ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 604
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7426 + 7437)
9 Νοεμβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 7426)
Σ.Θ.Π.,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητος.
- - - - - -
(Ποινική Έφεση Αρ. 7437)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
Σ.Θ.Π.,
Εφεσίβλητος.
- - - - - -
Ποιν.Εφ.7426
Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.
Σ. Μάτσας, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Ποιν.Εφ.7437
Σ. Μάτσας, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσίβλητο.
- - - - - -
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Μετά από ακροαματική διαδικασία ο εφεσείων κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ένοχος σε μια κατηγορία βιασμού, κατά παράβαση του άρθρου 144, οκτώ κατηγορίες διαφθοράς ανήλικης γυναίκας κάτω των 13 χρόνων, κατά παράβαση του άρθρου 153(1), μια κατηγορία για διαφθορά ανήλικης γυναίκας μεταξύ 13 και 16 χρόνων, κατά παράβαση του άρθρου 154, και δύο κατηγορίες για απαγωγή, κατά παράβαση του άρθρου 149 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Όλες οι κατηγορίες αφορούσαν την ανήλικη Μ.Α. Στην κατηγορία του βιασμού επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης τεσσάρων χρόνων, στις κατηγορίες για διαφθορά νεαρής γυναίκας κάτω των 13 χρόνων, πλην μιας η οποία υπερκαλυπτόταν από τα γεγονότα της κατηγορίας για βιασμό, ποινή φυλάκισης τεσσάρων χρόνων, στην κατηγορία για διαφθορά νεαρής γυναίκας μεταξύ 13 και 16 χρόνων ποινή φυλάκισης ενός χρόνου και στις κατηγορίες για απαγωγή ποινή φυλάκισης έξι μηνών. Διατάχθηκε οι ποινές να συντρέχουν.
Προς απόδειξη της υπόθεσής της η κατηγορούσα αρχή κάλεσε 16 μάρτυρες. Η μαρτυρία της παραπονουμένης Μ.Α., που γεννήθηκε στις 25.6.1987, ήταν σε συντομία η ακόλουθη:
Μέχρι να γίνει πέντε περίπου χρόνων έμενε με τους γονείς της σε διαμέρισμα στην Πάφο. Όταν οι γονείς της χώρισαν, το 1992-1993, αυτή συνέχισε να διαμένει με τη μητέρα της Α.Α. στο ίδιο διαμέρισμα τις καθημερινές και με τον πατέρα της Ν.Π., στη Γεροσκήπου, τα πλείστα Σαββατοκυρίακα και τις αργίες. Γνώρισε τον εφεσείοντα γύρω στο 1991-1992 στο εστιατόριο της μητέρας της, στην Κάτω Πάφο, όπου αυτός σύχναζε με το στενό του φίλο Α.Γ. (ΜΚ12). Από το 1992 ο εφεσείων και ο Α.Γ. διατηρούσαν δικό τους εστιατόριο στην περιοχή Τάφοι των Βασιλέων. Σε κάποιο στάδιο η μητέρα της εγκατέλειψε το εστιατόριό της και άρχισε να εργάζεται στο εστιατόριο του εφεσείοντος και του Α.Γ. Γύρω στο 1994 η μητέρα της άρχισε να συζεί με τον Α.Γ. Η ίδια είχε καλές σχέσεις με τον Α.Γ. και πάντοτε τον έβλεπε σαν πατριό της. Τον εφεσείοντα τον συναντούσε κατά τις επισκέψεις της στο εστιατόριο. Γύρω στο 1996-1997 το εστιατόριο έκλεισε και μετατράπηκε σε περίπτερο. Σε αυτό εργαζόταν ο εφεσείων, η τότε Ελληνίδα αρραβωνιαστικιά του, ο Α.Γ. και η μητέρα της. Κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους 1997-1998 επισκεπτόταν το περίπτερο δύο περίπου φορές την εβδομάδα, ενώ κατά τη διάρκεια των σχολικών διακοπών το επισκεπτόταν πιο συχνά, τρεις-τέσσερις φορές την εβδομάδα. Τα μεσημέρια μαγείρευε συνήθως η μητέρα της και έτρωγαν όλοι μαζί, συμπεριλαμβανομένου του εφεσείοντος. Περί τον Αύγουστο του 1998 ο εφεσείων χώρισε με την αρραβωνιαστικιά του. Έκτοτε, ο εφεσείων εργαζόταν στο περίπτερο από τις 5.00 ή 6.00 το απόγευμα μέχρι την 1.00 περίπου της επομένης.
Κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών του 1998, μετά που έφυγε η αρραβωνιαστικιά του, ο εφεσείων για πρώτη φορά στο σέντε του περιπτέρου, άλλες δε φορές, όταν απουσίαζε η μητέρα της για εξωτερικές εργασίες, στο χώρο του περιπτέρου, την πλησίαζε και της έλεγε ότι είναι ωραία κοπέλα, ότι την αγαπά, ότι έχει ωραία πόδια, την τραβούσε πάνω του, την αγκάλιαζε και τη χάιδευε στο στήθος και σε άλλα μέρη του σώματός της. Όταν εκείνη του έλεγε να σταματήσει, αυτός δεν έδινε σημασία. Με το άνοιγμα των σχολείων, το Σεπτέμβριο του 1998, συνέχισε να επισκέπτεται το περίπτερο, αλλά μόνο τα απογεύματα, όταν δεν είχε φροντιστήρια. Ο εφεσείων συνέχισε να της συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο όπως και προηγουμένως, όμως, τώρα άρχισε να τη φιλά και στο στόμα. Η συμπεριφορά του αυτή διήρκεσε μέχρι τον Ιούνιο του 1999, οπότε ο εφεσείων άρχισε να την επισκέπτεται στο διαμέρισμά της. Συνήθως την έπαιρνε τηλέφωνο λέγοντάς της ότι ήταν κοντά στην πολυκατοικία όπου βρισκόταν το διαμέρισμά της και ήθελε να τη δει.
Ένα πρωί, ενώ αυτή κοιμόταν, ο εφεσείων την πήρε τηλέφωνο και της είπε ότι ήθελε να τη δει. Ήταν η πρώτη φορά. Σχεδόν αμέσως κτύπησε το κουδούνι της πόρτας του διαμερίσματος και αυτή άνοιξε. Αμέσως μπήκε ο εφεσείων, την αγκάλιασε και τη φίλησε στο στόμα, λέγοντάς της ότι την αγαπά. Εκείνη του είπε να καθίσει στο σαλόνι και μετά να φύγει, αυτός όμως την τράβηξε και την πήρε στο υπνοδωμάτιό της, και, πέφτοντας από πάνω της, άρχισε να τη φιλά. Αυτή του έλεγε να σταματήσει, εκείνος όμως προσπαθούσε να της βγάλει τα ρούχα. Σε κάποιο στάδιο άρχισε να βγάζει και τα δικά του ρούχα. Τον ρώτησε γιατί βγάζει τα ρούχα του. Αντί απάντησης αυτός επανήλθε και, πέφτοντας και πάλι από πάνω της, συνέχισε να της βγάζει και τα υπόλοιπα ρούχα. Μετά άρχισε να τη χαϊδεύει παντού, να τη φιλά στο στόμα και το στήθος και να αγγίζει τα χέρια του στα γεννητικά της όργανα. Εκείνη τον έσπρωχνε, αυτός όμως την κρατούσε πολύ σφικτά, ενώ με τα πόδια του κρατούσε τα δικά της, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κινηθεί ή να ξεφύγει. Συνέχισε να του λέει να σταματήσει· μάταια όμως. Ο εφεσείων άρχισε σιγά σιγά να σπρώχνει το πέος του μέσα στον κόλπο της μέχρι που κατάφερε να εισέλθει. Αυτή πονούσε και του έλεγε να σταματήσει. Εκείνος όμως την καθησύχαζε λέγοντάς της ότι θα της αρέσει. Ακολούθως, ο εφεσείων σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα. Μέχρι να επανέλθει στο δωμάτιο εκείνη είχε ντυθεί. Ο εφεσείων την πήρε στην αγκαλιά του, την έσφιγγε και την φιλούσε στο στόμα λέγοντάς της ότι την αγαπά. Φεύγοντας της είπε ότι θα την πάρει τηλέφωνο. Λίγο αργότερα την πήρε τηλέφωνο για να δει τι κάμνει. Δε μπορούσε να του μιλήσει γιατί έκλαιγε. Του είπε, όμως, ότι είδε αίμα και του έκλεισε το τηλέφωνο.
Τον Αύγουστο του 1999 ο εφεσείων ήλθε σε συνουσία με την παραπονουμένη για δεύτερη φορά. Γύρω στις 10 Αυγούστου η παραπονουμένη πήγε διακοπές με τον παππού και τη γιαγιά της στη Ρόδο για τέσσερις-πέντε μέρες. Όταν επέστρεψε, ο εφεσείων την πήρε τηλέφωνο και, ακολούθως, την επισκέφθηκε στο διαμέρισμά της όπου ήταν μόνοι. Την αγκάλιασε, τη φίλησε στο στόμα, της είπε επανειλημμένα ότι την αγαπά, και, στη συνέχεια, την οδήγησε στο υπνοδωμάτιο, της έβγαλε τα ρούχα, έβγαλε και τα δικά του, έπεσε από πάνω της και, τελικά, εισχώρησε με το πέος του στον κόλπο της.
Κατά την περίοδο των Χριστουγέννων του 1999, ο εφεσείων πήγε διακοπές στη Θαϋλάνδη. Όταν επέστρεψε, της τηλεφώνησε και της είπε ότι ήθελε να την επισκεφθεί για να της δώσει ένα άρωμα που της έφερε δώρο. Όταν πήγε στο διαμέρισμα επαναλήφθηκαν τα ίδια, όπως και τον Αύγουστο του 1999.
Η επόμενη σεξουαλική επαφή που είχε με τον εφεσείοντα ήταν στις αρχές Ιανουαρίου του 2000, όταν η μητέρα της πήγε με τον Α.Γ. διακοπές στο Κάιρο. Ενώ έλειπε η μητέρα της, αυτή διέμενε με τον παππού και τη γιαγιά της στη Γεροσκήπου. Την προηγούμενη που θα ερχόταν η μητέρα της, ο εφεσείων την πήρε τηλέφωνο και της ζήτησε να βρει κάποια δικαιολογία για να πάει στο διαμέρισμά της, ώστε αυτός να βρει ευκαιρία για να την επισκεφθεί. Τη συμβούλευσε να προφασιστεί ότι θα έπαιρνε τα σκυλάκια από το χώρο όπου φυλάγονταν για να τα πάρει πίσω στο διαμέρισμα. Έτσι και έγινε. Την προηγούμενη της άφιξης της μητέρας της, διευθέτησε για τη μεταφορά των σκυλιών και πήγε και η ίδια στο διαμέρισμα. Ο εφεσείων την επισκέφθηκε γύρω στις 2.00-2.30 το πρωί, μετά που σχόλασε από το περίπτερο και, στη συνέχεια, διαδραματίστηκαν μεταξύ τους τα ίδια όπως και προηγουμένως.
Στις αρχές Απριλίου του 2000 η μητέρα της μαζί με την Ε.Γ. (ΜΚ7), κόρη του Α.Γ., πήγαν στη Συρία. Ενώ έλειπε η μητέρα της, ο δε Α.Γ. εργαζόταν στο περίπτερο, ο εφεσείων, γνωρίζοντας ότι ήταν μόνη στο διαμέρισμα, της τηλεφώνησε και την επισκέφθηκε εκεί. Άρχισε να την αγγίζει και να τη χαϊδεύει, λέγοντάς της ότι αν ήταν πιο μεγάλη θα την παντρευόταν, ενώ σιγά σιγά την οδήγησε στο υπνοδωμάτιο όπου της έβγαλε τα ρούχα και άρχισε να τη φιλά στο στόμα και στο στήθος. Στη συνέχεια, έβγαλε και αυτός τα ρούχα του και, ακολούθως, διαδραματίστηκαν τα ίδια όπως και τις προηγούμενες φορές.
Περί το τέλος Απριλίου 2000, η μητέρα της και ο Α.Γ. προγραμμάτισαν να πάνε στον Πύργο Τυλληρίας. Εκείνη την ημέρα ο εφεσείων, αφού της τηλεφώνησε, την επισκέφθηκε στο διαμέρισμα. Αφού επαναλήφθηκαν τα ίδια, όπως και προηγουμένως, σε κάποια στιγμή άκουσαν την πόρτα του διαμερίσματος να ανοίγει. Ο εφεσείων μάζεψε τα ρούχα του και κρύφτηκε πίσω από την πόρτα του υπνοδωματίου. Η ίδια ντύθηκε και βγήκε έξω. Ήταν ο Α.Γ. Της είπε ότι έψαχνε για τα γυαλιά του. Τα βρήκε και έφυγε. Όταν επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο, ο εφεσείων, που στο μεταξύ είχε φορέσει το παντελόνι του, καθόταν στο κρεβάτι φοβισμένος. Τρέμοντας, την αγκάλιασε και της είπε ότι είναι επικίνδυνο πλέον να συνεχίζει να έρχεται στο διαμέρισμά της και ότι θα ήταν καλύτερα αν η ίδια τον επισκεπτόταν στο δικό του. Το διαμέρισμά του ήταν, άλλωστε, πολύ κοντά στο περίπτερο.
Στις 18.5.2000 ο εφεσείων είχε τα γενέθλιά του. Της τηλεφώνησε και της ζήτησε να τον επισκεφθεί στο διαμέρισμά του. Όταν του είπε ότι δεν ήθελε, εκείνος την προέτρεψε να πει στη μητέρα της, που ήταν στη δουλειά, ότι δεν ένιωθε καλά, ότι θα κοιμόταν και να μην τη γυρεύει. Της είπε, επίσης, ότι θα ερχόταν ο ίδιος να την πάρει. Ακολούθως, ο εφεσείων έφθασε με το αυτοκίνητό του στην πολυκατοικία που έμενε και της τηλεφώνησε να κατέβει κάτω. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, πρόσεξε ότι το πίσω μέρος του καθίσματος του συνοδηγού ήταν πεσμένο σε οριζόντια θέση με το κάθισμα. Ο εφεσείων της εξήγησε ότι αυτός το έκανε ώστε εκείνη να μη φαίνεται. Όταν έφθασαν στο διαμέρισμά του, κατέβηκε πρώτος από το αυτοκίνητο. Της είπε ότι θα πήγαινε να ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματος, εκείνη δε να τον ακολουθήσει μετά από λίγο, πράγμα που έκανε. Αφού κάθισαν για λίγο στο σαλόνι, ο εφεσείων την οδήγησε στο υπνοδωμάτιο και, ακολούθως, διαδραματίστηκαν τα ίδια όπως και στο διαμέρισμά της τις προηγούμενες φορές. Στη συνέχεια ο εφεσείων την πήρε πίσω στο διαμέρισμά της.
Στις 17.6.2000, ενώ αυτή βρισκόταν στο σπίτι του πατέρα της στη Γεροσκήπου, της τηλεφώνησε ο εφεσείων και της ζήτησε να βρεθούν στο διαμέρισμά του για να της δώσει το δώρο των γενεθλίων της. Τη συμβούλευσε να ζητήσει από τον παππού της να τη μεταφέρει στο περίπτερο, αλλά να την αφήσει λίγο πιο πάνω. Ακολούθησε τη συμβουλή του. Στη συνέχεια πήγε στο διαμέρισμα του εφεσείοντος, κάθισε για λίγο στο σαλόνι, και, ακολούθως, αφού ο εφεσείων την οδήγησε στο υπνοδωμάτιό του, ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Όταν τέλειωσαν της έδωσε το δώρο των γενεθλίων της, δύο αλυσίδες. Την ίδια μέρα της ζήτησε να του φέρει ένα δικό της φορεμένο σλιπάκι, απειλώντας ότι αν δεν του φέρει θα της έβγαζε εκείνο που φορούσε. Ανταποκρινόμενη στην παράκλησή του, σε κατοπινό στάδιο, ενώ βρισκόταν στο περίπτερο, του έδωσε ένα από τα σλιπάκια της. Παίρνοντάς το της είπε ότι θα το έχει πάντα κάτω από το μαξιλάρι του.
Στις 20.7.2000 επέστρεψε στην Κύπρο από τη Γαλλία, όπου είχε πάει με τη μητέρα της για διακοπές. Την επομένη πήγε για να μείνει με τον πατέρα της στη Γεροσκήπου. Την άλλη μέρα, 22.7.2000, γύρω στις 7.30-8.00 το πρωί, τηλεφώνησε στον εφεσείοντα επειδή της το είχε ζητήσει. Στη συνέχεια, διευθέτησαν συνάντηση στο διαμέρισμά του. Ενώ η ίδια ήθελε να διηγηθεί στον εφεσείοντα τις εντυπώσεις της από τη Γαλλία, αυτός άρχισε να την αγκαλιάζει, να τη φιλά, να της λέει ότι του έλειψε και να την οδηγεί και πάλι στο υπνοδωμάτιό του. Εκεί άρχισε να τη φιλά σε διάφορα μέρη του σώματός της και, τελικά, ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Η πρώτη σεξουαλική επαφή ήταν πριν το μεσημέρι. Αργότερα, την ίδια μέρα, ήλθαν σε σεξουαλική επαφή άλλες μία ή δύο φορές. Γύρω στις 4.00 το απόγευμα τηλεφώνησε στον παππού της, ο οποίος και την πληροφόρησε ότι την αναζητούσε η μητέρα της. Όταν το ανέφερε στον εφεσείοντα, αυτός της εισηγήθηκε να ξανατηλεφωνήσει στον παππού της και να του πει ότι ήταν σε μια φίλη της και να έλθει για να τη μεταφέρει στη Γεροσκήπου. Όταν ξανατηλεφώνησε, η γιαγιά της την πληροφόρησε ότι ο παππούς της είχε ήδη ξεκινήσει για να έλθει να την παραλάβει. Όταν επέστρεψε με τον παππού της στη Γεροσκήπου, ο πατέρας της την ρώτησε πού ήταν και αυτή του απάντησε ότι ήταν σε μια φίλη της. Μετά από λίγο ήλθε η μητέρα της με τον Α.Γ. και την πήραν και έφυγαν με το αυτοκίνητο. Κατευθύνθηκαν προς το δασούδι της Τίμης. Καθ΄ οδόν η μητέρα της τη ρώτησε πού ήταν, και αυτή απάντησε ότι ήταν σε μια φίλη της. Η μητέρα της έδειξε όχι μόνο ότι δεν την πίστευε, αλλά και ότι γνώριζε ότι δεν ήταν σε μια φίλη της. Παρά ταύτα δεν της ομολόγησε πού ήταν. Φθάνοντας στο δασούδι η μητέρα της παρέμεινε στο αυτοκίνητο κλαίοντας, ενώ εκείνη κατέβηκε με τον Α.Γ. για να μιλήσουν. Ο Α.Γ. ήθελε να μάθει πού ήταν, οπότε, σε κάποιο στάδιο, εκείνη του είπε την αλήθεια, αφού, άλλωστε, τον θεωρούσε σαν δεύτερο της πατέρα. Επιπλέον, ήταν και ο καλύτερος φίλος του εφεσείοντος. Όταν επέστρεψαν στο αυτοκίνητο, και κατόπιν προτροπής του Α.Γ., πληροφόρησε και τη μητέρα της για το πού ήταν και τι έκανε. Αμέσως επισκέφθηκαν την κλινική γυναικολόγου η οποία, αφού την εξέτασε, διαπίστωσε παλιά διάρρηξη του παρθενικού της υμένα. Μετά τη γυναικολόγο, πήγαν στην Αστυνομία, όπου και έδωσε γραπτή κατάθεση για όσα διαδραματίστηκαν μεταξύ της και του εφεσείοντος.
Η υπόλοιπη μαρτυρία που προσκομίστηκε από την κατηγορούσα αρχή προς απόδειξη της υπόθεσής της εναντίον του εφεσείοντος ήταν η ακόλουθη: (α) Δύο καταθέσεις - ομολογίες του εφεσείοντος προς την Αστυνομία ημερομηνίας 23.7.2000 και 24.7.2000 οι οποίες, με δύο ενδιάμεσες αποφάσεις του Δικαστηρίου, έγιναν δεκτές ως θεληματικές και, επομένως, ως μαρτυρία εναντίον του, (β) Προφορικές παραδοχές του εφεσείοντος προς την ψυχίατρο Μ. Πίττα, (γ) Διάφορα αντικείμενα που βρέθηκαν από την Αστυνομία στο διαμέρισμα του εφεσείοντος κατά την έρευνα της 23.7.2000 και τα οποία, σύμφωνα με την παραπονουμένη, ανήκαν σ΄ αυτήν και αφέθηκαν στο διαμέρισμα του εφεσείοντος κάτω από τις συνθήκες που εξήγησε στη μαρτυρία της. Τα αντικείμενα αυτά ήσαν μια φανέλα Armani, μερικά τσιμπιδάκια και ένα περιδέραιο, (δ) Ένα σλιπάκι και ένα μπουλουκάκι με ευχετήρια κάρτα που βρέθηκαν κατά την ίδια έρευνα και τα οποία, σύμφωνα με την παραπονουμένη, δόθηκαν από αυτή στον εφεσείοντα, κάτω από τις συνθήκες που περιέγραψε στη μαρτυρία της, (ε) Η μαρτυρία του Α.Γ. με την οποία, κατά κύριο λόγο, διέψευδε τον ισχυρισμό του εφεσείοντος ότι αυτός και όχι ο εφεσείων είχε σεξουαλικές σχέσεις με την παραπονουμένη, και (στ) Η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Μ. Καριόλου ότι κολπικά επιχρίσματα που λήφθηκαν από την παθολογοανατόμο Ελένη Αντωνίου, στις 22.7.2000, από τον κόλπο της παραπονουμένης περιείχαν, όπως ο ίδιος εντόπισε μετά από επιστημονικές εξετάσεις, σπερματικό υλικό από το οποίο απομονώθηκε γενετικό υλικό το οποίο ταυτιζόταν με το γενετικό προφίλ του DNA που απομονώθηκε από δείγμα αίματος του εφεσείοντος, γεγονός που αποδείκνυε σεξουαλική επαφή του εφεσείοντος με την παραπονουμένη.
Για την υπεράσπιση κατέθεσαν 14 μάρτυρες. Η μαρτυρία του εφεσείοντος, ηλικίας 34 χρόνων, ήταν σε συντομία η ακόλουθη:
Μεταξύ 1993 και 1995 συγκατοικούσε με τον Α.Γ. σε διαμέρισμα πολυκατοικίας στην Πάφο. Γύρω στο 1995 γνώρισε την Α.Α., μητέρα της παραπονουμένης, μέσω του Α.Γ. με τον οποίο διατηρούσε δεσμό, παρά το γεγονός ότι ήταν παντρεμένη με το Ν.Π. Επισκεπτόταν συχνά τον Α.Γ. στο διαμέρισμά τους. Την ίδια περίοδο, είχε μαζί με τον Α.Γ. ίσο μερίδιο στην εταιρεία-ιδιοκτήτρια εστιατορίου το οποίο διηύθυναν οι δυο τους και το οποίο, αργότερα, μετατράπηκε σε περίπτερο. Επειδή οι εργασίες του περιπτέρου πήγαιναν καλά, τον Ιούλιο του 1999 ενοικίασαν και δεύτερο διπλανό κατάστημα το οποίο διέθετε και σέντε. Το σέντε χρησιμοποιείτο ως γραφείο. Από τις 6.30π.μ. μέχρι τις 5.00μ.μ. εργάζονταν στο περίπτερο η μητέρα της παραπονουμένης και ο Α.Γ. Τους αντικαθιστούσε ο ίδιος και η αρραβωνιαστικιά του μέχρι που χώρισαν το 1998. Εργαζόταν μέχρι τις 1.30 περίπου το πρωί. Οι σχέσεις του με τη μητέρα της παραπονουμένης και τον Α.Γ. ήταν πολύ καλές. Μέσα, όμως, στο 2000 οι σχέσεις του με τον Α.Γ. άρχισαν να χαλούν επειδή ο τελευταίος δεν του έδινε καθαρές απαντήσεις για τις οικονομικές εκκρεμότητες της εταιρείας. Ένα βράδυ, γύρω στις 1.00 το πρωί, ενώ εργαζόταν στο περίπτερο, επισκέφθηκε το περίπτερο ο Α.Γ. μαζί με την Α.Α.. Ο Α.Γ., που ήταν μεθυσμένος, άρχισε να του κάνει, με έντονο ύφος, παρατηρήσεις για τον τρόπο που είχε συμπεριφερθεί σε κάποιον πελάτη. Αυτός, που εκείνη την ώρα έτυχε να κρατά ένα μαχαίρι της κουζίνας, κουνώντας το, έδειξε στον Α.Γ. την καρέκλα του ταμείου λέγοντάς του να καθίσει εκείνος εκεί και να εργάζεται τη νύκτα για να δει τη διαφορά. Ο Α.Γ. φώναζε. Αυτός, όμως, επειδή δεν ήθελε να δώσει συνέχεια, βγήκε έξω από το περίπτερο για να ηρεμήσει.
Η παραπονουμένη σπάνια ερχόταν στο περίπτερο όταν εργαζόταν ο ίδιος. Σε μια από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις, όταν την έφερε ο πατέρας της στο περίπτερο γύρω στις 6.00 το απόγευμα για να την παραλάβει η μητέρα της, πρόσεξε από τον τρόπο που ο πατέρας της ξεκίνησε για να φύγει, ότι ήταν εκνευρισμένος. Από την άλλη, η παραπονουμένη έκλαιγε όταν μπήκε στο περίπτερο. Όταν δε αυτός τη ρώτησε για το λόγο, αυτή του είπε κάτι για τον Α.Γ., εξηγώντας του ότι αυτός ήταν και ο λόγος που η μητέρα της την πήρε σε γυναικολόγο. Ήταν, όπως του είπε, εκνευρισμένη γιατί ήθελε και ο πατέρας της να την πάρει σε γυναικολόγο. Όμως, η ίδια δε δεχόταν. Ουδέποτε άγγιξε την παραπονουμένη. Ουδέποτε η παραπονουμένη βρέθηκε μόνη στο διαμέρισμά του. Οι μόνες φορές που η παραπονουμένη πήγε στο διαμέρισμά του ήταν μια φορά με τη μητέρα της για να καθαρίσουν, μέσα στο Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1999, και μια όταν γινόταν η εγκατάσταση του συστήματος κλιματισμού και πήγε για να πάρει αναψυκτικά στο συνεργείο που εγκαθιστούσε το σύστημα. Ουδέποτε επισκέφθηκε μόνος του το διαμέρισμα της παραπονουμένης. Όσα ισχυρίστηκε στο Δικαστήριο περί σεξουαλικών επαφών του μαζί της ήταν ασύστολα ψεύδη. Όσον αφορά τον ισχυρισμό της ότι του έδωσε ένα σλιπάκι της, κατόπιν δικής του επιθυμίας, και αυτό ήταν ένα από τα πολλά της ψέματα, αφού, άλλωστε, θα ήταν γελοίο να έβαζε το σλιπάκι κάτω από το μαξιλάρι του με κίνδυνο να το βρει η φιλενάδα του, η οποία τον επισκεπτόταν συχνά στο διαμέρισμα και της οποίας η τελευταία επίσκεψη ήταν μόλις στις 20.7.2000. Το μπουλουκάκι και την ευχετήρια κάρτα για τη γιορτή του τα βρήκε στο περίπτερο μαζί με άλλα δώρα. Πρέπει να τα είχε αφήσει εκεί η παραπονουμένη. Τα τέσσερα τσιμπιδάκια και το περιδέραιο, επειδή κάποτε έδινε το κλειδί σ΄ ένα ξάδελφό του για να παίρνει τις φιλενάδες του στο διαμέρισμα, ίσως να ανήκαν σε μια από αυτές. Όμως ο ίδιος δεν τα είχε προσέξει προηγουμένως. Όσον αφορά τις δύο καταθέσεις του στην Αστυνομία, στις οποίες παραδέχτηκε ενοχή, αυτές δεν ήταν θεληματικές για τους ίδιους λόγους που εξήγησε στις δύο δίκες εντός δίκης που προηγήθηκαν. Το διαμέρισμα στο οποίο διέμενε απείχε από το περίπτερο 200-250 μέτρα. Η μητέρα της παραπονουμένης έτυχε να το επισκεφθεί μια-δυο φορές για να το καθαρίσει. Είχε δύο κλειδιά για το διαμέρισμά του, το ένα το κρατούσε και το άλλο το είχε, ως εφεδρικό, στο περίπτερο, κρεμασμένο στο ίδιο σημείο όπου η μητέρα της παραπονουμένης και ο Α.Γ. είχαν κρεμασμένα και τα δικά τους κλειδιά. Συμπερασματικά, η όλη υπόθεση εναντίον του ήταν κατασκευασμένη από το συνέταιρο του Α.Γ., ο οποίος και είχε σεξουαλικές σχέσεις με την παραπονουμένη. Ο κύριος σκοπός του ήταν να καλύψει τα όσα συνέβαιναν μεταξύ του και της παραπονουμένης και, κατά δεύτερο λόγο, να οδηγήσει τον ίδιο σε οικονομική καταστροφή, εξαναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει την κοινή επιχείρηση. Στην κατασκευή της υπόθεσης συνήργησε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, και η Αστυνομία.
Η υπόλοιπη μαρτυρία που προσκομίστηκε από την υπεράσπιση απέβλεπε στην ενίσχυση της μαρτυρίας του εφεσείοντος και ή στην αντίκρουση της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής. Κλήθηκαν: (α) Ο ιδιοκτήτης του ακινήτου εντός του οποίου στεγάζεται το περίπτερο για να καταθέσει πως αυτό διαμορφώθηκε λόγω επέκτασης από τον Ιούνιο του 1999, ιδιαίτερα δε πώς διαμορφώθηκε το σέντε και ποια ήταν η χρήση του, (β) Ο συνταξιούχος αξιωματικός της Αστυνομίας Δ. Μακαρίου για να καταθέσει αναφορικά με ολιγόλεπτη συνάντηση που είχαν στο γραφείο του στο ΤΑΕ Πάφου ο εφεσείων, ο Α.Γ. και η παραπονουμένη, (γ) Οι μετεωρολόγοι Κλ. Πηλιώτης και Στ. Πασιαρδής για να καταθέσουν αναφορικά με τις θερμοκρασίες που επικρατούσαν μεταξύ 23 και 25.7.2000 στις Επαρχίες Πάφου, Λεμεσού και Λευκωσίας όπου διακινήθηκαν τα δείγματα που εξετάστηκαν από το Μ. Καριόλου, (δ) Ο πατέρας του εφεσείοντος για να καταθέσει αναφορικά με συνάντηση που είχε στις 23.7.2000 με τον Α.Γ. και την παραπονουμένη όταν επισκέφθηκε το περίπτερο, (ε) Η φίλη του εφεσείοντος για να καταθέσει ότι επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινά τον εφεσείοντα στο διαμέρισμά του, με τελευταία της επίσκεψη στις 20.7.2000, και ότι ουδέποτε είδε το σλιπάκι-τεκμήριο στο διαμέρισμα του εφεσείοντος, (στ) Ο ξάδελφος του εφεσείοντος για να καταθέσει ότι ο εφεσείων του είχε δώσει κλειδί του διαμερίσματός του για να το χρησιμοποιεί όταν ήθελε να συνευρεθεί με κάποια κοπέλα, συνήθως ξένη τουρίστρια, (ζ) Ο ψυχίατρος Χρ. Γαλατόπουλος για να καταθέσει αναφορικά με την ψυχολογική κατάσταση του εφεσείοντος όταν έδιδε τις δύο καταθέσεις του στην Αστυνομία, (η) Ο εμπειρογνώμονας στην ταύτιση τεκμηρίων N. Adan για να εκφέρει γνώμη κατά πόσο το σλιπάκι-τεκμήριο ήταν το ίδιο με εκείνο που, σύμφωνα με την Αστυνομία, απεικονιζόταν σε φωτογραφία που κατατέθηκε στη διαδικασία από την Αστυνομία, και, τέλος, (θ) Οι γενετιστές Χρ. Διογένους, A. Friedmann και J. Grimberg για να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία της μαρτυρίας του Μ. Καριόλου.
Ακολούθως, το Κακουργιοδικείο, αφού άκουσε τις αγορεύσεις των δικηγόρων, προχώρησε στην εξέταση της εκατέρωθεν μαρτυρίας την οποία και αξιολόγησε εκτενώς. Τελικά, για τους λόγους που εξήγησε, αποδέχθηκε ολόκληρη τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής ενώ, για τους λόγους που επίσης εξήγησε, απέρριψε εκείνη της υπεράσπισης στο σύνολό της. Προχώρησε δε στα ανάλογα ευρήματα. Αποδεχόμενο, ειδικότερα, τη μαρτυρία της παραπονουμένης, την οποία, όπως τόνισε, αξιολόγησε "χωρίς αναφορά σε ενισχυτική μαρτυρία", αφού αναφέρθηκε πρώτα στον κανόνα ότι, όπου παραπονούμενο πρόσωπο αποδίδει σε κατηγορούμενο τη διάπραξη αδικήματος σεξουαλικής φύσεως, η μαρτυρία του, νοουμένου ότι κρίνεται αξιόπιστη, χρειάζεται ενισχυτική μαρτυρία ως θέμα πρακτικής, και ότι, ανεξάρτητα από τον κανόνα, η καταδίκη του κατηγορουμένου μπορεί να στηριχθεί μόνο στη μαρτυρία του παραπονούμενου προσώπου, εφόσον προηγουμένως το δικαστήριο αυτοπροειδοποιηθεί για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην αποδοχή της μαρτυρίας του χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, είπε τα ακόλουθα:
"Έχουμε αυτοπροειδοποιηθεί για τους κινδύνους που παραμονεύουν στο να στηριχθούμε χωρίς ενίσχυση στη μαρτυρία της παραπονούμενης που αφορά σε σεξουαλικά αδικήματα. Έχουμε επίσης αυτοπροειδοποιηθεί ότι ενώπιον μας έχουμε μια νεαρή γυναίκα ηλικίας 15 χρονών περίπου. Χωρίς κανένα δισταγμό καταλήγουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση δε χρειάζεται ως θέμα πρακτικής να αναζητήσουμε ενισχυτική μαρτυρία προτού καταδικάσουμε τον κατηγορούμενο αφού μπορούμε με απόλυτη ασφάλεια να στηριχθούμε στη μαρτυρία της. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν αποφασίζαμε να αναζητήσουμε ενισχυτική μαρτυρία, τέτοια υπάρχει όπως για παράδειγμα το γενετικό υλικό του κατηγορούμενου που βρέθηκε στον κόλπο της παραπονούμενης στις 22.7.00 που σχετίζεται με τη σεξουαλική επαφή της ημέρας εκείνης όπως και τη σχετική ομολογία του κατηγορούμενου στην πρώτη του κατάθεση. Η προσέγγιση μας αυτή είναι πλήρως επιτρεπτή και εναρμονισμένη με τη νομολογία μας (βλ. Fourri & Others v. Republic (1980) 2 CLR 152, Theodorou v. Police (1971) 2 CLR 245). "
Στη συνέχεια, το Κακουργιοδικείο, αφού ανέλυσε και τη νομική πτυχή του κάθε αδικήματος, έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο στις αντίστοιχες κατηγορίες και του επέβαλε τις ποινές στις οποίες αναφερθήκαμε.
Με την ενώπιόν μας Ποινική Έφεση 7426 ο εφεσείων αμφισβητεί, για σειρά λόγων, την ορθότητα της καταδίκης του. Με την Ποινική Έφεση 7437 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αμφισβητεί την ορθότητα της επιβληθείσης ποινής. Τη θεωρεί έκδηλα ανεπαρκή.
Η έφεση κατά της καταδίκης.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο "και παρά τη φραστική προειδοποίηση στην οποία προέβηκε για την προσοχή που χρειάζεται για την αποδοχή της μαρτυρίας και τους κινδύνους που παραμονεύουν για να στηριχθεί χωρίς ενίσχυση στη μαρτυρία της", πίστεψε την παραπονουμένη, παρά το ότι "υπήρξε σωρεία ουσιαστικών και ουσιωδών παραλείψεων και ή αντιφάσεων" στη μαρτυρία της.
Προς υποστήριξη του λόγου αυτού, ο δικηγόρος του εφεσείοντος μας παρέπεμψε σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας της παραπονουμένης, τα κυριότερα των οποίων ήσαν τα ακόλουθα: Στην πρώτη της κατάθεση, της 22.7.2000, δεν ανέφερε οτιδήποτε για άσκηση βίας από τον εφεσείοντα κατά την πρώτη σεξουαλική επαφή μαζί της. Κάτι τέτοιο ανέφερε, για πρώτη φορά, στη δεύτερή της κατάθεση της 26.7.2000. Στην πρώτη της κατάθεση, αναφερόμενη στην τελευταία σεξουαλική επαφή της με τον εφεσείοντα, στις 22.7.2000, είπε ότι υπήρξαν δύο σεξουαλικές επαφές και ότι, και στις δύο, ο εφεσείων χρησιμοποίησε προφυλακτικό, ενώ στην κατάθεση της 26.7.2000 είπε ότι εκείνη την ημέρα υπήρξαν δύο έως τρεις σεξουαλικές επαφές με τον εφεσείοντα, στη δε τελευταία αυτός δε χρησιμοποίησε προφυλακτικό. Σε καμιά από τις καταθέσεις της δεν αναφέρθηκε σε περιστατικό άσεμνης επίθεσης σε βάρος της από τον εφεσείοντα στο σέντε του περιπτέρου, ενώ στη μαρτυρία της αναφέρθηκε σε ένα τέτοιο περιστατικό, το οποίο και τοποθέτησε σε χρόνο κατά τον οποίο, σύμφωνα με τον ιδιοκτήτη του περιπτέρου, το σέντε δεν ήταν συνενωμένο με το περίπτερο. Η εκμυστήρευσή της προς τον Α.Γ., στο δασούδι της Τίμης, και όχι στο σπίτι της, όπως ανέφερε στην πρώτη της κατάθεση, αναφορικά με τις σχέσεις της με τον εφεσείοντα, έγινε κάτω από ιδιαίτερα ύποπτες συνθήκες, καθ΄ όσον, μάλιστα, η ίδια είχε αναφέρει αρχικά ότι, την 22.7.2000, δε βρισκόταν με τον εφεσείοντα στο διαμέρισμά του, αλλά στο σπίτι κάποιας φίλης της. Ενώ στις καταθέσεις της στην Αστυνομία δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένες ημερομηνίες που είχε σεξουαλική επαφή με τον εφεσείοντα, κατά την ένορκο μαρτυρία της αναφέρθηκε σε συγκεκριμένους μήνες ή, ανάλογα με την περίπτωση, συγκεκριμένες ημερομηνίες. Ουδέποτε στις καταθέσεις της ανέφερε ότι φοβόταν τον εφεσείοντα ή τελούσε κάτω από την απειλή ή την ψυχολογική του πίεση. Το ανέφερε για πρώτη φορά στη μαρτυρία της. Ουδέποτε στις καταθέσεις της ανέφερε ότι, κατά την περίοδο των σεξουαλικών επαφών της με τον εφεσείοντα, είχε καθυστερήσει να δει περίοδο, πράγμα που οδήγησε τον εφεσείοντα να την προμηθεύσει με μέσον ελέγχου εγκυμοσύνης. Το ανέφερε για πρώτη φορά στη μαρτυρία της, και δη κατά την αντεξέταση.
Οι αρχές με βάση της οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, είναι γνωστές. Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε ό,τι αφορά τις παραλείψεις ή τις αντιφάσεις στις καταθέσεις ή στη μαρτυρία, για να ανατραπεί η πρωτόδικη κρίση από το Εφετείο, αυτές πρέπει να είναι ουσιώδεις, ώστε να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεσή του να παραποιήσει την αλήθεια.
Έχουμε διεξέλθει με προσοχή τόσο τα πιο πάνω όσο και τα υπόλοιπα σημεία των καταθέσεων και της μαρτυρίας της παραπονουμένης στα οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος του εφεσείοντος για να υποδείξει παραλείψεις ή αντιφάσεις. Τα ίδια σημεία είχαν τεθεί και ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το οποίο και τα πραγματεύθηκε διεξοδικά στην απόφασή του, προτού καταλήξει να αποδεχθεί τη μαρτυρία της παραπονουμένης. Θεωρούμε ότι οι λόγοι τους οποίους επεξηγεί το Κακουργιοδικείο για την εκ μέρους του αξιολόγηση είτε των παραλείψεων είτε των αντιφάσεων της παραπονουμένης είναι καθ΄ όλα πειστικοί και εύλογοι ώστε να μη δικαιολογείται η επέμβασή μας. Το δε συμπέρασμά του ότι οι διαφορές στη μαρτυρία της παραπονουμένης "είναι ελάχιστες και εντελώς επουσιώδεις με αποτέλεσμα να αφήνουν αλώβητη την αξιοπιστία της" και ότι "ο κύριος και ουσιαστικός κορμός της μαρτυρίας της που αφορά στα διάφορα επεισόδια σεξουαλικής επαφής όπως περιγράφηκαν στη μαρτυρία της, χαρακτηρίζεται από σαφήνεια, συνέπεια και σταθερότητα..... Σε κανένα δε σημείο της αντεξέτασης ο βασικός πυρήνας της μαρτυρίας της δεν κλονίστηκε", μας βρίσκει σύμφωνους. Συνακόλουθα, ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης, πλην ενός, τον οποίο θα πραγματευθούμε στη συνέχεια, άπτονται της αξιολόγησης και των συνακόλουθων ευρημάτων και συμπερασμάτων του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από την κατηγορούσα αρχή προς ενίσχυση της μαρτυρίας της παραπονουμένης και ή προς απόδειξη της υπόθεσής της εναντίον του εφεσείοντος, πάντοτε σε συνάρτηση με τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από την υπεράσπιση προς ενίσχυση της μαρτυρίας του εφεσείοντος και ή προς αντίκρουση της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής.
Ενόψει της κατάληξής μας ότι ο προηγούμενος λόγος έφεσης, ο οποίος άπτεται της αποδοχής από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας της παραπονουμένης στο σύνολό της, χωρίς την προσφυγή σε ενισχυτική μαρτυρία, δεν ευσταθεί, θεωρούμε ότι η εκ μέρους μας εκτενής ενασχόληση με τους εν λόγω υπόλοιπους λόγους έφεσης θα έχει ακαδημαϊκή και μόνο σημασία εφόσον, ανεξάρτητα της κατάληξής μας αναφορικά με τον ένα ή τον άλλο λόγο, η έφεση θα πρέπει, τελικά, να απορριφθεί. Περιοριζόμαστε, απλώς, να σημειώσουμε ότι δεν έχουμε πεισθεί για την εγκυρότητα οποιουδήποτε από τους λόγους αυτούς. Τούτο ισχύει ιδιαίτερα αναφορικά με το λόγο έφεσης ο οποίος άπτεται της επιστημονικής μαρτυρίας του γενετιστή Μ. Καριόλου, λόγος για τον οποίο αφιερώθηκε πολύς χρόνος και κατά την ενώπιόν μας διαδικασία.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης κατά της καταδίκης του εφεσείοντος άπτεται του συνόλου της διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου, η οποία, σημειωτέον, διήρκεσε για ένα σχεδόν χρόνο, και συνίσταται στο ότι, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ. Σ. Μάτσας, παρουσίασε την υπόθεσή του κατά τέτοιο ανάρμοστο, άδικο και καταπιεστικό τρόπο, ώστε να καταστήσει την όλη διαδικασία τρωτή, και τη δίκη μη δίκαιη. Μεταξύ άλλων, καταλογίζεται στον κ. Μάτσα ότι ήταν ιδιαίτερα εριστικός καθ΄ όλη τη διάρκεια της διεξαγωγής της δίκης και προέβαινε σε συνεχείς φραστικές επιθέσεις και προσβλητικές δηλώσεις και χαρακτηρισμούς επί προσωπικού επιπέδου σε βάρος του δικηγόρου της υπεράσπισης, του κατηγορουμένου και ορισμένων μαρτύρων της υπεράσπισης· ότι κατασκόπευε τόσο το δικηγόρο της υπεράσπισης όσο και ορισμένους μάρτυρες της υπεράσπισης· ότι προέβαλλε αδικαιολόγητα προσκόμματα και άλλες δυσκολίες στην ομαλή διεξαγωγή της υπεράσπισης του κατηγορουμένου προκαλώντας έτσι αδικαιολόγητη παράταση της διαδικασίας, το μάκρος της οποίας είχε εν τέλει ως αποτέλεσμα την παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου των κατοχυρωμένων από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων· ότι προέβαινε σε άκρως δυσμενείς και ανεπίτρεπτες δηλώσεις για τον κατηγορούμενο με σκοπό να επηρεάσει το Δικαστήριο σε βάρος του· ότι ενήργησε αντίθετα με την επαγγελματική ευθύνη και τα βασικά καθήκοντα και δικαιώματα των εισαγγελέων όπως υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή Υπουργών την 6.10.2000 αφού υιοθετήθηκαν από τη Διεθνή Ένωση Εισαγγελέων στις 23.4.1999· και ότι, από διάφορες απόψεις έθεσε την υπεράσπιση σε δυσμενή θέση και της έχει προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημιά.
Προς υποστήριξη αυτού του λόγου έφεσης, ο δικηγόρος του εφεσείοντος μας παρέπεμψε σε διάφορα σημεία από τα πρακτικά της διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Μελετήσαμε τα σημεία αυτά με ιδιαίτερη προσοχή. Είναι γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η συμπεριφορά, η φρασεολογία και, γενικότερα, οι αντιδράσεις του κ. Μάτσα, ιδιαίτερα στο ευαίσθητο στάδιο της αντεξέτασης μαρτύρων κατηγορίας, υπερέβησαν τα όρια που επιβάλλουν οι υψηλές αρχές του επαγγέλματος του δικηγόρου και, ιδιαίτερα, του δικηγόρου-δημόσιου κατήγορου. Αρχές οι οποίες επιβάλλουν την επίδειξη της ύψιστης δυνατής αυτοσυγκράτησης και ανοχής έναντι της άλλης πλευράς, ιδιαίτερα όταν αυτή αντεξετάζει. Δεν μας διαφεύγει βέβαια το γεγονός ότι, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, οι αντιδράσεις του κ. Μάτσα είχαν, σε κάποιο βαθμό, ως αφορμή τη στάση του δικηγόρου του εφεσείοντος. Αυτό, όμως, δεν αποτελεί δικαιολογία. Η δυσάρεστη ατμόσφαιρα αντιπαράθεσης και έντασης που δημιουργήθηκε άνευ λόγου μεταξύ των δικηγόρων, σε συγκεκριμένες φάσεις της διαδικασίας, δε στέρησε, κατά την κρίση μας, τον εφεσείοντα μιας από πάσης πλευράς δίκαιης δίκης. Το Κακουργιοδικείο, με την υπομονή αλλά και τις εκάστοτε παρεμβάσεις και υποδείξεις του, κατά κύριο λόγο προς τον κ. Μάτσα, επανέφερε την απαραίτητη ηρεμία στην όλη διαδικασία και εξασφάλισε στην υπεράσπιση την κάθε δυνατή ευκαιρία να παρουσιάσει στο ακέραιο την υπόθεσή της. Τούτο αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και από την εξαντλητική αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και τη λεπτομερέστατη εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης, όπως αυτή αναδύεται από τα πρακτικά της διαδικασίας. Όσον αφορά ιδιαίτερα τον ισχυρισμό του δικηγόρου του εφεσείοντος ότι ο κ. Μάτσας "αχρείαστα συνέβαλε στη δημιουργία μιας άνευ προηγουμένου παρατεταμένης και χρονοβόρου διαδικασίας" με αποτέλεσμα την παραβίαση "των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του κατηγορούμενου όπως προβλέπεται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και άρθρο 6 της Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων", παρατηρούμε ότι όντως η δίκη πήρε μάκρος αλλά αυτό οφειλόταν κυρίως στην από διάφορες απόψεις έκταση που προσέλαβε η υπεράσπιση.
Η έφεση κατά της καταδίκης του εφεσείοντος απορρίπτεται.
Η έφεση κατά της ποινής.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές τεσσάρων χρόνων φυλάκισης στην κατηγορία του βιασμού και τεσσάρων χρόνων φυλάκισης στις επτά από τις οκτώ κατηγορίες για διαφθορά ανήλικης γυναίκας κάτω των 13 χρόνων. Οι ποινές αυτές, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής, είναι έκδηλα ανεπαρκείς, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων διαπράξεως των αδικημάτων σε συνάρτηση με το γεγονός ότι ο νομοθέτης προέβλεψε ποινή ισόβιας φυλάκισης τόσο για το αδίκημα του βιασμού όσο και το αδίκημα της διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 χρόνων.
Η εισήγηση δε μας βρίσκει σύμφωνους. Λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντος, της ηλικίας του - είναι 34 χρόνων, των επιπτώσεων της καταδίκης και της φυλάκισής του, των ψυχολογικών του προβλημάτων, για τα οποία ακολουθεί φαρμακευτική αγωγή, των οικονομικών του προβλημάτων, κυρίως λόγω της εκ μέρους του εγκατάλειψης του περιπτέρου, και του, ουσιαστικά, λευκού ποινικού του μητρώου, θεωρούμε ότι οι ποινές που του επιβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως έκδηλα ανεπαρκείς ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας.
Απορρίπτεται και η έφεση κατά της ποινής του εφεσείοντος.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΧΤΘ