, είτε ο εφεσείων-κατηγορούμενος προσωπικά είτε μέσω του δικηγόρου του ζήτησε στις επτά δικάσιμους, κατά τις οποίες δεν υπήρχαν υπηρεσίες μεταφραστή, να διεξάγεται μετάφραση  σε οποιαδήποτε γλώσσα άλλη από την Ελληνική. Μόνο, όπως επισημάναμε, μετά την αποχώρηση του δικηγόρου του και κατόπιν δικού του αιτήματος, η διαδικασία συνεχίστηκε με μεταφραστή στην Αγγλική γλώσσα.

Είναι σαφέστατο από τα πρακτικά της δίκης ότι υπήρξε πλήρης επικοινωνία του εφεσείοντα-κατηγορούμενου με το δικηγόρο του και πλήρης αντίληψη της δίκης, που φαίνεται και από την επίμονη αντεξέταση των μαρτύρων κάτω από την καθοδήγηση του εφεσείοντα-κατηγορούμενου και από το γεγονός ότι αναπτύχθηκε πλήρως η υπεράσπιση του εφεσείοντα-κατηγορούμενου.

Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Aziz v. Cyprus ημερομηνίας 22.6.04 δεν σχετίζεται με την παρούσα υπόθεση και δεν είναι δυνατόν να προωθήσει ή να βοηθήσει τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν εδώ. 

Περαιτέρω, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε πως η εισήγηση του κ. Γεωργίου, ότι θα έπρεπε το Δικαστήριο να φροντίσει ώστε να γίνει το μέγιστο που θα μπορούσε να γίνει ώστε η διαδικασία να διεξάγεται στην Τουρκική, εν όψει του γεγονότος ότι τόσο ο Δικαστής όσο και ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής και ο συνήγορος του εφεσείοντα-κατηγορούμενου και οι μάρτυρες ήσαν Ελληνοκύπριοι, το μέγιστο που μπορούσε να γίνει ήταν μετάφραση στην άλλη επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας, την Τουρκική και το Δικαστήριο πράγματι φρόντισε να γίνει αυτό και επίσης ικανοποίησε την ίδια την επιθυμία τελικά του εφεσείοντα-κατηγορούμενου να διεξαχθεί η διαδικασία στην Αγγλική γλώσσα.

Καταλήγουμε επί των θεμάτων αυτών πως δεν παραβιάστηκε κανένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του εφεσείοντα-κατηγορούμενου και υπό το φως των περιστάσεων της υπόθεσης δεν παραβιάστηκαν τα εχέγγυα για δίκαιη δίκη.  Όπως ήδη αναφέραμε, τα θέματα αυτά ποτέ δεν ηγέρθηκαν κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ο δε εφεσείων-κατηγορούμενος ποτέ δεν παραπονέθηκε για μη ύπαρξη διερμηνέα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, κάθε δε επιθυμία του για μετάφραση σε γλώσσα που ο ίδιος ζητούσε ικανοποιήθηκε από το Δικαστήριο.  Ως εκ τούτου οι λόγοι που αφορούν τη γλώσσα διεξαγωγής της διαδικασίας, όπως εξετέθηκαν πιο πάνω, θα πρέπει να απορριφθούν.

(β) Παγίδευση

Άλλος λόγος έφεσης που προβλήθηκε ενώπιόν μας ήταν βασισμένος στον ισχυρισμό ότι στην παρούσα περίπτωση έγινε παράνομη παγίδευση του εφεσείοντα-κατηγορούμενου από την Αστυνομία και ως εκ τούτου ο εφεσείων-κατηγορούμενος θα έπρεπε να απαλλαγεί των κατηγοριών.

