ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 215
8 Απριλίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 7794)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΕΛΛΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7797)
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,
Εφεσείων,
,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7799)
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7794, 7797, 7799)
Ποινή ― Διαφοροποίηση ― Συγκατηγορούμενοι ― Κατά πόσο εδικαιολογείτο η διαφοροποίηση των ποινών που επιβλήθηκαν στον κάθε κατηγορούμενο σε υπόθεση ληστείας.
Ποινή ― Ναρκωτικά ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Μικρή ποσότητα ναρκωτικών ― Το γεγονός αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, αν και, δεν θα έχει αναγκαστικά αποφασιστική σημασία από μόνο του.
Παγίδευση κατηγορουμένου ― Προϋποθέσεις δημιουργίας παγίδευσης κατηγορουμένου και επιπτώσεις της στη διεξαγωγή της δίκης ― Το θέμα είναι καθαρά νομικής κρίσης επί των γεγονότων ― Όλοι οι παράγοντες συνυπολογίζονται και η κάθε υπόθεση εξαρτάται από τα δικά της γεγονότα ― Εφαρμογή των αρχών της Γενικός Εισαγγελέας ν. Κανάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 105.
Ποινή ― Ληστεία ― Η ληστεία ήταν εκδήλωση αντίδρασης των εφεσειόντων στην εξέλιξη πορείας που τροχιοδρομήθηκε με συμμετοχή και της αστυνομίας για εξιχνίαση υπόθεσης προμήθειας ναρκωτικών και είχε ως αντικείμενο το τσαντάκι του αστυνομικού υπό κάλυψη που συνάντησε τους δράστες ― Επιβολή ποινών φυλάκισης 4½, 3½ και 3½ χρόνων στον κάθε ένα από τους κατηγορούμενους ― Μειώθηκαν κατ' έφεση σε ποινές φυλάκισης 2½, 2 και 2 χρόνων.
Ποινή ― Ναρκωτικά ― Η προμήθεια των ναρκωτικών έγινε σε αστυνομικό υπό κάλυψη ο οποίος είχε την πρωτοβουλία να προσεγγίσει τον προμηθευτή προσποιούμενος τον αγοραστή κάνναβης ― Η ποσότητα των ναρκωτικών ήταν μικρή ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 3½ χρόνων ― Μειώθηκε κατ' έφεση σε ποινή φυλάκισης 2 χρόνων.
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δίκαιη δίκη ― Κατά πόσο η προσθήκη σε κατηγορητήριο για ληστεία, κατηγοριών που αφορούσαν ναρκωτικά αποτελούσε παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης.
Οι παρούσες εφέσεις οι οποίες και συνεκδικάσθηκαν στρέφονται τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και της ποινής που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στις πιο κάτω κατηγορίες σε κάθε ένα από τους τρεις εφεσείοντες:
Κατηγορούμενος 1: 4½ χρόνια φυλάκιση για ληστεία.
Κατηγορούμενος 2: 3½ χρόνια φυλάκιση για ληστεία και 3½ χρόνια για την προμήθεια ναρκωτικών (συντρέχουσες).
Κατηγορούμενος 3: 3½ χρόνια φυλάκιση για ληστεία.
Έφεση εναντίον της καταδίκης.
Ο Κ.2 ήγειρε τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
1) Υπήρξε παγίδευσή του ως προς τα αδικήματα των ναρκωτικών.
2) Η μαρτυρία επί της οποίας στηρίχθηκε η καταδίκη του για τη ληστεία περιείχε τέτοιες αντιφάσεις, που καθίστατο αναξιόπιστη ή δημιουργούσε αμφιβολίες.
3) Δεν προκύπτει από τη μαρτυρία εμπλοκή του στην απόσπαση του τσαντακιού, που αποτελούσε το αντικείμενο της ληστείας.
Ο Κ.1 ήγειρε τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
1) Εσφαλμένα επετράπη η πρόσθεση στο κατηγορητήριο των κατηγοριών που αφορούσαν τα ναρκωτικά σε σχέση με τον Κ.2, και μάλιστα χωρίς να προσαφθούν συγχρόνως κατηγορίες εναντίον του ΜΚ 9 της ΥΔΙΝ, και των ανωτέρων του, τις οδηγίες των οποίων ακολούθησε ο εν λόγω μάρτυρας για να εξιχνιάσει την υπόθεση των ναρκωτικών, οι οποίοι και ενείχοντο εξ ίσου με τον Κ 2 στη διάπραξη των αδικημάτων αυτών, με αποτέλεσμα να σημειωθεί παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης όπως και της αρχής της ισότητας.
2) α) Καθ' όσον ο ΜΚ9 και οι άλλοι αστυνομικοί παγίδευσαν τον Κ2, η όλη μαρτυρία τους πρέπει να αποκλεισθεί.
β) Καθ' όσον ο ΜΚ9 και οι άλλοι αστυνομικοί ήσαν ουσιαστικά συνεργοί του Κ2, το Κακουργιοδικείο όφειλε να προειδοποιήσει τον εαυτό του για τον κίνδυνο καταδίκης επί της μαρτυρίας συνεργού χωρίς να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία.
3) Η αποδοχή από το Κακουργιοδικείο της αξιοπιστίας του ΜΚ9 είναι λανθασμένη.
4) Η μαρτυρία δεν ήταν επαρκής για να καταδείξει ότι υπήρξε αποκόμιση περιουσίας, ως απαραίτητου στοιχείου της ληστείας, από τον Κ1, παρά μόνο, κατά το μέγιστο, απόπειρα ληστείας εκ μέρους του.
Ο Κ3 ήγειρε τον ακόλουθο λόγο έφεσης:
Δεν μπορούσε να εξαχθεί συμπέρασμα επί της μαρτυρίας, ότι ο Κ3 ενεργούσε από κοινού με τους Κ1 και Κ2 στη διάπραξη της ληστείας.
Έφεση εναντίον της ποινής.
Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι οι επιβληθείσες ποινές είναι έκδηλα υπερβολικές.
Ο Κ3 εισηγήθηκε ότι δικαιολογείτο διαφοροποίηση της ποινής του για τη ληστεία σε σχέση με τους άλλους εφεσείοντες κατά το ότι ο ίδιος δεν συμμετείχε στα προηγηθέντα παρά μόνο στο τελευταίο στάδιο των διαδραματισθέντων.
Ο Κ2 εισηγήθηκε ότι κατά την επιβολή των ποινών για τη διάπραξη των αδικημάτων αναφορικά με τα ναρκωτικά, δεν ελήφθη υπόψη ότι η προμήθεια των ναρκωτικών έγινε σε αστυνομικό υπό κάλυψη ο οποίος είχε και την πρωτοβουλία να τον προσεγγίσει, καθώς και ότι επρόκειτο για μικρές ποσότητες ναρκωτικών.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αντίληψη και εφαρμογή από το Κακουργιοδικείο στο θέμα της παγίδευσης κατηγορουμένου των αρχών της νομολογίας και ιδιαιτέρως της απόφασης της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση R v. Looseley και της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Texeira De Castro v. Portugal, είναι ορθή. Η προκείμενη περίπτωση δεν είναι περίπτωση παγίδευσης όπως ο όρος έχει τώρα ερμηνευθεί αυθεντικά στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Κανάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 105, στην οποία έχει γίνει πλήρης αναφορά στις πιο πάνω δύο αυθεντίες, η δε Κανάρη βασίζεται ιδιαίτερα στην Texeira.
2. Η διακρίβωση των πραγματικών γεγονότων αναφορικά με τη ληστεία βασίστηκε στη μαρτυρία του ΜΚ9. Ο εν λόγω μάρτυρας, όπως είχε παρατηρήσει το Κακουργιοδικείο, ήταν το μόνο πρόσωπο που είχε άμεση και προσωπική επαφή με τους τρεις κατηγορούμενους αναφορικά με τα περιστατικά που συνιστούν την κατηγορία της ληστείας, ενώ για τα γεγονότα που αφορούν στις κατηγορίες για προμήθεια ναρκωτικών η μαρτυρία του είναι η μόνη διαθέσιμη.
3. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, υπάρχει μαρτυρία για την απόσπαση του τσαντακιού από τον ΜΚ 2 και επίσης διαπιστώνεται και ευρύτερη συνδρομή του.
4. Η προσθήκη στο κατηγορητήριο των κατηγοριών που αφορούσαν τα ναρκωτικά έγινε χωρίς ένσταση εκ μέρους οιουδήποτε κατηγορουμένου. Ούτε ηγέρθη τέτοιο θέμα σε οποιοδήποτε στάδιο της ακρόασης ή ακόμα και στις αγορεύσεις ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Αλλά ούτε και στοιχειοθετείται υπόβαθρο στη βάση του οποίου θα μπορούσε να διαπιστωθεί ότι όντως υπήρξε επηρεασμός του Κ1 που να απέληγε σε παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης.
5. Ο λόγος έφεσης για την παράλειψη του Κακουργιοδικείου να προειδοποιήσει εαυτό δεν έχει αναπτυχθεί. Ούτε και έχει έρεισμα άνευ ετέρου. Εξ άλλου, ως προς τις κατηγορίες των ναρκωτικών ο ίδιος ο ΜΚ 2 στην ανόμωτη δήλωσή του δέχθηκε, σύμφωνα και με την όλη γραμμή της υπεράσπισης, τη διάπραξη των αδικημάτων, δίδοντας μόνο τη δική του εξήγηση για αυτά, και το θέμα δεν ήταν επίδικο, ως προς δε τα διαδραματισθέντα σε σχέση με τη ληστεία, η εισήγηση δεν έχει η ίδια βάση αφού εδώ δεν υπήρχε καθόλου θέμα συνέργιας της αστυνομίας.
6. Η μαρτυρία ήταν σαφής ότι υπήρξε απόσπαση του τσαντακιού. Αν αυτό ήταν για ελάχιστο χρόνο, αφού εν τω μεταξύ παρενέβη η αστυνομία και συνέλαβε τους εφεσείοντες, είναι άλλο θέμα που ενδεχομένως να αφορά την ποινή και όχι την καταδίκη.
7. Υπήρξε σαφής μαρτυρία ότι, όχι μόνο υπήρξε διαβούλευση μεταξύ του Κ3 και των Κ1 και Κ2, αλλά και ότι ο ίδιος ο Κ3, ενώ ο Κ1 προσπαθούσε να αποσπάσει το τσαντάκι από τον ΜΚ9, τραβούσε το ΜΚ9 από τον ώμο και φώναζε "πιας του τα του μαλακισμένου".
Εφέσεις εναντίον της ποινής.
1. Οι ποινές του Κακουργιοδικείου στις κατηγορίες για τη ληστεία είναι υπερβολικές, επειδή, όπως το Κακουργιοδικείο είχε ήδη διαπιστώσει, δεν επρόκειτο για προσχεδιασμένη ληστεία, ούτε υπήρξε παρά όντως στιγμιαία απόσπαση του τσαντακιού αφού η αστυνομία παρακολουθούσε και παρενέβη αμέσως. Η καταλήξασα ληστεία, εξ άλλου, ήταν εκδήλωση, όπως το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε, της αντίδρασης των εφεσειόντων στην εξέλιξη των πραγμάτων τα οποία είχαν τροχιοδρομηθεί με συμμετοχή της αστυνομίας.
2. Το σύνολο της συμπεριφοράς του Κ3 δεν δικαιολογούσε διαφοροποίηση της ποινής του ως εκ του ρόλου του στη ληστεία. Ως προς τον Κ1, η διαφοροποίηση της δικής του ποινής φαίνεται να έγινε όχι ως εκ του ρόλου του στη ληστεία αλλά ως εκ των μειωμένων περιθωρίων επιείκειας λόγω των προηγούμενων καταδικών του και δεν εφεσιβάλλεται.
3. Ότι η προμήθεια των ναρκωτικών έγινε σε αστυνομικό υπό κάλυψη, η αρχική προσέγγιση του οποίου και παρείχε την ευκαιρία διάπραξης των αδικημάτων, χωρίς βεβαίως να αναιρεί το αξιόποινο της πράξης, συνιστά μέρος των πραγματικών γεγονότων που συνθέτουν την όλη εικόνα της φύσης και σοβαρότητας του συγκεκριμένου αδικήματος. Η μικρή ποσότητα των ναρκωτικών θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όμως, από μόνο του το γεγονός αυτό, δεν θα είχε αναγκαστικά αποφασιστική σημασία.
Οι επιβληθείσες ποινές στην κατηγορία της ληστείας μειώνονται σε 2½, 2 και 2 χρόνια στους Κ 1, Κ 2 και Κ 3 αντίστοιχα. Οι συντρέχουσες ποινές που επιβλήθηκαν στον Κ 2 στην κατηγορία των ναρκωτικών μειώνονται σε συντρέχουσες ποινές 2 χρόνων φυλάκισης.
Οι εφέσεις εναντίον της καταδίκης απορρίφθηκαν. Οι εφέσεις εναντίον της ποινής επιτράπηκαν. Οι ποινές μειώθηκαν ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Κανάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 105,
R. v. Looseley [2000] 4 All E.R. 897,
Texeira De Castro v. Portugal, 44/1997/828/1034 ECHR 533.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης & Ποινής.
Συνεκδικασθείσες εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 13888/02), ημερ. 2/8/04 με την οποία βρέθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν στις 13/8/04 ο μεν Κ1 σε 4½ χρόνια φυλάκιση για ληστεία, ο Κ2 σε 3½ χρόνια φυλάκιση για ληστεία και 3½ χρόνια για προμήθεια ναρκωτικών (ποινές συντρέχουσες) και ο Κ3 σε 3½ χρόνια φυλάκισης για ληστεία, ως ποινών εσφαλμένων και έκδηλα υπερβολικών.
Π. Αγγελίδης με Μ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 7794.
Ν. Νικολαΐδης, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 7797.
Μ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 7799.
Α. Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη και στις τρεις Εφέσεις.
Οι Εφεσείοντες είναι παρόντες.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Χρονολογικά τα γεγονότα της υπόθεσης αφορούν κατά πρώτο τον Εφεσείοντα στην Έφεση 7797 (2ο κατηγορούμενο ενώπιον του Κακουργιοδικείου). Αυτόν ήταν που, με οδηγίες των ανωτέρων του, προσέγγισε ο ΜΚ9 της ΥΔΙΝ, ο μάρτυρας που ήταν στο επίκεντρο της όλης υπόθεσης, μετά από πληροφορία ότι ο Κ2, γνωστός στην ΥΔΙΝ σύμφωνα με το ΜΚ9, προμήθευε ναρκωτικά σε χρήστες στη Λεμεσό και στην Πάφο. Η προσέγγιση ήταν τηλεφωνική και κατ΄αυτή ο ΜΚ9 προσποιήθηκε ότι ήταν πρόσωπο της νύκτας και ότι είχε ήδη γνωρίσει προηγουμένως τον Κ2. Αφού μίλησαν και για ναρκωτικά, για τα οποία ο Κ2 εφαίνετο να γνωρίζει αρκετά και να είχε πει μάλιστα στο ΜΚ9 ότι ήταν ο ίδιος χρήστης αλλά και μπορούσε να προμηθευθεί ναρκωτικά, ο ΜΚ9 ρώτησε τον Κ2 αν μπορούσε να τον προμηθεύσει κάνναβη. Ο Κ2 του είπε να περιμένει μέχρις ότου πάει στη Λεμεσό, από όπου θα έπαιρνε τα ναρκωτικά, από την Πάφο όπου βρισκόταν τότε. Μετά από λίγες μέρες ο Κ2 τηλεφώνησε στο ΜΚ9 λέγοντας του ότι μπορούσε να τον προμηθεύσει και διευθετήθηκε συνάντηση στη Λεμεσό για τις 16.4.2002 για ποσότητα 14 γραμμαρίων προς £120. Ενεργώντας πάντοτε με οδηγίες των ανωτέρων του, ο ΜΚ9 πήρε £120 από τον υπεύθυνο του ταμείου της ΥΔΙΝ και μετέβη στη συνάντηση κατά την οποία ο Κ2 έδωσε την κάνναβη στον ΜΚ9 αφού πήρε τις £120.
Επιστρέφοντας, αφού ενημέρωσε τους ανωτέρους του, τηλεφώνησε στον Κ2 παραπονούμενος ότι η κάνναβη ήταν μόνο 10 γραμμάρια, για να τον διαβεβαιώσει ο Κ2 ότι την επόμενη φορά δεν θα συνέβαινε αυτό. Ο Κ2 μάλιστα τον ρώτησε πότε θα ήθελε και άλλη ποσότητα, οπότε ο ΜΚ9 του είπε να περιμένει καμμιά εβδομάδα. Παίρνοντας οδηγίες από τους ανωτέρους του να προχωρήσει και με δεύτερη "αγορά" προκειμένου να επιδιωχθεί ο εντοπισμός των προμηθευτών του Κ2, ο ΜΚ9 τηλεφώνησε μετά από λίγες μέρες στον Κ2 ζητώντας την ίδια ποσότητα με την ίδια τιμή. Και πάλι διευθετήθηκε συνάντηση στη Λεμεσό στις 26.4.2002 κατά την οποία παρεδόθη και πάλι η κάνναβη από τον Κ2 αφού ο ΜΚ9 του έδωσε τις £120. Σε κάποιο στάδιο κατά τη συνάντηση αυτή έφθασε ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν δύο άτομα και στο οποίο επιβιβάστηκε ο Κ2 για να πάει να φέρει την κάνναβη όπως είπε στο ΜΚ9.
Και πάλι ο ΜΚ9 ενημέρωσε τους ανωτέρους του από τους οποίους πήρε οδηγίες για νέα επικοινωνία με τον Κ2 στον οποίο και τηλεφώνησε. Διευθετήθηκε νέα συνάντηση στη Λεμεσό για τις 15.5.2002 για αγορά μεγαλύτερης ποσότητας κάνναβης αυτή τη φορά, 120 γραμμάρια για £1050. Η συνάντηση αυτή έγινε σε χώρο που όρισε ο ΜΚ9, το χώρο στάθμευσης υπεραγοράς, κατόπιν οδηγιών αφού εσχεδιάσθη επιχείρηση παρακολούθησης από την Αστυνομία, μέλη της οποίας έλαβαν θέσεις σε διάφορα σημεία. Όταν προσήλθε ο Κ2 ζητούσε επίμονα, όπως και λίγο πριν από τηλεφώνου, από το ΜΚ9 να μετακινηθούν σε άλλο μέρος για να γίνει η συναλλαγή. Ο ΜΚ9 αρνείτο, οπότε ο Κ2 τηλεφώνησε αναφέροντας σχετικά. Σε λίγα λεπτά κατέφθασε ο Εφεσείων στην Έφεση 7799 (1ος Κατηγορούμενος ενώπιον του Κακουργιοδικείου), τον οποίο ο ΜΚ9 αναγνώρισε ως το πρόσωπο που οδηγούσε το αυτοκίνητο στο οποίο είχε επιβιβασθεί ο Κ2 κατά την προηγούμενη συνάντηση. Ο Κ1 πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του ΜΚ9 και με απειλές ζήτησε να του δείξει ο ΜΚ9 τα χρήματα που έφερε μαζί του στο τσαντάκι του, όπως και έγινε. Ο Κ1 τότε με απειλές ζητούσε από το ΜΚ9 να τους ακολουθήσει στο μέρος που ήθελαν εκείνοι. Ο Κ1 έφυγε για λίγα λεπτά και επανήλθε με αυτοκίνητο, αφαίρεσε τον αέρα από τα μπροστινά λάστιχα του αυτοκινήτου του ΜΚ9 και με απειλές ζητούσε από το ΜΚ9 να του δώσει το τσαντάκι. Ακούστηκε τότε να καλείται το κινητό τηλέφωνο του ΜΚ9 και ο Κ1 το άρπαξε και, αφού το απάντησε λέγοντας ότι ο ΜΚ9 ήταν απασχολημένος, το έβαλε στην τζέπη του. Οι απειλές συνέχισαν συνοδευόμενες με ελαφρά κτυπήματα και, αφού ο Κ1 πήρε από το αυτοκίνητο του ΜΚ9 μια ζυγαριά ακριβείας και την έβαλε στο δικό του, κατέφθασε με άλλο αυτοκίνητο και ο Εφεσείων στην Έφεση 7794 (3ος Κατηγορούμενος ενώπιον του Κακουργιοδικείου). Αφού οι τρεις Εφεσείοντες συνομίλησαν μεταξύ τους, ο Κ1, ενώ ήταν έξω από το αυτοκίνητο του ΜΚ9, απαίτησε από το ΜΚ9 να του δώσει το τσαντάκι και, κτυπώντας το ΜΚ9 στην κεφαλή, άρπαξε το τσαντάκι ενώ ο Κ2, ο οποίος εκάθετο στο αυτοκίνητο του ΜΚ9, τον τραβούσε από το λαιμό αφού ο ΜΚ9 είχε σκύψει πάνω από το τσαντάκι. Σε βοήθεια των Κ1 και Κ2 έσπευσε και ο Κ3 ο οποίος, τραβώντας και αυτός το ΜΚ9, φώναξε "πιας του τα του μαλακισμένου". Ο Κ1 κατάφερε να πάρει το τσαντάκι, συγχρόνως όμως επενέβησαν οι αστυνομικοί που παρακολουθούσαν και συνέλαβαν τους Κ1, Κ2 και Κ3.
Όλοι οι Εφεσείοντες κατηγορήθησαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου για ληστεία ως προς το τσαντάκι και το περιεχόμενο του, τα κλειδιά, το κινητό και τη ζυγαριά, καθώς και παρεπόμενα της επιδρομής της Αστυνομίας αδικήματα επίθεσης προκαλούσας σωματική βλάβη και αντίστασης κατά νόμιμης σύλληψης ως εκ της όλης συμπεριφοράς και αντίδρασης τους. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, και ενώ η ακρόαση της υπόθεσης δεν είχε ακόμα αρχίσει, προσετέθησαν στο κατηγορητήριο άλλες τέσσερις κατηγορίες που αφορούσαν μόνο τον Κ2 και αναφέροντο σε αδικήματα κατοχής και προμήθειας κάνναβης σε σχέση με τα όσα έγιναν στις 16.4.2002 και 26.4.2002. Μετά από ακροαματική διαδικασία, όλοι οι Εφεσείοντες εκρίθησαν ένοχοι στην κατηγορία της ληστείας ουσιαστικά στη βάση της μαρτυρίας του ΜΚ9 αλλά και των άλλων αστυνομικών (οι Εφεσείοντες έκαναν ανόμωτες δηλώσεις και δεν κάλεσαν μάρτυρες) και ο Κ2 ευρέθη ένοχος στις τέσσερις κατηγορίες για τα ναρκωτικά. Ο Κ1 ευρέθη ένοχος και στην κατηγορία που αφορούσε επίθεση κατά του ΜΚ9. Στις άλλες κατηγορίες αθωώθησαν. Τους επεβλήθησαν ποινές ως εξής:
Κ1: 4½ χρόνια για τη ληστεία.
Κ2: 3½ χρόνια για τη ληστεία και 3½ χρόνια για την
προμήθεια ναρκωτικών (συντρέχουσες)
Κ3: 3½ χρόνια για τη ληστεία.
Και οι τρεις εφεσιβάλλουν την καταδίκη τους όσο και τις επιβληθείσες ποινές, και οι εφέσεις βεβαίως συνεκδικάσθησαν. Στο επίκεντρο της έφεσης του Κ2 (1ος λόγος έφεσης) είναι η θέση ότι υπήρξε παγίδευση του ως προς τα αδικήματα των ναρκωτικών. Μάλιστα η ακρόαση των εφέσεων ανεβλήθη εν αναμονή της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας επί του θέματος της παγίδευσης στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κανάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 105. Κατά την ακρόαση της Έφεσης όμως όχι μόνο δεν έγινε αναφορά εκ μέρους του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα στην απόφαση Κανάρη αλλά και ο ίδιος ανέφερε ευθέως, σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, ότι δεν είχε διαβάσει την απόφαση. Όπως και να έχουν τα πράγματα, και το θέμα είναι καθαρά θέμα νομικής κρίσης επί των γεγονότων, η προκειμένη δεν είναι περίπτωση παγίδευσης όπως ο όρος έχει τώρα ερμηνευθεί αυθεντικά στην Κανάρη με πλήρη αναφορά στη νομολογία και ιδιαιτέρως την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση R. v. Looseley [2000] 4 All ER 897 και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Texeira De Castro v. Portugal, 44/1997/828/1034 ECHR 533. Το κυρίαρχο ερώτημα είναι κατά πόσο η αστυνομία έχει υπερβεί τα όρια της αποδεκτής συμπεριφοράς στη νόμιμη επιδίωξη της για καταστολή της παρανομίας. Δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας. Όλοι οι σχετικοί παράγοντες συνυπολογίζονται και η κάθε υπόθεση εξαρτάται από τα δικά της γεγονότα.
Έχουμε εκθέσει λεπτομερώς τα γεγονότα στην προκειμένη περίπτωση για να τονίσουμε, όπως προκύπτει από αυτά, ιδιαιτέρως το ότι η Αστυνομία ήδη γνώριζε από πληροφορίες ότι ο Κ2 προμήθευε ναρκωτικά σε χρήστες ώστε οι ενέργειες της να ήσαν δικαιολογημένα διοχευμένες προς τον ίδιο προσωπικά. Ότι, όπως ευθύς εξ αρχής ήταν καθαρό από την πρώτη τηλεφωνική επαφή, ο Κ2 γνώριζε αρκετά για ναρκωτικά και την προμήθεια τους και ήταν πρόθυμος να προμηθεύσει το ΜΚ9 χωρίς, όπως υπέδειξε και το Κακουργιοδικείο, ιδιαίτερη πειθώ ή πίεση. Και ότι ο ΜΚ9 δεν ενήργησε εξ ιδίων του αλλά σε όλα τα στάδια σε συνεννόηση με τους ανωτέρους του και βάσει των συνεχών οδηγιών και του ελέγχου τους. Με αυτά τα δεδομένα η υπόθεση δεν διαφοροποιείται από την Κανάρη και δεν αποκαλύπτει κατάχρηση εκ μέρους της Αστυνομίας ως agent provocateur o οποίος εξωθεί ή υποκινεί στη δημιουργία και στη διάπραξη εγκλήματος. Ήταν ορθή η αντίληψη και εφαρμογή από το Κακουργιοδικείο των αρχών της νομολογίας την οποία είχε υπ΄όψη του και στην οποία, ιδιαίτερα την υπόθεση Texeira, βασίζεται και η Κανάρη, με κατάληξη τη διαπίστωση (σ. 27) ότι:
"... ο 2ος κατηγορούμενος αξιοποίησε ελεύθερα την ευκαιρία που του έδωσε ο υπό κάλυψη αστυνομικός να παραβεί την περί Ναρκωτικών νομοθεσία και το ίδιο θα έπραττε αν αυτό του το ζητούσε οποιοσδήποτε άλλος, μη αστυνομικός."
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα μας κάλεσε ουσιαστικά να διαπιστώσουμε παγίδευση ως εκ του ότι ο ΜΚ9 είχε με περισσό σχεδιασμό και επιτυχία πείσει τον Κ2 ότι ήταν γνήσιος προτιθέμενος αγοραστής ναρκωτικών. Αυτό όμως δεν είναι το κριτήριο της παγίδευσης ως υποκίνησης στη διάπραξη εγκλήματος, ούτε βεβαίως είναι το κατά πόσο, αν ο Κ2 γνώριζε την πραγματικότητα, θα προχωρούσε στην αξιόποινη πράξη του.
Κατά τα λοιπά η έφεση του Κ2 ως προς την καταδίκη αφορά τη ληστεία. Οι εισηγήσεις του είναι κατά πρώτο (2ος λόγος έφεσης) ότι η μαρτυρία του ΜΚ9 περιείχε τέτοιες αντιφάσεις, αφ΄εαυτής και σε σύγκριση με τη μαρτυρία των άλλων αστυνομικών, που να καθίστατο αναξιόπιστη ή να δημιουργούσε αμφιβολίες. Οι επί μέρους αναφορές που γίνονται σε στήριξη της εισήγησης αυτής όμως κάθε άλλο παρά έχουν τέτοιο αποτέλεσμα. Οι οποιεσδήποτε επί μέρους διαφορές ως προς το πως ακριβώς έγιναν τα διαδραματισθέντα θα αντανακλούσαν, κατά το μέγιστο, τη διαφορετική δυνατότητα αντίληψης και παρατήρησης των αστυνομικών οι οποίοι ήσαν τοποθετημένοι σε διάφορα σημεία ώστε να ήσαν αθέατοι. Να παραθέσουμε την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου η οποία δεν ελέγχεται λανθασμένη (σελίδες 29-30):
"Έχει επισυρθεί η προσοχή του Δικαστηρίου σε κάποιες διαφοροποιήσεις οι οποίες παρατηρήθηκαν μεταξύ της μαρτυρίας κάποιων από τους αστυνομικούς ως προς τη μια ή την άλλη παρατήρηση στην οποία είχαν προβεί. Αυτές τις διαφορές δεν θα τις παραθέσουμε ξανά. Θα λέγαμε όμως τα εξής: Τα γεγονότα κατά τη συνάντηση εκτυλίχθηκαν με ρυθμό γοργό, σύμφωνα με τη μαρτυρία, ενώ από τη στιγμή που δόθηκε το σύνθημα για εφόρμηση των αστυνομικών, όλα εκτυλίχθηκαν αστραπιαία. Υπό αυτές τις συνθήκες μας φαίνεται πως παράδοξο και ύποπτο θα ήταν αν η μαρτυρία πολλών διαφορετικών προσώπων ήταν πλήρως εναρμονισμένη χωρίς διαφορές ως προς το πού ακριβώς ευρίσκετο ένα πρόσωπο σε μια δεδομένη στιγμή, αν η Α κίνηση κάποιου έγινε αμέσως πριν ή αμέσως μετά μια Β κίνηση κ.λ.π. Υπ΄αυτές τις συνθήκες και δεδομένου ότι οι διαφορές δεν σχετίζονται με ουσιώδους σημασίας θέματα, πιστεύουμε ότι αυτές προσθέτουν παρά αφαιρούν στην αποδοχή μιας γενικότερης εκδοχής σαν πραγματικής."
Να τονίσουμε μάλιστα ότι, όπως είχε παρατηρήσει το Κακουργιοδικείο αξιολογώντας και αποδεχόμενο τη μαρτυρία του ΜΚ9 (σ. 23):
"Προσεγγίζοντας και αξιολογώντας τη δοθείσα μαρτυρία διαπιστώνουμε εξ΄αρχής τη μεγάλη σημασία την οποία υπέχει στη διακρίβωση των πραγματικών γεγονότων η μαρτυρία του Μ.Κ.9 Κ. Μούζουρου. Ο μάρτυρας τούτος είναι το μόνο πρόσωπο το οποίο είχε άμεση και προσωπική επαφή με τους τρεις κατηγορούμενους στις 15.5.02 αναφορικά με τα περιστατικά που συνιστούν την κατηγορία της ληστείας και της εναντίον του επίθεσης, ενώ για τα γεγονότα που αφορούν στις κατηγορίες για προμήθεια ναρκωτικών στις 16.4.02 και 28.4.02 η μαρτυρία του είναι η μόνη διαθέσιμη."
Η άλλη εισήγηση του Κ2 (3ος λόγος έφεσης) είναι ότι δεν προκύπτει από τη μαρτυρία εμπλοκή του στην απόσπαση του τσαντακιού καθ΄όσον δεν υπάρχει μαρτυρία ότι ο ίδιος χρησιμοποίησε βία. Όπως προκύπτει όμως από την αναφορά μας στα γεγονότα, και τέτοια μαρτυρία υπάρχει και ευρύτερη συνδρομή του Κ2 διαπιστώνεται.
Της πτυχής της έφεσης του Κ2 που αφορά την ποινή θα επιληφθούμε σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες εφέσεις των Κ1 και Κ3, στις εφέσεις εναντίον της καταδίκης των οποίων και στρεφόμεθα τώρα.
Ένα παράπονο του Κ1 (1ος λόγος έφεσης) είναι ότι εσφαλμένα επετράπη η πρόσθεση στο κατηγορητήριο των κατηγοριών που αφορούσαν τα ναρκωτικά σε σχέση με τον Κ2, και μάλιστα χωρίς να προσαφθούν συγχρόνως κατηγορίες εναντίον του ΜΚ9 και των ανωτέρων του οι οποίοι ενέχοντο εξ ίσου με τον Κ2 στη διάπραξη των αδικημάτων αυτών, με αποτέλεσμα να παραβιάσθηκε η αρχή της δίκαιης δίκης όπως και η αρχή της ισότητας. Ως προς το θέμα της δίκαιης δίκης, θεμελιακής σημασίας είναι όμως το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό το οποίο εντοπίσαμε κατά τη διάρκεια της ακρόασης και το οποίο ετέθη υπ΄όψη και των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Κ1, η προσθήκη των εν λόγω κατηγοριών έγινε χωρίς ένσταση εκ μέρους οιουδήποτε κατηγορουμένου. Ούτε ηγέρθη τέτοιο θέμα σε οποιοδήποτε στάδιο της ακρόασης ή ακόμα και στις αγορεύσεις ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Αλλά ούτε και στοιχειοθετείται υπόβαθρο στη βάση του οποίου θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε ότι όντως υπήρξε επηρεασμός του Κ1 που να απέληγε σε παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης.
Ως προς το άλλο θέμα της ίσης μεταχείρισης, αυτό, αν ήταν σχετικό, θα ήταν μόνο στα πλαίσια της έφεσης κατά της ποινής.
Άλλη εισήγηση του Κ1 (2ος λόγος έφεσης) έχει δύο πτυχές:
1. Καθ΄όσον ο ΜΚ9 και οι άλλοι αστυνομικοί παγίδευσαν τον Κ2, η όλη μαρτυρία τους πρέπει να αποκλεισθεί. Το θέμα αυτό απαντήθηκε πλήρως στα πλαίσια της έφεσης του Κ2 ως προς την παγίδευση. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με άλλη απ΄ευθείας εισήγηση του Κ1 (4ος λόγος έφεσης) ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε παγίδευση.
2. Καθ΄όσον ο ΜΚ9 και οι άλλοι αστυνομικοί ήσαν ουσιαστικά συνεργοί του Κ2, το Κακουργιοδικείο όφειλε να είχε προειδοποιήσει εαυτό για τον κίνδυνο καταδίκης επί της μαρτυρίας συνεργού χωρίς να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία. Πέραν της εισήγησης όμως, ο σχετικός λόγος έφεσης δεν αναπτύσσεται. Ούτε βλέπουμε πως θα είχε έρεισμα άνευ ετέρου. Εξ άλλου, να παρατηρήσουμε ότι, ως προς τις κατηγορίες των ναρκωτικών, ο ίδιος ο Κ2 στην ανόμωτη δήλωση του εδέχθη, σύμφωνα και με την όλη γραμμή της υπεράσπισης, τη διάπραξη των αδικημάτων, δίδοντας μόνο τη δική του εξήγηση για αυτά, και το θέμα δεν ήταν επίδικο, ως προς δε τα διαδραματισθέντα σε σχέση με τη ληστεία, η εισήγηση δεν έχει η ίδια βάση αφού εδώ δεν υπήρχε καθόλου θέμα συνέργιας της αστυνομίας.
Με άλλο λόγο έφεσης (3ο) ο Κ1 προσβάλλει ως λανθασμένη την αποδοχή από το Κακουργιοδικείο της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του ΜΚ9. Τα όσα είπαμε σε σχέση με αντίστοιχη εισήγηση του Κ2 ισχύουν και εδώ. Να προσθέσουμε μόνο ότι οι επί μέρους αναφορές που γίνονται στο περίγραμμα των ευπαιδεύτων συνηγόρων για τον Κ1 σε στήριξη του λόγου έφεσης δεν θα είχαν το αποτέλεσμα που εισηγείται ως προς είτε την αξιοπιστία του ΜΚ9 είτε την τεκμηρίωση παγίδευσης σε συνάρτηση με την πειστικότητα της γλώσσας και της όλης συμπεριφοράς του ΜΚ9 προς τον Κ2.
Ο 5ος λόγος έφεσης αφορά την καταδίκη για τη ληστεία σε συνάρτηση με το κατά πόσο η μαρτυρία ήταν επαρκής για να καταδείξει ότι υπήρξε αποκόμιση περιουσίας, ως απαραίτητου στοιχείου της ληστείας, από τον Κ1 παρά μόνο, κατά το μέγιστο, απόπειρα ληστείας εκ μέρους του. Παρατηρούμε όμως ότι η μαρτυρία ήταν σαφής ότι υπήρξε απόσπαση του τσαντακιού. Αν αυτό ήταν για ελάχιστο χρόνο, αφού εν τω μεταξύ παρενέβη η αστυνομία και συνέλαβε τους Εφεσείοντες, είναι άλλο θέμα που ενδεχομένως να αφορά την ποινή και όχι την καταδίκη. Την καταδίκη για τη ληστεία αφορά και ο 7ος λόγος έφεσης με την ιδιαίτερη εισήγηση ότι, καθ΄όσον δεν ευρέθη γενετικό υλικό του Κ1 στο τσαντάκι, καταδεικνύεται ότι αυτό ουδέποτε ήταν στα χέρια του. Η εισήγηση είναι non sequitur.
Του 6ου και τελευταίου λόγου έφεσης για την καταδίκη δεν θα επιληφθούμε πλην του να παρατηρήσουμε ότι το πραγματικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζεται δεν υποστηρίζεται από το σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου.
Όπως και στην περίπτωση του Κ2, τους λόγους έφεσης του Κ1 που αφορούν την ποινή θα τους εξετάσουμε αργότερα αφού επιληφθούμε και της έφεσης του Κ3 ως προς την καταδίκη του.
Οι λόγοι έφεσης του Κ3 εν πολλοίς αποτελούν επανάληψη των λόγων έφεσης του Κ1. Αυτό ισχύει για τον 1ο, 2ο, 3ο, 4ο και 7ο λόγο έφεσης (ενώ ο 6ος λόγος έφεσης απεσύρθη), και επ΄αυτών δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε στα όσα ήδη ελέχθησαν στα πλαίσια της έφεσης του Κ1. Όσον αφορά τον 5ο λόγο έφεσης, πλην των αναφορών που γίνονται στο διάγραμμα έξω από τα πλαίσια του σε ευρύτερα θέματα ως προς την απόσπαση του τσαντακιού από τον Κ1 τα οποία έχουν ήδη απαντηθεί, με αυτόν αμφισβητείται η ορθότητα της κατάληξης του Κακουργιοδικείου ότι ο Κ3 εμπλέκετο στη ληστεία. Δεν μπορούσε, λέγεται, να εξαχθεί συμπέρασμα, επί της μαρτυρίας, ότι ο Κ3 ενεργούσε από κοινού με τους Κ1 και Κ2 είτε πριν από το τελικό επεισόδιο της απόσπασης του τσαντακιού είτε ως προς την προς τούτο πρόθεση και ενέργεια. Είναι γεγονός ότι ο Κ3 υπεισήλθε στην εικόνα στα τελευταία στάδια και δεν υπάρχει μαρτυρία ως προς το τι ελέχθη μεταξύ του και των Κ1 και Κ2 εκεί. Μάλιστα το ίδιο το Κακουργιοδικείο ανέφερε ότι δεν ήταν εξ αρχής η πρόθεση των Εφεσειόντων να αποσπάσουν τα χρήματα από το ΜΚ9 παρά μόνο όταν διαπιστώθηκε η κατάρρευση της συναλλαγής. Πότε και πώς εσχηματίσθη αυτή η πρόθεση δεν διευκρινίζεται. Οι όποιες όμως αδυναμίες μετακινούνται στο περιθώριο εν όψει της σαφούς μαρτυρίας ότι, όχι μόνο υπήρξε διαβούλευση μεταξύ του Κ3 και των Κ1 και Κ2 όταν ο Κ3 έφθασε με το αυτοκίνητο του, αλλά και ότι ο ίδιος ο Κ3, ενώ ο Κ1 προσπαθούσε να αποσπάσει το τσαντάκι από το ΜΚ9, τραβούσε το ΜΚ9 από τον ώμο και φώναζε "πιας του τα του μαλακισμένου". Η συμπεριφορά αυτή συνιστούσε συμμετοχή του στην απόσπαση του τσαντακιού.
Τώρα ως προς την ποινή, την οποία όλοι οι Εφεσείοντες προσβάλλουν ως εσφαλμένη και υπερβολική. Οι εισηγήσεις των Εφεσειόντων μας βρίσκουν σύμφωνους ως προς τις επιβληθείσες ποινές για τη ληστεία. Το Κακουργιοδικείο φαίνεται να προσέδωσε υπέρμετρη σημασία στο ότι πρόκειται για γενικά πολύ σοβαρό αδίκημα το οποίο βρίσκεται υπό έξαρση ώστε να δικαιολογούσε την επιβολή αυστηρών ποινών. Όμως δεν επρόκειτο, όπως το ίδιο είχε ήδη διαπιστώσει, για προσχεδιασθείσα ληστεία, ούτε υπήρξε παρά όντως στιγμιαία απόσπαση του τσαντακιού αφού η αστυνομία παρακολουθούσε και παρενέβη αμέσως. Η καταλήξασα ληστεία, εξ άλλου, ήταν εκδήλωση, όπως το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε, της αντίδρασης των Εφεσειόντων στην εξέλιξη των πραγμάτων τα οποία είχαν τροχιοδρομηθεί με συμμετοχή και της αστυνομίας. Αλλά και ο συσχετισμός από το Κακουργιοδικείο της απολήξασας ληστείας προς ευρύτερη προσπάθεια διακίνησης ναρκωτικών έθετε το πράγμα κάπως υπερβολικά, τοσούτο μάλλον αφού οι Κ1 και Κ3 δεν αντιμετώπιζαν τις κατηγορίες που αφορούσαν τα ναρκωτικά.
Ο Κ3 εισηγείται ότι δικαιολογείτο διαφοροποίηση της ποινής του για τη ληστεία σε σχέση με τους άλλους Εφεσείοντες κατά το ότι ο ίδιος δεν συμμετείχε στα προηγηθέντα παρά μόνο στο τελευταίο στάδιο των διαδραματισθέντων. Συμφωνούμε με το Κακουργιοδικείο, το οποίο επελήφθη του θέματος, φρονώντας ότι το σύνολο της συμπεριφοράς του Κ3 δεν δικαιολογούσε διαφοροποίηση της ποινής του ως εκ του ρόλου του στη ληστεία. Συναφώς, να σημειώσουμε, ως προς τον Κ1, ότι η διαφοροποίηση της δικής του ποινής φαίνεται να έγινε όχι ως εκ του ρόλου του στη ληστεία αλλά ως εκ των μειωμένων περιθωρίων επιείκειας λόγω των προηγούμενων καταδικών του και δεν εφεσιβάλλεται.
Ο Κ2 εισηγείται, ειδικά ως προς τις ποινές που του επεβλήθησαν για τα αδικήματα των ναρκωτικών, ότι δεν ελήφθη υπ΄όψη ότι η προμήθεια των ναρκωτικών έγινε σε αστυνομικό υπό κάλυψη ο οποίος είχε και την πρωτοβουλία να τον προσεγγίσει, καθώς και ότι επρόκειτο για μικρές ποσότητες ναρκωτικών. Το Κακουργιοδικείο απέρριψε σχετική εισήγηση ως προς το πρώτο και δεν αναφέρθηκε στο δεύτερο θέμα.
Ότι επρόκειτο για μικρές ποσότητες ναρκωτικών Τάξεως Β είναι γεγονός που όντως θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψη, αν και δεν θα είχε αναγκαστικά αποφασιστική σημασία από μόνο του. Ότι η προμήθεια έγινε σε αστυνομικό υπό κάλυψη, η αρχική προσέγγιση του οποίου και παρείχε την ευκαιρία διάπραξης των αδικημάτων, χωρίς βεβαίως να αναιρεί το αξιόποινο της πράξης, συνιστά μέρος των πραγματικών γεγονότων που συνθέτουν την όλη εικόνα της φύσης και σοβαρότητας του συγκεκριμένου αδικήματος. Δεν θα μας απασχολήσει όμως περαιτέρω η πτυχή αυτή αφού έχουμε μια ευρύτερη προσέγγιση στο όλο θέμα. Σημειώνουμε ότι, εν όψει του συσχετισμού από το Κακουργιοδικείο όλων των αδικημάτων ως σχετιζόμενων άμεσα ή έμμεσα με ναρκωτικά, ο καθορισμός της ποινής για το κάθε αδίκημα φαίνεται να βασίσθηκε στην αλληλοσύνδεση εκείνη ώστε η οποιαδήποτε μείωση της ποινής για τα αδικήματα της ληστείας να αντανακλά και στην ποινή για τα αδικήματα των ναρκωτικών, τοσούτο μάλλον αφού ήταν στον αλληλοσυσχετισμό αυτό που το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι οι επιβληθείσες στον Κ2 ποινές δεν θα έπρεπε να είναι διαδοχικές αλλά να συντρέχουν.
Οι Εφέσεις εναντίον της καταδίκης αποτυγχάνουν και απορρίπτονται. Οι εφέσεις εναντίον της ποινής επιτυγχάνουν και οι επιβληθείσες ποινές μειώνονται ως ακολούθως:
Εφεσείων στην Έφεση 7799
1η κατηγορία: 2½ χρόνια φυλάκισης
Εφεσείων στην Έφεση 7797
1η κατηγορία: 2 χρόνια φυλάκιση
10η κατηγορία: 2 χρόνια φυλάκιση
11η κατηγορία: 2 χρόνια φυλάκιση
Οι ποινές θα συντρέχουν.
Εφεσείων στην Έφεση 7794
1η κατηγορία: 2 χρόνια φυλάκιση
Οι εφέσεις εναντίον της καταδίκης απορρίπτονται. Οι εφέσεις εναντίον της ποινής επιτρέπονται. Οι ποινές μειώνονται ως ανωτέρω.