Μετά την καταχώρηση των διαγραμμάτων αγορεύσεως και την ακρόαση της παρούσας έφεσης ενώπιον μας, εκδόθηκε η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Κανάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 105, όπου έγινε πλήρης ανάλυση της μέχρι σήμερα νομολογίας επί του θέματος, με ιδιαίτερη αναφορά στην απόφαση του Ευρωπαϊκού2 Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Teixeira De Castro v. Portugal 44/1997/828/1034ECHR 533 και στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στη R. v. Loosely [2001] 4 All E.R. 897

Αναφορικά με την Teixeira η Ολομέλεια σχολίασε πως η αποδοκιμασία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της ενέργειας του αστυνομικού να ζητήσει ναρκωτικά στην περίπτωση εκείνη βασίστηκε και συνυπολογίστηκε με άλλα σημαντικά περιστατικά και δεν συνιστούσε «γενική αποδοκιμασία της παροχής ευκαιρίας για παράβαση του νόμου, της οποίας ο κατηγορούμενος επωφελείται κάτω από περιστάσεις που δείχνουν πως αυτός θα συμπεριφερόταν με τον ίδιο τρόπο αν άλλο πρόσωπο του παρείχε ευκαιρία για διάπραξη παρόμοιου αδικήματος». Σχολιάστηκε πως δεν είναι θεμιτό τα όργανα του κράτους να επιδίδονται με τυχαίο τρόπο σε «επιχείρηση ελέγχου της αρετής των πολιτών».  Θα πρέπει να υπάρχει υποψία που να δικαιολογεί πως ο κατηγορούμενος ενέχεται σε παράνομη δραστηριότητα, ούτως ώστε τα δεδομένα να δικαιολογούν τη στόχευση προς ορισμένη κατεύθυνση.  Επίσης, η δράση του αστυνομικού δεν πρέπει να είναι αποτέλεσμα δικής του πρωτοβουλίας με τους κινδύνους που περικλείει μία τέτοια διαγωγή, αλλά πρέπει να γίνεται κάτω από τις οδηγίες και υπό την εποπτεία του αρμόδιου φορέα. 

Στην υπόθεση Κανάρη  το Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απαλλακτική απόφαση, καταλήγοντας πως οι ενέργειες της αστυνομίας δεν συνιστούσαν παράνομη παγίδευση, σχολιάζοντας πως η ενέργεια του αστυνομικού  δεν ήταν αυτόβουλη, αλλά δυνάμει εντολών και κάτω από την επίβλεψη των αρμοδίων αρχών και κατευθυνόταν προς πρόσωπο εναντίον του οποίου υπήρχαν βάσιμες πληροφορίες και ακόμη παραδοχή και του ιδίου για την εμπλοκή του.  Οι ενέργειες της αστυνομίας δεν συνιστούσαν, όπως αποφάνθηκε η Ολομέλεια, οποιαδήποτε υποκίνηση, αλλά απλώς είχε δοθεί μια ευκαιρία στον εφεσίβλητο, όχι ασυνήθιστη, όπως και στην Loosley, την οποία και χρησιμοποίησε. 

Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που δεν αμφισβητούνται, στις 16.4.2004 ο πληροφοριοδότης της αστυνομίας Ανδρέας Ζήνωνος και άλλος υπό κάλυψη αστυνομικός, επισκέφθηκαν το ινστιτούτο μασάζ και ο Ζήνωνος ζήτησε υπηρεσίες σεξ και  πληροφορήθηκε από την Diana Vasilkov ότι η τιμή ήταν £40.  Έδωσε το πιο πάνω ποσό στην γυναίκα αυτή σε χαρτονομίσματα των £10, £5 και £1.  Τα χαρτονομίσματα των £10 είχαν προηγουμένως σημαδευτεί και φωτοτυπηθεί. Η Diana πήρε τα χρήματα και τα έδωσε στον κατηγορούμενο και ακολούθως είχε σεξουαλική επαφή μαζί με τον πελάτη.  Η αστυνομία επενέβη και σε έρευνα που διεξήγαγε τα χρήματα που έδωσε ο Ζήνωνος στην  Vasilkof βρέθηκαν σε ταμείο σε συρτάρι στο γραφείο του εφεσείοντα-κατηγορουμένου. 

Είναι προφανές από τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου και από την όλη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιόν του, ότι υπήρχαν ήδη πληροφορίες και υποψία εμπλοκής του εφεσείοντα-κατηγορούμενου για εγκληματική δραστηριότητα της ίδιας φύσης, πληροφορίες που δεν έχουν αμφισβητηθεί. Περαιτέρω, οι ενέργειες του αστυνομικού και του πληροφοριοδότη είναι φανερό ότι έγιναν κάτω από τον έλεγχο, την καθοδήγηση και την εποπτεία των αρμοδίων αρχών, δηλαδή της αστυνομίας και είναι προφανές πως δεν προσφέρθηκε οτιδήποτε που να δελεάσει τον εφεσείοντα-κατηγορούμενο για να ενεργήσει διαφορετικά από κάθε άλλη περίπτωση.  Επρόκειτο για μία συνήθη προσφορά ευκαιρίας τέλεσης του εγκλήματος, που ελεύθερα ακολούθησε και επωφελήθηκε ο εφεσείων-κατηγορούμενος.

Κατά συνέπεια των πιο πάνω, καταλήγουμε πως και αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.

(γ) Αποζείν από κέρδη πορνείας

Παραπονείται ο εφεσείων-κατηγορούμενος ότι εν όψει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που αναγνώρισε ότι η πορνεία είναι νόμιμη οικονομική δραστηριότητα, δεν θα ήταν δυνατό να καταδικαστεί κάποιος με την κατηγορία ότι αποζούσε από τα εισοδήματα πορνείας.  (Jany and others v. Staatssecretaris van Justice (case c-268/99) η οποία εκδόθηκε στις 20.11.2001).  Επί του θέματος δεχόμαστε τη θέση του δικηγόρου της Δημοκρατίας.  Δεν είναι στην περίπτωση μας η άσκηση της πορνείας που τιμωρείται, αλλά το αδίκημα του αποζείν από κέρδη πορνείας, που εμπεριέχει το στοιχείο της εκμετάλλευσης του σώματος γυναικών προς όφελος τρίτων.  Εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τι θεωρούν ηθικά ανεπίτρεπτο και τούτο κάτω από τις συνθήκες δικαιολογείται πλήρως, αφού προκύπτει και από τα ενώπιον μας στοιχεία ότι υπήρχε εξαναγκασμός εκ μέρους του εφεσείοντα-κατηγορούμενου, ο οποίος απαιτούσε από αυτές να εκδίδονται, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη τους για χρήματα.  Ας σημειωθεί ότι μία από τις δύο γυναίκες δεν έπαιρνε τίποτε από την προσφορά των σεξουαλικών της υπηρεσιών, αφού, σύμφωνα με τον εφεσείοντα-κατηγορούμενο, του χρωστούσε το εισιτήριο και τα έξοδα που έκανε για να τη φέρει στην Κύπρο και θα έπρεπε να τα εξοφλήσει. 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να ευσταθήσει.

(δ) Ελευθερία επιλογής εργασίας

Πρόβαλε, τέλος, ως λόγο έφεσης ο εφεσείων, ότι οι κατηγορίες που αφορούν την εργοδότηση χωρίς άδεια, θα έπρεπε να έχουν απορριφθεί καθόσον, κατά την εισήγησή του αντιβαίνουν του άρθρου 39 της Συνθήκης της Ρώμης, με βάση το οποίο οποιοσδήποτε εντός του κυρίαρχου εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιούται ελεύθερα να επιλέγει την εργασία του. 

Πέραν του ότι η εισήγηση δεν ήταν εμπεριστατωμένη, παρατηρούμε πως τα όσα ανέφερε ο εφεσείων-κατηγορούμενος ισχύουν για πολίτες άλλων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι δικαιούνται να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα όπως οι πολίτες της χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία ευρίσκονται, αλλά κάθε κράτος μέλος είναι ελεύθερο να ρυθμίζει τους όρους και συνθήκες εργασίας πολιτών ξένων κρατών.  Εν πάση περιπτώσει, εδώ το θέμα δεν αφορά το δικαίωμα του ξένου εργαζομένου αλλά του εργοδότη, πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Και αυτός ο λόγος πρέπει να απορριφθεί.

Κάτω από το φως των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.

Η�έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο